ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ, Τετάρτη, 12 Απριλίου 2006
ΒΑΣΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΗΜΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ
Ι. Εισαγωγή 1. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αποτελεί, όπως είναι γνωστό, θεμελιώδη θεσμό για την ποιότητα της Δημοκρατίας μας, ο οποίος συμπορεύθηκε μαζί της, σχεδόν από τη σύσταση του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους και πιο συγκεκριμένα από τη θέση σε ισχύ του β.δ. της 27.12.1833 «Περί συστάσεως των Δήμων», έως τις μέρες μας. Με τον ν. 1065/1980 (ΦΕΚ 168 Α΄), ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, τις τρεις κωδικοποιήσεις του που ακολούθησαν [π.δ. 75/1985 (ΦΕΚ 27 Α΄), 323/1989 (ΦΕΚ 146 Α΄), και 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α΄)], καθώς και μια πληθώρα νομοθετημάτων, τα οποία είχαν άλλοτε συστηματικό και άλλοτε αποσπασματικό χαρακτήρα, διαμορφώθηκε σταδιακά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο που διέπει την οργάνωση και λειτουργία των Δήμων και των Κοινοτήτων.
Ωστόσο, από τον ν. 1065/1980 ως σήμερα, έγιναν αλλεπάλληλες επεμβάσεις και τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ με ειδικούς νόμους, οι οποίες δυσχέραναν το έργο του εφαρμοστή του δικαίου. Η ανάγκη σύνταξης σύγχρονου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα ως ενιαίου κειμένου, εναρμονισμένου προς τις νέες απαιτήσεις και επιταγές και απαλλαγμένου από διάσπαρτες, σε σειρά νόμων, ειδικές αποσπασματικές προβλέψεις, οι οποίες δημιουργούσαν όχι μόνο δυσχέρειες εντοπισμού τους, αλλά και έδιναν την εντύπωση μεμονωμένων και εμβαλωματικών παρεμβάσεων, επέβαλε την αναμόρφωση και αντικατάσταση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου.
Παράλληλα, η ίδια η Τοπική Αυτοδιοίκηση είχε αντιληφθεί ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο επέτρεπε την εκδήλωση και συντήρηση ορισμένων παθογενειών, οι οποίες δεν είχαν θέση στους κόλπους της και αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθειά της ν’ αποκτήσει αναπτυξιακό ρόλο και ν’ ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του πολίτη. Αναφέρεται ενδεικτικά ο πολύπαθος τομέας των δημοτικών επιχειρήσεων που, λόγω αλόγιστης υπερφόρτωσης με προσωπικό και απουσίας αναπτυξιακής στρατηγικής, είχαν μετατραπεί σε εστία καχεξίας και οικονομικής αιμορραγίας για τους ΟΤΑ.
2. Σε όλη αυτή την πορεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σταθμός υπήρξε το Σύνταγμα του 1975 και η μετέπειτα Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, που εισήγαγε ένα εξαιρετικά προοδευτικό θεσμικό πλαίσιο, από τα αρτιότερα μάλιστα στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προηγήθηκε, επίσης, ο Ευρωπαϊκός Χάρτης της Τοπικής Αυτονομίας της 15.10.1985, ο οποίος κυρώθηκε από τη Χώρα μας με τον ν. 1850/1989, με ορισμένες επιφυλάξεις. Όπως είναι γνωστό, το άρθρο 102 του Συντάγματος αναγνωρίζει, μεταξύ άλλων, αφενός το τεκμήριο αρμοδιότητας των ΟΤΑ σε ό,τι αφορά τις τοπικές υποθέσεις και, αφετέρου, τη ρητή συνταγματική κατοχύρωση της οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ, με την πρόσθετη πρόβλεψη ότι δεν μεταβιβάζεται στους ΟΤΑ καμία κρατική αρμοδιότητα χωρίς την ταυτόχρονη μεταφορά και των αντίστοιχων πόρων. Με τον τρόπο αυτό, ο συντακτικός νομοθέτης οχύρωσε την Τοπική Αυτοδιοίκηση σε σχέση με τις ανάγκες της σύγχρονης πραγματικότητας, δείχνοντας παράλληλα το δρόμο και στο κεντρικό κράτος για το πώς πρέπει και αυτό, με τη σειρά του, να λειτουργήσει και ιδίως ποιες υποχρεώσεις πρέπει να εκπληρώσει για να κάνει πράξη τη συνταγματική επιταγή για διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια των ΟΤΑ.
3. Στην παρούσα χρονική περίοδο η Τοπική Αυτοδιοίκηση βρίσκεται μπροστά σε μία νέα φάση της πολύχρονης πορείας της, η οποία χαρακτηρίζεται αφενός από τη σταδιακή υποχώρηση του κεντρικού κράτους προς όφελος της Περιφέρειας και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στο πλαίσιο της αρχής της επικουρικότητας. Και, αφετέρου, από τη διαμόρφωση μιας νέας πραγματικότητας στον ευρωπαϊκό αλλά και τον διεθνή χώρο, που αποτυπώνεται, άλλωστε, και στο Δ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Το Πλαίσιο αυτό θέτει ως προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εδραίωση της συνοχής ανάμεσα στα κράτη – μέλη, η οποία, φυσικά, προϋποθέτει περιφερειακή σύγκλιση και περιορισμό των περιφερειακών ανισοτήτων.
Αυτή, ακριβώς, η ανάγκη ν’ ανταποκριθεί με επιτυχία η Αυτοδιοίκηση στις αυξημένες απαιτήσεις του νέου ρόλου της, προϋποθέτει αναπόδραστα τη διαμόρφωση ισχυρότερων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί στο έπακρο το συγκριτικό της πλεονέκτημα, που δεν είναι άλλο από την εγγύτητα που έχει προς τον πολίτη και τη στενότερη επαφή μαζί του. Και η ενίσχυση αυτή απαιτεί τη σωρευτική συνδρομή δύο βασικών προϋποθέσεων: α) Της ύπαρξης σύγχρονου και ευέλικτου θεσμικού πλαισίου λειτουργίας και β) Της διασφάλισης επαρκών, για την εκπλήρωση της αποστολής της, πόρων.
4. Αποφασισμένη να στηρίξει την Τοπική Αυτοδιοίκηση στην προσπάθειά της ν’ ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις, η Κυβέρνηση, ήδη με τον πρώτο νόμο που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή, τον ν. 3242/2004 (άρθρο 14 παρ. 2), και αφού αντιμετώπισε ορισμένες σοβαρές οικονομικές εκκρεμότητες των Δήμων και των Κοινοτήτων από το παρελθόν, προέβλεψε τη σύσταση Επιτροπής για τη σύνταξη του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παρ. 6 του Συντάγματος. Η Επιτροπή αυτή συγκροτήθηκε με την υπ’ αριθμ. 35442/6-9-2004 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης (Φ.Ε.Κ. Β΄1395) υπό την προεδρία του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης κ. Αθ. Βεζυργιάννη και τα μέλη της ήταν ένας Σύμβουλος Επικρατείας, ο Νομικός Σύμβουλός του Κράτους στο ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., μία Καθηγήτρια Πανεπιστημίου, νομικοί με εξειδίκευση στα θέματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ανώτατα στελέχη του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., προερχόμενα από τη Γενική Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τη Γενική Διεύθυνση Αναπτυξιακών Προγραμμάτων και τη Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. και, φυσικά, εκπρόσωποι της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., αλλά και των εργαζομένων στους Δήμους και τις Κοινότητες (της Π.Ο.Ε. ΟΤΑ και της Π.Ο.Π. ΟΤΑ). Η Επιτροπή άρχισε τις εργασίες της τον Νοέμβριο του 2004 και μετά από 50 περίπου πολύωρες συνεδριάσεις παρέδωσε ένα ολοκληρωμένο και άρτιο σχέδιο του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, το οποίο περιλαμβάνει 11 Μέρη. Τα Μέρη αυτά υποδιαιρούνται σε Κεφάλαια, που περιλαμβάνουν συνολικά 287 άρθρα.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι σχέδιο Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα είχε καταρτισθεί και από Επιτροπή, η οποία είχε συγκροτηθεί από την προηγούμενη Κυβέρνηση με την υπ’ αριθμ. 26571/25.7.2003 (ΦΕΚ Β΄1123) απόφαση, κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 9 του ν. 3146/2003. Ωστόσο η Κυβέρνηση, με δεδομένο αφενός ότι είχε δεσμευθεί απέναντι στον Ελληνικό Λαό πως θα εφαρμόσει άμεσα το πρόγραμμά της για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το οποίο δεν έβρισκε πλήρες έρεισμα στο ήδη υπάρχον σχέδιο και, αφετέρου, το γεγονός ότι το σχέδιο αυτό δεν ήταν αποδεκτό από σημαντική μερίδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, επεξεργάσθηκε νέο σχέδιο Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, λαμβάνοντας, βέβαια, υπόψη κατά τη συζήτησή του και τις ήδη αποτυπωθείσες στο προηγούμενο αντιλήψεις, χωρίς όμως να δεσμεύεται πλήρως από αυτές. Αυτό είναι, άλλωστε, άμεσα διαπιστώσιμο, όταν παρατηρήσει κανείς τόσο τις σημαντικές τομές που υιοθετεί σε βασικά θέματα και οι οποίες δεν υπήρχαν στο προηγούμενο σχέδιο, όσο και τη συνολική και εξονυχιστική προσέγγιση όλων των θεμάτων καθώς και τη νομοτεχνική αρτιότητα του παρόντος σχεδίου Κώδικα. Για όλους αυτούς τους λόγους, η παρουσίαση του σχεδίου του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα στο τακτικό συνέδριο της ΚΕΔΚΕ στη Ρόδο έτυχε ευρείας αποδοχής από τους εκπροσώπους της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η συναίνεση αυτή επαναλήφθηκε και επισφραγίσθηκε και σε πρόσφατη συνάντηση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Καθηγητή κ. Προκόπη Παυλόπουλου με το Δ.Σ. της ΚΕΔΚΕ, κατά την οποία συμφωνήσαμε να προωθήσουμε τον Κώδικα άμεσα στη Βουλή, προκειμένου το σύγχρονο αυτό θεσμικό πλαίσιο να τεθεί σ’ εφαρμογή ως τις 31.5.2006. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την επίλυση μιας σειράς χρόνιων προβλημάτων που ταλάνιζαν την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την είχαν καταδικάσει σε εσωστρέφεια, σηματοδοτεί μία νέα περίοδο για την Αυτοδιοίκηση, στο πλαίσιο της οποίας επαναπροσεγγίζει τον πολίτη, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο που της αναγνωρίζει το ίδιο το Σύνταγμα στο άρθρο 102.
ΙΙ. Επιμέρους ρυθμίσεις – Οι βασικές καινοτομίες του νέου ΔΚΚ
1. Οι αρμοδιότητες των Δήμων και των Κοινοτήτων
Είναι γνωστό ότι οι αρμοδιότητες των Δήμων και των Κοινοτήτων ήταν ως τώρα διάσπαρτες σε διάφορα νομοθετήματα, γεγονός που δημιουργούσε δυσχέρειες στον εντοπισμό τους, ενώ, λόγω της γενικής και αόριστης περιγραφής τους, υπήρχε ζωηρή αμφισβήτηση για το εύρος πολλών από αυτές. Το πρόβλημα είχε αποκτήσει και μεγάλη πρακτική σημασία, δεδομένου ότι, κατά τη διενέργεια του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας των δαπανών των ΟΤΑ πρώτου βαθμού με πληθυσμό άνω των 5.000 κατοίκων, υπήρχε ασάφεια για το αν ορισμένες δαπάνες βρίσκονται ή όχι σε αρμονία με απονεμημένες αρμοδιότητες. Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, αλλά, κυρίως, για τον εκσυγχρονισμό του πλέγματος των αρμοδιοτήτων των ΟΤΑ πρώτου βαθμού, ώστε να ανταποκρίνονται αυτές στο νέο, αναβαθμισμένο, ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν οι ΟΤΑ στις τοπικές κοινωνίες, πραγματοποιήθηκε, για πρώτη φορά, μια θεματική συστηματοποίηση των αρμοδιοτήτων τους. ¶ξονες της συστηματοποίησης αυτής είναι η απλούστευση της άσκησής τους, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας και η πιστή εφαρμογή της αρχής της εγγύτητας για την παροχή των υπηρεσιών των ΟΤΑ προς τους πολίτες.
Οι αρμοδιότητες των Δήμων και των Κοινοτήτων κατανέμονται σε επτά βασικούς τομείς, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:
Ανάπτυξης
Περιβάλλοντος
Ποιότητας ζωής και εύρυθμης λειτουργίας των πόλεων και των Οικισμών
Απασχόλησης
Κοινωνικής Προστασίας και Αλληλεγγύης
Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού
Πολιτικής Προστασίας.
Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για εκείνες τις αρμοδιότητες, οι οποίες συνάπτονται με τις περιπτώσεις συναλλαγών των πολιτών με τους Δήμους και τις Κοινότητες που απαντώνται συχνότερα στην πράξη, όπως είναι οι κάθε μορφής χορηγούμενες από αυτούς άδειες, τα θέματα που σχετίζονται με τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος κλπ. Η προσπάθεια, εν προκειμένω, έγκειται, όχι μόνον στο να οριοθετηθεί το σχετικό καθεστώς κατά τρόπο όσο το δυνατόν πιο σαφή, αλλά και στο να περιορισθούν οι περιπτώσεις επικάλυψης αρμοδιοτήτων, με τελικό στόχο να συντμηθούν οι μέχρι τώρα χρονοβόρες διαδικασίες στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, προς όφελος του πολίτη.
Πρόνοια λαμβάνεται επίσης για την αποσαφήνιση των ορίων της άσκησης των κανονιστικών αρμοδιοτήτων των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ, κατά τρόπον ώστε να συμπορεύονται απόλυτα με την υφιστάμενη νομοθεσία.
Περαιτέρω, προσδιορίζονται οι γενικές αρχές που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι ΟΤΑ πρώτου βαθμού κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Έτσι, καθιερώνεται η υποχρέωση εναρμόνισης της πολιτικής τους όχι μόνο με το ισχύον κάθε φορά θεσμικό πλαίσιο, αλλά και με τις πολιτικές που εφαρμόζονται σε εθνικό, ευρωπαϊκό και περιφερειακό επίπεδο. Τονίζεται η ανάγκη συνεργασίας και συντονισμού με άλλες τοπικές και δημόσιες αρχές και οργανισμούς, κατοχύρωσης της πλέον επωφελούς και αποτελεσματικής χρήσης των πόρων που διαθέτουν και ισόρροπης κατανομής τους, η ανάγκη διασφάλισης υψηλής ποιότητας και επάρκειας παροχής υπηρεσιών καθώς και η ανάγκη περιβαλλοντικής προστασίας, προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς και προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης.
Επισημειώνεται ότι η ειδική κατηγορία των κρατικού χαρακτήρα αρμοδιοτήτων, οι οποίες έχουν εκχωρηθεί στους ΟΤΑ (π.χ. τέλεση πολιτικού γάμου, τήρηση ληξιαρχικών βιβλίων κλπ.), δεν μπορούν ν’ αποτελέσουν αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας εκ μέρους τους, ακόμη και σ’ επίπεδο επιχειρήσεων αμιγώς κοινωφελούς χαρακτήρα, ούτε ν’ ανατεθεί από τους ΟΤΑ η άσκησή τους σε άλλα ν.π.δ.δ.
2. Εισαγωγή θεσμών ανάπτυξης της τοπικής δημοκρατίας
Με γνώμονα την ανάπτυξη της άμεσης δημοκρατίας σε τοπικό επίπεδο και την ενεργοποίηση του πολίτη στο πλαίσιο των τοπικών κοινωνιών, εισάγονται σημαντικοί καινοτόμοι θεσμοί. Έτσι, για πρώτη φορά, καθιερώνεται ο θεσμός του τοπικού δημοψηφίσματος. Τούτο είναι δυνατό να διεξαχθεί είτε με πρωτοβουλία του δημοτικού και κοινοτικού συμβουλίου για σοβαρά θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των Δήμων και Κοινοτήτων, είτε με λαϊκή πρωτοβουλία για θέματα που ρητά ορίζονται στον ΔΚΚ. Αντικείμενο τοπικού δημοψηφίσματος δεν μπορεί ν’ αποτελούν τα θέματα εθνικής πολιτικής, καθώς και εκείνα που συνιστούν περιφερειακές και νομαρχιακές αρμοδιότητες.
Συγχρόνως, εισάγεται ένα σύστημα θεσμών συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση των αποφάσεων που λαμβάνουν τα δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια. Στους θεσμούς αυτούς εντάσσεται και η απαίτηση να διαβουλεύονται τα όργανα λήψης αποφάσεων με συλλογικούς φορείς και ενδιαφερόμενες ομάδες του πληθυσμού, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται περιβάλλον κοινωνικού ελέγχου της τοπικής εξουσίας με το δικαίωμα των δημοτών και των κατοίκων να υποβάλλουν αναφορές και ερωτήσεις προς τα όργανα του Δήμου και της Κοινότητας. Περαιτέρω, καθιερώνονται η Χάρτα Δικαιωμάτων του Δημότη, η κατάρτιση Οδηγού του Δημότη και η υποχρέωση της δημοτικής και κοινοτικής αρχής να προβαίνει σε ετήσιο Απολογισμό Πεπραγμένων σε δημόσια συνεδρίαση.
3. Καθιέρωση κινήτρων για την προώθηση των εκούσιων συνενώσεων
Καθιερώνεται διαδικασία εκούσιας συνένωσης σ’ έναν Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης Δήμων ή Κοινοτήτων που συνορεύουν, είτε στο πλαίσιο τοπικού δημοψηφίσματος είτε ύστερα από απόφαση των οικείων δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων που λαμβάνεται με πλειοψηφία των 3/5 του συνολικού αριθμού των μελών τους. Οι Δήμοι που δημιουργούνται με τη διαδικασία αυτή λαμβάνουν οικονομική ενίσχυση, η οποία χρηματοδοτείται από ειδικό πρόγραμμα, που ιδρύεται για τον σκοπό αυτόν (Ειδικό Πρόγραμμα Ενώσεων). Με τον τρόπο αυτόν δίδεται προβάδισμα στη βούληση των τοπικών κοινωνιών και παράλληλα αναγνωρίζεται σημαντικό οικονομικό κίνητρο προς την κατεύθυνση του περιορισμού του αριθμού των ΟΤΑ σε αυστηρά εκούσια βάση.
4. Σύστημα διακυβέρνησης – Δημοτικές και Κοινοτικές Αρχές – Δημοτική Αποκέντρωση
Με μια σειρά ρυθμίσεων το Δημοτικό Συμβούλιο αναβαθμίζεται σε πολιτικό, προγραμματικό και ελεγκτικό όργανο του Δήμου. Ειδικότερα:
Καθιερώνεται γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια αμφισβήτησης του γεγονότος ότι είναι το κυρίαρχο όργανο διοίκησης του Δήμου ή της Κοινότητας, και ν’ αποφεύγεται, έτσι, οποιαδήποτε σύγχυση αρμοδιοτήτων με το οικείο μονομελές όργανο.
Αυξάνεται ο αριθμός των δημοτικών συμβούλων και αντιδημάρχων ανάλογα με τον πληθυσμό του κάθε Δήμου.
Θεσμοθετούνται και αναγνωρίζονται, για πρώτη φορά, οι Δημοτικές Παρατάξεις, οι οποίες συμμετέχουν στις επιτροπές του δημοτικού συμβουλίου, ενώ οι εκπρόσωποί τους μπορούν να ζητούν από το Δήμαρχο και τη Δημαρχιακή Επιτροπή πληροφορίες και στοιχεία. Μάλιστα, προς ενίσχυση των ασθενέστερων συνδυασμών, προβλέπεται ότι Δημοτική Παράταξη μπορεί να υπάρχει και με έναν μόνο δημοτικό σύμβουλο.
Αναβαθμίζεται ο ρόλος της μειοψηφίας, με πλέγμα διατάξεων, οι οποίες, μεταξύ άλλων, προβλέπουν ότι :
Αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου εκλέγεται ο υποψήφιος, τον οποίο προτείνει και εκλέγει κυριαρχικά η μειοψηφία. Αν μάλιστα αναλογισθούμε ότι ο Αντιπρόεδρος ασκεί ουσιαστικές αρμοδιότητες, πέρα από την αναπλήρωση του Προέδρου, η οποία, ούτως ή άλλως, απαντάται συχνά στην πράξη, αντιλαμβάνεται κανείς τη διεύρυνση των δικαιωμάτων της μειοψηφίας.
Η μειοψηφία έχει διευρυμένη συμμετοχή στη Δημαρχιακή Επιτροπή, το αντικείμενο αρμοδιότητας της οποίας, όπως είναι γνωστό, καταλαμβάνει σειρά σημαντικών θεμάτων στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων.
Η μειοψηφία έχει διευρυμένη συμμετοχή στη διοίκηση των ιδρυμάτων και των ν.π.δ.δ. των Δήμων και των Κοινοτήτων.
Στους Δήμους και στις Κοινότητες με πληθυσμό άνω των 5.000 κατοίκων απαιτείται για τον πλειοψηφούντα συνδυασμό η συγκέντρωση ποσοστού τουλάχιστον 42% του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, προκειμένου να διασφαλισθεί η ύπαρξη ισχυρών ΟΤΑ, ενόψει του αναβαθμισμένου θεσμικού ρόλου που πρόκειται να διαδραματίσουν στο άμεσο μέλλον, αλλά και ενόψει του ρόλου τους στο Δ΄ Κ.Π.Σ. Με τον τρόπο αυτόν αποτρέπεται η σύναψη ευκαιριακών συμμαχιών, που, όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, δεν εξυπηρετούν πάντοτε την πρόοδο των τοπικών υποθέσεων και τη σταθερότητα της διοίκησης αυτών ούτε επιτρέπουν τη διαμόρφωση σαφούς και εκ των προτέρων γνωστού προγραμματικού λόγου. Το προβλεπόμενο ποσοστό διασφαλίζει την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση, αν ληφθεί υπόψη ότι ακόμη και η ανάδειξη Κυβέρνησης είναι δυνατή με μικρότερο ποσοστό. Πέραν τούτου, το ποσοστό αυτό όχι μόνο δεν αποτρέπει συμμαχίες, αλλά, αντίθετα, επιτρέπει τη σύναψη συμμαχιών, οι οποίες στηρίζονται σε ενιαίο προγραμματικό λόγο.
Κοινότητες άνω των 4.000 κατοίκων μετατρέπονται πλέον σε Δήμους. Οι ευεργετικές συνέπειες για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων από τη μετατροπή αυτή είναι προφανείς.
Απλοποιείται η διαδικασία εκδίκασης των ενστάσεων κατά του κύρους των εκλογών, ώστε να αίρεται, στο συντομότερο δυνατό χρονικό διάστημα, οποιαδήποτε αμφισβήτηση που έχει εγερθεί σε σχέση με την εγκυρότητα της εκλογής των αιρετών οργάνων διοίκησης των Δήμων και Κοινοτήτων.
Εισάγεται, για πρώτη φορά, η δυνατότητα εκλογής χωρίς σταυρό ως δημοτικών συμβούλων αυτών που είχαν διατελέσει Δήμαρχοι τουλάχιστον για δύο δημοτικές περιόδους και μία ως Πρόεδροι Κοινότητας.
Ορίζεται ιδιάζουσα δωσιδικία για τους Δημάρχους και τους Προέδρους των Κοινοτήτων, έτσι ώστε σε πρώτο βαθμό να δικάζονται από τα τριμελή ποινικά εφετεία, τα οποία κρίνουν αποστασιοποιημένα από τον τοπικό χαρακτήρα του θέματος και παρέχουν εγγυήσεις δικαιότερης αλλά και ταχύτερης κρίσης.
Περιορίζεται η πειθαρχική δικαιοδοσία της κρατικής εξουσίας επί των αιρετών με την κατάργηση της πειθαρχικής ποινής της έκπτωσης, αφού κρίνεται ως επαρκές πειθαρχικό μέτρο η ποινή της αργίας, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβεί το εξάμηνο.
Εξορθολογίζεται το σύστημα ειδικής άδειας που λαμβάνουν οι αιρετοί, οι οποίοι είναι υπάλληλοι του δημόσιου τομέα, έτσι ώστε και τα καθήκοντά τους ν’ ασκούν απρόσκοπτα, αλλά και να μη δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία των υπηρεσιών από τις οποίες προέρχονται.
Αναβαθμίζεται πλήρως η αποκέντρωση τόσο των μεγάλων Δήμων (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη) από πλευράς δημοτικών διαμερισμάτων, αλλά κυρίως του συνόλου των Δήμων της Χώρας σ’ επίπεδο τοπικών διαμερισμάτων από πλευράς άσκησης σειράς αρμοδιοτήτων από τα οικεία τοπικά συμβούλια, ώστε ν’ αποτραπεί ο μαρασμός των Κοινοτήτων που καταργήθηκαν με τον ν. 2539/1997 (νόμος «Καποδίστρια»). Για τον σκοπό αυτό προβλέπεται η άσκηση σειράς αποφασιστικού χαρακτήρα αρμοδιοτήτων από το τοπικό συμβούλιο, οι οποίες επικεντρώνονται στη συντήρηση και λειτουργία εγκαταστάσεων της Κοινότητας, στην εκτέλεση αποκλειστικά τοπικού χαρακτήρα έργων και στη δυνατότητα άμεσης αποκατάστασης βλαβών που εμφανίζονται στα δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού, στις δημοτικές οδούς και στους κοινόχρηστους χώρους εν γένει. Η άσκηση των πιο πάνω αρμοδιοτήτων διασφαλίζεται μέσα από την πρόβλεψη διάθεσης στο τεχνικό πρόγραμμα κάθε Δήμου του 30% των πιστώσεών του αποκλειστικά και μόνο για έργα στα τοπικά διαμερίσματα. Παράλληλα, προβλέπεται ικανή πάγια προκαταβολή, την οποία διαχειρίζεται ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου, προκειμένου να μπορεί ν’ αντιμετωπίσει άμεσα τις πιο πάνω βλάβες. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και η ρητή πρόβλεψη ότι στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, όταν συζητούνται θέματα που αφορούν τα τοπικά διαμερίσματα, καλείται ο πρόεδρος του οικείου τοπικού συμβουλίου, διαφορετικά είναι άκυρη η συνεδρίαση. Στις συνεδριάσεις αυτές ο πρόεδρος του τοπικού συμβουλίου, παρ’ ότι δεν είναι δημοτικός σύμβουλος, έχει δικαίωμα ψήφου.
5. Ενθάρρυνση της άσκησης κοινωνικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο από τους ΟΤΑ
Στο πλαίσιο της ενίσχυσης του κοινωνικού ρόλου των ΟΤΑ εισάγεται ένα πλέγμα διατάξεων, που τους επιτρέπει ν’ αναλάβουν πρωτοβουλίες κοινωνικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο της αρχής της εγγύτητας προς τον πολίτη. Ειδικότερα:
Για πρώτη φορά προβλέπεται η δυνατότητα του Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου να προβεί σε μείωση δημοτικών φόρων ή τελών έως το 50% ή ακόμη και σε πλήρη απαλλαγή από αυτά για τα άτομα με αναπηρίες, τους πολύτεκνους και τους άπορους.
Καθιερώνεται η δυνατότητα χορήγησης ειδικών χρηματικών βοηθημάτων σε πολύτεκνους.
Επίσης, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, καθώς και για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών, είναι δυνατή η χορήγηση από τους ΟΤΑ στους οικονομικά αδύνατους κατοίκους ειδών διαβίωσης, περίθαλψης και χρηματικών βοηθημάτων.
Παρέχεται στους ΟΤΑ η δυνατότητα επιχορήγησης συλλόγων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, οι οποίοι έχουν ως σκοπό την παροχή βοήθειας και υποστήριξης, κάθε μορφής, σε παιδιά, που είναι ιδίως, θύματα κακοποίησης, παραμέλησης, οικονομικής εκμετάλλευσης και παράνομης διακίνησης, ανεξαρτήτως υπηκοότητας.
Αναμορφώνεται επί το ευνοϊκότερο το καθεστώς της απευθείας εκποίησης δημοτικών και κοινοτικών οικοπέδων σε άστεγους και αδύνατους δημότες τους με τίμημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το ¼ της τρέχουσας αξίας τους.
Ενθαρρύνεται η εφαρμογή πολιτικών ή η συμμετοχή σε δράσεις και προγράμματα, που στοχεύουν στη μέριμνα, υποστήριξη και φροντίδα ευπαθών κοινωνικών ομάδων με την παροχή υπηρεσιών υγείας και την προαγωγή ψυχικής υγείας, όπως δημιουργία δημοτικών και κοινοτικών ιατρείων, κέντρων αγωγής υγείας, υποστήριξης και αποκατάστασης ατόμων με αναπηρία, κέντρων ψυχικής υγείας, συμβουλευτικής στήριξης των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων και κέντρων πρόληψης κατά εξαρτησιογόνων ουσιών.
Καθιερώνεται ενεργός συμμετοχή των ΟΤΑ στη σχεδίαση, την οργάνωση, τον συντονισμό και την εφαρμογή προγραμμάτων και πρωτοβουλιών για την πρόληψη της παραβατικότητας στην περιφέρειά τους, στο πλαίσιο των Συμβουλίων Πρόληψης Παραβατικότητας.
Προβλέπεται ο σχεδιασμός και η εφαρμογή προγραμμάτων ή συμμετοχή σε προγράμματα και δράσεις για την ένταξη των μεταναστών, προσφύγων και παλιννοστούντων ομογενών στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της τοπικής κοινωνίας.
Προωθείται ο εθελοντισμός και η κοινωνική αλληλεγγύη με τη δημιουργία τοπικών δικτύων κοινωνικής αλληλεγγύης, εθελοντικών οργανώσεων και ομάδων εθελοντών, που θα δραστηριοποιούνται για την επίτευξη των στόχων και την υποβοήθηση του έργου της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης του Δήμου και της Κοινότητας.
Δημιουργούνται Δημοτικών και Κοινοτικών Γραφείων Ενημέρωσης για την Απασχόληση σε τοπικό επίπεδο, με τα οποία κατοχυρώνεται η συμβολή των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ στην καταγραφή και απορρόφηση του εργατικού δυναμικού της περιοχής τους και στην προώθηση ίσων ευκαιριών πρόσβασης στην αγορά εργασίας, σε συνεργασία και συντονισμό με τους αρμόδιους δημόσιους φορείς, ιδίως με τον ΟΑΕΔ, καθώς και τις επιχειρήσεις της περιοχής τους.
6. Προώθηση της πολιτιστικής ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο
Ενισχύεται αποφασιστικά η συμβολή των ΟΤΑ στην πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής τους με την απονομή, πέραν των υφιστάμενων, και μίας σειράς άλλων αρμοδιοτήτων που αποβλέπουν στην προστασία του τοπικού πολιτισμού, την προβολή των πολιτιστικών αγαθών και των σύγχρονων πολιτιστικών έργων που παράγονται σε τοπικό επίπεδο. Ειδικότερα:
Ενθαρρύνεται η δημιουργία πολιτιστικών και πνευματικών κέντρων, μουσείων πινακοθηκών κλπ.
Οργανώνεται και από τους ΟΤΑ η προστασία μουσείων, καθώς και αρχαιολογικών και ιστορικών χώρων και των εγκαταστάσεών τους.
Παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης της επισκευής, συντήρησης και αξιοποίησης παραδοσιακών και ιστορικών κτιρίων, που τους παραχωρούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
Προωθούνται οι πολιτιστικές ανταλλαγές των ΟΤΑ σε όλα τα διεθνή επίπεδα.
Προβλέπεται η αποφασιστική συμμετοχή τους στην ανάπτυξη του τοπικού πολιτιστικού τουρισμού.
7. Διαδημοτική Συνεργασία – Συμβάσεις – Συμπράξεις
Επανακαθορίζεται το θεσμικό πλαίσιο που αφορά τις συνεργασίες των Δήμων και Κοινοτήτων και των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε επίπεδο:
Συμβάσεων διαδημοτικής συνεργασίας, που μπορούν να συνάπτονται μεταξύ τους.
Συμβάσεων συνεργασίας φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που μπορούν να συνάπτουν μεταξύ τους για την εκτέλεση έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.
Συστηματοποίησης και επανακαθορισμού των Προγραμματικών Συμβάσεων.
Παράλληλα, με τις ρυθμίσεις του σχεδίου του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και στο πλαίσιο της ενίσχυσης του αναπτυξιακού τους ρόλου, παρέχεται η δυνατότητα στους Δήμους και στις Κοινότητες:
Να συμπράττουν με τον ιδιωτικό τομέα για την εκτέλεση έργων και την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες, όπως προβλέπεται στον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο 3389/2005.
Να αναθέτουν, με τη διαδικασία του διαγωνισμού, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου ή κοινοπραξίες την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών με παραχώρηση του δικαιώματος εκμετάλλευσης ή/και την καταβολή αμοιβής και
Να συνάπτουν συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης για την απόκτηση κινητών ή ακινήτων.
8. Εξυγίανση των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων
Με το σχέδιο του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα αναμορφώνεται και εξορθολογίζεται πλήρως το καθεστώς ίδρυσης και λειτουργίας των δημοτικών επιχειρήσεων. Γνώμονας υπήρξε η διασφάλιση της οικονομικής τους βιωσιμότητας, η συνεχής εποπτεία λειτουργίας τους από το δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο, η στελέχωσή τους με ικανό προσωπικό και η αποτροπή προσλήψεων καθ’ υπέρβαση των λειτουργικών τους αναγκών. Με τον τρόπο αυτό μπορούν να εκπληρώνουν την αποστολή τους, αναβαθμίζοντας την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν στους κατοίκους.
Οι μορφές των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων προσδιορίζονται πλέον περιοριστικά και είναι οι ακόλουθες:
1. Δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις.
2. Ανώνυμες εταιρείες.
Πιο αναλυτικά:
Οι δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις έχουν ως σκοπό την οργάνωση λειτουργιών ή δραστηριοτήτων και την παροχή υπηρεσιών συναφών ή συνδεόμενων με συγκεκριμένες αρμοδιότητες των Δήμων και των Κοινοτήτων. Οι αρμοδιότητες αυτές αναφέρονται στους τομείς της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, στην παιδεία, τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας για την οικονομική ανάπτυξη των Δήμων και των Κοινοτήτων. Αντικείμενο δραστηριότητας της κοινωφελούς επιχείρησης δεν μπορούν να αποτελέσουν οι παραχωρηθείσες στους ΟΤΑ κρατικές αρμοδιότητες.
Οι ανώνυμες εταιρείες δρουν με τρεις μορφές:
Με τη μορφή των κοινών ανώνυμων εταιριών του ν. 2190/1920. Οι εταιρείες που συνιστώνται είτε από περισσότερους Δήμους ή Κοινότητες είτε με τη συμμετοχή και άλλων φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θεωρούνται επιχειρήσεις των ΟΤΑ, εφόσον τα νομικά αυτά πρόσωπα διαθέτουν την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου. Το υπόλοιπο μετοχικό κεφάλαιο μπορεί να κατέχεται από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Στην εταιρεία της μορφής αυτής είναι δυνατή η συμμετοχή του Δημοσίου ή ν.π.δδ.
Με τη μορφή των αναπτυξιακών εταιριών, στο μετοχικό κεφάλαιο των οποίων συμμετέχουν μόνον φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή και φορείς του Δημοσίου και έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο την επιστημονική και τεχνική υποστήριξη των ΟΤΑ, την προώθηση της ανάπτυξης με τη συμμετοχή τους σε προγράμματα ή με την εφαρμογή σχετικών πολιτικών σε διαδημοτικό ή σε ευρύτερο γεωγραφικό χώρο.
Με τη μορφή των μονομετοχικών ανώνυμων εταιριών, δηλαδή εκείνων που συνιστώνται αποκλειστικά από ένα Δήμο ή μία Κοινότητα, οι οποίοι εισφέρουν το σύνολο του μετοχικού κεφαλαίου, και έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την αξιοποίηση της ακίνητης δημοτικής ή κοινοτικής περιουσίας ή την εκμετάλλευση κοινόχρηστων χώρων.
Οι επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν συσταθεί με ειδικές διατάξεις νόμου (όπως π.χ. Δ.Ε.Υ.Α. και δημοτική ραδιοφωνία και τηλεόραση) εξακολουθούν να λειτουργούν, σύμφωνα με το καθεστώς ίδρυσής τους, χωρίς να αποκλείεται στο μέλλον η ίδρυση δημοτικών επιχειρήσεων ειδικού σκοπού.
Το προσωπικό των αμιγών δημοτικών επιχειρήσεων, που αποτελεί και την πλειοψηφία τους, προσλαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ρυθμίζουν την πρόσληψη του με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού των ΟΤΑ. Επισημαίνεται ότι η σχετική προκήρυξη για την πρόσληψή του ελέγχεται από πλευράς νομιμότητας από το ΑΣΕΠ (άρθρο 18 του ν. 2190/1994). Επίσης το ΑΣΕΠ επιλαμβάνεται της εκδίκασης των σχετικών ενστάσεων κατά του πίνακα των αποτελεσμάτων.
Σε ό,τι αφορά τα έργα, τις προμήθειες και την παροχή υπηρεσιών εφαρμόζονται για όλες τις μορφές των δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν και για τους Δήμους και τις Κοινότητες.
Για πρώτη φορά, με το σχέδιο του παρόντος Κώδικα, επιτρέπεται η χρηματοδότηση κοινωφελούς επιχείρησης από τον Δήμο ή την Κοινότητα για τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες, μετά από απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου. Ως προϋπόθεση προβλέπεται η κατάθεση από την επιχείρηση διετούς προγράμματος δράσης της.
Σημαντική καινοτομία αποτελεί η επιχορήγηση από το Κράτος, ή από Δήμους και Κοινότητες νησιωτικών περιοχών, ανώνυμης εταιρίας, που έχει συσταθεί από αυτούς για τη διεξαγωγή θαλασσίων συγκοινωνιών και μεταφορών.
Σημειώνεται ότι το σχέδιο Κώδικα περιλαμβάνει ρητή πρόβλεψη για τις αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες και, συγκεκριμένα, επιτρέπει τη σύσταση τέτοιων εταιριών, μόνο εφόσον αυτό προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου. Σε ό,τι αφορά τις ήδη υφιστάμενες αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, αυτές συνεχίζουν να λειτουργούν μέχρι τη λήξη του χρόνου που προβλέπεται στη συστατική τους πράξη.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος και μέχρι 31.12.2007, λύονται και τίθενται υπό εκκαθάριση όλες οι επιχειρήσεις των ΟΤΑ, τις οποίες είτε έχουν συστήσει οι ίδιοι είτε συμμετέχουν σε αυτές κατά πλειοψηφία φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οι οποίες δεν προσαρμόζουν το καταστατικό τους στις διατάξεις του νέου Δημοτικού και Κώδικα.
Υφιστάμενες αμιγείς επιχειρήσεις του άρθρου 277 του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας είναι δυνατόν να συγχωνευθούν έως 31.12.2007.
Με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του, με βάση τις υφιστάμενες ανάγκες του οικείου ΟΤΑ και των νομικών του προσώπων, είναι δυνατόν να μεταφερθεί πλεονάζον προσωπικό των συγχωνευόμενων επιχειρήσεων, που έχει προσληφθεί με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έως 31.12.2005 σε αντίστοιχες υπηρεσίες του ίδιου Δήμου ή των νομικών του προσώπων.
9. Τοπική Ανάπτυξη - Επιχειρησιακά Προγράμματα
Για την καλύτερη οργάνωση του προγραμματισμού της δράσης των ΟΤΑ, αλλά και την ανάληψη από την κεντρική διοίκηση του υποστηρικτικού της ρόλου, θεσπίζεται η υποχρέωση σύνταξης από τους ΟΤΑ 4ετών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων, στα οποία θα περιλαμβάνονται, τόσο ο οικονομικός και αναπτυξιακός προγραμματισμός, όσο και οι κοινωνικές δράσεις των ΟΤΑ. Σε πρώτη φάση, την υποχρέωση αυτή, έχουν οι ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων και Δήμοι πρωτεύουσες νομών, καθώς και οι ΟΤΑ που προέρχονται από εθελούσια συνένωση.
Στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα καθορίζονται οι στρατηγικοί στόχοι και οι προτεραιότητες της τοπικής ανάπτυξης καθώς και της οργάνωσης και ανάπτυξης των υπηρεσιών του ΟΤΑ και θα προσδιορίζονται οι δράσεις της τετραετίας για τη επίτευξη αυτών των στόχων, καθώς και οι υφιστάμενες και οι εκτιμώμενες πιθανές πηγές χρηματοδότησης.
10. Οικονομική διοίκηση των Δήμων και Κοινοτήτων
Η οικονομική διοίκηση των Δήμων και των Κοινοτήτων αναμορφώνεται πλήρως, κατά τρόπον ώστε όχι μόνο να εκσυγχρονίζεται όλο το σύστημα της διαχείρισης, αλλά κυρίως να υπηρετεί τις ανάγκες της νομιμότητας, της διαφάνειας και της δημοσιότητας. Ειδικότερα:
Ενσωματώνονται στο σχέδιο του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα οι διατάξεις για τον προληπτικό έλεγχο των δαπανών των Δήμων και Κοινοτήτων με πληθυσμό άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων από το Ελεγκτικό Συνέδριο και αποσαφηνίζεται πλήρως το περιεχόμενο του ελέγχου αυτού.
Για τη σύνταξη του προϋπολογισμού ακολουθούνται αρχές, οι οποίες διασφαλίζουν την απόλυτη διαφάνειά του, με την έννοια ότι αποτυπώνονται με πληρότητα και σαφήνεια οι αντίστοιχες κατηγορίες εσόδων και δαπανών, με εξειδίκευση αυτών σε αντιστοιχία προς τα υφιστάμενα διεθνή λογιστικά πρότυπα.
Ως προς την πάγια προκαταβολή, αναπροσαρμόζονται τα ποσά και κλιμακώνονται ανάλογα με τον πληθυσμό των ΟΤΑ, ώστε να ανταποκρίνονται αποτελεσματικότερα στους σκοπούς που εξυπηρετούνται με αυτή.
Παρέχεται η δυνατότητα στους Δήμους και τις Κοινότητες, προκειμένου να καλύψουν βραχυπρόθεσμες ανάγκες ρευστότητας καθώς και για την χρηματοδότηση των λειτουργικών τους δαπανών, να συνομολογούν δάνεια με αναγνωρισμένα πιστωτικά ιδρύματα, ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της Ελλάδας ή του εξωτερικού.
Η εξυπηρέτηση του δανείου επιτρέπεται πλέον, σε αντίθεση με την ρητή απαγόρευση που προβλέπεται από τον ισχύοντα σήμερα Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα, να γίνεται σε ποσοστό 50% από έσοδα που προέρχονται από επιχορηγήσεις ή από τα ανταποδοτικά τέλη ή από το τμήμα των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (Κ.Α.Π.) που προορίζονται για επενδυτικές δραστηριότητες των ΟΤΑ.
Κατά το τελευταίο τρίμηνο του οικονομικού έτους επιτρέπεται να διατεθεί ποσοστό μέχρι 50% από τις πιστώσεις που έχουν εγγραφεί για έργα, που δεν έχουν εκτελεστεί και δεν μπορούν πια να εκτελεστούν στο διάστημα που απομένει, για την πληρωμή υποχρεωτικών δαπανών.
Στους οφειλέτες των Δήμων των Κοινοτήτων καθώς και των νομικών τους προσώπων δημοσίου δικαίου παρέχονται διευκολύνσεις για την τμηματική καταβολή των οφειλών τους, οι οποίες εξομοιώνονται με τη νομοθεσία που ισχύει για τους οφειλέτες του Δημοσίου.
11. Έλεγχος νομιμότητας
Με το σχέδιο του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα γίνεται προσπάθεια να περιορισθεί ο έλεγχος νομιμότητας που ασκείται στις πράξεις των Δήμων και των Κοινοτήτων από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας στον απολύτως απαραίτητο, προκειμένου να γίνει πράξη η συνταγματική επιταγή του άρθρου 102 του Συντάγματος για τη διασφάλιση της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των ΟΤΑ. Με τον τρόπο αυτό διευρύνεται η αρμοδιότητα των ΟΤΑ να αποφασίζουν με τα δικά τους όργανα για τις τοπικές υποθέσεις, στο πλαίσιο των κανόνων που καθορίζουν την οργάνωση και λειτουργία τους. Ο έλεγχος αυτός εξακολουθεί να είναι κατασταλτικός, όμως για πρώτη φορά με το προτεινόμενο σχέδιο περιορίζεται επί συγκεκριμένων αποφάσεων που, από τη φύση τους, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Ειδικότερα:
Καθορίζονται επακριβώς ποιες από τις αποφάσεις των δημοτικών και κοινοτικών αρχών υπόκεινται στον κατασταλτικό έλεγχο νομιμότητας του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας,
Καταργείται η επιτροπή του άρθρου 18 του ν. 2218/1994, και επαναφέρεται η προσφυγή σε πρώτο βαθμό ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας κατά πράξεων των Δήμων και των Κοινοτήτων.
Για πρώτη φορά θεσμοθετείται προσφυγή όχι μόνο κατά των εκτελεστών πράξεων των πρωτοβάθμιων οργανισμών, αλλά και κατά της παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων τους.
Επαναφέρεται το δεύτερο στάδιο κρίσης που είχε στο παρελθόν καταργηθεί, υπό διαφορετική όμως πλέον μορφή. Για το λόγο αυτόν ιδρύεται, για πρώτη φορά, στην έδρα κάθε Περιφέρειας τουλάχιστον μία Ειδική Επιτροπή, από την οποία απουσιάζει παντελώς εκπρόσωπος της κρατικής διοίκησης, ως εχέγγυο αμερόληπτης κρίσης. Η επιτροπή αυτή που απαρτίζεται από έναν δικαστικό λειτουργό, ένα μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και έναν εκπρόσωπο της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων, εξετάζει προσφυγές κατά πράξεων του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που έχουν εκδοθεί σε πρώτο βαθμό.
12. Συνεργασίες σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο
Αντιμετωπίζονται, σε νέα βάση, οι διεθνείς συνεργασίες των ΟΤΑ, οι οποίες δεν περιορίζονται πλέον στο επίπεδο των πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και ανταλλαγών αποστολών, αλλά καλύπτουν και τη συνεργασία για την εν γένει αντιμετώπιση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, με στόχο την προαγωγή των οικονομικών, πολιτιστικών, μορφωτικών και κοινωνικών σχέσεων.
Για τον σκοπό αυτό δημιουργούνται δίκτυα πόλεων και ενώσεων που διασφαλίζουν τη διαπεριφερειακή συνεργασία σε διεθνές επίπεδο, ενώ, παράλληλα, ρυθμίζονται όλα τα θέματα, που αφορούν την οργανωμένη συμμετοχή των ΟΤΑ σε προγράμματα και πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιείται ένα πάγιο αίτημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που εκκρεμούσε για αρκετά χρόνια, εξαναγκάζοντας τους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ να προβαίνουν σε συνεργασίες, οι οποίες στερούνταν νομιμοποίησης. Για τη συμβατότητα της διεθνούς δράσης των ΟΤΑ με τις εθνικές πολιτικές και με την εθνική και κοινοτική νομοθεσία προβλέπεται η σύσταση ειδικής τριμελούς επιτροπής, η οποία οριοθετεί το αντίστοιχο πλαίσιο.
Επίσης καθιερώνεται και ο θεσμός των αδελφοποιήσεων, η εισαγωγή του οποίου το επιστέγασμα και τη δικαίωση μίας μακρόχρονης συνεργασίας μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών ΟΤΑ, η οποία είχε προωθηθεί στην πράξη χωρίς να υπάρχει σχετικό θεσμικό πλαίσιο. Έτσι, καθίσταται πλέον δυνατή η ανάπτυξη κοινής δράσης τους για την αντιμετώπιση προβλημάτων κοινού ενδιαφέροντος, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της οικονομίας, του πολιτισμού και της παιδείας.
|