ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER ΤΗΣ PROSLIPSIS.GR
Μάθετε πρώτοι τα νέα ...

  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

 
Βάλτε Αγγελία      Δείτε Αγγελίες      Newsletters       
  Επικοινωνία     
 
 
 
 
 
 
 
 

 
  Έρευνες - Μελέτες Επιστροφή    
Έρευνα ΓΣΕΕ: Αναποτελεσματικό και αδύναμο το εκπαιδευτικό σύστημα 24/11/09

Αθήνα 24.11.2009, 15:32
Το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι αναποτελασματικό και αδύναμο, συμπεραίνει έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ, με αντικείμενο τα βασικά μεγέθη της ελληνικής εκπαίδευσης σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια βαθμίδα, που παρουσιάστηκε σήμερα.

Η μελέτη ανέδειξε τη σημασία των βασικών μεγεθών της εκπαίδευσης (χρηματοδότηση, υποδομές, προσωπικό, επίδοση και σχολική σιαρροή των μαθητών) σε όλες τις βαθμίδες, και τομείς ευθύνης (δημόσιος και ιδιωτικός) και στις κατηγορίες σχολείων (ημερήσια -νυχτερινά) της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας.

Την εκδήλωση παρακολούθησαν η υπουργός Παιδείας Άννα Διαμαντοπούλου, εκπρόσωποι κοινωνικών φορέων, πολιτικών κομμάτων, εκπαιδευτικών φορέων, καθώς και τα μέλη του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας.

Γενικά συμπεράσματα
Τα γενικά συμπεράσματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής:

* Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αναπτυχθεί με βασικές κατευθυντήριες γραμμές και δεν ακολουθεί συγκεκριμένες και δομημένες σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού επιλογές που να αναγνωρίζουν οριζόντιες και κατακόρυφες συνιστώσες (συστημική προσέγγιση). Όμως οι βασικές αυτές γραμμές απομονώνουν τις βαθμίδες και τα μεγέθη και αδυνατούν να τα συνδυάσουν προκειμένου να προσεγγίσουν το στόχο. Ο στρατηγικός σχεδιασμός και η πλατιά κοινωνική συναίνεση που θα τον στηρίξει είναι ακόμα ζητούμενα.

* Η πολύχρονη ανάγκη για διαχείριση του συστήματος έχει προ πολλού αντικαταστήσει την όποια στρατηγική (ως πρόθεση) από μια αναδυόμενη στρατηγική (μέσα από τη διαχείριση του συστήματος) η οποία καταδικάζει εκ των προτέρων την όποια προσπάθεια αλλαγής.

* Οι προσδοκίες των ενδιαφερομένων ομάδων εντός και εκτός συστήματος είναι πολλές, σημαντικές, συχνά αποκλίνουσες, ενώ το κόστος το κοινωνικό και οικονομικό για τα νοικοκυριά από μόνο του θέτει προτεραιότητες στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από εκείνη ενός δομημένου στρατηγικού σχεδιασμού. Για παράδειγμα περισσότερες προσπάθειες έχουν γίνει τα τελευταία 40 χρόνια στον τρόπο εισαγωγής των αποφοίτων του Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αντί από τις απολύτως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (στόχων, περιεχομένου και παραγόμενων αποτελεσμάτων) της υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

* Τέλος, οι υπάρχουσες βάσεις δεδομένων, ακόμα και στις περιπτώσεις που αξιοποιούνται: α) δεν ανταποκρίνονται (ως προδιαγραφές παραμέτρων) σε μια σύγχρονη και με δυνατότητα ανάπτυξης κοινωνικής και εκπαιδευτικής πραγματικότητας, και β) αποδίδουν στοιχεία σε απολύτως στοιχειώδη ποσοτικά δεδομένα χωρίς να αναζητούν εξίσου στοιχειώδη ποιοτικά δεδομένα (π.χ. τρόποι διαχείρισης και χρήσης των υποδομών).

* Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι ουσιαστικά αναποτελεσματικό και αδύναμο.
- Αναποτελεσματικό: επειδή αδυνατεί να ανταποκριθεί (ή και να μεταβάλλει) στις προσδοκίες της κοινωνίας, η οποία δαπανώντας τα 2/3 της δημόσιας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης σε φορείς εκτός συστήματος εκτιμά ότι είτε αναπληρώνει αδυναμίες της δημόσιας εκπαίδευσης, είτε ότι προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες στα παιδιά της. Όμως ο πρώτος λόγος υποδηλώνει κενά στο στρατηγικό σχεδιασμό, ενώ ο δεύτερος υποδηλώνει είτε ότι το σύστημα δεν μεριμνά για τον αδύνατο, είτε ότι δεν διαθέτει πολλαπλές ατομικές επιλογές για την επαγγελματική σταδιοδρομία του μαθητή.
- Αδύναμο: επειδή δεν διαθέτει μηχανισμό που να εντοπίζει μέσα σε ένα δυναμικό και εξελισσόμενο περιβάλλον τις εκάστοτε αδυναμίες-ανεπάρκειες, ή και τα νέα δεδομένα και να αντιδρά διορθωτικά. Υποτιμώντας διαρκώς τα μικρά μεγέθη, επιχειρεί απλώς να συντηρήσει τα μεγάλα.

Άλλα συμπεράσματα
Η μελέτη για την Εκπαίδευση (Πρωτοβάθμια-Δευτεροβάθμια) του ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ επιθυμεί: α) να καταθέσει το αυξημένο ενδιαφέρον του κοινωνικού εταίρου για την εκπαίδευση, ως παράγοντα κρίσιμου για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας, β) να υπογραμμίσει τις προκύπτουσες -πάσης μορφής ανισότητες- που αντιστρατεύονται την κοινωνική συνοχή, ή και την απειλούν, γ) να αποδώσει την αναγκαία σημασία στο ρόλο των τοπικών κοινωνιών στην χάραξη των εθνικών πολιτικών και δ) να συμβάλλει ενεργά και αποτελεσματικά στο κοινωνικό αίτημα για ειλικρινή, αποτελεσματική και τεκμηριωμένη διαβούλευση για την ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Από την ανάλυση των στοιχείων που εκτέθηκαν στην έκθεση και τα οποία στηρίχθηκαν αποκλειστικά στα όσα η Γ.Γ. ΕΣΥΕ και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχουν δημόσια ανακοινώσει, προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
- Το σύστημα υποκρύπτει ασυνέπειες στη δομή και τους στόχους του. Σε όλες τις παραμέτρους που ανιχνεύτηκαν στην παρούσα μελέτη, τα Υποσυστήματα, οι τομείς και οι κατηγορίες σχολείων παρουσιάζονται  χωρίς συνέπεια ως προς τη θέση τους στο σύστημα.
- Το σύστημα δεν διαθέτει πόρους για την ανάπτυξη της στρατηγικής του. Οι πόροι εξαντλούνται σε λειτουργικές δαπάνες, δεν επιμερίζονται χωροταξικά, και οι καινοτομικές λύσεις χρηματοδοτούνται συνήθως από συγχρηματοδοτούμενα κοινοτικά προγράμματα, χωρίς άλλη πρόβλεψη για το μέλλον τους.
- Το σύστημα επικεντρώνει αντανακλαστικά το ενδιαφέρον του εκεί που η κοινωνία το πιέζει. Σήμερα στα Γενικά Λύκεια και στο σύστημα πρόσβασης. Γι αυτό και επί δεκαετίες η Υποχρεωτική εκπαίδευση της χώρας δεν διαθέτει ενιαίο σχεδιασμό με αποτέλεσμα κατά τη μετάβαση από Μέρος σε Μέρος (Νηπιαγωγείο, Δημοτικό, Γυμνάσιο) να διαφοροποιούνται τόσο τα μεγέθη, όσο και τα αποτελέσματα. Ελάχιστες είναι οι καινοτομίες που είχαν ταυτόχρονη εφαρμογή και επιτυχία στα μέρη (τις βαθμίδες) της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης. 
- Το σύστημα γεννά επιπλέον και μικρότερα Υποσυστήματα ή και Μέρη (Ειδικές Κατηγορίες Γυμνασίων, Τμήματα και Μονάδες Ειδικής Αγωγής, αυξημένος αριθμός αλλοδαπών σε ορισμένα Δημοτικά και Γυμνάσια), αλλά αδυνατεί να εξειδικεύσει το όραμα και τη στρατηγική του σε αυτά. Δημιουργεί έτσι νέες εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανισότητες με ιδιαίτερο προστιθέμενο κόστος για το μέλλον. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των Υποσυστημάτων της Ανώτερης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Γενικά Λύκεια – ΤΕΕ) και ιδιαίτερα οι αρνητικοί ρυθμοί μεταβολής του δεύτερου θέτουν άμεσο ζήτημα επαναπροσδιορισμού του στόχου καθενός, αλλά και της μεταξύ τους σχέσης.
- Το σύστημα ενώ έχει την ευθύνη της λειτουργίας τού Δημόσιου τομέα και ταυτόχρονα την εποπτεία του Ιδιωτικού τομέα της εκπαίδευσης δεν διασφαλίζει  «το ομόρροπο» στις στρατηγικές τους επιλογές. Οι δύο τομείς εμφανίζονται με διαφορετικές επιλογές ως προς την επένδυση και διαχείριση βασικών μεγεθών της εκπαίδευσης (επένδυση στις υποδομές-επένδυση στο διδακτικό προσωπικό, σχολική διαρροή, μέτριες και χαμηλές επιδόσεις). Οι λόγοι αυτής της  διαφοροποίησης ωστόσο εμπεριέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τη διαμόρφωση ενός δυναμικού στρατηγικού σχεδιασμού για την εκπαίδευση.
- Το σύστημα αγνοεί το μέγεθος των γεωγραφικών-κοινωνικών ανισοτήτων στην επιχειρησιακή του δράση, και επιμένει να προβάλλει το ίδιο μοντέλο/πρότυπο δράσης προς όλους.
- Οι Υποδομές του συστήματος είναι πράγματι το αδύνατο σημείο του με υψηλή διαφοροποίηση ανά κατηγορία Σχολείου και σε επίπεδο νομού.
- Η επίδοση του Μαθητικού Πληθυσμού και ιδιαίτερα ο αριθμός των μαθητών με Μέτρια Επίδοση και όσων Απορρίπτονται και Επαναλαμβάνουν την τάξη δεν πρέπει να υποτιμηθεί γιατί μαζί με το Δείκτη Σχολικής Διαρροής αποτελούν δείκτες αποτελεσμάτων του συστήματος, αλλά και το αδύνατο σημείο του (με υψηλότατη διαφοροποίηση ανά Νομό και Υποσύστημα και αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής).
- Το Προσωπικό που υπηρετεί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση αποτελεί μέγεθος με σημαντικό εύρος διαφοροποιήσεων σε επίπεδο νομού, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα για τη διασφάλιση της ποιότητας στην εκπαίδευση. Το ότι η λειτουργία του συστήματος στηρίζεται και στην αξιοποίηση αναπληρωτών και ωρομίσθιων εκπαιδευτικών αποτελεί μειονέκτημα στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και επιπλέον αποδυναμώνει το ρόλο και την αποτελεσματικότητα του Συλλόγου Διδασκόντων.
- Η αναδιάρθρωση της δομής της διοίκησης και της επιστημονικής καθοδήγησης της εκπαίδευσης, τόσο στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ, όσο και στις περιφερειακές υπηρεσίες και στους εποπτευόμενους φορείς είναι απολύτως αναγκαία προκειμένου να αναπτυχθεί μια δομημένη στρατηγική επιλογή και να γίνει αποτελεσματική η διαχείριση της καινοτομίας.

Η διασφάλιση της ποιότητας σε όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής πυραμίδας και στο εύρος ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τον στρατηγικό σχεδιασμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος και όλων του των βαθμίδων: ένα καλό Νηπιαγωγείο & Δημοτικό σχολείο, στηρίζει ένα καλό Γυμνάσιο, ένα καλό Γενικό Λύκειο, μια αξιόλογη και αξιοπρεπή Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση, κι ένα ακόμα καλύτερο Πανεπιστήμιο.

Ο κοινός στόχος είναι πλέον σαφής: μια ποιοτική εκπαίδευση με ευαισθησία, έγνοια και φροντίδα για τις υπαρκτές κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες. Ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα διασφαλισμένης ποιότητας, με πολλαπλές επιλογές και δυνατότητες, τόσο για την τυπική εκπαίδευση, όσο και για τη Δια Βίου εκπαίδευση. Ένα δημοκρατικό και ανθρώπινο σχολείο σε κάθε γωνιά της χώρας,  προσβάσιμο από κάθε πολίτη.

Επί μέρους ευρήματα
Τα ευρήματα της έρευνας σχετικά με την υλικοτεχνική υποδομή, το προσωπικό, τον μαθητικό πληθυσμό, τη σύγκριση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, έχουν ως εξής:

Υλικοτεχνική υποδομή
•  Νηπιαγωγεία: Ως προς την υλικοτεχνική υποδομή, ο αριθμός των αιθουσών ανά σχολική μονάδα καλύπτει τις απολύτως στοιχειώδεις ανάγκες των τμημάτων, αφού η μέση αναλογία είναι 1,1 αίθουσες / τμήμα. Ωστόσο, οι πληροφορίες που συλλέγονται από την ΕΣΥΕ δεν επαρκούν για την εξέταση επιπλέον χαρακτηριστικών της μονάδας ως προς τις υποδομές. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως μέσα στην τριετία, παρατηρώντας τους ρυθμούς μεταβολής, τα μονοθέσια νηπιαγωγεία τείνουν να μετατρέπονται σε διθέσια, τα οποία το 2007 καλύπτουν το 46,1% των μονάδων της χώρας.

• Δημοτικά: Στο σύνολο των σχολικών μονάδων τα τμήματα που λειτουργούν αποκλειστικά πρωί έχουν αυξηθεί κατά 3,1% και αποτελούν το 2007 το 95,7% του συνόλου των τμημάτων. Ωστόσο τα ολοήμερα τμήματα μειώνονται κατά 1,9% και αποτελούν το 2007 το 19,0% του συνόλου των τμημάτων. Αξιοσημείωτη, τέλος, είναι η σταδιακή μείωση των ολιγοθέσιων μονάδων (συνολικά                     -9,1%) που αποτελούσαν το 2007 το 37,2% των σχολικών μονάδων.

Οι αυξομειώσεις που έχουν παρατηρηθεί ως προς τις υποδομές των εργαστηρίων και των λοιπών υποδομών (αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, βιβλιοθήκες και γυμναστήρια) δεν είναι αρκετά σημαντικές για να μεταβάλλουν και την αναλογία των υποδομών αυτών ανά σχολική μονάδα. Έτσι για το έτος 2007, στο μέσο δημοτικό σχολείο της χώρας αναλογούν: 0,2 εργαστήρια φυσικών επιστημών, 0,5 εργαστήρια πληροφορικής, 0,02 εργαστήρια τεχνολογίας, 0,1 εργαστήρια ξένων γλωσσών, 0,4 αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, 0,4 βιβλιοθήκες και 0,1 γυμναστήρια.

• Γυμνάσια: Στο σύνολο των σχολικών μονάδων το ποσοστό των τμημάτων που λειτουργούν αποκλειστικά πρωί φαίνεται σταθερό μέσα στην τριετία και έχει διαμορφωθεί το 2007 στο 99,7% των τμημάτων (το ποσοστό υπολογίζεται επί των ημερησίων μονάδων).
• Τόσο τα εργαστήρια, όσο και οι λοιπές υποδομές (αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, βιβλιοθήκες και γυμναστήρια) έχουν αυξηθεί στο σύνολο των σχολικών μονάδων. Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί είναι καλύτερη από εκείνη των δημοτικών, αφού φαίνεται πως σε κάθε γυμνάσιο αναλογεί πλέον ένα εργαστήριο πληροφορικής, ενώ η αναλογία εργαστηρίων φυσικών επιστημών/σχολείο προσεγγίζει τη μονάδα (0,8). Ωστόσο, τα εργαστήρια τεχνολογίας και ξένων γλωσσών κυμαίνονται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα. Οι λοιπές υποδομές των γυμνασίων ανά σχολική μονάδα κυμαίνονται επίσης σε χαμηλά επίπεδα, και για το 2007 έχουν ως εξής: 0,6 αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, 0,5 βιβλιοθήκες και 0,4 γυμναστήρια ανά σχολική μονάδα.

• Λύκεια: Στο σύνολο των σχολικών μονάδων το ποσοστό των τμημάτων που λειτουργούν αποκλειστικά πρωί διατηρείται σταθερό στην τριετία και έχει διαμορφωθεί το 2007 στο 99,6% των τμημάτων (το ποσοστό υπολογίζεται επί των ημερησίων μονάδων).

Τόσο τα εργαστήρια, όσο και οι λοιπές υποδομές (αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, βιβλιοθήκες και γυμναστήρια) έχουν αυξηθεί στο σύνολο των σχολικών μονάδων. Η εικόνα που έχει διαμορφωθεί είναι καλύτερη από εκείνη των δημοτικών και παρόμοια με τα γυμνάσια, αφού φαίνεται πως σε κάθε λύκειο αναλογεί ένα εργαστήριο πληροφορικής, ενώ η αναλογία εργαστηρίων φυσικών επιστημών / σχολείο προσεγγίζει τη μονάδα (0,9). Ωστόσο, τα εργαστήρια τεχνολογίας και ξένων γλωσσών κυμαίνονται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα. Οι λοιπές υποδομές των λυκείων ανά σχολική μονάδα κυμαίνονται επίσης σε χαμηλά επίπεδα, και για το 2007 έχουν ως εξής: 0,5 αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, 0,4 βιβλιοθήκες και 0,4 γυμναστήρια ανά σχολική μονάδα.

• ΤΕΕ: Στο σύνολο των σχολικών μονάδων το ποσοστό των τμημάτων που λειτουργούν αποκλειστικά πρωί αυξάνεται κατά 1,8%  μέσα στην τριετία και έχει διαμορφωθεί το 2007 στο 84,0% των τμημάτων (το ποσοστό υπολογίζεται επί των ημερησίων μονάδων).

Τόσο τα εργαστήρια, όσο και οι λοιπές υποδομές (αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, βιβλιοθήκες και γυμναστήρια) έχουν αυξηθεί στο σύνολο των σχολικών μονάδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2007, φαίνεται πως σε κάθε ΤΕΕ - ΕΠΑΛ αναλογεί σχεδόν ένα εργαστήριο πληροφορικής (0,9), ενώ η αναλογία εργαστηρίων φυσικών επιστημών - σχολείο έχει αυξηθεί σημαντικά μέσα στην τριετία και ισούται με 0,5 εργαστήρια ανά σχολική μονάδα. Ωστόσο, τα εργαστήρια τεχνολογίας και ξένων γλωσσών κυμαίνονται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα. Οι λοιπές υποδομές των ΤΕΕ-ΕΠΑΛ ανά σχολική μονάδα κυμαίνονται επίσης σε χαμηλά επίπεδα, και για το 2007 έχουν ως εξής: 0,3 αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, 0,4 βιβλιοθήκες και 0,2 γυμναστήρια ανά σχολική μονάδα.

Προσωπικό
• Νηπιαγωγεία: Ως προς το προσωπικό που υπηρετεί, το ποσοστό των απόντων αυξάνεται κατά 6,5% και διαμορφώνεται το 2007 στο 6,1% του διδακτικού προσωπικού.

Το προσωπικό με επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα τείνει να αυξάνει μέσα στην τριετία και έχει διαμορφωθεί στο 23,3% του συνολικού διδακτικού προσωπικού.

Σημαντική, όμως, είναι και η αύξηση που έχει παρουσιάσει το βοηθητικό προσωπικό μέσα στην τριετία κατά 30,1% (839 άτομα επιπλέον).

• Δημοτικά: Το ποσοστό των απόντων εκπαιδευτικών έχει μειωθεί κατά 8,5% και έχει διαμορφωθεί το 2007 στο 6,2% του διδακτικού προσωπικού.

Το ποσοστό των εκπαιδευτικών με μη πλήρες ωράριο έχει μειωθεί κατά 68,3% και αντιστοιχεί στο 0,4% του συνολικού διδακτικού προσωπικού το 2007.

Σημαντική είναι η αύξηση των εκπαιδευτικών ειδικότητας κατά 31,7% (4.360 επιπλέον δάσκαλοι), οι οποίοι, το τελευταίο έτος, αποτελούν το 23,3% του προσωπικού.

Μέσα στην τριετία το ποσοστό του μόνιμου προσωπικού έχει μειωθεί κατά -2,4% και του αποσπασμένου κατά -1,1%, ενώ οι αναπληρωτές έχουν αυξηθεί από 7% το 2005 σε 9% (1.206 επιπλέον) το 2007.

Μικρή αύξηση (κατά 1,7%) έχει σημειώσει το διδακτικό προσωπικό με επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα μέσα στην τριετία, και αποτελεί το 24,6% του συνόλου το διδακτικού προσωπικού το 2007.

Τέλος, σημαντική αύξηση (κατά 39,9%) παρουσιάζει το βοηθητικό προσωπικό που υπηρετεί στα δημοτικά (2.475 επιπλέον άτομα σύμφωνα με τα στοιχεία της έναρξης).

• Γυμνάσια: Το ποσοστό των απόντων εκπαιδευτικών έχει αυξηθεί κατά 12,7% (987 άτομα επιπλέον) και έχει διαμορφωθεί το 2007 στο 11,7% του διδακτικού προσωπικού.

Το ποσοστό των εκπαιδευτικών με μη πλήρες ωράριο έχει αυξηθεί κατά 11,5% και ισούται με το 6,5% του συνολικού διδακτικού προσωπικού το 2007.

Μέσα στην τριετία το ποσοστό του μόνιμου προσωπικού παραμένει αμετάβλητο και ίσο με 80,6% το 2007, ενώ του αποσπασμένου έχει αυξηθεί κατά 20,6% (1.206 άτομα επιπλέον), ενώ οι αναπληρωτές έχουν μειωθεί κατά 37,9%, από 7,3% το 2005 σε 4,6% (959 άτομα λιγότερο) το 2007.

Μικρή αύξηση (κατά 1,6%) έχει σημειώσει το διδακτικό προσωπικό με επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα μέσα στην τριετία, και αποτελεί το 30,9% του συνόλου το διδακτικού προσωπικού το 2007.

Τέλος, αύξηση (κατά 7,5%) παρουσιάζει το λοιπό προσωπικό (βοηθητικό, διοικητικό και παιδαγωγικό) που υπηρετεί στα γυμνάσια (224 επιπλέον άτομα σύμφωνα με τα στοιχεία της έναρξης). Είναι χαρακτηριστικό πως η αύξηση αυτή αφορά στο βοηθητικό και διοικητικό προσωπικό, αφού το παιδαγωγικό προσωπικό μειώνεται κατά 12,8% μέσα στην τριετία.

• Λύκεια: Το ποσοστό των απόντων εκπαιδευτικών έχει μειωθεί κατά 3,7% (αν και σε απόλυτα νούμερα ο αριθμός των απόντων παραμένει σταθερός και ίσος με 2.831 άτομα το 2007) και έχει διαμορφωθεί το 2007 στο 9,7% του διδακτικού προσωπικού.

Το ποσοστό των εκπαιδευτικών με μη πλήρες ωράριο έχει αυξηθεί κατά 6,5% και ισούται με το 4,9% του συνολικού διδακτικού προσωπικού το 2007.

Μέσα στην τριετία το ποσοστό του μόνιμου προσωπικού παραμένει αμετάβλητο και ίσο με 83,2% το 2007, ενώ του αποσπασμένου έχει αυξηθεί κατά 8,0% (375 άτομα επιπλέον), ενώ οι αναπληρωτές έχουν μειωθεί κατά 22,3%, από 3,6% το 2005 σε 2,8% (153 άτομα λιγότερο) το 2007.

Μικρή αύξηση (κατά 5,8%) έχει σημειώσει το διδακτικό προσωπικό με επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα στην τριετία, και αποτελεί το 34,1% του συνόλου το διδακτικού προσωπικού το 2007.

Τέλος, αύξηση (κατά 9,0%) παρουσιάζει το λοιπό προσωπικό (βοηθητικό, διοικητικό και παιδαγωγικό) που υπηρετεί στα λύκεια (547 επιπλέον άτομα σύμφωνα με τα στοιχεία της έναρξης). Είναι χαρακτηριστικό πως η αύξηση αυτή εντοπίζεται στο παιδαγωγικό προσωπικό, το οποίο μέσα σε τρία χρόνια τετραπλασιάστηκε (από 76 άτομα το 2005 σε 383 το 2007).

• ΤΕΕ: Το ποσοστό των απόντων εκπαιδευτικών έχει αυξηθεί κατά 24,4% και έχει διαμορφωθεί το 2007 στο 11,8% του διδακτικού προσωπικού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα και σε απόλυτες τιμές ο αριθμός των απόντων έχει αυξηθεί σημαντικά (301 άτομα επιπλέον) τη στιγμή που ο συνολικός αριθμός του διδακτικού προσωπικού έχει μειωθεί κατά 1.213 άτομα.

Το ποσοστό των εκπαιδευτικών με μη πλήρες ωράριο έχει μειωθεί κατά 8,9% και ισούται με το 6,9% του συνολικού διδακτικού προσωπικού το 2007.

Μέσα στην τριετία το ποσοστό του μόνιμου προσωπικού έχει αυξηθεί κατά 7,4% και έχει διαμορφωθεί στο 85,8%, του αποσπασμένου έχει επίσης αυξηθεί κατά 14,2%, ενώ οι αναπληρωτές έχουν μειωθεί κατά 56,6%, από 12,4% το 2005 σε 5,4% το 2007.

Μικρή αύξηση (κατά 4,5%) έχει σημειώσει το διδακτικό προσωπικό με επιπλέον ακαδημαϊκά προσόντα μέσα στην τριετία, και αποτελεί το 38,6% (το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί σε όλες τις βαθμίδες) του συνόλου το διδακτικού προσωπικού το 2007.

Τέλος, αύξηση (κατά 3,1%) παρουσιάζει το λοιπό προσωπικό (βοηθητικό, διοικητικό και παιδαγωγικό) που υπηρετεί στα ΤΕΕ-ΕΠΑΛ (σύμφωνα με τα στοιχεία της έναρξης). Είναι χαρακτηριστικό πως η αύξηση αυτή εντοπίζεται κυρίως στο βοηθητικό προσωπικό, ενώ το διοικητικό προσωπικό φαίνεται να μειώνεται.

Μαθητικός πληθυσμός
• Δημοτικά: Το ποσοστό των μαθητών που φοιτούν στα δημοτικά και έχουν μεγαλύτερη από την κανονική ηλικία στο σύνολο των σχολείων παρουσίασε ελαφρά μείωση μέσα στην τριετία κατά -0,1% και αποτελεί το 2007 το 1,5% του συνόλου των μαθητών, δηλαδή 9.600 μαθητές.

Το ποσοστό των μαθητών που διακόπτουν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους έχει μειωθεί κατά 7,1% και αποτελούν το 0,6% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Είναι χαρακτηριστικό πως, το ποσοστό των μαθητών με χαμηλή επίδοση επίσης έχει μειωθεί κατά 14,6%, ενώ έχει αυξηθεί κατά 17,8% το ποσοστό εκείνων που χρειάζεται να επαναλάβουν την τάξη.

• Γυμνάσια: Το ποσοστό των μαθητών που φοιτούν στα γυμνάσια και έχουν μεγαλύτερη από την κανονική ηλικία στο σύνολο των σχολείων μειώνεται μέσα στην τριετία κατά 10,8% και αποτελεί το 2007 το 14,1% του συνόλου των μαθητών.

Το ποσοστό των μαθητών που διακόπτουν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους έχει μειωθεί κατά 3,0% και έχει διαμορφωθεί στο 4,1% το 2007.

Είναι χαρακτηριστικό πως, το ποσοστό των μαθητών με χαμηλή επίδοση («Μέτρια» και «Καλά») έχει μειωθεί κατά 3,6% και το ποσοστό εκείνων που απορρίπτονται κατά -7,2%. Ταυτόχρονα, αυξάνεται το ποσοστό των μαθητών με καλή επίδοση («Πολύ Καλά» και «Άριστα») κατά 3,1% και διαμορφώνεται στο 55,7%.

Μείωση παρουσιάζει και το ποσοστό των διετών και πλέον μαθητών κατά -8,3% και αποτελούν πλέον το 3,6% του συνόλου των μαθητών.

• Λύκεια: Το ποσοστό των μαθητών που φοιτούν στα Λύκεια και έχουν μεγαλύτερη από την κανονική ηλικία στο σύνολο των σχολείων αυξάνεται ελαφρώς μέσα στην τριετία κατά 1,9% και αποτελεί το 2007 το 9,4% του συνόλου των μαθητών.

Το ποσοστό των μαθητών που διακόπτουν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους, σε αντίθεση με τα γυμνάσια, έχει αυξηθεί κατά 20,1% (853 άτομα επιπλέον) και έχει διαμορφωθεί στο 2,3% το 2007.

Είναι χαρακτηριστικό πως, το ποσοστό εκείνων που απορρίπτονται έχει αυξηθεί κατά 1,1% και έχει διαμορφωθεί στο 2,6% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού το 2007.

• ΤΕΕ: Το ποσοστό των μαθητών που φοιτούν στα ΤΕΕ-ΕΠΑΛ και έχουν μεγαλύτερη από την κανονική ηλικία στο σύνολο των σχολείων αυξάνεται ελαφρώς μέσα στην τριετία κατά 1,9% και αποτελεί το 2007 το 9,4% του συνόλου των μαθητών.

Το ποσοστό των μαθητών που διακόπτουν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους, σε αντίθεση με τα λύκεια, έχει μειωθεί κατά 2,4% και έχει διαμορφωθεί στο 15,5% (το υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με όλες τις άλλες βαθμίδες) το 2007.

Είναι χαρακτηριστικό πως το ποσοστό του μαθητικού πληθυσμού με χαμηλή επίδοση («Μέτρια» και «Καλά») έχει μειωθεί κατά 17,4% και αποτελεί το 2007 το 17,0% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού. Ταυτόχρονα, όμως, το ποσοστό εκείνων που απορρίπτονται έχει αυξηθεί κατά 14,2% και έχει διαμορφωθεί στο 4,1% του συνολικού μαθητικού πληθυσμού το 2007.

Σύγκριση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
• Νηπιαγωγεία: Από τη σύγκριση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, τα ιδιωτικά νηπιαγωγεία εμφανίζονται να μην επενδύουν στο διδακτικό προσωπικό στο βαθμό που επενδύει ο δημόσιος τομέας. Χαρακτηριστικό είναι πως τα νηπιαγωγεία του Ιδιωτικού τομέα παρουσιάζουν μεγαλύτερη αναλογία μαθητών ανά τμήμα (20,4 μαθητές έναντι των 16,0 μαθητών για το 2006-2007), διδακτικού προσωπικού ανά σχολική μονάδα (2,09 αντί του 2,2) σε σχέση με τα δημόσια νηπιαγωγεία και με αναλογία μαθητών ανά νηπιαγωγό (18,1 έναντι των 11,2), γεγονός που αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα του δημόσιου νηπιαγωγείου.

Αντίθετα, τα δημόσια νηπιαγωγεία υπολείπονται των ιδιωτικών ως προς το βοηθητικό προσωπικό που απασχολούν, αφού εμφανίζουν αναλογία ανά σχολική μονάδα ίση με 0,6 άτομα, ενώ η αντίστοιχη των ιδιωτικών είναι 2,8 άτομα ανά μονάδα. Γενικότερα στη στρατηγική για το ανθρώπινο δυναμικό, ο Δημόσιος με τον ιδιωτικό τομέα διαφοροποιούνται σημαντικά.

• Δημοτικά: Εξετάζοντας την επάρκεια της υλικοτεχνικής υποδομής, τα ιδιωτικά σχολεία φαίνεται να υπερέχουν των δημόσιων ως προς τα εργαστήρια συνολικά (1 εργαστήριο ανά σχολική μονάδα έναντι του 0,75 των δημοσιών), αλλά και ως προς τις λοιπές υποδομές (1,1 υποδομές ανά σχολική μονάδα αντί των 0,9 των δημοσίων για το 2007).

Εξετάζοντας το προσωπικό των δημοτικών, η εικόνα που παρατηρήθηκε είναι παρόμοια με εκείνη των νηπιαγωγείων. Τα ιδιωτικά δημοτικά σχολεία εμφανίζονται να μην επενδύουν  στο διδακτικό προσωπικό στο βαθμό που επενδύει ο δημόσιος τομέας. Χαρακτηριστικό είναι πως τα πρώτα παρουσιάζουν μεγαλύτερη αναλογία μαθητών ανά τμήμα (21 μαθητές έναντι των 16,7 μαθητών για το 2007), μαθητών ανά εκπαιδευτικό (12,1 έναντι των 9,3) και διδακτικού προσωπικού ανά σχολική μονάδα (10,2 έναντι του 12,2) σε σχέση με τα δημόσια δημοτικά. Αντίθετα, τα δημόσια δημοτικά υπολείπονται των ιδιωτικών ως προς το βοηθητικό προσωπικό που απασχολούν, αφού εμφανίζουν αναλογία ανά σχολική μονάδα ίση με 1,1, ενώ η αντίστοιχη αναλογία των ιδιωτικών είναι 5,7 άτομα ανά μονάδα.

Ως προς τον μαθητικό πληθυσμό δεν παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

• Γυμνάσια: Εξετάζοντας την επάρκεια της υλικοτεχνικής υποδομής, τα ιδιωτικά σχολεία, ημερήσια και εσπερινά) φαίνεται να υπερέχουν των δημόσιων ως προς τα εργαστήρια συνολικά (2,9 εργαστήρια ανά σχολική μονάδα έναντι των 2,4 των δημοσιών ημερησίων), αλλά και ως προς τις λοιπές υποδομές (2,3 υποδομές ανά σχολική μονάδα αντί των 1,5 των δημοσίων ημερησίων για το 2007).

Εξετάζοντας το προσωπικό των ημερήσιων γυμνασίων, η εικόνα που παρατηρήθηκε είναι παρόμοια με εκείνη των νηπιαγωγείων και των δημοτικών. Τα ιδιωτικά γυμνάσια εμφανίζονται να μην επενδύουν  στο διδακτικό προσωπικό στο βαθμό που επενδύει ο δημόσιος τομέας. Χαρακτηριστικό είναι πως τα πρώτα παρουσιάζουν μεγαλύτερη αναλογία μαθητών ανά τμήμα (24,6 μαθητές έναντι των 21,9μαθητών για το 2007), μαθητών ανά εκπαιδευτικό (7,4 έναντι των 6,9) και διδακτικού προσωπικού ανά σχολική μονάδα (23,0 έναντι του 21,9) σε σχέση με τα δημόσια γυμνάσια. Αντίθετα, τα δημόσια γυμνάσια υπολείπονται των ιδιωτικών ως προς το βοηθητικό προσωπικό που απασχολούν, αφού εμφανίζουν αναλογία ανά σχολική μονάδα ίση με 1,9, ενώ η αντίστοιχη αναλογία των ιδιωτικών είναι 9,7 άτομα ανά μονάδα.

Ως προς τον μαθητικό πληθυσμό παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Οι μαθητές του ιδιωτικού τομέα εμφανίζονται με σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με εκείνους του δημοσίου. Για το 2007, το ποσοστό των μαθητών με καλή επίδοση («Άριστα» και «Καλά») των δημοσίων ημερησίων σχολείων είναι 54,8%, ενώ των ιδιωτικών 78,2%. Επίσης, οι μαθητές του ιδιωτικού τομέα δεν φαίνεται να διακόπτουν τη φοίτησή τους στο βαθμό που παρατηρείται στον δημόσιο τομέα. Έτσι, για το 2007, το ποσοστό των μαθητών που διέκοψαν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους από τα δημόσια ημερήσια γυμνάσια είναι 3,3%, έναντι 0,3% των ιδιωτικών.

• Λύκεια: Εξετάζοντας την επάρκεια της υλικοτεχνικής υποδομής, τα ιδιωτικά σχολεία, ημερήσια και εσπερινά) φαίνεται να υπερέχουν των δημόσιων ως προς τα εργαστήρια συνολικά (2,8 εργαστήρια ανά σχολική μονάδα έναντι των 2,2 των δημοσιών ημερησίων), αλλά και ως προς τις λοιπές υποδομές (2,3 υποδομές ανά σχολική μονάδα αντί των 1,3 των δημοσίων ημερησίων για το 2007).

Εξετάζοντας το προσωπικό των ημερήσιων λυκείων, η εικόνα που παρατηρήθηκε είναι παρόμοια με εκείνη των νηπιαγωγείων, των δημοτικών και των γυμνασίων. Τα ιδιωτικά λύκεια εμφανίζονται να μην επενδύουν  στο διδακτικό προσωπικό στο βαθμό που επενδύει ο δημόσιος τομέας. Χαρακτηριστικό είναι πως τα πρώτα παρουσιάζουν μεγαλύτερη αναλογία μαθητών ανά τμήμα (21,2 μαθητές έναντι των 20,9 μαθητών για το 2007) και διδακτικού προσωπικού ανά σχολική μονάδα (19,9 έναντι του 22,4) σε σχέση με τα δημόσια λύκεια. Αντίθετα, τα δημόσια λύκεια υπολείπονται των ιδιωτικών ως προς το βοηθητικό προσωπικό που απασχολούν, αφού εμφανίζουν αναλογία ανά σχολική μονάδα ίση με 2,1, ενώ η αντίστοιχη αναλογία των ιδιωτικών είναι 7,9 άτομα ανά μονάδα.

Ως προς τον μαθητικό πληθυσμό παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Οι μαθητές του ιδιωτικού τομέα εμφανίζονται με σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με εκείνους του δημοσίου. Για το 2007, το ποσοστό των μαθητών με καλή επίδοση («Άριστα» και «Καλά») των δημοσίων ημερησίων σχολείων είναι 33,3%, ενώ των ιδιωτικών 56,5%. Επίσης, οι μαθητές του ιδιωτικού τομέα δεν φαίνεται να διακόπτουν τη φοίτησή τους στο βαθμό που παρατηρείται στον δημόσιο τομέα. Έτσι, για το 2007, το ποσοστό των μαθητών που διέκοψαν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους από τα δημόσια ημερήσια λύκεια είναι 1,6%, ενώ των ιδιωτικών 0,2%.

• ΤΕΕ: Εξετάζοντας την επάρκεια της υλικοτεχνικής υποδομής η εικόνα δεν είναι όμοια με συγκρίσεις που κάναμε σε προηγούμενα Υποσυστήματα. Από τη μία, οι δημόσιες μονάδες φαίνεται να διαθέτουν περισσότερα εργαστήρια αναλογικά με τις σχολικές μονάδες (1,5 εργαστήρια / μονάδα το 2007) σε σχέση με τις ιδιωτικές (1,4), ενώ ως προς τις λοιπές υποδομές υπερέχει ο ιδιωτικός τομέας με 1,5 υποδομές / μονάδα έναντι των 0,9 των δημοσίων.

Εξετάζοντας το προσωπικό των ημερήσιων ΤΕΕ-ΕΠΑΛ, δεν έχουν παρατηρηθεί σημαντικές διαφορές. Η αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό εμφανίζεται καλύτερη στις ιδιωτικές μονάδες με 3,3 μαθητές/εκπαιδευτικό σε σχέση με τις δημόσιες (4,7 μαθητές / εκπαιδευτικό). Αντίθετα, τα ιδιωτικά ΤΕΕ-ΕΠΑΛ υπολείπονται των δημοσίων ως προς το βοηθητικό προσωπικό που απασχολούν, αφού εμφανίζουν αναλογία ανά σχολική μονάδα ίση με 2,0 ενώ η αντίστοιχη αναλογία των δημοσίων είναι 2,2 άτομα ανά μονάδα.

Ως προς τον μαθητικό πληθυσμό παρατηρούνται σημαντικές διαφορές μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Οι μαθητές του ιδιωτικού τομέα εμφανίζουν σημαντικά καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με εκείνους του δημοσίου. Για το 2007, το ποσοστό των μαθητών με καλή επίδοση («Άριστα» και «Καλά») των δημοσίων ημερησίων σχολείων είναι 14,5%, ενώ των ιδιωτικών 47,3%. Για τους μαθητές που διακόπτουν αδικαιολόγητα τη φοίτησή τους δεν είναι υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία ανά τύπο σχολείου, και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατή η σύγκριση των δύο πληθυσμών.

Χρέος και ευθύνη
Αναφερόμενος στην έρευνα, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος είπε ότι αυτή σηματοδοτεί μια βασική πολιτική πρωτίστως επιλογή: την στρατηγική σημασία που έχει η παιδεία για τον τόπο, την κοινωνική συνοχή, την ανάπτυξη και ευημερία. "Η ΓΣΕΕ με αίσθημα χρέους και ευθύνης απέναντι στην ελληνική κοινωνία, αναδεικνύει σήμερα τα βασικά μεγέθη της εκπαίδευσης στη χώρα μας, σε μια προσπάθεια όχι μόνο να αποτυπωθεί η σύγχρονη πραγματικότητα και να αναλυθούν επαρκώς οι επιμέρους όψεις που την απαρτίζουν, αλλά και να προταχθούν πολιτικές, στρατηγικές και γιατί όχι ρήξεις με κατεστημένες νοοτροπίες και αντιλήψεις", τόνισε. Και συνέχισε: Σε μια εποχή που η πληροφορία, οι τεχνολογικές και ψηφιακές δυνατότητες, οι ρυθμοί ανανέωσης της γνώσης αποτελούν στοιχεία ταχύτατα μεταβαλλόμενα, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τα υπαρκτά αδιέξοδα όχι με ανέξοδες ρητορικές αλλά με ρεαλισμό, σαφή πολιτική βούληση, αίσθημα αυτοκριτικής και δημιουργικής παρέμβασης, ρήξεις και ανατροπές. Απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που θέλουν το αγαθό της γνώσης να υπάγεται τυφλά στους νόμους της αγοράς οφείλουμε να διαμορφώσουμε μια νέα προοπτική, να απελευθερώσουμε δυνάμεις, να επανασυνδεθούμε με όλα τα διαχρονικά ανθρωποκεντρικά αιτήματα της νεωτερικής παράδοσης που προωθούν την πραγμάτωση μιας κοινωνίας του ορθού Λόγου, του Δικαίου και της αλληλεγγύης. Και κακά τα ψέματα: το μορφωτικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας αποτελεί τη μεγαλύτερη επένδυση σε ανθρώπινους πόρους, την πιο ρηξικέλευθη και ελπιδοφόρα παρακαταθήκη για το μέλλον και την προοπτική ενός τόπου".

Ο κ. Παναγόπουλος επεσήμανε ότι η ΓΣΕΕ εδώ και χρόνια έχει αντιληφθεί την αξία και το δυναμικό ρόλο της εκπαίδευσης και στο λόγο αυτό οφείλεται και η ίδρυση του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής. "Όχι για να υποκατασταθεί ο ρόλος και η αποστολή άλλων θεσμικών φορέων και οργανώσεων, αλλά για να ενισχυθεί ο κοινωνικός και επιστημονικός διάλογος μέσω της εκπαιδευτικής έρευνας, να διευρυνθεί η δημόσια διαβούλευση στο πεδίο της εκπαίδευσης, να ενδυναμώσει η ορθολογική αναζήτηση εναλλακτικών και βιώσιμων προτάσεων στο πεδίο της εκπαιδευτικής πολιτικής, να διαχυθεί η δια βίου μάθηση στην κοινωνία των εργαζομένων ως μια ουσιαστική και στέρεα κουλτούρα ζωής, ατομικής και κοινωνικής δράσης".

Αναφερόμενος στο θέμα ανισοτήτων στην εκπαίδευση, ο κ. Παναγόπουλος τόνισε ότι πέρα από τον ταξικό του χαρακτήρα, αφορά και την ανθρωπογεωγραφία της χώρας, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται κραυγαλέες ανισότητες ανάμεσα σε νομούς, περιφέρειες αλλά ακόμα και σε περιοχές εντός του ίδιου δήμου ή του ίδιου νομού. Κατά τον ίδιο, το γεγονός αυτό στερεί από σημαντικά στρώματα του πληθυσμού την ελπίδα  για  ένα καλύτερο αύριο, δυσχεραίνει την ισόρροπη ανάπτυξη της  χώρας, υποθηκεύει το  μέλλον της νεολαίας και εγκυμονεί κινδύνους για τη  συνοχή της ελληνικής κοινωνίας. "Οι ανισότητες στην εκπαίδευση, προκαλούν παρασιτικά φαινόμενα που οδηγούν σε φαινόμενα αλλοίωσης της φυσιογνωμίας και της αποστολής του σχολείου, οδηγώντας χιλιάδες μαθητές στην αδιαφορία για τη γνώση και στην  πρόωρη  σχολική  εγκατάλειψη. Στον άνισο αγώνα για την καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας, για την εκμάθηση ηλεκτρονικών υπολογιστών, για την κατάκτηση μιας θέσης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, για την απόκτηση «μορφωτικού κεφαλαίου» η ελληνική οικογένεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στον κυκεώνα και την ομηρία της φροντιστηριακής εκπαίδευσης με αποτέλεσμα να ξοδεύονται ολόκληρες περιουσίες (τα στοιχεία σχετικά με το κόστος για απόκτηση εκπαιδευτικών αγαθών και υπηρεσιών στην ελεύθερη αγορά είναι αποκαλυπτικά της τραγικής πραγματικότητας). Την ίδια στιγμή βλέπουμε τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα να εκπροσωπούνται ολοένα και λιγότερο στις πανεπιστημιακές  σχολές και τα μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, ενώ η επαγγελματική αποκατάσταση και η σταδιοδρομία συνυφαίνονται με τις δημόσιες σχέσεις της κάθε οικογένειας, την ταξική και κοινωνική προέλευση του καθενός, τις πελατειακές σχέσεις, πέρα και έξω δηλαδή από τις θεσμικές αρχές της αξιοκρατίας και της ισότητας των ευκαιριών".

Κατά τον κ. Παναγόπουλο, η χώρα μας ακόμα και σήμερα υπολείπεται αισθητά στον τομέα δράσεων καταπολέμησης των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, σε πολιτικές εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και σε πολιτικές διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την απασχόληση. "Αναπόφευκτα, το εκπαιδευτικό αδιέξοδο, πλήττει άμεσα την ελληνική νεολαία, η οποία  βλέπει εφιαλτικά το μέλλον της να βυθίζεται στην αβεβαιότητα και την ανασφάλεια: η ανεργία, η ετερο-απασχόληση, η ελαστική εργασία και η απασχολησιμότητα, δημιουργούν την αίσθηση μιας κοινωνίας εχθρικής απέναντι στη νέα γενιά, με συνέπεια την απαξίωση  της  γνώσης και της κοινωνικής λειτουργίας  της".

Σύμφωνα πάντα με τον κ. Παναγόπουλο, πρέπει να συζητηθούν σοβαρά και να αναζητηθούν λύσεις σε ζητήματα όπως τα ακόλουθα:
- Τη γενναία ενίσχυση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης σε όλες της τις εκφάνσεις. Το 1 δις για την παιδεία αποτελεί μια θετική ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή που πρέπει να ενισχυθεί.
- Τη θεσμική αναγνώριση ζωνών κοινωνικής και εκπαιδευτικής προτεραιότητας σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας, προκειμένου να εστιαστούν οι ανάγκες για άμεσες παρεμβάσεις στις περιοχές που οι εκπαιδευτικοί δείκτες είναι χαμηλοί.  (Σε συνεργασία με τις Τοπικές και Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις για τη χάραξη συγκεκριμένης πολιτικής με τριετές (Άμεσο) και εξαετές  (μέσο) χρονοδιάγραμμα δράσης).
- Τη σταδιακή αλλαγή του μοντέλου κατανομής των πόρων για την εκπαίδευση και υιοθέτηση ενός «άνισα» διαφοροποιημένου συστήματος χρηματοδότησης των ζωνών προτεραιότητας καθώς και την άμεση και κατά προτεραιότητα χρηματοδότηση έργων υποδομής και ανάπτυξης υπηρεσιών, σύγχρονης τεχνολογίας και ανθρώπινου δυναμικού στις ζώνες προτεραιότητας.
- Την εκπαιδευτική ενίσχυση (σε πόρους, υποδομές και εκπαιδευτικό προσωπικό) των περιοχών με χαμηλούς δείκτες εκπαίδευσης και αντιμετώπιση των κρουσμάτων σχολικής δυσλειτουργίας και αναποτελεσματικότητας (σχολική διαρροή, χαμηλές επιδόσεις, σχολική βία και παραβατικότητα ανηλίκων, κρούσματα ξενοφοβίας και ρατσισμού. 
- Τη δομική σύνδεση  της εκπαίδευσης και της κατάρτισης με την απασχόληση μέσα από τη δημιουργία υγιών διαύλων πληροφόρησης και ευαισθητοποίησης των νέων απέναντι στις νέες τεχνολογίες και τις επαγγελματικές προκλήσεις της εποχής.
- Την ενίσχυση του ρόλου της τοπικής  κοινωνίας και ενεργοποίηση της «ντόπιας κοινωνίας των πολιτών» για την ανάδειξη του σχολείου ως αξιόπιστου εργαλείου κοινωνικοποίησης και καταξίωσης των νέων.(Σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, τοπικά συνδικάτα, φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, εκπαιδευτικοί φορείς  και  εταίροι).
- Τη δημιουργία ενός ισχυρού συστήματος υποτροφιών και  την οικονομική υποστήριξη των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών που προέρχονται από οικονομικώς ασθενέστερα  στρώματα.
- Την παροχή θεσμικών και οικονομικών κίνητρων στους νέους για την ανάπτυξη και δημιουργία δικτύων επικοινωνίας  και δράσης για θέματα που σχετίζονται με τις τέχνες και τον πολιτισμό, την οικολογία και το περιβάλλον, τον κοινωνικό προβληματισμό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



 

 

 

 

 

 

 Επιστροφή  Κορυφή σελίδας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη. Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.

 

 

[Αρχική σελίδα]  [Αγορά Εργασίας]  [Επιχειρηματικότητα]  [Προσλήψεις στο Δημόσιο]  [Εκπαίδευση]  [Σεμινάρια]  [Νομοθεσία]  [Βιβλία]
Διεύθυνση: Λ. Ριανκούρ 73, 11524 Αθήνα, email: info@proslipsis.gr , Τηλ: 6949244434
©  2004-2021  proslipsis.gr, All rights reserved