ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ, Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2006
ΣΗΜΕΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗ κ. ΠΡΟΚΟΠΗ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 6/2.10.2006 ΕΠΙΚΑΙΡΗΣ ΕΡΩΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ κ. Α. ΑΛΑΒΑΝΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΤΑ
«Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 περίπτ. α΄ «Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α. Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους, καθώς και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων, που υπάγονται με ειδική διάταξη νόμου στο καθεστώς αυτό». Συνεπώς, εφόσον το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκώντας τη συνταγματικώς απονεμημένη αυτή αρμοδιότητά του, κρίνει ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων η κρίση για το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις του π.δ. 164/2004, όπως επίσης και ο έλεγχος των πράξεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογήν του, δεν επιτρέπεται ευθεία παρέμβαση ούτε της νομοθετικής ούτε και της εκτελεστικής εξουσίας, σύμφωνα και με το άρθρο 26 του Συντάγματος. Διαφορετικά, θα επρόκειτο για παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και απόπειρα κατάργησης δικαστικής απόφασης με νομοθετική ρύθμιση. Και κάτι τέτοιο δεν τιμά ούτε την ίδια τη Βουλή, η οποία θα έμπαινε σε μία δίνη αποσπασματικής νομοθέτησης και επιλεκτικής κρίσης δικαστικών αποφάσεων.
Ο σεβασμός των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί πάγια και απαρέγκλιτη τακτική της Κυβέρνησης Καραμανλή. Ο à la carte σεβασμός της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης στο όνομα του ανέξοδου λαϊκισμού και της εύκολης και ανεδαφικής κριτικής δεν τιμά κανέναν. Έτσι, παρ’ όλη την ευαισθησία που υπάρχει για το πρόβλημα και παρά το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις εργαζομένων που μένουν ακόμη απλήρωτοι, είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να περιμένουμε την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στη συνέχεια, ανάλογα με το ποια θα είναι η θέση που θα πάρει, θα δούμε πως θα κινηθούμε, πάντοτε σύμφωνα με το Σύνταγμα και την αρχή της νομιμότητας.
ΙΙ. Όσον αφορά το νομοθετικό καθεστώς των συμβασιούχων μετά την απόφαση του ΔΕΚ 212/2004, θα πρέπει να επισημάνω, για μία ακόμη φορά, τα ακόλουθα:
Με το π.δ. 164 θεσπίσθηκαν, όπως είναι γνωστό, για πρώτη φορά, ρυθμίσεις, με τις οποίες αφενός προστατεύεται η συνταγματική νομιμότητα, η αρχή της αξιοκρατίας και των ίσων ευκαιριών εργασίας στο δημόσιο τομέα και, αφετέρου, ενσωματώνεται πλήρως η Κοινοτική Οδηγία για την προστασία των εργαζομένων από καταχρηστικές διαδοχικές συμβάσεις (99/70/ΕΚ). Και η πραγματικότητα αυτή αναγνωρίσθηκε και επισφραγίσθηκε τόσο από την Επιτροπή της Ε.Ε. όσο και από τις αποφάσεις του ΔΕΚ και των ανώτατων ελληνικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα :
1. Μετά την έκδοση του π.δ. 164/2004 η καταγγελία για παράβαση της Οδηγίας 1999/70 αρχειοθετήθηκε με την από 13.10.2004 απόφαση της Επιτροπής (PV 1674). 2. Το υπ’ αριθμ. 162/2004 Πρακτικό Επεξεργασίας της Ολομέλειας του ΣτΕ έκρινε τις διατάξεις του π.δ. 164/2004 ως σύμφωνες τόσο με το Σύνταγμα όσο και με το Κοινοτικό Δίκαιο.
3. Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την υπ’ αριθμ. 19-1/2005 απόφασή της, αφενός δέχθηκε - εμμέσως πλην σαφώς - την εντός του συνταγματικού πλαισίου πρόβλεψη μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου με τις μεταβατικές διατάξεις του π.δ. 164/2004, σε αντίθεση με τις αντισυνταγματικές διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 3051/2002 (Σκανδαλίδη). Αφετέρου δε τόνισε την υποχρέωση τήρησης των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 Συντάγματος, με σκοπό την απαγόρευση τακτοποίησης προσωπικού σε θέσεις του δημόσιου τομέα, χωρίς προηγούμενη επιτυχή συμμετοχή σε διαγωνισμό ΑΣΕΠ (βλ. παρ. ΙΙΙ απόφασης).
4. Το Συμβούλιο της Επικρατείας (επταμελής σύνθεση), με τις υπ’ αριθμ. 1253-1259/2006 αποφάσεις του, απέρριψε τις αιτήσεις ακυρώσεως κατά του π.δ. 164/2004, κρίνοντας ότι οι διατάξεις του διατάγματος είναι σύμφωνες τόσο με το Σύνταγμα όσο και με το Κοινοτικό Δίκαιο.
5. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με την υπ’ αριθμ. 18/2006 απόφασή της, με την οποία έγινε δεκτή αναίρεση του Δήμου Σικυωνίων σχετικά με υπόθεση συμβασιούχου σε ΚΕΠ, δέχθηκε ότι:
α) Η αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή ως αορίστου χρόνου κατά τη διοικητική διαδικασία μπορεί να γίνει μόνο υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (βλ. σελ. 11 απόφασης). Πράγματι με τις μεταβατικές διατάξεις του π.δ 164/2004 η μετατροπή συμβάσεων γίνεται με αντικειμενική διαδικασία μέσω ΑΣΕΠ.
β) Η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν περιορίσθηκε, όσον αφορά στους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα (στην επίδικη περίπτωση επρόκειτο για εργαζόμενο σε ΚΕΠ), στην εκτίμηση των γνωστών από την πάγια νομολογία για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα κριτηρίων για την αναγνώριση μίας εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου, αλλά προχώρησε και στην εκτίμηση των διατάξεων νόμου που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις της συγκεκριμένης υπηρεσίας του δημόσιου τομέα (βλ. σελ. 17 και 18 απόφασης).
6. Το ΔΕΚ, με την υπ’ αριθμ. 212/04 απόφασή του, ύστερα από προδικαστικό ερώτημα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που υπεβλήθη πριν από την έκδοση του π.δ. 164/2004, έκρινε ότι οι βασικές διατάξεις του π.δ. 81/2003 (Ρέππα-Σκανδαλίδη), το οποίο και κρινόταν σε συνδ. με το άρθρο 21 του ν. 2190/1994, ήταν προδήλως αντίθετες με την Οδηγία 1999/70. Περαιτέρω, από το σκεπτικό της απόφασης αυτής προκύπτει, με σαφήνεια, η συμφωνία των διατάξεων του π.δ. 164/2004 με την Οδηγία. Ειδικότερα :
α) Το π.δ. 81/2003 (διάταγμα Ρέππα-Σκανδαλίδη), με την «πονηρή» ρύθμιση του τέταρτου εδαφίου της περ. α της παρ. 1 του άρθρου 5, προέβλεπε ότι επιτρέπονται απεριόριστες ανανεώσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εάν αυτό επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη! Έδινε δηλαδή το διάταγμα Ρέππα-Σκανδαλίδη τη δυνατότητα στον Υπουργό να εκδίδει αποφάσεις, με τις οποίες θα μπορούσε να ανανεώνει συνεχώς συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κρατώντας έτσι σε συνεχή ομηρία τους εργαζόμενους. Το ΔΕΚ έκρινε, βεβαίως, ότι η ρύθμιση αυτή ήταν ευθέως αντίθετη με την Κοινοτική Οδηγία, ως δυνάμενη να καταστρατηγήσει όλο το προστατευτικό πλαίσιο της Οδηγίας (βλ. σκέψεις 59 επ. απόφασης ΔΕΚ). Προβλέψαμε εγκαίρως, και βεβαίως πολύ πριν την έκδοση της απόφασης του ΔΕΚ, ώστε τόσο το π.δ 164/2004 όσο και το π.δ. 180/2004 να μην περιλαμβάνουν τη ρύθμιση αυτή ή οποιαδήποτε άλλη παρόμοια ρύθμιση ισοδυνάμου αποτελέσματος.
β) Το π.δ. 81/2003, με την παρ. 4 του άρθρου 5, προέβλεπε ότι διαδοχικές συμβάσεις θεωρούνται οι συμβάσεις μεταξύ των οποίων δεν μεσολαβεί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ημερών. Το ΔΕΚ έκρινε ότι το διάστημα των 20 ημερών θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστρατήγηση των ρυθμίσεων της Οδηγίας (βλ. σκέψεις 77 επ. απόφασης ΔΕΚ). Το π.δ. 180/2004, κατόπιν συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων στην ΟΚΕ, διπλασίασε το διάστημα αυτό στις 40 ημέρες, ενώ το π.δ. 164/2004 για το δημόσιο τομέα, όπου και εστιάστηκε κυρίως το πρόβλημα των συμβασιούχων, προέβλεψε ως χρονικό διάστημα τους τρεις μήνες!
Εξάλλου, με το π.δ. 164/2004 προβλέπεται και άλλη ασφαλιστική δικλείδα, αυτή του άρθρου 6, με την οποία απαγορεύεται η διάρκεια της σύμβασης ορισμένου χρόνου να ξεπερνά τους 24 μήνες, ανεξαρτήτως χρόνου διακοπής μεταξύ των συμβάσεων. Με τον τρόπο αυτόν αποκλείεται και η όποια δυνατότητα καταστρατήγησης των προστατευτικών διατάξεων του π.δ. 164/2004. Υποχρεούνται, έτσι, και με τη διάταξη αυτή, όλοι οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα να προσλαμβάνουν μόνιμο προσωπικό ή προσωπικό με σύμβαση αορίστου χρόνου σε οργανικές θέσεις μέσω διαγωνισμού ΑΣΕΠ.
γ) Η απόφαση του ΔΕΚ δεν διαλαμβάνει καμία σκέψη που να στρέφεται, έστω εμμέσως, κατά των ρυθμίσεων του π.δ. 164/2004. Αντιθέτως, από το προαναφερόμενο σκεπτικό της για την αντίθεση των διατάξεων του π.δ. 81/2003 στην Κοινοτική Οδηγία - διατάξεων που εγκαίρως αντικαταστάθηκαν με το π.δ. 164/2004 προς την κατεύθυνση της πλήρους ενσωμάτωσης της Οδηγίας - προκύπτει σαφώς η ορθότητα των επιλογών της Κυβέρνησης. Περαιτέρω το ΔΕΚ, με την υπ’ αριθμ. 100 σκέψη της απόφασής του, δέχεται ότι δεν υπήρχε κανένα μέτρο ικανό ν΄ αποτρέπει την κατάχρηση από τις διαδοχικές συμβάσεις, ως την έκδοση του π.δ. 164/2004.
Έτσι, καταλήγει το ΔΕΚ (βλ. σκέψη 105) ότι εθνική ρύθμιση που προβλέπει απόλυτη απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου δεν θα ήταν συμβατή με την Οδηγία μόνον εφόσον δεν προβλέπεται άλλο μέτρο από τα αναφερόμενα στην Οδηγία, ικανό ν’ αποτρέψει τις καταχρηστικές διαδοχικές συμβάσεις. Με τις διατάξεις του π.δ. 164/2004 προβλέπονται όχι απλώς ένα, αλλά όλα τα διαλαμβανόμενα στο σημείο 1 της ρήτρας 5 μέτρα (άρθρα 5 και 6 του διατάγματος), καθώς και αυστηρές κυρώσεις αλλά και αποζημίωση του εργαζομένου (άρθρο 7 διατάγματος). Είναι, επομένως, σαφές ότι οι διατάξεις του π.δ. 164/2004, όπως δέχθηκε και το ΣτΕ, σε αντίθεση με τις διατάξεις του π.δ. 81/2003, εισάγουν ένα προστατευτικό πλαίσιο για τους εργαζομένους, που προχωρά πέραν του πλαισίου προστασίας που επιβάλλει η Οδηγία.
ΙΙΙ. Όσον αφορά ειδικότερα τους απασχολούμενους υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης, εφόσον αυτοί κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και συνέτρεχαν και οι λοιπές προϋποθέσεις του π.δ. 164/2004 σύμφωνα με τη σχετική κρίση του ΑΣΕΠ, τότε έχει δρομολογηθεί η διαδικασία μετατροπής τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου μερικής απασχόλησης. Για τους υπόλοιπους ισχύει ό,τι ακριβώς και για τους συμβασιούχους πλήρους απασχόλησης που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις του π.δ. 164/2004».
ΑΠΟ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
|