ΙΣΤΑΜΕ Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών Ανδρέας Παπανδρέου Ανακοίνωση Τύπου, 19 Μαρτίου 2009
Παρουσία της Ελλάδας στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, 19-20 Μαρτίου 2009 Πως έχει μέχρι σήμερα αξιολογηθεί η Ελλάδα από τους Ευρωπαίους Εταίρους
Μάρτιος 2009 ΙΣΤΑΜΕ Κείμενο Επικαιρότητας Παρουσία της Ελλάδας στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, 19-20 Μαρτίου 2009 Πως έχει μέχρι σήμερα αξιολογηθεί η Ελλάδα από τους Ευρωπαίους Εταίρους
1. Εισαγωγή Τα θέματα που θα συζητηθούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 19-20 Μαρτίου 2009 είναι τα εξής: Η οικονομική κατάσταση στην ΕΕ και η Στρατηγική της Λισσαβόνας που παραδοσιακά συζητείται σε κάθε Εαρινό Συμβούλιο και που στην παρούσα φάση κρίνεται ότι έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης, καθώς επίσης η ενέργεια και η κλιματική αλλαγή, η συνεργασία με τις Ανατολικές γειτονικές χώρες και η προετοιμασία της προεδρίας της ΕΕ για τη συμμετοχή της σύνοδο των G20 στις αρχές Απριλίου στο Λονδίνο.
Ειδικά σε ότι αφορά στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση, το Συμβούλιο θα εξετάσει • την πρόοδο που έχει μέχρι σήμερα επιτευχθεί για τη διασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας και καλύτερης εποπτείας και διαφάνειας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, • την εφαρμογή του προγράμματος για την οικονομική ανάκαμψη που εγκρίθηκε σε επίπεδο ΕΕ τον Δεκέμβριο και την πρόσθετη παροχή στήριξης ύψους 5 δις Ευρώ για έργα ενεργειακά και υποδομών όπως ευρυζωνικά δίκτυα και περιφερειακή ανάπτυξη, • η πρόοδος στην εφαρμογή της στρατηγικής για τη μεγέθυνση και την απασχόληση (Στρατηγική της Λισσαβόνας), • η λειτουργία της ενιαίας αγοράς και • η προετοιμασία για τη σύνοδο του G20.
Η Ελλάδα ως ισότιμο μέλος της ΕΕ συμμετέχει σε αυτή την τόσο κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ με τον Πρωθυπουργό της. Έχει, λοιπόν, ιδιαίτερη σημασία η στάση και η διαπραγματευτική ικανότητα κάθε χώρας στη Σύνοδο αυτή, η οποία σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών και από την πρόοδο που έχει σημειώσει στο πλαίσιο των συντονισμένων δράσεων για την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής οικονομίας. Για αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσει κανείς τι έχει αποφασίσει και ζητήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο από τις χώρες της ΕΕ, και ειδικότερα από τη χώρα μας, καθώς και τι έχει να επιδείξει η χώρα μας σε αυτή τη Σύνοδο;
Το τι έχει προτείνει η Επιτροπή και το Συμβούλιο στις χώρες συνοψίζεται στο Σχέδιο για την Οικονομική Ανάκαμψη της ΕΕ (που υιοθετήθηκε τον Δεκέμβριο του 2008), στην αξιολόγηση των Εθνικών Προγραμμάτων Μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισσαβόνας (Ιανουάριος 2009) και στην αξιολόγηση των Προγραμμάτων Σταθερότητας και Ανάπτυξης (Φεβρουάριος 2009). Παρακάτω αναλύονται συνοπτικά αυτές οι προτάσεις και οι σχετικές αξιολογήσει και συστάσεις προς την Ελλάδα.
2. Σχέδιο για την ανάκαμψη της ΕΕ (Δεκέμβριος 2008) Το σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας της ΕΕ (A European Economic Recovery Plan) βασίζεται σε δύο άξονες δράσης και διέπεται από μία βασική αρχή. • Ο πρώτος άξονας αφορά στην ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης με στόχο την αύξηση της ζήτησης και της εμπιστοσύνης στις οικονομίες της ΕΕ. • Ο δεύτερος άξονας αφορά σε άμεσες ενέργειες για την ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας μακροπρόθεσμα μέσα από «έξυπνες» επενδύσεις σε δεξιότητες που θα ανταποκρίνονται στις μελλοντικές ανάγκες, επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες και σε υποδομές που προάγουν την αποτελεσματικότητα και την καινοτομία, όπως τα δίκτυα επικοινωνίας. • Η αρχή που πρέπει να διέπει τη δράση των χωρών της ΕΕ είναι η αλληλεγγύη και η κοινωνική δικαιοσύνη, με την υποστήριξη αυτών των κοινωνικών ομάδων που έχουν περισσότερο ανάγκη, τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας μέσα από δράσεις που αξιοποιούν το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Παγκοσμιοποίηση και το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο.
Ειδικά για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης προτείνονται ενέργειες σε τρία επίπεδα. Πρώτον, νομισματικές και πιστωτικές συνθήκες: • Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι άλλες κεντρικές τράπεζες της ΕΕ εν όψει των προβλέψεων για μειούμενο πληθωρισμό μειώνουν τα επιτόκια. • Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν την τεράστια χρηματοδοτική στήριξη προς τον τραπεζικό τομέα, προκειμένου οι τράπεζες να επιστρέψουν στις κανονικές πιστωτικές του δραστηριότητες και να εξασφαλίσουν ότι τα κεντρικά καθορισμένα επιτόκια θα περάσουν στους δανειολήπτες. • Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αυξάνει τις ετήσιες χρηματοδοτήσεις της προς την ΕΕ κατά 15 δις Ευρώ για τα επόμενα δύο χρόνια, με τη μορφή δανείων, κεφαλαίων, εγγυήσεων και χρηματοδοτήσεων υψηλού κινδύνου, ώστε να κινητοποιηθούν συμπληρωματικά ιδιωτικά κεφάλαια για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη αυξάνει τις χρηματοδοτήσεις προς τα νέα κράτη μέλη κατά 500 εκ. Ευρώ ανά έτος.
Δεύτερον, δημοσιονομικά πακέτα στήριξης: • Οι δράσεις των κυβερνήσεων στο θα πρέπει είναι συνεπείς με την ευελιξία που παρέχεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και να λαμβάνουν υπόψη το διαφορετικό σημείο εκκίνησης κάθε χώρας, δεδομένου ότι οι χώρες που στα προηγούμενα χρόνια είχαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης έπρεπε να είχαν επιτύχει δημοσιονομική προσαρμογή τέτοια που θα τους επέτρεπε μεγαλύτερες δυνατότητες παρέμβασης σε αυτή τη συγκυρία. • Τα δημοσιονομικά πακέτα στήριξης θα πρέπει να είναι: Έγκαιρα, γιατί όσο καθυστερεί η εφαρμογή τους καθυστερεί η τόνωση της ζήτησης και η ανάκαμψη. Προσωρινά, ώστε να μη δημιουργούν μόνιμη επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών και να μην υπονομεύεται η βιωσιμότητα τους, οδηγώντας σε μεγάλες αυξήσεις φόρων στο μέλλον. Στοχευμένα, προς δράσεις που αντιμετωπίσουν την ανεργία, ενισχύουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά σε συνθήκες πιστωτικής συρρίκνωσης και προωθούν τις διαρθρωτικές μεταβολές. Συντονισμένα, προκειμένου να έχουν θετικές πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην οικονομία. • Τα δημοσιονομικά μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν: Αυξήσεις δαπανών με στόχο την τόνωση της ζήτησης με τη μορφή μεταβιβάσεων προς νοικοκυριά, που πλήττονται περισσότερο από την κρίση και με τη μορφή δημοσίων επενδύσεων, από τις οποίες θα μπορούσαν να επωφεληθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι οποίες συμβάλλουν σε πιο μακροπρόθεσμους στόχους όπως η βελτίωση των υποδομών και η αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Εγγυήσεις και επιδοτήσεις δανείων ως αντιστάθμισμα στην ασυνήθιστη πιστωτική συρρίκνωση. Οικονομικά κίνητρα για την επιτάχυνση της προσαρμογής των οικονομιών σε μακροοικονομικές προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή (π.χ. κίνητρα για ενεργειακή αποτελεσματικότητα). Μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών των απασχολούμενων για τη διαφύλαξη του επιπέδου του εισοδήματος και τη στήριξη της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων. Προσωρινές μειώσεις σε συντελεστές ΦΠΑ για τη στήριξη της κατανάλωσης. • Τα πακέτα στήριξης θα πρέπει να συνοδεύονται από διαρθρωτικές παρεμβάσεις σχεδιασμένες ώστε να ενισχύουν τις οικονομίες με στόχο να βγουν δυνατότερες από την κρίση. Σε αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται παρεμβάσεις στην αγορά για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης και για τη μείωση της γραφειοκρατίας και των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα.
Τρίτον, δράσεις στους τέσσερις τομείς προτεραιότητας της Στρατηγικής της Λισσαβόνας: • Επένδυση στον άνθρωπο τόσο για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής προστασίας που θα παρέχει κίνητρα για εργασία διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων, όσο και για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων, την κατάρτιση, την προσαρμογή τους στις νέες απαιτήσεις στην αγορά εργασίας. • Διευκόλυνση και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας μέσα από τη ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας (ώστε να συνεχιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση των επιχειρήσεων σε κεφάλαια για επενδύσεις), τη μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και την επένδυση σε νέους τομείς επιχειρηματικής δράσης που σχετίζονται με μια φιλική προς το περιβάλλον οικονομία. • Επένδυση σε νέες τεχνολογίες, υποδομές και ενέργεια, που στοχεύουν στην ενεργειακή αποτελεσματικότητα (π.χ. κτήρια, μεταφορές), στη βιώσιμη περιβαλλοντικά λειτουργία της οικονομίας και στην ανάπτυξη και υιοθέτηση νέων «πράσινων» προϊόντων. • Ενίσχυση της εκπαίδευσης, της έρευνας, της τεχνολογίας και της καινοτομίας, που κινδυνεύουν από μειώσεις πόρων (όπως συνέβη και στο παρελθόν) λόγω της οικονομικής κρίσης, ενώ η ιστορία έχει δείξει ότι χώρες που σε περιόδους ύφεσης επέλεξαν να ενισχύσουν αυτούς τους τομείς κατάφεραν σημαντικά οφέλη.
Πολύ μακριά από την παρότρυνση του Προέδρου της Επιτροπής J.M.D. Barroso ότι «η δουλειά θα έχει ολοκληρωθεί μόλις φανούν τα αποτελέσματα» η Ελληνική Κυβέρνηση όχι μόνο δεν έχει να επιδείξει αποτέλεσμα, αλλά δεν έχει ούτε να επιδείξει ένα συγκροτημένο σχέδιο με βάση τις παραπάνω προτάσεις και κατευθύνσεις. Παρόλα αυτά η απάντηση της Ελληνικής Κυβέρνησης στην κρίση και στις προτάσεις της Επιτροπής συνοψίζεται – σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά επίσημα κείμενα του Κυβερνητικού επιτελείου – στο Ελληνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων και στο Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, καθώς και σε μια αβάσιμη διαβεβαίωση ότι η Κυβέρνηση αντιμετωπίζει «αποτελεσματικά» την κρίση «στα όρια των δυνατοτήτων» της χώρας. Δυστυχώς και τα δύο αυτά επίσημα κείμενα έχουν επιστραφεί στην χώρα μας ως ανεπαρκή, που, με απλά λόγια σημαίνει ότι, απεικονίζουν μια ακατάλληλη για τις περιστάσεις πολιτική, η οποία μεταξύ άλλων αδυνατεί να αποτρέψει την απόφαση για την επιτήρηση της Ελληνικής Οικονομίας για το έλλειμμα που καταγράφεται ήδη από το 2007 (πριν την κρίση).
3. Αξιολόγηση του Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων (Ιανουάριος 2009) Η αξιολόγηση της Επιτροπής για το Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων, στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, ήρθε τον Ιανουάριο του 2009 με μια, πρωτοφανή για την Ελλάδα, αποδοκιμασία της κυβερνητικής πολιτικής σε τόσα πολλά επίπεδα. Οι ελάχιστες θετικές κρίσεις περιορίζονται στις εξαγγελθείσες για το μέλλον προθέσεις και όχι στα αποτελέσματα των εφαρμοζόμενων πολιτικών. Στις 20 παραγράφους της αξιολόγησης της Επιτροπής που αναφέρονται στην Ελλάδα δεν αναφέρεται πουθενά η φράση «διεθνής κρίση» ως αιτία για τα προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας, αλλά σχεδόν ευθέως γίνεται αναφορά στην αναποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων ή των απουσιαζόντων πολιτικών. Τα αποτελέσματα που έχει «επιτύχει» η Ελλάδα στο πλαίσιο της εφαρμογής της Στρατηγικής της Λισσαβόνας συνοψίζονται στα εξής:
Αναποτελεσματικότητα στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών, γιατί • αυξάνονται οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, • αυξάνεται η φοροδιαφυγή, • αυξάνεται το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, • το σύστημα του προϋπολογισμού προγραμμάτων όπως υλοποιείται δεν αντιμετωπίζει τα δομικά προβλήματα στη διαδικασία κατάρτισης και εφαρμογής του προϋπολογισμού. Αναποτελεσματικότητα στην άσκηση μακροοικονομικής πολιτικής, γιατί • αυξάνεται ο πληθωρισμός και είναι μεγάλη η διαφορά από τον πληθωρισμό της ευρωζώνης ως αποτέλεσμα δομικών προβλημάτων στις αγορές προϊόντων και εργασίας που δεν αντιμετωπίστηκαν, • μειώνεται η ανταγωνιστικότητα – και λόγω του πληθωρισμού – και αυξάνεται το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (με τάσεις επιδείνωσης). Αναποτελεσματικότητα στην άσκηση μικροοικονομικής πολιτικής, γιατί • δεν αντιμετωπίζονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης (που είναι προϋπόθεση για όλα τα παρακάτω), • δεν γίνονται μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά, • δεν αυξάνονται οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο και γνώση (όπως παιδεία και έρευνα) • δεν βελτιώνεται το επιχειρηματικό περιβάλλον και τα γραφειοκρατικά εμπόδια για τις επιχειρήσεις (με εξαίρεση την απλοποίηση της διαδικασίας για τη σύσταση ΑΕ που έγινε πρόσφατα), • δεν βελτιώνονται οι εξαγωγικές επιδόσεις και η ανταγωνιστικότητα, • δεν αξιοποιούνται αποτελεσματικά οι πόροι από τα διαρθρωτικά ταμεία, • δεν προωθούνται πολιτικές για την προστασία του περιβάλλοντος.
Αναποτελεσματικότητα, στην άσκηση πολιτικής απασχόλησης, γιατί • μειώνεται ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης (και για το νέο έτος αναμένεται μείωσή της), δεν προωθούνται ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και αυξάνεται η ανεργία, • δεν αυξάνεται σημαντικά η απασχόληση των γυναικών και των μειονεκτούντων κοινωνικών ομάδων, • δεν προστατεύονται επαρκώς οι εργαζόμενοι, δεν μειώνεται το φορολογικό βάρος στην εργασία και δεν αντιμετωπίζεται η ανασφάλιστη εργασία.
Στο ξεχωριστό κείμενο, με τις συστάσεις της Επιτροπής προς την Ελλάδα, επισημαίνονται και προτείνονται συνοπτικά τα εξής: • Για την αντιμετώπιση της κρίσης, το σχέδιο για την υποστήριξη του χρηματοπιστωτικού τομέα θα πρέπει να βοηθήσει στην βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση όλης της οικονομίας και να συμβάλλει έτσι στη μακροοικονομική σταθερότητα, ενώ θα αξιολογηθεί από την Επιτροπή (όπως και κάθε άλλο μέτρο) στο πλαίσιο των αρχών που έχουν τεθεί από το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Οικονομικής Ανάκαμψης (European Economic Recovery Plan) που έχει υιοθετηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. • Να συνεχιστεί η προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής. • Να προωθηθεί η μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα (της οποίας η επιτυχία θα εξαρτηθεί από την αποτελεσματική υλοποίησή της), ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα και να αναπτυχθούν οι ικανότητες ρύθμισης, ελέγχου και εφαρμογής (σ.σ. απευθείας μομφή για την επάρκεια του δημόσιου τομέα και του συστήματος διακυβέρνησης). • Να αυξηθούν οι επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, έρευνα και καινοτομία, να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον (συμπεριλαμβανομένων των one-stop-shops, της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και της βελτίωσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος) και ο ανταγωνισμός. • Να αξιοποιηθούν πιο αποτελεσματικά οι πόροι των διαρθρωτικών ταμείων προωθώντας την ανάπτυξη μέσω στοχευμένων επενδυτικών σχεδίων. • Να εξεταστεί προσεκτικά το πρόγραμμα για την ενέργεια και την κλιματική αλλαγή που έχει συμφωνηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. • Να εκσυγχρονιστεί το νομικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης, να μειωθεί το φορολογικό βάρος στους χαμηλόμισθους, να παταχθεί η ανασφάλιστη και αδήλωτη εργασία, να εφαρμοστούν ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και να προωθηθεί η συμμετοχή σε προγράμματα δια βίου εκμάθησης.
Η Ελληνική Κυβέρνηση συνεχίζει, μετά από αυτές τις συστάσεις, να ανακοινώνει ότι τα όρια της οικονομίας είναι περιορισμένα, ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα παραμείνουν θετικοί (μάλιστα πάνω από 1% παρά τις προβλέψεις της Επιτροπής) και ότι όλη η έμφαση θα δοθεί στη δημοσιονομική προσαρμογή.
4. Αξιολόγηση του Προγράμματος Σταθερότητας (Φεβρουάριος 2009) Η αξιολόγηση της Επιτροπής για το επικαιροποιημένο ΠΣΑ της Ελλάδας είναι εξίσου αρνητική και ως συνέχεια αυτής της αξιολόγησης η Ελλάδα εισέρχεται μαζί με άλλες τρεις χώρες (Ισπανία, Ιρλανδία, Γαλλία) σε επιτήρηση. Από τις χώρες αυτές μόνο η Ελλάδα εμφανίζει έλλειμμα πάνω από 3%, από το 2007 και μόνο η Ελλάδα έχει έλλειμμα πάνω από 3% του ΑΕΠ μέσα στο 2008 χωρίς να έχει υιοθετήσει μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας (stimulus programme).
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής: • Το έλλειμμα έχει ξεπεράσει το 3% από το 2007 και το χρέος ήταν 94,8% (σ.σ. μόνο 3 μονάδες μειωμένο από το 2003, όταν την περίοδο 2000-2003 είχε μειωθεί κατά 5,3 μονάδες). • Η υπέρβαση του ελλείμματος δεν είναι προσωρινή και δεν προκύπτει από εξαιρετικές περιστάσεις, δηλ. μεγάλη οικονομική ύφεση (με τον τρόπο που ορίζεται στη Συνθήκη).
Ειδικότερα, η Επιτροπή: • αμφισβητεί σχεδόν κάθε πτυχή του ΠΣΑ και το κρίνει ανεπαρκές για να διαχειριστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά τις διαρθρωτικές ανισορροπίες της Ελληνικής οικονομίας. • τονίζει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, καθώς οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης συνοδεύονταν με ολοένα και μεγαλύτερα ελλείμματα στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας που οδηγούν σε υψηλό δημόσιο και εξωτερικό δανεισμό. • και θεωρεί τη χώρα υψηλού δημοσιονομικού κινδύνου, γιατί: Το σενάριο για τη μεγέθυνση της οικονομίας είναι πολύ αισιόδοξο σε σχέση με τα διαθέσιμα δεδομένα. Το πλαίσιο δημοσιονομικής διαχείρισης παραμένει αδύναμο και χαρακτηρίζεται από «κακό προηγούμενο» (poor track record) επαναλαμβανόμενων υπερβάσεων στις δαπάνες και συνεχόμενων υστερήσεων στα έσοδα, που καθιστά αναξιόπιστες τις προβλέψεις για τις επόμενες περιόδους. Οι προβλεπόμενες μειώσεις δαπανών είναι ούτως ή άλλως αισιόδοξες, αλλά και δεν παρέχεται επαρκείς πληροφόρηση για τα σχετικά μέτρα. Οι προβλέψεις για το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι αναξιόπιστες λόγω αυξανόμενων ελλειμμάτων και ελλιπούς πληροφόρησης, «όπως και στο παρελθόν», για τις προσαρμογές ελλείμματος χρέους. Το πρόγραμμα δεν λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις στο χρέος και κατ’ επέκταση στη δημοσιονομική σταθερότητα από την εφαρμογή του σχεδίου για τη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Επιτροπή καλεί την Ελλάδα άμεσα: • Να ενισχύσει τη διαδικασία δημοσιονομικής προσαρμογής ήδη από το 2009, με συγκεκριμένα μέτρα που περιστέλλουν τη σπατάλη και μειώνουν το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, δηλ. δεν αποκλείονται δαπάνες που αυξάνουν την ανάπτυξη όπως οι δημόσιες επενδύσεις. • Να βελτιώσει την ποιότητα των δημοσίων οικονομικών μέσα από ένα συνεκτικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και μειώνει τα εξωτερικά ελλείμματα, δηλ. απαιτείται σχεδόν η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου. • Να εφαρμόσει πολιτικές που βελτιώνουν τη διαχείριση των φορολογικών εσόδων και τη λειτουργία της προϋπολογισμού, αυξάνουν την διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα των πρωτογενών δαπανών. • Να προχωρήσει η μεταρρύθμιση του συστήματος ασφάλισης και υγείας. • Να βελτιώσει άμεσα τη λειτουργία των στατιστικών υπηρεσιών και την ποιότητα των στατιστικών δεδομένων και να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Επιτροπής και του κώδικα δεοντολογίας στην παροχή στατιστικών δεδομένων (σ.σ. αυτό που υποτίθεται ότι είχε καταφέρει διασύροντας τη χώρα με την απογραφή).
5. Συμπερασματικά σχόλια Με αυτά τα δεδομένα και με την απόφαση για την επιτήρηση λόγω του ελλείμματος του 2007, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας πάει στο Συμβούλιο Κορυφής να συζητήσει «ισότιμα» για την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής οικονομίας και της Ελληνικής. Να διεκδικήσει μερίδιο για την αξιοποίηση των επιπλέον κονδυλίων για έργα περιβάλλοντος και δικτυακών υποδομών, να μιλήσει για το ρόλο της χώρας στην ΕΕ και τα Βαλκάνια και να πείσει τους εταίρους μας για διεκδικήσεις που θα ωφελούσαν τη χώρα μας στη Σύνοδο των G20. Το ερώτημα όμως είναι με ποια αξιοπιστία και με ποιο κύρος;
Το ζήτημα για μια χώρα-μέλος της ΕΕ δεν είναι μόνο πως οι εταίροι αξιολογούν και κρίνουν τις εθνικές πολιτικές, αλλά κυρίως πως οι εθνικές πολιτικές απαντούν αποτελεσματικά σε αυτές τις αξιολογήσεις. Με άλλα λόγια, πως οι εθνικές κυβερνήσεις αξιοποιούν αυτές τις προτάσεις για το συμφέρον της κοινωνίας που εκπροσωπούν, πως διαπραγματεύονται στη βάση του Κοινοτικού κεκτημένου για τα συμφέροντα των πολιτών τους, πως διεκδικούν νέες προοπτικές για το μέλλον της χώρας τους και της Ευρώπης.
Από όλα αυτά, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει επιλέξει παρά την παθητική στάση έναντι μιας ενεργού πολιτικής δυναμικής διεκδίκησης, μεταφέροντας στους Έλληνες πολίτες μια εικόνα άρνησης και αδιεξόδων. Έχει επιλέξει να μιλάει για όρια και όχι για δυνατότητες και σε αυτό δυστυχώς εξαντλείται η πολιτική της δύναμη. Δεν κατάφερε να πείσει για τις δυνατότητες και τις προοπτικές της χώρας αφού σε κανένα σχέδιο δεν έχει διατυπωθεί μια συγκροτημένη πρόταση για αλλαγή πορείας προς μία θετική κατεύθυνση που να αποδίδει. Η Επιτροπή αμφισβητεί σχεδόν κάθε πτυχή των προγραμμάτων που έχει παρουσιάσει η Ελληνική Κυβέρνηση και αυτό δεν είναι πρόβλημα της ΕΕ είναι πρόβλημα της Ελλάδας, όχι σε σχέση με την ΕΕ, αλλά σε σχέση με το μέλλον που αυτή η Κυβέρνηση επιφυλάσσει στους πολίτες της.
|