Αθήνα 11.2.2014,
Εξοργισμένη δηλώνει η ΟΛΜΕ από τις δηλώσεις του υπουργού Παιδείας για επιμήκυνση του σχολικού έτους, αλλά και από την πρακτική του να μην ζητά τη γνώμη των εκπαιδευτικών για σοβαρά εκπαιδευτικά ζητήματα.
«Μετά το πυροτέχνημα της περίφημης «Λευκής Εβδομάδας», ο κύριος Αρβανιτόπουλος προχώρησε στην αιφνιδιαστική απόφαση να ισχύσει ο θεσμός της (ανύπαρκτης μέχρι τώρα) Τράπεζας Θεμάτων στις προαγωγικές εξετάσεις της φετινής Α΄ τάξης Λυκείου (και μάλιστα λίγες μέρες μετά την εκ διαμέτρου αντίθετη δήλωση του αρμόδιου υφυπουργού, κυρίου Κεδίκογλου) και κατέληξε στη γνωστή εξαγγελία του για επιμήκυνση του σχολικού έτους», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση. Και συνεχίζει: «Ο κύριος Αρβανιτόπουλος συγχέει σκόπιμα δύο διαφορετικές έννοιες, το σχολικό έτος και το διδακτικό, και παίζει κυριολεκτικά με τις λέξεις, θέλοντας προφανώς να δημιουργήσει εντυπώσεις.
Όσον αφορά την πρόθεση για επιμήκυνση του σχολικού έτους τονίζουμε δύο βασικά σημεία: • Τόσο η διάρκεια του σχολικού έτους όσο και η διάρκεια των σχολικών διακοπών και αργιών στην Ελλάδα ακολουθούν τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Διαφέρει μόνο το χρονικό σημείο των διακοπών των μαθημάτων που εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες και τα έθιμα που ισχύουν σε κάθε χώρα. • Το ίδιο συμβαίνει και σε ό,τι αφορά τη διάρκεια του διδακτικού έτους, που δεν διαφέρει σημαντικά από ό,τι παρατηρείται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, εμφανίζεται μικρότερη από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ λόγω του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Πραγματικά, τέσσερις έως έξι εβδομάδες του σχολικού έτους σπαταλώνται για τη διεξαγωγή των κάθε είδους εξετάσεων, το κόστος των οποίων για τους μαθητές και τις οικογένειές τους και τους εκπαιδευτικούς δεν είναι μόνο οικονομικό αλλά έχει δραματικές επιπτώσεις τόσο στην κοινωνική όσο και στην ψυχική τους ευεξία.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ (Ιανουάριος 2012) που βασίστηκε στα επίσημα στοιχεία (στοιχεία του ευρωπαϊκού δικτύου για την εκπαίδευση «Ευρυδίκη», μελέτη για την Οργάνωση του Σχολικού Χρόνου στην Ευρώπη, σχ. Έτος 2011-12) διαπιστώνονται τα εξής: • Στην Ελλάδα οι εργάσιμες εβδομάδες για τους εκπαιδευτικούς είναι 39 και ο μέσος όρος στην ΕΕ/27 είναι 38,6. • Ο μέσος όρος των διακοπών κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους στην Ελλάδα είναι 4 εβδομάδες (Χριστούγεννα - Πάσχα), ακριβώς ίσος με τον μέσο όρο της ΕΕ/27. Υπάρχει απλώς διαφορετική κατανομή των διακοπών κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες και τα έθιμα σε κάθε χώρα. • Ο εργάσιμος χρόνος για τους μαθητές είναι 36 εβδομάδες (μαζί με τις εξετάσεις) ίδιος με τον μέσο όρο στην ΕΕ/27.
Για την αναλυτική παρουσίαση των ισχυόντων στις άλλες χώρες της Ευρώπης παραπέμπουμε στην μελέτη του ΚΕΜΕΤΕ (http://kemete.sch.gr/?page_id=225)
Αυτό που απαιτείται, αν το υπουργείο Παιδείας ενδιαφέρεται για την ποιότητα στην εκπαίδευση, είναι να μειωθεί δραστικά ο χρόνος που καταλαμβάνουν οι παντός είδους εξετάσεις των μαθητών ιδιαίτερα στο Λύκειο σε βάρος της διδασκαλίας και των μαθημάτων. Αυτό βέβαια απαιτεί μια συνολική συζήτηση με την εκπαιδευτική κοινότητα για τη διαμόρφωση του ετήσιου προγράμματος μαθημάτων και διακοπών αλλά και την ανατροπή του εξετασιοκεντρικού χαρακτήρα του λυκείου. Θεωρούμε υποκριτικό το ενδιαφέρον του Υπουργείου Παιδείας για τη διάρκεια του διδακτικού και του σχολικού έτους όταν με δική του ευθύνη και καταστρατηγώντας ακόμα και τους υπάρχοντες νόμους, αφήνει σχολεία χωρίς εκπαιδευτικούς για αρκετούς μήνες και χάνονται έτσι χιλιάδες ώρες μαθημάτων ακόμα και πανελλαδικώς εξεταζόμενων. Είναι απαίτηση ολόκληρης της εκπαιδευτικής κοινότητας, όλοι οι εκπαιδευτικοί να διορίζονται και να τοποθετούνται έγκαιρα στην αρχή της σχολικής χρονιάς.
Η επιμήκυνση του σχολικού έτους δεν εντάσσεται σε μια προσπάθεια για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας αλλά περισσότερο συνδέεται με την εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων όπως φάνηκε και από τη συζήτηση για την λεγόμενη «Λευκή Εβδομάδα».
Η ΟΛΜΕ καλεί τον υπουργό «να σταματήσει να αγνοεί και να αιφνιδιάζει την εκπαιδευτική κοινότητα, να σταματήσει να καλλιεργεί εντυπώσεις παίζοντας με τις λέξεις και να έχει το σθένος να αναλαμβάνει ξεκάθαρα το βάρος της ευθύνης των πολιτικών του επιλογών. Είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει εδώ που έχουμε φτάσει». |