Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο εξέδωσε ειδική έκδοση που περιλαμβάνει την ομιλία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου Α’ κατά την τελετή επίδοσης Τιμητικού Τόμου από το ΕΚΠΑ, στις 23/11/21, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης της τριαντακονταετούς ευκλεούς Πατριαρχείας του.
Η ειδική αυτή έκδοση περιλαμβάνει επίσης την προσφώνηση από τον Πρύτανη του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Μελέτιο-Αθανάσιο Κ. Δημόπουλο, τον χαιρετισμό από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναπληρωτή καθηγητή Χρήστο Γ. Καραγιάννη καθώς και την παρουσίαση του τιμητικού τόμου προς τιμήν της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου Α' από τον καθηγητή του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας και Θρησκειολογίας της Θεολογικής Σχολής Εμμανουήλ Δ. Καραγεωργούδη.
«Θεολογία διαλεγομένη»
Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου
κατά τήν ἐπίδοσιν ἐκ μέρους τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ
Τιμητικοῦ Τόμου ἐπί τῇ τριακονταετίᾳ Πατριαρχίας
Ἐξοχωτάτη Πρόεδρε τῆς Δημοκρατίας,
Μακαριώτατε,
Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι,
Ἐλλογιμώτατε κύριε Κοσμῆτορ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς,
Ἐλλογιμώτατοι Καθηγηταί,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἀρχῶν,
Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες Ὀφφικιάλιοι,
Ἀξιότιμοι καί ἀγαπητοί φίλοι,
Προσφιλέστατα τέκνα ἐν Κυρίῳ φοιτηταί καί φοιτήτριαι,
Ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει, τετιμημένοι διά τῆς ὑμετέρας πρόφρονος παρουσίας,
δοξάζοντες τόν ἀεί ἐπιδαψιλεύοντα εἰς τό ταπεινόν ἡμῶν πρόσωπον πλούσια
τά δωρήματα Αὐτοῦ Θεόν τῶν πατέρων ἡμῶν, εὐχαριστοῦμεν μυχόθεν τήν
γεραράν Θεολογικήν Σχολήν τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστη-
μίου Ἀθηνῶν διά τήν ἀφιέρωσιν τοῦ τιμητικοῦ τούτου Τόμου εἰς τήν ἡμῶν
Μετριότητα, ἐπί τῇ συμπληρώσει τριακονταετίας ἀπό τῆς ἐκλογῆς ἡμῶν εἰς
τόν Ἀποστολικόν καί Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον τῆς Κωνσταντι-
νουπολίτιδος Ἐκκλησίας, πάντας τούς συμβαλόντας διά τῆς γραφίδος των
εἰς τήν κατάρτισίν του, τούς ἀναλαβόντας τήν ἐπιμέλειαν καί τήν ἔκδοσιν,
καί τό Πανεπιστήμιον Ἀθηνῶν, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἐλλογιμωτάτου Πρυτά-
νεως αὐτοῦ, διά τήν ὀργάνωσιν τῆς παρούσης ἐκδηλώσεως. Δηλοῦμεν καί τά
κατά τήν στιγμήν αὐτήν ὅτι ἡ τιμή πρός ἡμᾶς διαβαίνει ἐπί τό Οἰκουμενικόν
Πατριαρχεῖον, ἡ ζωή τοῦ ὁποίου εἶναι συνδυασμός ἀμετακινήτου πιστότητος
εἰς τήν Παράδοσιν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, μέ τήν ἀνοικτοσύνην
πρός τήν ἱστορίαν καί τόν κόσμον καί τήν εὐαισθησίαν διά τόν ἄνθρωπον καί
τάς περιπετείας τῆς ἐλευθερίας του.
Ἡ Ἐκκλησία ζῇ καί δρᾷ ἐν τῷ κόσμῳ καί ἡ ἀποστολή της εἶναι νά συμ-
βάλλῃ εἰς τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσιν αὐτοῦ. Ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν
εὐθαρσῶς ὅτι ἡ ἀμυντική στάσις τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι εἰς τόν σύγχρονον
πολιτισμόν, ὡς νά ἐστρέφοντο ὅλαι αἱ ἐξελίξεις τῆς ἐποχῆς μας ἐναντίον της,
δέν ἀνταποκρίνεται εἰς τό πνεῦμα καί τάς γνησίας παραδόσεις τῆς Ὀρθοδο-
ξίας. Ἐάν κρίνωμεν τόν σύγχρονον κόσμον ἐπί τῇ βάσει ἁμαρτολογικῶν κρι-
τηρίων, λησμονοῦμεν ὅτι, καί κατά τό παρελθόν, ἡ ἀνθρωπότης δέν ἔζη εἰς
τόν παράδεισον. Εἶναι ἄτοπον νά ταυτίζεται ὁ σύγχρονος πολιτισμός μέ τάς
ἀρνητικότητάς του καί νά ἀγνοῆται ἡ πρόοδος καί ἡ ἀνάπτυξις τήν ὁποίαν
οὗτος σηματοδοτεῖ. Αὐτή ἡ τοποθέτησις δυσχεραίνει τήν ζωήν τῶν ἰδίων τῶν
πιστῶν.
Εἰς τήν συνάντησιν μέ τόν κόσμον, ἡ θεολογία εἶναι ὁ σιδηροῦς βραχίων
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ χριστιανική μαρτυρία ἐντός ἑνός συνεχῶς ἐξελισσομένου,
σήμερον δέ ταχύτατα μεταβαλλομένου, κόσμου. Ὁ λόγος τῆς θεολογίας δέν
εἶναι δυνατόν νά ἀγνοῇ τά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου.
Ἐάν ἡ θεολογία εἶναι ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελίου διά κάθε ἱστορικήν ἐποχήν
ἐνώπιον τῶν σημείων τῶν καιρῶν, τότε εἶναι οὐσιαστικῶς διαλεγομένη θεο-
λογία. Ἡ συναφειακότης, ἡ ὁποία οὐδόλως ἀκυρώνει τήν καθολικότητα καί
τόν διαχρονικόν χαρακτῆρα τοῦ θεολογικοῦ λόγου, καί, ὅπως ἔχει λεχθῆ,
«ἀνήκει εἰς τό DNA τῆς θεολογίας», ὄχι μόνον δέν ἀποτελεῖ ἀπειλήν ἤ κίν-
δυνον δι᾿ αὐτήν, ἀλλά εἶναι ἡ εὐκαιρία καί ἡ δυνατότης της νά διατυπώσῃ
ἐπικαίρως καί ἀποτελεσματικῶς τό μήνυμά της. Θεολογία ἐν διαλόγῳ μέ τήν
ἱστορίαν καί τόν κόσμον, κατ᾿ οὐδένα τρόπον σημαίνει προσαρμογήν εἰς τό
πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, ἐκκοσμίκευσιν καί συσχηματισμόν μέ τόν κόσμον. Ὡς
ἐσημείωσεν εὐστόχως ὁ πνευματικός ἡμῶν πατήρ, μακαριστός Μητροπολί-
της Χαλκηδόνος Μελίτων, «ἡ ἀλήθεια δέν προδίδεται ὅταν ἐνσαρκοῦται εἰς
κάθε ἱστορικήν ἐποχήν. Προδίδεται ὅταν συντηρεῖται, ὡς εἰς μουσεῖον, ἐκ
φόβου μή μολυνθῇ ἀπό τήν ἱστορίαν» (Χαλκηδόνια, σ. 461).
Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ἐκτυλίσσεται πανταχοῦ καί πάντοτε ἐντός ἑνός συ-
γκεκριμένου πολιτισμικοῦ περιβάλλοντος καί δι᾿ αὐτόν τόν λόγον ἡ θεολογία
δέν εἶναι ποτέ ἀφῃρημένη ἤ ἀνιστορική. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀφεί-
λει νά μελετᾷ, νά ἀναλύῃ καί νά ἀξιολογῇ θεολογικῶς τά ἑκάστοτε κοινω-
νικά καί πολιτισμικά δεδομένα. Τό θεολογεῖν ἐν διαλόγῳ μέ τόν κόσμον εἶναι
ἀτελεύτητον καθῆκον διά τήν Ἐκκλησίαν καί τό προσφορώτερον μέσον χρι-
στιανικῆς μαρτυρίας. Προϋπόθεσις τοῦ εἰλικρινοῦς διαλόγου εἶναι ἡ βίωσις
καί ἡ γνῶσις τῆς ἰδικῆς μας παραδόσεως, καί ἀποτέλεσμα ἡ γνῶσις τοῦ ἄλ-
λου, ἀλλά καί ὁ ἐμπλουτισμός τῆς αὐτοσυνειδησίας μας. Ὁ διάλογος πάντοτε
ἐμπνέει καί προωθεῖ τόν ἀλληλοσεβασμόν καί τήν ἀμοιβαίαν ἐμπιστοσύνην.
Οἱ διαχριστιανικοί καί οἱ διαθρησκειακοί διάλογοι, καθώς καί ἡ συνάντησις
μέ τόν σύγχρονον κόσμον, ἀπηλευθέρωσαν δημιουργικάς δυνάμεις ἐντός τῆς
Ἐκκλησίας καί προέβαλον τήν ζωτικήν σημασίαν τῶν χριστιανικῶν ἀξιῶν
διά τό παρόν καί τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος.
Εἶναι ἀδιανόητον νά ἀδιαφορῶμεν διά τάς διασπάσεις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ,
νά μή προσευχώμεθα καί νά μή ἀγωνιζώμεθα διά τήν ὑπέρβασίν των. Κατά
τόν μακαριστόν π. Γεώργιον Φλωρόφσκυ, «ἡ τραγωδία τῆς διαιρέσεως εἶναι
τό μεγαλύτερο καί κρισιμώτερο πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας» (Θέ-
ματα Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, σ. 34). Εἰς τούς οἰκουμενικούς διαλόγους,
βεβαίως -καί αὐτό τό γνωρίζουν καλῶς ὅσοι συμμετέσχον ἤ συμμετέχουν εἰς
αὐτούς- ὁ θεολογικός μινιμαλισμός καί ὁ οἰκουμενιστικός οὐτοπισμός εἶναι
κακοί σύμβουλοι. Εἰς τούς ἀρνητάς τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου λέγομεν
ὅτι ἀπορρίπτουν ὄχι ὅ,τι ἐκτυλίσσεται εἰς τόν διάλογον, πάντοτε ἐπί τῇ βάσει
θεολογικῶν κριτηρίων καί ἐκκλησιολογικῶν ἀρχῶν, ἀλλά τό εἴδωλον τοῦ
διαλόγου, ὅπως αὐτοί τό φαντάζονται, τό ὁποῖον οὐδεμίαν σχέσιν ἔχει μέ
τήν πραγματικότητα. Εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν, ἀμετακίνητος ὅρος τῶν
διαλόγων ἐθεωρήθη ἐξ ἀρχῆς, ὅτι ἡ ἀποκατάστασις τῆς ἐπιδιωκομένης ἑνό-
τητος ὀφείλει νά στηρίζηται εἰς τήν πλήρη συμφωνίαν ἐν τῇ πίστει, ὡς μετ᾿
ἐμφάσεως ἐπεβεβαίωσε καί ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ-
κλησίας (Κρήτη 2016).
Ἐκκλησία καί θεολογία δέν δύνανται νά ἀγνοήσουν καί τήν σύγχρονον
«θρησκειολογικήν πρόκλησιν», τήν λεγομένην «ἐπιστροφήν τοῦ Θεοῦ», τήν
ἀναβίωσιν τῶν θρησκειῶν καί τοῦ πλουραλισμοῦ τῶν θρησκευτικῶν ταυτο-
τήτων. Τό γεγονός αὐτό ἐχαρακτηρίσθη ὡς μεγαλυτέρα πρόκλησις διά τόν
Χριστιανισμόν καί ἀπό αὐτήν τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Θεωρεῖται βέβαιον ὅτι ἡ
εἰρήνη τῶν θρησκειῶν ἔχει καθοριστικήν σημασίαν διά τήν εἰρήνην τῶν λαῶν
καί τῶν πολιτισμῶν, καί ὅτι ἡ ὁδός πρός αὐτήν εἶναι ὁ εἰλικρινής διαθρησκει-
ακός διάλογος. Δύο εἶναι σήμερον οἱ ἐχθροί αὐτοῦ τοῦ διαλόγου: α) ὁ φοντα-
μενταλισμός, δηλαδή ἡ ἀπολυτοποίησις τῆς ἰδικῆς μου ἀληθείας καί ἡ δαιμο-
νοποίησις τοῦ ἄλλου, καί β) ἡ ἀποδοχή τῶν πάντων καί ἡ ἄρνησις ὅτι ὑπάρχει
«ἀλήθεια», ὁ λεγόμενος «μεταμοντέρνος σχετικισμός καί μηδενισμός».
Διά τήν διαλεγομένην θεολογίαν, τό Πανεπιστήμιον, ὡς κατ᾿ ἐξοχήν φό-
ρουμ διαλόγου καί διεπιστημονικότητος, εἶναι ἰδιαιτέρως πρόσφορος καί
γόνιμος τόπος παρουσίας, ἀναπτύξεως καί μαρτυρίας. Εἰς τό πλαίσιον τοῦ
Πανεπιστημίου δέν εὐδοκιμεῖ ἡ κλειστότης, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ τήν ἰδίαν τήν
ἀποστολήν τῆς θεολογίας. Σήμερον, βεβαίως, διαδίδεται ὅτι ἡ θρησκειολο-
γία εἶναι ἡ μόνη σημβατή μέ τούς στόχους τοῦ συγχρόνου πανεπιστημίου
ἐπιστημονική προσέγγισις τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου. Φρονοῦμεν ὅτι ἡ
τοποθέτησις αὐτή εἶναι ἐπιστημολογικῶς ἀνερμάτιστος. Ἡ ἐκκλησιαστικό-
της τῆς θεολογίας δέν θίγει τήν ἐπιστημονικότητά της, δεδομένου ὅτι δέν
ὑπάρχει ἀπροϋπόθετος ἐπιστήμη. Ἡ θεολογία θεματοποιεῖ τήν ἐκκλησιαστι-
κότητά της ὡς προϋπόθεσιν τῆς παρουσίας της εἰς τό παλλάδιον τῶν ἐπι-
στημῶν, σέβεται τό κυρίαρχον σήμερον παράδειγμα ἐπιστημονικότητος καί
ἐκ παραλλήλου, ἀνθίσταται κριτικῶς εἰς τό διαδεδομένον πνεῦμα τοῦ θετι-
κισμοῦ. Καί ἡ θρησκειολογία ἔχει τάς ἐπιστημολογικάς προϋποθέσεις της,
εἰς τόν πυρῆνα τῶν ὁποίων ἀνήκει ἡ πολιτισμική θεώρησις τῆς θρησκείας,
ἐνῶ ἡ ὑποστηριζομένη «ἀπόστασις τοῦ παρατηρητοῦ» ἀπέναντι εἰς τάς θρη-
σκείας δέν ἀποτελεῖ ἐγγύησιν περί τῆς ὀρθῆς προσεγγίσεώς των. Ἐν τῇ ἐν-
νοίᾳ ταύτῃ, ἡ θεολογία, ὅπως ἔχει προσφυῶς λεχθῆ, «δέν εἶναι ὑποχρεωμένη
νά θρησκειολογίζῃ, διά νά ἀποδεικνύῃ τόν ἐπιστημονικόν χαρακτῆρα της».
Προφανέστατα, ἡ θεολογική ἐργασία εἶναι ἰδιαιτέρως ἀπαιτητική. Ἡ θε-
ολογία, ἡ ὁποία πάντοτε ἀναδεικνύει «τό χριστολογικόν κέντρον καί τέλος
τῶν πραγμάτων», δέν εἶναι ἀμέτοχος πληροφόρησις περί τῶν ἀληθειῶν τῆς
χριστιανικῆς πίστεως. Ἡ γνῶσις τῆς ἀληθείας δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μίαν ἐνέρ-
γειαν τοῦ νοός, ἀλλά βιωματικήν ὑπαρξιακήν μετοχήν εἰς τό καινόν εἶναι ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία εἶναι ὁ τρόπος τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἡ θεολογία δέν εἶναι «θρησκειολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἀφουγκράζεται
τόν «λόγον τοῦ Θεοῦ», πρίν καταστῇ ἡ ἰδία «λόγος περί τοῦ Θεοῦ», ὁ ὁποῖος
εἶναι ἐν ταυτῷ καί «λόγος περί τοῦ ἀνθρώπου», περί τοῦ ἐπιγείου καί αἰωνίου
προορισμοῦ του. Δέν λησμονοῦμεν ὅτι οὐδεμία ἐπίστημονική γνῶσις, οὐδεμία
κοινωνική κατάκτησις καί οἰκονομική πρόοδος, δύνανται νά ἀπαντήσουν εἰς
τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε νά ἐξαφανίσουν τήν ἀναζήτη-
σιν τελικοῦ νοήματος ζωῆς καί τόν πόθον τῆς αἰωνιότητος εἰς αὐτόν. Στόχος
τῆς θεολογίας ὀφείλει νά εἶναι ἡ ἀνάδειξις τῆς κεφαλαιώδους σημασίας τοῦ
Εὐαγγελίου διά τήν ἀπάντησιν εἰς αὐτάς τάς ἀναζητήσεις τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ παράδοσις τῆς Ὀρθοδοξίας διασώζει πολύτιμον ἀνθρωπολογικήν γνῶ-
σιν καί σοφίαν, καί ὑπερασπίζεται τό πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐλευ-
θερίαν του ἐναντίον τῶν ἀντιπερσοναλιστικῶν δυνάμεων. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ὁ χῶρος μιᾶς εὐλογημένης ἐλευθερίας, ἡ ὁποία τρέφεται καί
ζῇ ἐκ τῆς ἀδιασπάστου ἑνότητος τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης. Ὁ Χριστός
εἶναι ἐλευθερωτής, ὁ Χριστιανισμός εἶναι κίνημα ἐλευθερίας καί ἡ θεολογία
ὑπῆρξεν ἐξ ἀρχῆς καί παραμένει κατ᾿ οὐσίαν «θεολογία τῆς ἐλευθερίας».
Μιᾶς «κοινῆς ἐλευθερίας», ἡ ὁποία γνωρίζει ὅτι ἡ ἀληθής ὁλοκλήρωσις τῆς
ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως δέν εὑρίσκεται εἰς τόν αὐτοεγκλεισμόν καί εἰς τήν
ἐνασχόλησιν μέ τόν ἑαυτόν μας, ἀλλά εἰς τήν ἔξοδον πρός τόν ἀδελφόν, τόν
πλησίον καί τόν μακράν, εἰς τήν ἀλληλεγγύην καί τό κοινοτικόν πνεῦμα, εἰς
τό ἀληθεύειν ὡς «κοινωνεῖν», εἰς τό «μοίρασμα τῆς ζωῆς», ὄχι εἰς τό ἔχειν,
ἀλλά εἰς τό εἶναι καί συνεῖναι.
Ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πολύ ἀληθινός διά νά μείνῃ εἰς τό περιθώ-
ριον τῶν συγχρόνων συζητήσεων περί τῶν μεγάλων θεμάτων τῆς ἀνθρωπό-
τητος. Καί οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί καλούμεθα σήμερον νά ζήσωμεν ἐντός
ἑνός ἐκκοσμικευμένου, τεχνοκρατουμένου καί πολυπολιτισμικοῦ περιβάλλο-
ντος. Ἐάν ἀμυνώμεθα, ἐάν ἀπορρίπτωμεν τά πάντα, ἐάν εἴμεθα ἐσωστρεφεῖς,
δῆθεν, ὡς ἤδη ἐτονίσθη, διά νά σώσωμεν τήν καθαρότητα τῆς πίστεώς μας,
τότε δέν ἀκολουθοῦμεν τήν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ νά ἐξαγγέλλωμεν τό Εὐαγ-
γέλιον καί νά εἴμεθα τό ἄλας τῆς γῆς. Ἀρνούμενοι τόν σύγχρονον πολιτισμόν,
ἐγκαταλείπομεν τόν κόσμον εἰς τήν ἀχαρίτωτον κοσμικότητά του. Ὅμως, ἡ
θέσις τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της εἶναι «στήν καρδιά τοῦ κόσμου».
Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,
Ἡ ἀνθρωπότης πορεύεται πρός τό μέλλον, μέ πολλάς διακυμάνσεις καί περιπε-
τείας, αἱ ὁποῖαι δέν ἐπιτρέπουν ἀσφαλεῖς προβλέψεις διά τά ἐπερχόμενα. Ἡμεῖς
οἱ πιστοί ὅμως δέν ἔχομεν διλήμματα, διότι πιστεύομεν ὅτι τό μέλλον μας θά
εἶναι σωτήριον ἐν Χριστῷ. Καί ἔχομεν ἀκλόνητον τήν βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἐκ-
κλησία τοῦ Χριστοῦ θά ζῇ εἰς τούς αἰῶνας, ὡς τόπος ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου
καί τοῦ κόσμου. Εἰς αὐτήν τήν ἐγκόσμιον πορείαν πρός τά Ἔσχατα, ἐν Θεῷ
καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μέ ἀνοικτήν τήν οὐράνιον πύλην τήν «ἀπάγουσαν εἰς
τήν Ζωήν», ὁ ἄνθρωπος δύναται νά ἀναπτύξῃ τάς δημιουργικάς του δυνάμεις.
Τελικῶς, δέν δυνάμεθα νά μείνωμεν «πιστοί στή γῆ», ὡς ἤθελεν ὁ φιλόσοφος,
μέ κλειστόν τόν οὐρανόν. Δέν εἶναι τυχαῖον, ὅτι αἱ μεγάλαι ἀνθρωπιστικαί κα-
τακτήσεις φέρουν χριστιανικήν σφραγῖδα. Ἀναμφισβήτητον εἶναι ἐπίσης, ὅτι
ἡ ἀπώθησις τοῦ «Ὑπερβατικοῦ» καί ἡ «μεταφυσική ἔνδεια» ἐξασθενίζουν τάς
δημιουργικάς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου καί τροφοδοτοῦν τόν κυνισμόν.
Εἰς τήν ἔνθεον ἀποστολήν της, ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκην θεολόγων μέ ὀρ-
θόδοξον βίωμα καί ἐκκλησιαστικόν ἦθος, μέ ἀρίστην θεολογικήν κατάρτισιν,
εὐφυεῖς καί εὐλαβεῖς, μέ ἀνοικτούς ὁρίζοντας καί φωτεινόν πρόσωπον, μέ εὐαι-
σθησίαν καί καλλιέργειαν, φιλοκαλικούς καί φιλανθρώπους, πραγματικούς δε-
καθλητάς τοῦ πνεύματος. Ἀπευθυνόμεθα πρός ὑμᾶς, ἐλλογιμώτατοι καθηγηταί
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί ἀγαπητοί φοιτηταί καί
φοιτήτριαι, καί σᾶς καλοῦμεν νά συμβάλλετε διά τῆς θεολογικῆς σας ἐργασίας
καί μαρτυρίας, ὥστε ἡ θεολογία νά διασώζῃ τήν ἐκκλησιαστικότητα καί τόν
ὑπαρξιακόν χαρακτῆρα της, τήν ἐπιστημονικότητα, τόν διαλογικόν της προ-
σανατολισμόν, τήν ἀνοικτοσύνην της καί τόν κριτικόν ρόλον της ἐκ τῶν ἔσω
ὡς διάκονος καί «κριτικός συνομιλητής» τῆς Ἐκκλησίας, συμφώνως καί πρός
τόν χαρακτῆρα καί τόν χαρακτηρισμόν της ὡς «κριτικῆς θεωρίας τῆς ἐκκλησι-
αστικῆς ζωῆς». Εἰς τήν γνησίαν θεολογίαν, ἐκκλησιαστικότης, ἐπιστημονικότης
καί διαλογικότης ἀλληλοπεριχωροῦνται καί ἀλληλοεμπλουτίζονται. Ὅπως ἔχει
γραφῆ προσφυῶς, «αἱ πύλαι τῆς θεολογίας ἀνοίγουν μόνον πρός τά ἔξω».
Ἁπτήν πρόκλησιν καί καθῆκον ἀποτελεῖ διά τήν θεολογίαν ἡ ἀντιμετώπι-
σις τῶν παρανοήσεων τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί πνευματικότητος, εἴτε
αὗται διαδίδονται ἐντέχνως ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς Ὀρθοδοξίας, εἴτε προέρ-
χονται ἔξωθεν. Εἶναι ἀξιοσημείωτον ὅτι αἱ θέσεις αἱ ὁποῖαι ἐμφανίζουν τήν
Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς οὐσιαστικῶς ἀρνητικήν πρός τόν διάλογον μετά
τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου καί ἀδιάφορον διά τήν συνάντησιν μετά
τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ καί τῶν νέων ἰδεῶν, ὡς ἐσωστρεφῆ καί ἐθνοκε-
ντρικήν, ἐκφέρονται ὑπό τῶν ἐντός τῶν τειχῶν ὡς ἔπαινος καί ὡς μαρτυρία
ἀκλονήτου πιστότητος εἰς τήν παράδοσιν καί γνησίου ὀρθοδόξου φρονήμα-
τος, ἐνῷ ὑπό τῶν ἐκτός μέ κριτικήν διάθεσιν καί πρός στιγματισμόν τῆς κατ᾿
αὐτούς οἴκοθεν «κλειστῆς» Ὀρθοδοξίας. Τρανήν ἀπόδειξιν περί τούτων ἀπο-
τελεῖ ὁ χαρακτηρισμός τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ-
κλησίας ὑπό τῶν φονταμενταλιστῶν ἡμετέρων ὡς «οἰκουμενιστικῆς», ἐνῷ
ἔνιοι τῶν ἐκτός θεωροῦν ὅτι ἡ Συνοδος δέν ἐτόλμησε νά λάβῃ τάς δεούσας
ἀποφάσεις ἐνώπιον τῶν συγχρόνων μεγάλων προκλήσεων.
Καίριον χρέος τῆς θεολογίας εἶναι σήμερον νά ἀντισταθῇ εἰς τήν ἔκρηξιν
τοῦ φονταμενταλισμοῦ, ὁ ὁποῖος τροφοδοτεῖ τήν μισαλλοδοξίαν καί τήν βίαν
«ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ» καί δίδει εὐπρόσδεκτα ἐπιχειρήματα εἰς τούς ἀρνητάς
τοῦ Θεοῦ. Τοιουτοτρόπως, ἡ θεολογία παραμένει πιστή εἰς τήν παράδοσιν
τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα διαλε-
γομένης θεολογίας καί μόνιμον πηγήν ἐμπνεύσεως. Προτρέπομεν τούς θεο-
λόγους μας, ἐν ὄψει τῆς ἐπικαιρότητος τῶν ἀνθρωπολογικῶν προβλημάτων,
ρίζα τῶν ὁποίων εἶναι αἱ πνευματικαί καί ἀξιολογικαί ἀνατροπαί τῆς ἐποχῆς
μας καί ἡ ἁλματώδης πρόοδος τῶν ἐπιστημῶν, καί ἀποτέλεσμα μία συρρι-
κνωτική θεώρησις τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀγνόησιν τῆς πνευματικῆς του φύσεως,
νά προβάλλουν τήν Πατερικήν ἀνθρωπολογίαν. «Οὐδέν ὡς ἄνθρωπος ἱερόν,
ᾧ καί φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός» (Ν. Καβάσιλα, Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς,
ΣΤ’, PG 150, 649). Διά τοῦ τονισμοῦ τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώ-
που, ἡ θεολογία συμβάλλει εἰς τόν ἀγῶνα διά τήν προάσπισιν τῶν δικαιωμά-
των τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν θεμελίωσιν ἑνός πολιτισμοῦ δικαιοσύνης καί
ἀλληλεγγύης, ἀλλά καί εἰς τήν ὀρθήν κατανόησιν τῆς ἐννοίας τῆς προόδου,
ἡ ὁποία εἶναι ἀδιανόητος ἄνευ τῆς ἀναγνωρίσεως καί τοῦ ἐμπράκτου σεβα-
σμοῦ τῆς ἀπολύτου ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου.
Κατακλείοντες, ἐκφράζομεν ἅπαξ ἔτι τάς εὐγνώμονας εὐχαριστίας ἡμῶν διά
τήν τιμήν καί τήν φιλοξενίαν, εὐχόμεθα εἰς ὅλους σας ὑγείαν καί πᾶσαν ἄνωθεν
εὐλογίαν καί ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας ὑμᾶς καί ἐπί τόν φίλτατον ἑλληνικόν λαόν
τήν ζείδωρον χάριν καί τό ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης καί τῆς σοφίας.
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!