ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΡΓΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ, 27-9-2006
ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ
Η ταλαιπωρία και ο εμπαιγμός των συμβασιούχων δεν έχει τελειωμό. Μετά τις νομοθετικές ρυθμίσεις αποκλεισμού της συντριπτικής πλειοψηφίας των συμβασιούχων, τις δικαστικές καθυστερήσεις αλλά και τις περικοπές του ΑΣΕΠ, προστίθεται τώρα και το Ελεγκτικό Συνέδριο που αρνείται να εγκρίνει τις δαπάνες μισθοδοσίας.
Όταν είναι σε όλους γνωστό ότι το πρόβλημα πληρωμής των συμβασιούχων είναι καθαρά πολιτικό πρόβλημα και πολιτικής βούλησης.
Κανείς δεν νομιμοποιείται με νομικίστικα τερτίπια, να στερεί την μισθοδοσία των εργαζομένων εξωθώντας τους στην εξαθλίωση και στην ανεργία με τέτοιες μεθοδεύσεις.
Με αναλυτικό υπόμνημα που καταθέσαμε στην Ολομέλεια του ελεγκτικού συνεδρίου ζητάμε να τεθεί τέλος σε αυτή την αυθαιρεσία άρνησης καταβολής των μισθών των συμβασιούχων.
Καλούμε την κυβέρνηση όπως οφείλει και υποχρεούται να μην επιμένει σε νομικίστικα άλλοθι και στην άρνηση της να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι των συμβασιούχων-εργαζομένων.
Σας κοινοποιούμαι το σχετικό υπόμνημα.
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
_________________________________________
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
Θέμα: Υπόμνημα για τη νομιμότητα θεώρησης χρηματικών ενταλμάτων για την αμοιβή πρώην εργαζομένων ορισμένου χρόνου που κατετάγησαν σε προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δυνάμει αποφάσεων Πολιτικών Δικαστηρίων.
Μετά την εκπνοή της προθεσμίας προσαρμογής της χώρας μας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου (που έτασσε ως ανώτατο χρονικό όριο την 10/7/2002) και πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ του Π.Δ. 164/2004, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ και δημοσιεύθηκε στις 19/7/2004, αρκετοί εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα άσκησαν αγωγές ενώπιον των Πολιτικών Δικαστηρίων, επικαλούμενοι την υποχρέωση των εθνικών αρχών για σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο (εν προκειμένω την Οδηγία 1999/70/ΕΚ) ερμηνεία των συναφών διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι η σχέση τους ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Σε αρκετές περιπτώσεις τα Πολιτικά Δικαστήρια (Πρωτοδικεία και Εφετεία της χώρας) δέχθηκαν τις αγωγές τους αναγνωρίζοντας ότι καθένας από αυτούς συνδέεται με τον εργοδότη του με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Δυνάμει δε των τελεσίδικων αυτών αποφάσεων οι εργαζόμενοι αυτοί κατετάγησαν σε προσωποπαγείς θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Μάλιστα, ενόψει της εξέλιξης αυτής και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμβάσεις τους έχουν ήδη καταστεί αορίστου χρόνου, το ΑΣΕΠ αρνείται να αποφανθεί σχετικά με την υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 (ίδετε ενδεικτικά το υπ’ αριθμ. πρωτ. 2816/7-8-2006 έγγραφο του ΑΣΕΠ προς το Δημοτικό Ωδείο Πετρούπολης), καίτοι πολλοί εξ αυτών πληρούν και τις σχετικά τασσόμενες προϋποθέσεις.
Παρά το γεγονός όμως ότι οι εργαζόμενοι αυτοί ήδη έχουν καταταγεί σε θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δυνάμει των σχετικών αποφάσεων των Πολιτικών Δικαστηρίων, και παρέχουν κανονικά την εργασία τους, δεν θεωρούνται τα εντάλματα για την καταβολή της μισθοδοσίας τους, θεωρώντας ανυπόστατες τις σχετικές αποφάσεις των Πολιτικών Δικαστηρίων, ελλείψει δικαιοδοσίας.
Σχετικά έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: 1. Η νομική βάση των αγωγών που κατετέθησαν ενώπιον των Πολιτικών Δικαστηρίων δεν είναι το Π.Δ. 164/2004 (για το οποίο ενδεχομένως θα ετίθετο ζήτημα δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων) αλλά το προϋφιστάμενο ελληνικό δίκαιο (βασικά άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 ως «ισοδύναμο [της ρήτρας 5 Οδηγίας 1999/70/ΕΚ] νομοθετικό μέτρο») και η υποχρέωση των εθνικών αρχών για σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνεία των διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας.
Ήδη δε προσφάτως έχει εκδοθεί επ’ αυτού η υπ’ αριθμ. 18/2006 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, στην οποία δεν τίθεται απολύτως κανένα ζήτημα αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας των Πολιτικών Δικαστηρίων (ζήτημα που σε κάθε περίπτωση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως).
2. Σε σχέση δε με τη νομική βάση των αγωγών ενώπιον των Πολιτικών Δικαστηρίων σημειώνουμε ότι η υπ’ αριθμ. 18/22-6-2006 απόφαση της Πλήρους Ολομελείας του Αρείου Πάγου αντιμετωπίζει το ζήτημα της καταχρηστικής απασχόλησης με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και, ειδικότερα, της υποχρέωσης των εθνικών αρχών για σύμφωνη με το κοινοτικό δίκαιο (εν προκειμένω με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου) ερμηνεία όλων των διατάξεων της εθνικής μας νομοθεσίας και της επιβαλλόμενης ερμηνείας του άρθρου 103 παρ. 8 Σ.
Ειδικότερα, στην απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 συνιστά «ισοδύναμο [προς τη ρήτρα 5 Οδηγίας 1999/70/ΕΚ] νομοθετικό μέτρο» προϋπάρχον αυτής και των Π.Δ. που εκδόθηκαν σε συμμόρφωση προς την Οδηγία, το οποίο πρέπει, μετά τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας, να εφαρμόζεται τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα.
Συγκεκριμένα (οι υπογραμμίσεις δικές μας): «…[με] την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε., στις 28.6.1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο την οποία συνήψαν, στις 18-3-1999, οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICΗ και CΕΕΡ (κωδ. ΕΕΔ 59. 186 επ.), καταλαμβάνει και το δημόσιο τομέα και εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους με διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σε κάθε περίπτωση που υποκρύπτεται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, καθορίζονται ως βασικοί στόχοι: α) η αποφυγή δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, αναφορικά με τις συνθήκες απασχόλησης, την προϋπηρεσία κ.λ.π. (ρήτρα 4) και β) η λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για την αποφυγή καταχρήσεων κατά τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ρήτρα 5), με τη θέσπιση κανόνων που καθορίζουν αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, τη μέγιστη συνολική διάρκεια τους, τον αριθμό των ανανεώσεων και τον, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, προσδιορισμό, όταν χρειάζεται, των συνθηκών υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται «διαδοχικές» και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.
Αλλά ειδικότερα στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της ως άνω οδηγίας, στις 2.4.2003 με το Π.Δ. 81/2003, δηλαδή μετά την προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 της οδηγίας, στις 10-7-2001 και την παράταση της προθεσμίας για ένα ακόμη έτος, η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, δια της προσχηματικής επιλογής της συμβάσεως ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», που εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή «οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Κατά την παγιωθείσα στη νομολογία και τη θεωρία ερμηνεία της εν λόγω διάταξης, ενώ αυτή αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση, από τον εργοδότη, των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της ως άνω κοινοτικής οδηγίας, αφού για την εφαρμογή της αρκεί και μία μόνο σύμβαση ορισμένου χρόνου αντί περισσότερων διαδοχικών συμβάσεων όπως απαιτεί η κοινοτική οδηγία. Τούτο δε, λαμβανομένου υπόψη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, που δεν αφορά μόνο το χαρακτηρισμό της ως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή έργου αλλά και το χαρακτηρισμό της ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (σχετ. ΑΕΔ 3/2001, ΑΠ ολομ. 6/2001 ΔΕΝ 57.650 εττ.). Έτσι, και κατ’ εφαρμογή του εθνικού δικαίου, είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε μεταγενέστερες της οδηγίας διατάξεις, οι εθνικές αρχές, στα πλαίσια της συνεργασίας των. κρατών -μελών με την Ευρωπαϊκή Ένωση και της διασφάλισης του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, κατά τα άρθρα 10, 249 παρ. 3 της Συνθ./Ε.Κ. και 28 του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των οδηγιών, έστω και αν αυτές δεν έχουν ακόμη μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον είναι αρκούντως ακριβείς και ανεπιφύλακτες ή στα σημεία που είναι ακριβείς και ανεπιφύλακτες».
Περαιτέρω, στην απόφαση αυτή γίνεται δεκτό ότι το άρθρο 103 του Συντάγματος δεν αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 1, 3 Ν. 2112/1920, κατά τα ανωτέρω, και τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό από το Δικαστή των συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη, καθώς το άρθρο 103 παρ. 8 Σ απαγορεύει μόνο την εκ του νόμου μετατροπή των «γνήσιων» συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή έργου (δηλαδή αυτών που πράγματι καλύπτουν πρόσκαιρες, απρόβλεπτες ή επείγουσες ανάγκες του εργοδότη, κατά το άρθρο 103 παρ 2 Σ) σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και όχι την αναγνώριση από το Δικαστή ότι οι συμβάσεις που ψευδεπίγραφα χαρακτηρίζονται ως ορισμένου χρόνου ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.
Συγκεκριμένα (οι σημειώσεις και υπογραμμίσεις δικές μας):
«Εξάλλου, και κατά τις αναθεωρημένες διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, που τέθηκαν σε ισχύ από 17.4.2001 α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον εκδοθεί ειδικός νόμος και οι ανάγκες κάλυψης είναι απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων αυτών σε αορίστου χρόνου, όταν οι καλυπτόμενες ανάγκες είναι τέτοιες, όπως παραπάνω [απρόβλεπτες, πρόσκαιρες και επείγουσες], οπότε αν δεν είναι τέτοιες οι για την κάλυψη αυτών εκδοθέντες νόμοι, ένεκα συνταγματικής επιταγής, και οι γι’ αυτές προσλήψεις συνιστούν καταστρατήγηση των διατάξεων αυτών και των με βάση τις διατάξεις αυτές εκδοθέντων ειδικών νόμων γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων και επειγουσών αναγκών, πλην για κάλυψη πάγιων, μόνιμων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι κατ' επιταγή αυτών εκδοθέντες ειδικοί νόμοι, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση «μετατροπής» από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ. Οι διατάξεις νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν ως ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ. άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 2527/1997... ) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ.».
3. Περαιτέρω, ιδιαίτερη σημασία σχετικά έχει και η δημοσιευθείσα στις 4-7-2006 υπ’ αριθμ. C-212/04 (Αδενέλερ κ.λπ. κατά Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος – ΕΛ.Ο.Γ.) απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η οποία ερμηνεύει κατά τρόπο δεσμευτικό για κάθε Δικαστήριο και Αρχή σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την Οδηγία 1999/70/ΕΚ για την εργασία ορισμένου χρόνου και με την οποία επιβεβαιώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ως άνω υπ’ αριθμ. 18/2006 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή του ΔΕΚ αναγνωρίζεται ότι «[…] το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων» και διευκρινίζεται ότι η Οδηγία 1999/70/ΕΚ προβλέπει ορισμένες διατάξεις ελάχιστης προστασίας προς αποφυγή της προσωρινότητας της καταστάσεων των εργαζομένων (σκ. 62-63) και ότι η υποχρέωση εισαγωγής στην έννομη τάξη των κρατών μελών ενός ή περισσότερων μέτρων από αυτά που απαριθμούνται στη ρήτρα 5 τελεί υπό τον όρο της μη ύπαρξης ήδη στο οικείο κράτος μέλος ισοδύναμων νομοθετικών μέτρων για την αποτελεσματική πρόληψη της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (σκ. 65). Περαιτέρω, αντιμετωπίζεται οριστικά το ζήτημα της εφαρμογής της Οδηγίας και στο δημόσιο τομέα. Διευκρινίζεται δε ότι το εκ του νόμου επιβεβλημένο ή προβλεπόμενο της σύναψης συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν συνιστά per se αντικειμενικό λόγο σύναψης τέτοιων συμβάσεων (σκ. 58 επ.). Διαπιστώνεται μάλιστα ότι «[…] στην πράξη υπάρχει κίνδυνος να καταστρατηγηθεί ο σκοπός του άρθρου 21 του νόμου 2190/1994 [όπως και άλλων διατάξεων για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα] καθόσον, αντί να χρησιμοποιηθεί το άρθρο αυτό απλώς ως βάση για τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου προοριζομένων να καλύψουν προσωρινές μόνον ανάγκες, φαίνεται ότι χρησιμοποιείται για τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων που αποσκοπούν στην πραγματικότητα να καλύψουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες»» καθώς και ο «[…] καταχρηστικό[ς] χαρακτήρα[ς], κατά την έννοια της συμφωνίας πλαισίου, της χρησιμοποιήσεως […] του εν λόγω άρθρου 21 ως βάσεως για τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που αποσκοπούν, στην πραγματικότητα, να καλύψουν «πάγιες και διαρκείς ανάγκες» (σκ. 99). Ορίζεται, επίσης, ότι «η εν λόγω συμφωνία πλαίσιο εμποδίζει την εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα και μόνον, τη μετατροπή σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μιας σειράς διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου οι οποίες, στην πραγματικότητα, αποσκοπούσαν στην κάλυψη «παγίων και διαρκών αναγκών» του εργοδότη και πρέπει να θεωρηθούν καταχρηστικές» (σκ. 105). Τέλος, εξαίρει το ΔΕΚ την υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων (όταν ορισμένη Οδηγία δεν παράγει άμεσο αποτέλεσμα) να ερμηνεύουν το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της επίμαχης Οδηγίας και τονίζει ότι η υποχρέωση αυτή αφορά στο σύνολο των διατάξεων του εθνικού δικαίου, τόσο των προγενέστερων όσο και των μεταγενέστερων της Οδηγίας περί της οποίας πρόκειται. Διευκρινίζεται δε ότι πρέπει συναφώς να προκρίνεται η ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι πλέον σύμφωνη προς το σκοπό της Οδηγίας (σκ. 106 επ.), δηλαδή αυτή που διασφαλίζει την κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη προστασία των εργαζομένων.
4. Σε κάθε, όμως, περίπτωση και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία και των Διοικητικών Δικαστηρίων (ίδετε συναφώς όλως ενδεικτικώς ΣτΕ 2691/2005, ΣτΕ 4049/2005, ΣτΕ 4113/2005, ΣτΕ 1894/2005, ΣτΕ 2082/2002, ΔΕφΑθ 3408/2005, ΔΕφΑθ 1314/2006), ακόμα και ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή νομοθεσίας που θέτει τους όρους κατάταξης εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπάγονται, ως ιδιωτικές διαφορές, στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων, τυχόν δε αρμοδιότητα του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου να διαπιστώνει την συνδρομή των σχετικών προϋποθέσεων του νόμου, καθώς και αντίστοιχος έλεγχος από το Α.Σ.Ε.Π. δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν τη σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία. Δηλαδή κατά την πάγια αυτή νομολογία και οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 (ή άλλων αντίστοιχων ρυθμίσεων) σχετικά με την κατάταξη εργαζομένων ορισμένου χρόνου (ιδιωτικού δικαίου) σε θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου είναι ιδιωτικές διαφορές και υπάγονται στη δικαιοδοσία των Πολιτικά Δικαστηρίων. Όλως ενδεικτικώς αναφερόμαστε στο σκεπτικό της υπ’ αριθμ. 2691/2005 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής: «Επειδή, οι διαφορές που προκύπτουν από την αμφισβήτηση των πράξεων κατατάξεως ή αρνήσεως κατατάξεως … εφόσον έχουν ως βάση την παροχή εξαρτημένης εργασίας με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου και την κατάταξη σε οργανική θέση με σύμβαση πάλι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου έχουν χαρακτήρα ιδιωτικών διαφορών ιδιωτικού δικαίου (πρβλ. Α.Π. 873/2002) για την επίλυση των οποίων είναι αρμόδια τα πολιτικά δικαστήρια (πρβλ. και Α.Ε.Δ. 3/2004). Μόνη δε η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές αρμοδιότητα του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου να διαπιστώνει την συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων του νόμου, καθώς και η δυνατότητα του Α.Σ.Ε.Π. να ασκεί τον αντίστοιχο έλεγχο δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν τη σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία…». Επίσης αναφερόμαστε στην αφορώσα ειδικά στην εφαρμογή του άρθρου 11 Π.Δ. 164/2004 υπ’ αριθμ. 1314/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, όπου αναφέρεται ότι το γεγονός ότι το Π.Δ. 164/2004 αναθέτει την κρίση επί των αιτήσεων συμβασιούχων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα σε Υπηρεσιακά Συμβούλια και το ΑΣΕΠ δεν καθιστά τις σχετικές διαφορές (που αφορούν σε σχέσεις ιδιωτικού δικαίου) διοικητικές διαφορές. Εξάλλου, το ζήτημα ότι οι διαφορές που προκύπτουν από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στην αρμοδιότητα των Πολιτικών Δικαστηρίων έχει αντιμετωπιστεί οριστικά με την υπ’ αριθμ. 3/2004 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.
5. Πολύ περισσότερο βεβαίως απολύτως κανένα ζήτημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τίθεται σε σχέση με αγωγές που ασκήθηκαν πριν τη θέση σε ισχύ του Π.Δ. 164/2004 (που εκδόθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, στις 19/7/2004, σε συμμόρφωση προς την ανωτέρω Οδηγία1999/70/ΕΚ). Τούτο δε, καθώς, το ως άνω Π.Δ., σύμφωνα και με πάγια σχετική νομολογία (ίδετε ενδεικτικώς ΣτΕ 910/2001, ΣτΕ 933/2001, ΣτΕ 525/2002, ΣτΕ 1168/2002, ΣτΕ 3453/2003, ΑΠ 510/2002), σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να επηρεάσει ή να ανατρέψει τα δικαιώματα που οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου αντλούσαν από το προϊσχύσαν αυτού καθεστώς ούτε να καταργήσει ήδη εκκρεμείς δίκες. Εξάλλου, πριν τη θέση σε ισχύ του Π.Δ. 164/2004 και υπό το προϋφιστάμενο νομικό καθεστώς (βασικά άρθρο 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920 υπό το πρίσμα της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ και ως «ισοδύναμο [αυτής] νομοθετικό μέτρο») δεν ετίθετο κανένα απολύτως ζήτημα δικαιοδοσίας των Διοικητικών Δικαστηρίων σχετικά με τη θεώρηση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου.
Για τη Γ.Σ.Ε.Ε.
Ο Πρόεδρος Γιαν. Παναγόπουλος
Ο Αν. Γεν. Γραμματέας Μαν. Κοντοπάνος
|