ΥΠΟΥΡΓΕΙΟN ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Aνακοίνωση Τύπου, Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2008
Ομιλία του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Ευριπίδη Στυλιανίδη στο 1ο Συνέδριο του Ινστιτούτου Επαγγελματικού Προσανατολισμού και Σταδιοδρομίας (ΙΕΠΑΣ)
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι, Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω για την τιμητική πρόσκληση, αλλά και την συνεργασία που έχει ξεκινήσει εδώ και μερικά χρόνια με το φορέα σας. Είναι πολύ σημαντικό στην αναζήτηση της κατεύθυνσης της σύγχρονης εκπαίδευσης να μην προσεγγίζουμε τα ζητήματα με ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, αλλά να αναζητούμε τη γνώση και τη γνώμη όχι μόνο αυτών, που βρίσκονται ως μάχιμα στελέχη ήδη μέσα στο χώρο της ελληνικής δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά και τη γνώμη όλων αυτών, που λειτουργούν μέσα στην ελεύθερη αγορά, βλέπουν τους νέους προσανατολισμούς της οικονομίας και έχουν τη δυνατότητα να εντοπίσουν προς τα πού θα κατευθυνθούν οι εξελίξεις και να τοποθετηθούν σωστά, δημιουργώντας τις καλύτερες δυνατές προοπτικές για τη νέα γενιά. Θα προσπαθήσω να σας μιλήσω πρακτικά. Είμαι απόφοιτος του 1ου Λυκείου Κομοτηνής, ενός περιφερειακού δημοσίου ελληνικού Λυκείου. Στη σειρά μου φοιτούσαμε 118 παιδιά, από αυτά στο Πανεπιστήμιο περάσαμε 105. Περίπου 90 πέρασαν σε Πανεπιστήμια και οι υπόλοιποι στα ΤΕΙ και σημειώσαμε τέσσερις πανελλήνιες πρωτιές στις εισαγωγικές εξετάσεις στην ανώτατη εκπαίδευση. Είχα τη χαρά και την τιμή να είμαι ο σημαιοφόρος και ο Πρόεδρος αυτού του Λυκείου, συνδυάζοντας δυο ασύμβατες κατά κανόνα ιδιότητες, του καλού μαθητή αλλά και του δημοκρατικά εκλεγμένου εκπροσώπου των μαθητικών κοινοτήτων, που δεν είναι σύνηθες. Το αναφέρω, γιατί έχει τη σημασία του. Από αυτούς που περάσαμε στην ανώτατη εκπαίδευση, κάποιοι επέλεξαν, όταν συμπλήρωναν το μηχανογραφικό τους, πόλη για φοιτητική ζωή, κάποιοι άλλοι επέλεξαν τα μαθήματα εκείνα, στα οποία είχαν τις καλύτερες επιδόσεις χωρίς να δουν πίσω από αυτά τα μαθήματα τι σπουδές ακολουθούν και καταληκτικά τι επάγγελμα ακολουθεί. Κάποιοι άλλοι επέλεξαν απ' ευθείας το επάγγελμα που θέλουν να κάνουν στην υπόλοιπη ζωή τους. Η πρώτη κατηγορία ήταν άνθρωποι, οι οποίοι τελικώς αποδείχθηκε, όταν τελείωσε η καλή φοιτητική ζωή σε μια μεγάλη πόλη, ότι δεν ήταν ούτε επιτυχημένοι, ούτε ευτυχισμένοι. Η δεύτερη κατηγορία, σε μεγάλο ποσοστό ήταν επιτυχημένοι γιατί επέλεξαν τα μαθήματα εκείνα στα οποία ήταν καλοί, αλλά δεν ήταν ευτυχισμένοι, γιατί κατέληξαν σε ένα επάγγελμα που δεν το πίστευαν και δεν τους ενθουσίαζε. Η τρίτη κατηγορία που επέλεξε το επάγγελμα που θα κάνει, όταν τελείωσε τις σπουδές και εντάχθηκε στην αγορά εργασίας, ήταν και επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι. Μόλις περιέγραψα και το στόχο της προσπάθειας που ξεκινούμε από κοινού. Πρέπει το παιδί όταν βρεθεί στο κρίσιμο σταυροδρόμι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, να του δώσουμε την απαραίτητη πληροφόρηση για τον εαυτό του, δηλαδή για τις δεξιότητες, τις φυσικές ικανότητές του ή τις ικανότητες που μπορεί να αποκτήσει εάν βρεθεί δίπλα σε ένα καλό εκπαιδευτικό και σε ένα ώριμο και καλά εκπαιδευμένο γονέα. Επίσης, με την κατάλληλη πληροφόρηση, μέσα από την επιλογή που κάνει στο μηχανογραφικό του Λυκείου να γνωρίζει σε τι είδους σπουδές οδηγείται και μετά το πτυχίο σε τι είδους επάγγελμα οδηγείται, τι προοπτικές δηλαδή έχει, με αυτό το πτυχίο στην πραγματική οικονομία, στην πραγματική κοινωνία. Ένα από τα βασικά στοιχεία που εμπόδισαν την ανάπτυξη αυτής της εξελικτικής αλυσίδας στο θέμα του επαγγελματικού προσανατολισμού και της ένταξης στην αγορά εργασίας τα προηγούμενα χρόνια, ήταν η αδυναμία του Λυκείου να ενημερώσει σωστά. Στη συνέχεια ήταν η προχειρότητα με την οποία δημιουργούνταν τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, χωρίς την αντίστοιχη έρευνα στην αγορά εργασίας για το αν οι συγκεκριμένες επιστημονικές ειδικότητες ανταποκρίνονται στις μελλοντικές απαιτήσεις της οικονομίας. Ένας τρίτος κρίκος της ίδιας αλυσίδας που έλειπε, ήταν η πραγματική σύνδεση του Πανεπιστημίου ή του ΤΕΙ, με την αγορά εργασίας. Η θεωρητική κατάρτιση δεν είναι πάντα αρκετή για να μπορέσει ένα παιδί να ενταχθεί στην αγορά εργασίας και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Χρειάζεται πάντοτε η κατάλληλη πρακτική και κυρίως χρειάζεται η αποσαφήνιση των διαφόρων επαγγελμάτων, που μπορεί να συνδεθούν με το πτυχίο που αποκτά ο κάθε φοιτητής. Το πρώτο πράγμα που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να αντιμετωπίσουμε με συστηματικότητα και διορατικότητα αυτά τα ζητήματα. Έγινε μόδα στο παρελθόν η πρόχειρη δημιουργία Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, που απλόχερα οι πολιτικοί προσέφεραν στις τοπικές κοινωνίες προς άγρα ψήφων. Θα σας πω χωρίς διάθεση μικροκομματικής κριτικής, ότι μόνο την περίοδο 2000–2004 δημιουργήθηκαν στη χώρα 46 Τμήματα Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, χωρίς να γίνει η απαραίτητη έρευνα στην αγοράς εργασίας για τα επαγγέλματα στα οποία θα οδηγούσαν αυτά. Αν, δηλαδή, υπήρχε πραγματική ζήτηση χωρίς να κατοχυρωθούν τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων ή χειρότερα χωρίς να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση της λειτουργίας αυτών των Τμημάτων μετά το 2008, που θα έληγε το Γ’ ΚΠΣ και θα έπρεπε όλο αυτό το βάρος να μεταφερθεί στον κρατικό προϋπολογισμό. Είμαστε τώρα στο 2008 και μια από τις πρώτες αγωνίες μας και από τα πρώτα προβλήματα που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε, ήταν να αποφασίσουμε εάν θα επιβιώσουν ή όχι αυτά τα Τμήματα. Αντιλαμβάνεστε ότι όταν έχουν ήδη διαμορφώσει τέσσερις γενιές αποφοίτων και έχουν γύρω από αυτά διαμορφωθεί και μια σειρά από κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα, είναι πολύ δύσκολο να αποφασισθεί το κλείσιμο μιας πανεπιστημιακής σχολής, η οποία μάλιστα έχει εμφανίσει και ζήτηση. Η πρώτη μας δυσκολία, λοιπόν, είναι να τακτοποιήσουμε αυτή την εκκρεμότητα και το κάνουμε με σύστημα, καθώς εξασφαλίζουμε την βιωσιμότητά των 46 αυτών Τμημάτων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Πρώτα απ' όλα προσπαθούμε εντός του 2008 να τακτοποιήσουμε όσο μπορούμε τα θέματα των επαγγελματικών δικαιωμάτων, τα θέματα της χρηματοδότησης για την εύρυθμη λειτουργία αυτών των Τμημάτων και παράλληλα να μην ιδρύουμε κανένα Τμήμα, χωρίς να προηγηθεί έρευνα στην αγορά εργασίας και χωρίς να έχουμε διασφαλίσει επαγγελματικά δικαιώματα και κρατική επιχορήγηση για τη λειτουργία του. Να κάνω και μια άλλη επισήμανση εδώ που νομίζω ότι είναι χρήσιμη, γιατί συχνά ακούμε ότι η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους δείκτες χρηματοδότησης στις δαπάνες για την εκπαίδευση. Είναι αλήθεια ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση συνολικά, στο 3,1% του ΑΕΠ, μας κατατάσσουν κάτω από το μέσο όρο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις βάζουν ως στόχο το 5%. Ποσοστό που, βεβαίως, δεν είναι ικανοποιητικό και εμείς διεκδικούμε περισσότερα. Ωστόσο να πούμε και μια αλήθεια που συνήθως κάποιοι δεν τη λένε: οι δαπάνες των δημοσίων χρηματοδοτήσεων προς την ανώτατη εκπαίδευση κατατάσσουν την Ελλάδα στα 5 καλύτερα κράτη της Ευρωζώνης. Δηλαδή, τα χρήματα που δαπανώνται για το ελληνικό Πανεπιστήμιο και τα ελληνικά ΤΕΙ είναι τα περισσότερα από άποψη κρατικής επιχορήγησης, για τη τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ευρώπη. Είναι το 1,3% του ΑΕΠ. Είμαστε λοιπόν ανάμεσα στους πέντε πρωταγωνιστές που έχουν την καλύτερη χρηματοδότηση για την ανώτατη εκπαίδευση. Όμως, τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια και ΤΕΙ κατά 92% ζουν μόνο από την κρατική επιχορήγηση, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος δημοσίων δαπανών για την ανώτατη εκπαίδευση σε όλα τα άλλα Ιδρύματα της Ευρώπης, είναι περί το 60%. Το υπόλοιπο 40% αντλείται ως κεφάλαιο από την αγορά, η οποία επενδύει στο δημόσιο Πανεπιστήμιο για να πάρει τα θετικά αποτελέσματα της εκπαίδευσης και να τα κεφαλαιοποιήσει πολλαπλασιαστικά και για την ίδια και για την κοινωνία και για την εθνική τους οικονομία. Από αυτή την παρατήρηση προκύπτει η αναγκαιότητα καλύτερης και διαφανέστερης διαχείρισης των χρημάτων, που δαπανά το κράτος στα Πανεπιστήμια. Γι' αυτό τον λόγο στην τελευταία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έχει συμπεριληφθεί ως μία από τις πτυχές της, αυτή των τετραετών οικονομικών αναπτυξιακών προγραμματισμών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ουσιαστικά, δηλαδή, εμείς κάνουμε τη διαπραγμάτευση με το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών για το συνολικό προϋπολογισμό. Στη συνέχεια ζητούμε από τα Πανεπιστήμια να μας πουν τις προτεραιότητές τους για την επόμενη τετραετία και κατ’ έτος. Ακολούθως, με μια διαπραγμάτευση που γίνεται μεταξύ του Υπουργείου και του κάθε Ιδρύματος, προσδιορίζεται το συνολικό ποσό που θα δίνεται κατ’ έτος για τα επόμενα 4 χρόνια και παρακολουθείται πια από το Υπουργείο πως αξιοποιείται αυτό το ποσό, με διαφάνεια και αποτελεσματικότητα και κυρίως με ανταποδοτικότητα για τα ίδια τα παιδιά, με στόχο να τους παρέχουμε τα καλύτερα δυνατά προσόντα, πριν την ένταξή τους στην κοινωνία και την αγορά. Όλες οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα δυστυχώς ξεκινούν από την ανώτατη εκπαίδευση προς την προσχολική, ενώ στην ουσία θα έπρεπε να ξεκινούν από το Νηπιαγωγείο προς το Πανεπιστήμιο. Κατά την εκτίμησή μου -εάν μπορώ να το πω αυτό μετά από ένα χρόνο στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων-, είναι λάθος το μεταρρυθμιστικό προφίλ του οποιουδήποτε Υπουργού Παιδείας, σε όποιο χώρο κι αν ανήκει πολιτικά, να συνδέεται απλά και μόνο με τις εισαγωγικές εξετάσεις προς το Πανεπιστήμιο ή με κάποιες αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις μέσα στο ίδιο το Πανεπιστήμιο. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για σύγχρονη εκπαίδευση, θα πρέπει να μιλήσουμε για μια εκπαίδευση που θα παρέχει ολοκληρωμένη σύγχρονη παιδεία και την ίδια ώρα θα δημιουργεί τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις, ώστε οι απόφοιτοι, να εντάσσονται ομαλά στην αγορά εργασίας καλύπτοντας πραγματικά κενά και ανάγκες της οικονομίας, της ανάπτυξης, της κοινωνίας. Αυτή είναι και η λογική μας. Την εθνική στρατηγική για την εκπαίδευση, την οποία έχουμε ήδη διαμορφώσει και παρουσιάσαμε κατ’ επανάληψη σε διάφορα Fora, χωρίζουμε σε συγκεκριμένα κεφάλαια – ζώνες, στις οποίες πρέπει η πολιτεία να παρέμβει για να δημιουργήσει πλαίσιο και κανόνες. Το πρώτο κεφάλαιο της μεταρρυθμιστικής μας πολιτικής είναι η πολιτική του «Έξυπνου Σχολείου» και αφορά όλες τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν για την ουσία και τον τρόπο παροχής της εκπαιδευτικής υπηρεσίας από το υποχρεωτικό Νηπιαγωγείο, μέχρι και την Γ’ Λυκείου. Κεφάλαιο που χωρίζουμε περαιτέρω σε δυο ζώνες. Η μία ζώνη είναι αυτή που ξεκινά από το Νηπιαγωγείο και φτάνει μέχρι την Γ’ Γυμνασίου και παρέχει την ουσιαστική παιδεία, δίδοντας τα βασικά εφόδια σε ένα παιδί, δηλαδή τη γνώση της γλώσσα, τις πρώτες μαθηματικές γνώσεις, τη συμφιλίωση με το περιβάλλον, τις αρχές και τις αξίες που πρέπει να έχει, τη γνώση της ιστορίας και της πολιτιστικής του ταυτότητας. Η δεύτερη ζώνη είναι το Λύκειο για το οποίο θα μου επιτρέψετε να σας μιλήσω στη συνέχεια, καθώς εκτιμώ ότι είναι ένα από τα αντικείμενα της διαπραγμάτευσης που θα έχουμε σήμερα. Το δεύτερο κεφάλαιο της στρατηγικής μας είναι το ανοιχτό, εξωστρεφές Πανεπιστήμιο. Το ανοιχτό εξωστρεφές Πανεπιστήμιο θα πρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμο από αυτούς που το επιθυμούν και προέρχονται από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα πρέπει όμως να μην είναι εσωστρεφές. Θα πρέπει να είναι συγκοινωνούν δοχείο με την κοινωνία και την οικονομία, καθιστώντας πραγματικά την εκπαίδευση διεθνές συγκριτικό πλεονέκτημα και της εθνικής μας πολιτικής και της οικονομικής μας ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή έχουμε κάνει ήδη κάποια βήματα ποιοτικής βελτίωσης των υπηρεσιών των Πανεπιστημίων μέσα από την εφαρμογή του νέου νόμου – πλαισίου και μέσα από την αξιολόγηση των Ιδρυμάτων. Ένα πρώτο δείγμα αποτελεσματικότητας αυτής της πολιτικής είδαμε φέτος, καθώς το ελληνικό σύστημα στην ανώτατη εκπαίδευση κατετάγη 29ο στον κόσμο μετά τις μεταρρυθμίσεις που έγιναν τα τελευταία 3 χρόνια και 6 ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια μπήκαν στα 500 καλύτερα από τα 12.000 Πανεπιστήμια, που λειτουργούν διεθνώς. Αυτό είναι ένα πρώτο αποτέλεσμα, της πίεσης που ασκεί η αξιολόγηση στα ίδια τα Ιδρύματα, ώστε να βγάλουν προς τα έξω τον καλύτερό τους εαυτό. Είναι σημαντικό ότι τον τελευταίο χρόνο, ενώ είχαμε ξεκινήσει να αξιολογούμε μόλις 47 περίπου Ιδρύματα της χώρας, τώρα έχουμε φτάσει 155 και νομίζω, ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός Ιδρυμάτων, που περιμένουν να μπουν στη διαδικασία αξιολόγησης. Και αυτό γιατί συνδέσαμε τη χρηματοδότηση των μεταπτυχιακών και των ερευνητικών προγραμμάτων, με την εισαγωγή στη διαδικασία της αξιολόγησης. Αυτό σημαίνει ότι αυτομάτως συνδέονται με αυτό και οι υπηρεσίες προς τους φοιτητές και τους σπουδαστές, αλλά και οι αμοιβές των διδασκόντων. Αυτή η σύνδεση έγινε με κριτήρια κινητροδότησης. Ένα δεύτερο στοιχείο εξωστρέφειας του ελληνικού Πανεπιστημίου που θεσμοθετήθηκε την προηγούμενη άνοιξη, είναι ότι για πρώτη φορά επιτρέπεται να συστήνονται ξενόγλωσσα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην Ελλάδα με στόχο την προσέλκυση ξένων φοιτητών, που είναι μόλις 9.000 αυτή τη στιγμή, και αυτή η πραγματικότητα καθιστά σταδιακά την Ελλάδα ένα σημαντικής αξίας περιφερειακό, εκπαιδευτικό κέντρο. Επίσης, για πρώτη φορά επιτρέπουμε στα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια ν’ αναπτύξουν αυτόνομα μεταπτυχιακά προγράμματα εκτός Ελλάδος, παρέχοντας εκπαιδευτικές υπηρεσίες, εμπειρίες ή τεχνογνωσία από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε ενθαρρύνει τη συνεργασία των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ με ξένα ιδρύματα και ενώ μας ειρωνεύονταν γι’ αυτό πριν από ένα χρόνο, σήμερα βρίσκονται ενώπιον των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το John Hopkins University συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο της Πάτρας, το Harvard έχει φτιάξει ερευνητικό παράρτημα στο Ναύπλιο, η Σορβόννη διαπραγματεύεται τη δημιουργία κοινού προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών με τη Νομική Αθηνών κι έχουμε κι άλλες 24 περίπου περιπτώσεις γνωστών ξένων Πανεπιστημίων, τα οποία έχουν αρχίσει τη συστηματική συνεργασία με τα ελληνικά Ιδρύματα. Η απάντηση, λοιπόν, σ’ αυτή την ειρωνεία που εισπράξαμε όταν διακηρύξαμε αυτόν τον στόχο, είναι τ’ αποτελέσματα προς όφελος της κοινωνίας και κυρίως προς όφελος της νέας γενιάς. Το τρίτο κεφάλαιο της μεταρρυθμιστικής μας στρατηγικής, αναφέρεται στην μη τυπική εκπαίδευση, στον χώρο δηλαδή της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης, στον οποίο επικρατούσε επί δεκαετίες αναρχία. Αναφέρομαι στον χώρο των κολλεγίων και των Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών. Βλέποντας την αδυναμία του ελληνικού θεσμικού πλαισίου ν’ αντισταθεί στις εξελίξεις που δρομολογεί το Κοινοτικό Δίκαιο και η βούληση της ευρωπαϊκής οικογένειας, θεωρήσαμε ότι η καλύτερη άμυνα και προάσπιση των αρχών και των αξιών της ελληνικής παιδείας, αφού ανεβλήθη η αναθεώρηση του άρθρου 16, που θα μπορούσε να μας δώσει λύσεις στον χώρο της εθνικής μας κυριαρχίας στον τομέα της εκπαίδευσης, λόγω της ιδεοληψίας ή του φόβου κάποιων πολιτικών δυνάμεων, είναι η θεσμοθέτηση ενός νόμου που θα ελέγχει αυτό τον χώρο θέτοντας τους κανόνες λειτουργίας και πραγματοποιώντας διαρκή έλεγχο και αξιολόγηση στον χώρο της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Είναι ο γνωστός «νόμος των κολλεγίων», που από πολλούς αμφισβητήθηκε και από κάποιους υπάρχει ο ισχυρισμός ότι κατέπεσε μετά την πρόσφατη δικαστική απόφαση. Οι πρώτοι που προέβλεψαν αυτή την απόφαση ήμασταν εμείς. Και ο λόγος που κάναμε αυτό το νόμο ήταν γιατί ακριβώς προβλέψαμε αυτή την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Μέχρι τώρα τι συνέβαινε: Κάθε ένας κερδοσκόπος, χωρίς ευαισθησία στα θέματα εκπαιδευτικών υπηρεσιών, κάνοντας έναρξη επιτηδεύματος στις Οικονομικές Εφορίες των Νομαρχιών, μπορούσε ν’ ανοίξει ένα περίπτερο και να δίνει πτυχία. Και αυτή η αναρχία, εάν σήμερα συνεχιζόταν, μετά την δικαστική απόφαση, θα επέτρεπε σε 5.000 και πλέον τέτοιου είδους τυχοδιωκτικούς επενδυτές, να παρέχουν τίτλο ο οποίος θα οδηγούσε σε αναγνωρισμένα επαγγελματικά προσόντα. Ο δικός μας νόμος έβαλε το Υπουργείο Παιδείας στον χώρο αυτό, το κατέστησε ελεγκτή και ρυθμιστή, θέσπισε κανόνες για το ποιος μπορεί να παρέχει δεξιότητες και ποιος μπορεί να παρέχει μεταλυκειακή εκπαίδευση και κατάρτιση, διαχώρισε τα εργαστήρια ελευθέρων σπουδών από τα κολέγια και στη συνέχεια έβαλε κανόνες ελέγχου της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα κολλέγια, τα οποία πια όταν κάνουν franchising σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν θεωρούνται τμήμα του εθνικού συστήματος παιδείας, αλλά του συστήματος παιδείας στο οποίο ανήκει το Πανεπιστήμιο με το οποίο έχουν κάνει franchising. Άρα θα υπήρχε εξαιρετικά μεγάλη δυσκολία να ελεγχθούν, όσον αφορά την ποιότητά τους, την δομή τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, το αναλυτικό τους πρόγραμμα, εάν δεν υπήρχε αυτός ο νόμος. Ο νόμος που θεσπίσαμε τον Ιούνιο του 2008 ελέγχει πλήρως τους όρους ασφάλειας και υγιεινής, το επενδυθέν κεφάλαιο, την εγγύηση των εργαζομένων, την αντιστοίχηση των αναλυτικών προγραμμάτων, το επίπεδο των διδασκόντων συνδυασμένο και με την αναλογία διδασκόντων-διδασκομένων. Βάζει δηλαδή το μέγιστο όριο που μας επιτρέπει το εθνικό Σύνταγμα κόντρα στο Κοινοτικό Δίκαιο, για την προάσπιση τη ποιότητας στην εκπαίδευση. Παράλληλα, η λειτουργία αυτών των δομών εκτιμώ ότι αποτρέπει τη διαρροή φοιτητών και σπουδαστών στο εξωτερικό. Υπολογίζονται πάνω από 30.000 αυτοί οι οποίοι μετέχουν σε αυτές τις δομές, την ίδια ώρα όμως εμείς, για ν’ αποδυναμώσουμε αυτό το ρεύμα, ανοίγουμε ακόμα περισσότερο την προσβασιμότητα των δημοσίων ΑΕΙ χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στην ποιότητα. Φέτος από τους 98.000 υποψηφίους που συμμετείχαν στις πανελλήνιες εξετάσεις, οι 68.000 πέτυχαν σε Πανεπιστήμια ή ΤΕΙ. Πού είχαμε αποτυχία; Σε ορισμένα ΤΕΙ ή σε πανεπιστημιακά Τμήματα που η ειδικότητα που παρέχουν δεν συνδέεται με την αγορά εργασίας και την κοινωνική πραγματικότητα. Ποιο είναι λοιπόν το στοίχημα; Το στοίχημα δεν είναι να καταργήσουμε την βάση του 10, που διασφαλίζει το επίπεδο των υποψηφίων φοιτητών ή σπουδαστών κάνοντας εκπτώσεις στην ποιότητα, αλλά είναι να εναρμονίσουμε την κατεύθυνση που κάποιος σπουδάζει μέσα στο δημόσιο Ίδρυμα με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας, ώστε ο απόφοιτος απ’ ευθείας να απορροφάται εκεί. Το τρίτο πεδίο παρέμβασης της στρατηγικής μας είναι η δια βίου μάθηση. Εκεί μπορώ με ικανοποίηση να σας πω ότι έχουμε αναπτύξει μια σειρά υποδομών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η δια βίου μάθηση η οποία παρακολουθείται από την αρμόδια Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Παιδείας έχει στην δικαιοδοσία της διάφορες δομές εκ των οποίων οι Σχολές Γονέων που επιμορφώνουν και ενημερώνουν τους γονείς για μια σειρά ζητήματα και μέσα σ’ αυτά είναι και το ζήτημα του επαγγελματικού προσανατολισμού, το σχολείο δεύτερης ευκαιρίας, που δίνει τη δυνατότητα σε ανθρώπους που στερήθηκαν ένα απολυτήριο Γυμνασίου ή Δημοτικού να το αποκτήσουν έστω και σε μεγάλη ηλικία αποκτώντας όχι μόνο πρόσβαση στην γνώση, αλλά και μια δεύτερη ευκαιρία για ένταξη στην αγορά εργασίας. Επίσης, τα σεμινάρια ή τις Σχολές Εκπαίδευσης Ενηλίκων που παρέχουν ενημέρωση, νέες δεξιότητες και γνώσεις σε πτυχιούχους ή σε αποφοίτους Λυκείου, ώστε να παραμείνουν ή να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Θα σας πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Επιμορφώσαμε μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων πάνω στην χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών και πιστοποιήσαμε τις γνώσεις τους. Επίσης, επιμορφώθηκαν μεγάλες ομάδες μεταναστών πάνω στην ελληνική γλώσσα, με σκοπό την διευκόλυνση της ενσωμάτωσής τους, νέοι αγρότες πάνω σε καινοτόμες καλλιέργειες, οι οποίες θα τους επιτρέψουν να επιβιώσουν και να εξελιχθούν μέσα στην αγροτική οικονομία, μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε νέα λογισμικά, που θα τους διευκολύνουν να κρατήσουν ανοιχτές τις οικονομικές ή άλλες δραστηριότητές τους. Παράλληλα, αντικείμενο της δια βίου μάθησης είναι και η τηλε-εκπαίδευση, δηλαδή η εκπαίδευση από απόσταση, όπου συχνά αξιοποιούμε εκτός των άλλων υποδομών και το ανοιχτό Πανεπιστήμιο και δίνουμε την ευκαιρία σε Έλληνες πολίτες που ζουν σε απομονωμένες ορεινές ή νησιωτικές περιοχές ή σε Έλληνες πολίτες, οι οποίοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν το παιδί τους να σπουδάσει σ’ ένα μεγάλο αστικό κέντρο, ν’ αποκτά ισότιμο πτυχίο παρακολουθώντας μαθήματα από απόσταση μέσα από την αξιοποίηση του διαδικτύου και των νέων τεχνολογιών. Τελευταία πτυχή της στρατηγικής μας είναι η άτυπη μάθηση, την οποία παρακολουθεί η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και αναφέρεται κυρίως σε ζητήματα κοινωνικά ή γενικότερου ενδιαφέροντος. Η Γενική Γραμματεία, ουσιαστικά, με πρωτοβουλίες που αναπτύσσει ευαισθητοποιεί την κοινωνία και ενεργοποιεί το κράτος για να παρέμβει θετικά σε κάποιους τομείς. Παίρνει πρωτοβουλίες για την πολιτική συμμετοχή των νέων με τα Τοπικά Συμβούλια Νέων, τα οποία εκλέγουν εκπροσώπους των νέων σε όλα τα Δημοτικά Συμβούλια της χώρας, για τη νεανική επιχειρηματικότητα με 80 Θυρίδες σε όλους τους νομούς, που μαθαίνουν στους νέους την τέχνη του «επιχειρείν» και παράλληλα τους ενημερώνουν για όλες τις δυνατότητες που παρέχει η πολιτεία, επιχορηγήσεις για νεανική επιχειρηματικότητα, για γυναικεία επιχειρηματικότητα, προγράμματα Stage, προγράμματα επιδότησης εργασίας, προγράμματα υποτροφιών για προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές. Ουσιαστικά, μαθαίνουμε στη νέα γενιά ν’ αναζητεί μόνη της τον δρόμο προς το μέλλον χωρίς να χρειάζεται να στοιβάζεται στα πολιτικά ή τα κομματικά γραφεία, τσαλακώνοντας την αξιοπρέπειά της στο ξεκίνημα της ζωής της. Αυτός είναι ο βασικός στόχος αυτών των πρωτοβουλιών. Παράλληλα, λαμβάνει πρωτοβουλίες για κοινωνικά ζητήματα όπως είναι η ανεργία των νέων, τα ναρκωτικά, το ντόπινγκ, η εξάρτηση από το internet, η νεανική παραβατικότητα και εγκληματικότητα. Αυτά είναι τα κεφάλαια της στρατηγικής μας, δηλαδή το «έξυπνο σχολείο», το ανοιχτό εξωστρεφές Πανεπιστήμιο, η δια βίου μάθηση, η μη τυπική εκπαίδευση, δηλαδή η μεταλυκειακή εκπαίδευση και κατάρτιση, και η άτυπη εκπαίδευση. Επανέρχομαι στο Λύκειο που είναι ο πιο σημαντικός κρίκος για τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Εντός του έτους ξεκινούμε έναν δημόσιο διάλογο, ο οποίος θα διαρκέσει αρκετά ώστε να εκδηλωθεί στην επόμενη κυβερνητική θητεία η θεσμική νομοθετική πρωτοβουλία που θ’ αποσυνδέει το Λύκειο από τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο και θα του δίνει τη δυνατότητα μιας αυτόνομης και αποτελεσματικής παρουσίας στην αλυσίδα του εκπαιδευτικού συστήματος. Δεν θέλουμε να προκαταλάβουμε αυτό τον διάλογο, θέλουμε όλοι να εκφράσουν τις απόψεις τους μέσα σ’ αυτόν είτε είναι μάχιμοι εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές, φοιτητές, Πανεπιστήμια, ΤΕΙ, ΟΛΜΕ, ΔΟΕ, Συνδικάτα, εξειδικευμένοι επιστήμονες, Έλληνες του εξωτερικού, μη κυβερνητικοί φορείς. Οποιοσδήποτε έχει άποψη μπορεί να την εκφράσει. Όλα αυτά θα ληφθούν υπόψη στο να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο σύστημα με την μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση, χωρίς να καθιστά την εκπαίδευση, πεδίο μικροκομματικών ή άλλων αντιπαραθέσεων, αποδυναμώνοντας έτσι τον αγώνα που όλοι μας θέλουμε να κάνουμε προς όφελος της νεότερης γενιάς. Το πρώτο στοιχείο που θεωρούμε ότι πρέπει να προωθηθεί σ’ ένα αυτόνομο Λύκειο είναι τα τεστ αυτογνωσίας. Δηλαδή, η δυνατότητα στον γονιό και στο ίδιο το παιδί από μικρή ηλικία -δηλαδή από την ηλικία των 15 με 16 ετών- να μπορεί ν’ αξιολογήσει τον εαυτό του και να διαπιστώσει πού είναι προσανατολισμένες οι πραγματικές του ικανότητες. Εμείς προσπαθούμε να διαμορφώσουμε ένα τέτοιο τεστ αυτογνωσίας, που θα παρέχουμε δωρεάν σε όλους τους γονείς και τους μαθητές, μέσα στο πλαίσιο του μαθήματος του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, ώστε από μικρή ηλικία ο μαθητής ν ‘ αντιλαμβάνεται πού είναι οι κλίσεις του, οι ικανότητές του. Και αυτό να είναι η βάση πάνω στην οποία θα χτίσει μετά το Λύκειο. Το δεύτερο στοιχείο είναι η αναμόρφωση του τρόπου διδασκαλίας μέσα στο Λύκειο. Το Λύκειο δεν πρέπει να είναι ένας χώρος στον οποίο θα γίνεται επίδειξη φροντιστηριακών γνώσεων, ούτε ένας χώρος που θα ενθαρρύνεται η αποστήθιση. Αλλά θα πρέπει να είναι ένας χώρος στον οποίο θα παρέχεται πραγματική γνώση, θα προάγεται η κριτική αντίληψη και θ’ αναδεικνύεται η αναλυτική και η συνθετική σκέψη του νέου ανθρώπου. Και με αντικειμενικό τρόπο ο νέος θ’ αξιολογείται και θα επιλέγει τον προσανατολισμό του. Το τρίτο σημαντικό σημείο είναι η ουσία και ο τρόπος διδασκαλίας του μαθήματος του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Σε λίγο καιρό θα εκδηλώσουμε μια νομοθετική πρωτοβουλία δημιουργώντας στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων τη Διεύθυνση Αειφορίας. Η οποία θα συμπεριλαμβάνει όλες τις καινοτόμες πρωτοβουλίες, που μπορούν ν’ αναπτυχθούν εντός του εκπαιδευτικού συστήματος, και την παρακολούθησή τους, δηλαδή την περιβαλλοντική εκπαίδευση, την αγωγή υγείας, την κυκλοφοριακή αγωγή και καινοτόμες ιδέες. Μέσα λοιπόν σ’ αυτούς τους πυλώνες, ένας σημαντικότατος πυλώνας είναι η συστηματική και σύγχρονη διδασκαλία του σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, που θα δείξει στον μαθητή και στον γονιό, από την κρίσιμη ηλικία ακόμα, ποια μαθήματα οδηγούν σε ποια Σχολή της Ανώτατης Εκπαίδευσης και με ποια Σχολή οδηγείται σε ποια επαγγέλματα. Θα τον ενημερώνει, για τις προοπτικές που έχουν αυτά τα επαγγέλματα τις επόμενες δεκαετίες της ζωής του και θα του επιτρέπει έτσι με πληρότητα ενημέρωσης, να κάνει όσο πιο ώριμα γίνεται, την σωστή επιλογή. Μέχρι τώρα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να σας απαριθμώ τώρα εκατομμύρια που δαπανήθηκαν από το Γ’ ΚΠΣ για να δημιουργηθούν τα Γραφεία Διασύνδεσης, όλα αυτά τα Γραφεία μέσα στα Λύκεια, στα Τεχνικά Λύκεια, στα Επαγγελματικά Λύκεια, τα οποία προσπαθούν να συνδέσουν τον μαθητή με την αγορά εργασίας. Δεν τα υποτιμώ όλα αυτά, θεωρώ όμως ότι είναι εργαλεία μιας πολιτικής που αν δεν την δούμε ολοκληρωμένη και σαφή από την πρώτη στιγμή και δεν έχουμε επιλέξει προς τα πού θέλουμε να την κατευθύνουμε, παραμένουν αποσπασματικές παρεμβάσεις. Η εκτίμησή μου είναι ότι θα πρέπει ν’ αναμορφωθεί πλήρως το μάθημα του Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού μέσα στο Λύκειο. Να ξεκινά από το τεστ αυτογνωσίας, με πληρότητα ενημέρωσης σχετικά με το μάθημα, τη Σχολή, το επάγγελμα και όταν αυτό πια θα το ξέρει ο μαθητές και ο γονιός, θα παίρνει τη σωστή απόφαση για να προχωρήσει στις επιλογές του και να συμπληρώσει τις κατάλληλες Σχολές στο μηχανογραφικό δελτίο για να μπει στο Πανεπιστήμιο. Μια αδυναμία που εντοπίζεται, η οποία οφείλεται στην προχειρότητα με την οποία ιδρύονταν για πολλά χρόνια οι νέες πανεπιστημιακές Σχολές, είναι ότι συχνά οι Σχολές που ιδρύονταν μέσα από Προεδρικά Διατάγματα, δεν συνοδεύονταν από την κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σήμερα 350.000 νέοι να βρίσκονται στην ανεργία ή την ετεροαπασχόληση, γιατί όταν πήγαιναν σε μια Σχολή που ακουγόταν καλή, δεν γνώριζαν ότι δεν έχουν κατοχυρωθεί ακόμα τα επαγγελματικά τους δικαιώματα. Αναλάβαμε την πρωτοβουλία να εξυγιάνουμε το τοπίο και να προχωρήσουμε όλα τα σχετικά Προεδρικά Διατάγματα. Και είναι έτοιμα. Τα περισσότερα τα έχουμε υπογράψει, τα έχουμε αποστείλει στης συναρμόδιους Υπουργούς και κάποια απ’ αυτά και στο ΣτΕ. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχουμε πόλεμο γιατί κάποιες επαγγελματικές Ενώσεις ή πανεπιστημιακές Σχολές λειτουργούν συντεχνιακά και όχι με ευρύτητα πνεύματος. Θέλουν να κατοχυρώσουν προνόμια για τους αποφοίτους τους, αρνούνται όμως να κατοχυρώσουν τ’ αυτονόητα δικαιώματα σε κάποιους που σε ομοειδείς ειδικότητες χαμηλότερου επιπέδου ή κάπως διαφοροποιημένης κατεύθυνσης παραχωρήθηκαν στους σπουδαστές από τα ΤΕΙ ή από άλλη πανεπιστημιακή Σχολή. Είναι ακόμα μια χαρακτηριστική περίπτωση που η λογική του Συνδικάτου εμποδίζει την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική πρόοδο και ουσιαστικά νεκρώνει σοβαρά κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα. Η δική μας μάχη, το λέω εδώ και θα το πω και την Παρασκευή στη Βουλή, διότι έχω προκληθεί από δυο επίκαιρες ερωτήσεις, του κ. Αλαβάνου και της κας Παπαρήγα, είναι να δώσουμε ίσες ευκαιρίες σε όλα τα Ελληνόπουλα. Δεν μπορεί ένας γονιός να στέλνει το παιδί του στο ΤΕΙ, να πληρώνει τους σπουδές του 4 χρόνια και όταν παίρνει το πτυχίο να διαπιστώνει ότι η πολιτεία δεν του έχει κατοχυρώσει τα επαγγελματικά δικαιώματα. Κι όταν ο αρμόδιος Υπουργός κινεί διαδικασία για να κατοχυρώσει τα επαγγελματικά δικαιώματα, τότε οι παρατάξεις αυτές που κόπτονται για την ετεροαπασχόληση και την ανεργία, με τις επιρροές που έχουν στις επαγγελματικές Ενώσεις, να εμποδίζουν την κατοχύρωση αυτών των επαγγελματικών δικαιωμάτων, για να μπορούν απ’ τη μια να καταγγέλλουν δημόσια ενώπιον της κοινωνίας την αυξημένη ανεργία των νέων, κι από την άλλη να μαζεύουν τις ψήφους των οποιωνδήποτε κλάδων, γινόμενοι αρεστοί σε συντεχνιακές αντιλήψεις. Η μάχη είναι να προχωρήσουμε στην κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων όλων των παιδιών που αποφοίτησαν από Πανεπιστήμια ή ΤΕΙ. Η δουλειά από πλευράς μας ολοκληρώνεται μέχρι το τέλος του έτους και θα πρέπει μετά κάθε πολιτική και κοινωνική δύναμη ν’ αναλάβει τις ευθύνες της. Θέλω να κάνω και μια άλλη παρατήρηση: Στην αντίληψη του μέσου πολίτη κατοχυρωμένο επαγγελματικό δικαίωμα δυστυχώς είναι η δυνατότητα διορισμού στο Δημόσιο. Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα, δίνοντάς τους πολλές φορές φρούδες ελπίδες, ότι όταν θα τελειώσουν μια πανεπιστημιακή Σχολή, θα τους περιμένει μια θέση στο Δημόσιο. Και είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι από τα περίπου 68.000 παιδιά που κάθε χρόνο μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο, είναι ζήτημα αν 8.000 μπορεί ν’ απορροφήσει το Δημόσιο. Οι υπόλοιποι 60.000 τι θα κάνουν; Θέλω λοιπόν ν’ αποσαφηνίσω ότι επιδίωξή μας είναι να καταστήσουμε στη νέα γενιά γνωστές και τις άλλες δυνατότητες. Δεν επιτρέπεται στο μάθημα Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού, ο διορισμός σε μια δημόσια θέση να θεοποιείται ενώ να δαιμονοποιείται κάθε επάγγελμα που σχετίζεται με τη ζωντανή κοινωνία και τη ζωντανή αγορά εργασίας. Να δαιμονοποιείται π.χ. το επάγγελμα του υπαλλήλου ενός ιδιωτικού φορέα παροχής τραπεζικών υπηρεσιών, το ελληνικό εμπόριο, η συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία της ναυτιλίας, της βιομηχανίας, της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Είναι σαν να τρέφουμε φρούδες ελπίδες στα παιδιά μας. Σαν να τους εκπαιδεύουμε και τους μεγαλώνουμε μέσα σε μια ουτοπία. Θα πρέπει ο Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός να δείχνει όλο το φάσμα των δυνατοτήτων και ελεύθερα ο μαθητής να επιλέγει αυτό που κατά κάποιον τρόπο συνδυάζεται με τις ικανότητες και τις πραγματικές δυνατότητές του. Κυρίες και κύριοι, Εκτιμώ ότι ο θεμέλιος λίθος ενός εκπαιδευτικού συστήματος, που στην βάση του οφείλει να παρέχει ολοκληρωμένη σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή παιδεία, για να μπορέσει να είναι ανταγωνιστικό, ανταποδοτικό, παραγωγικό, χρήσιμο στην κοινωνία, είναι να μπορεί να εφοδιάζει τους αποφοίτους του με όλα εκείνα τα χαρίσματα, της δεξιότητες, τις ικανότητες, τις γνώσεις, ώστε να μπορέσουν να ενταχθούν με ευκολία στην αγορά εργασίας. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να συνεργαστούμε όλοι. Θα πρέπει οι φορείς των εργαζομένων και των εργοδοτών, οι φορείς της αγοράς, οι δομές της κοινωνίας, οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, το Υπουργείο Παιδείας και όλοι οι άλλοι κρατικοί ή μη κρατικοί φορείς, που ασχολούνται κι ενδιαφέρονται για το θέμα, να ερευνούν τα πραγματικά δεδομένα, να ενημερώνουν με ειλικρίνεια τη νέα γενιά και να δίνουν τη δυνατότητα πραγματικής και ώριμης επιλογής σε αυτούς που αποφασίζουν για τη ζωή τους. Αυτή η κοινωνία και αυτός ο κόσμος είναι δανεικός απ’ τα παιδιά μας. Και θα πρέπει όταν τους τον επιστρέψουμε, να τους τον επιστρέψουμε ποιοτικότερο και ισχυρότερο.
Σας ευχαριστώ πολύ.
|