ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER ΤΗΣ PROSLIPSIS.GR
Μάθετε πρώτοι τα νέα ...

  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

 
Βάλτε Αγγελία      Δείτε Αγγελίες      Newsletters       
  Επικοινωνία     
 
 
 
 
 
 
 
 



 
  Επικαιρότητα Επιστροφή    
Τι αλλάζει στην εκκλησιαστική εκπαίδευση (δείτε το νομοσχέδιο) (21/9)


Αθήνα 21.9.2005, 18.46
Αναθεωρείται στο σύνολό του το ισχύον νομικό πλαίσιο για την εκκλησιαστική εκπαίδευση, με νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που κατατίθεται τις επόμενες ημέρες στις αρμόδιες υπηρεσίες της Βουλής (το παρουσιάζει στο σύνολό του η Proslipsis).

To νομοσχέδιο φέρει τίτλο: «Δομή και Λειτουργία της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης
» και τα κύρια σημεία του προβλέπουν τα εξής:

Επιχειρείται η αναβάθμιση των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών σε παραγωγικές Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες που θα παράγουν στελέχη για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα κατά τα πρότυπα των Ανωτάτων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, η ουσιαστική μετεξέλιξη των Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων σε Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας, η κατάργηση της Δ΄ τάξης των Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων και η ίδρυση Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, η ίδρυση Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας και η λειτουργία των οικοτροφείων όλων των σχολικών μονάδων με την ευθύνη της Εκκλησίας.

-
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει υπό την πνευματική ευθύνη της τις εκπαιδευτικές μονάδες Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων, αλλά το Υπουργείο Παιδείας ασκεί εποπτεία και έλεγχο νομιμότητας σε αυτές. Ο χαρακτήρας της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης δεν παύει να είναι δημόσιος-κρατικός και για το λόγο αυτό η όλη δομή του συστήματος εκκλησιαστικής εκπαίδευσης αντιστοιχεί στη δομή του γενικού τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος και στις διακρίσεις του σε βαθμίδες.

-
Για τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες αξιοποιείται ως υπόδειγμα το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, το οποίο εδράζεται στην παροχή εκπαίδευσης ανωτάτου επιπέδου από προσωπικό με προσόντα αντίστοιχα με αυτά του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού των Πανεπιστημίων. Περιέχονται αυστηρές προϋποθέσεις για την πρόσληψη διδακτικού προσωπικού στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, με στόχο την παροχή εκπαίδευσης και τη διεξαγωγή έρευνας αντιστοίχων με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και έρευνα, που οδηγούν σε πτυχία ισότιμα με αυτά των Πανεπιστημίων. Οι Ακαδημίες αυτές χαρακτηρίζονται ως παραγωγικές σχολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς οι απόφοιτοι τους θα απορροφηθούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Θέματα όπως η πρόσβαση στις Ακαδημίες, η διάρκεια σπουδών σε αυτές, η εσωτερική διοίκηση τους, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των σπουδαστών ρυθμιζονται όπως στις γενικές διατάξεις περί Ανώτατης Εκπαίδευσης. Έμφαση δίνεται στην προαγωγή της θεωρητικής κατάρτισης των φοιτητών, στην ποιοτική βελτίωση του διδακτικού προσωπικού και στη δυνατότητα συμμετοχής του στην έρευνα και τα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, στην αναβάθμιση του περιεχομένου σπουδών και στην δυνατότητα ένταξης των μελών του διδακτικού προσωπικού που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, στις νέες βαθμίδες διδακτικού προσωπικού, με διαδικασίες διαφανείς και αξιοκρατικές.

- Βασική ακόμη καινοτομία και εν μέρει διαφοροποίηση από την ισχύουσα διάρθρωση των Πανεπιστημιακών και Τεχνολογικών Ιδρυμάτων είναι η μη δημιουργία Τμημάτων σε κάθε Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, αλλά η ίδρυση και η λειτουργία «Προγραμμάτων»
με χωριστό αριθμό εισακτέων και με ξεχωριστό πρόγραμμα σπουδών που οδηγεί σε ενιαίο πτυχίο. Η μορφή αυτή οργάνωσης με δυνατότητα συνδιδασκαλίας συγγενούς με το αντικείμενο περιεχομένου μαθημάτων με ίδια όργανα διοίκησης κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας αλλά και με δυνατότητα τα μέλη του διδακτικού προσωπικού να μπορούν να διδάσκουν μαθήματα σε περισσότερα προγράμματα καθιστούν το όλο σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας ευέλικτο και διασφαλίζουν τον ενιαίο χαρακτήρα της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.

-
Προβλέπεται η μετατροπή των υφισταμένων Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών σε Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες χωρίς αλλαγή της νομικής φύσης τους ως αποκεντρωμένων υπηρεσιών του ΥΠΕΠΘ, εν αντιθέσει με προηγούμενες νομοθετικές απόπειρες όπου η επιλογή ήταν η κατάργηση των υφισταμένων και η ίδρυση στη θέση τους τεσσάρων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών. Θεωρήθηκε πιο εφικτή θεσμικά και νομοτεχνικά η επιλογή της μη αλλαγής της νομικής φύσης καθώς έτσι θα υπάρχει πάντα η δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικότερης εποπτείας συγκεκριμένα σε αυτό το ιδιαίτερα ευαίσθητο σύστημα εκπαίδευσης. Για το λόγο αυτό συνιστάται ανώτατο συλλογικό όργανο, με την ονομασία Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, το οποίο σε κεντρικό-στρατηγικό επίπεδο θα κατευθύνει και θα καθοδηγεί τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, ώστε ως παραγωγικές σχολές της Εκκλησίας να εφαρμόζουν ενιαίους και ομοιόμορφους κανόνες οργάνωσης για την εκπλήρωση της αποστολής τους.

Δευτεροβάθμια Εκκλησιαστική Εκπαίδευση
-
Ως προς τις σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν με τις ισχύουσες διατάξεις και με εναρμόνιση της εν γένει λειτουργίας τους με αυτή της Δημόσιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

-
Καταργείται η Δ΄ τάξη των Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων και προβλέπεται η δημιουργία μονοετών Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και ρυθμίζονται τα δικαιώματα των αποφοίτων. Η ρύθμιση αυτή γίνεται για να παρέχεται μια άλλη επιλογή στους αποφοίτους των Εκκλησιαστικών Λυκείων, ως προς την επαγγελματική τους κατάρτιση, η οποία θα οδηγεί σε επαγγελματικά δικαιώματα ισότιμα με αυτά που ισχύουν για όλες τις κατηγορίες αποφοίτων των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης.

-
Θεσμοθετούνται οι Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας οι οποίες ουσιαστικά θα αντικαταστήσουν τα ήδη λειτουργούντα Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια. Ετσι εντάσσεται η εκκλησιαστική εκπαίδευση στο ευρύτερο σύστημα της δια βίου μάθησης, καθώς παρέχει τη δυνατότητα σε όσους το επιθυμούν, ανεξαρτήτως ηλικίας, να αποκτήσουν γνώσεις οι οποίες θα τους δώσουν τη δυνατότητα να ενταχθούν στο ανθρώπινο δυναμικό της Εκκλησίας.

-
Ως προς τους μαθητές και το εκπαιδευτικό προσωπικό των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης γινονται ρυθμίσεις ανάλογες με αυτές που ισχύουν στη Δευτεροβάθμια Δημόσια Εκπαίδευση. Δημιουργούνται το Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Το πρώτο είναι αρμόδιο για θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των σχολικών μονάδων, συμπεριλαμβανομένων των θεμάτων των προγραμμάτων σπουδών και των βιβλίων, και το δεύτερο είναι αρμόδιο για υπηρεσιακά και πειθαρχικά θέματα του προσωπικού των σχολικών μονάδων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.

-
Προβλέπεται ότι τα Οικοτροφεία θα λειτουργήσουν ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υπό την ευθύνη της Εκκλησίας. Οι σχετικές ρυθμίσεις αποσκοπούν ώστε τα οικοτροφεία να καταστούν ευέλικτοι φορείς για να μπορούν να εκπληρώνουν την αποστολή τους απρόσκοπτα.

- Ιδρύεται Σχολή Εκκλησιαστικής Διακονίας με στόχο την κατάρτιση και διά βίου επιμόρφωση κληρικών και λαϊκών της Εκκλησίας, οι οποίοι κατέχουν ή θα κατέχουν θέσεις στη διοίκηση της εκκλησίας και ενεργά στο συνολικό ποιμαντικό έργο της. Ρυθμίζονται όλα τα θέματα που είναι αναγκαία για την οργάνωση, διοίκηση και εν γένει λειτουργία της σχολής αυτής.

------------------------------------------

Το Σχέδιο Νόμου

Δομή και λειτουργία της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 1
Διάρθρωση της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης
1. Η Εκκλησιαστική Εκπαίδευση παρέχεται στα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια (Ε.Γ.), στα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια (Ε.Ε.Λ.), στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (Α.Ε.Α.) και στις Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας (Ι.Σ.Δ.Ε.). Οι εκπαιδευτικές αυτές μονάδες είναι παραγωγικές σχολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα και εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
2. Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια και τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια ανήκουν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες στην Ανώτατη Εκπαίδευση, και οι Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας αποτελούν φορείς δια βίου εκπαίδευσης.

Αρθρο 2
Σκοπός της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
Σκοπός της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης είναι η ανάδειξη και κατάρτιση Κληρικών και Λαϊκών Στελεχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και χριστιανικού ήθους.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΝΩΤΑΤΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΑΚΑΔΗΜΙΕΣ
Αρθρο 3
Οργάνωση - αποστολή
1. Οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Βελλάς Ιωαννίνων και Ηρακλείου Κρήτης μετονομάζονται σε Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (Α.Ε.Α.). Οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες καταρτίζουν στελέχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, παρέχουν εκπαίδευση και χορηγούν πτυχία ισότιμα με εκείνα των Ιδρυμάτων του πανεπιστημιακού τομέα της Ανώτατης Εκπαίδευσης όπως αυτή ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2916/2001 (ΦΕΚ 114 Α’).
Η λειτουργία των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αρχίζει από το ακαδημαϊκό έτος 2006-2007.
2. Με Προεδρικά Διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου του άρθρου 6 του νόμου αυτού, μπορεί να ιδρύονται και άλλες, να συγχωνεύονται ή να καταργούνται Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, και να ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα.
3. Στα πλαίσια του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 2 του νόμου αυτού, οι Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες έχουν ως αποστολή:
α) να καταστήσουν τους φοιτητές τους κοινωνούς των αξιών της Ορθόδοξης πίστης και του Χριστιανισμού
β) να παράσχουν στους φοιτητές τους την κατάλληλη αγωγή και τις αναγκαίες γνώσεις, μέσω θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης, σε ανώτατο μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο,
γ) να προβάλλουν και να αξιοποιούν τις ιστορικές πηγές της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης, τα μνημεία και κειμήλια της Ορθοδοξίας και γενικά τους θησαυρούς της πνευματικής δημιουργίας και πολιτιστικής κληρονομιάς της Εκκλησίας της Ελλάδας και της απανταχού Ορθοδοξίας, με σκοπό να υπηρετήσουν την ορθόδοξη Εκκλησία,
δ) να αναπτύξουν στους φοιτητές τους πνεύμα ενότητας, αγάπης, συνεργασίας, το οποίο αυτοί με τη σειρά τους θα μεταλαμπαδεύσουν στους πιστούς της Ορθοδοξίας και σε κάθε άτομο στον κοινωνικό περίγυρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, με βασικό στόχο την ειρηνική και αρμονική συμβίωση τόσο σε εθνικό όσο και οικουμενικό επίπεδο.

Αρθρο 4
Πρόσβαση στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες
1. Πρόσβαση στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες έχουν οι κάτοχοι απολυτηρίου Ενιαίου Λυκείου ή άλλου αντίστοιχου σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σύμφωνα με το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, εφόσον είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ειδικά δε για τα Προγράμματα Ιερατικών Σπουδών γίνονται δεκτοί μόνο άρρενες υποψήφιοι.
2. Για την εισαγωγή στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, κριτήριο επιπλέον των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, αποτελεί η επιτυχής προκαταρτική εξέταση του υποψηφίου η οποία συνίσταται σε προφορική συνέντευξη που δίδεται ενώπιον Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Η Επιτροπή, συνεκτιμώντας σχετική συστατική επιστολή του Επισκόπου του τόπου κατοικίας του υποψηφίου, διαπιστώνει εάν υπάρχει έφεση του υποψηφίου και εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για το ιερατικό λειτούργημα. Μετά το πέρας της εξέτασης, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καταστάσεις αποτελεσμάτων. Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με βάση την κατάσταση και αφού λάβει υπόψιν τις δηλώσεις προτίμησης των υποψηφίων και τη συνολική βαθμολογία στις εξετάσεις συντάσσει την τελική κατάσταση επιτυχόντων –
επιλαχόντων ανά Ακαδημία και Πρόγραμμα Σπουδών.
3. Πρόσβαση στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες, και μόνο στα Προγράμματα Σπουδών που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, έχουν οι κάτοχοι απολυτηρίου Τεχνικών Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων Β’ Κύκλου σε ποσοστό 15% επιπλέον του αριθμού εισακτέων, κατόπιν εξετάσεων το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 2909/2001 (ΦΕΚ 90 Α
’).
4.
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν πρότασης του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, μπορεί να αυξομειώνεται το ποσοστό της προηγούμενης παραγράφου.

Αρθρο 5
Προγράμματα Σπουδών
1. Τα Προγράμματα σπουδών των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι διάρκειας οκτώ ακαδημαϊκών εξαμήνων και η φοίτηση σε αυτά είναι υποχρεωτική.
2. Σε κάθε Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία μπορούν να οργανώνονται και να λειτουργούν περισσότερα του ενός Προγράμματα Σπουδών. Τα Προγράμματα αυτά καλλιεργούν επιστήμες που έχουν σχέση με την Ορθοδοξία. Κάθε Πρόγραμμα χορηγεί ένα ενιαίο πτυχίο, για το οποίο μπορεί να καθορίζονται ειδικεύσεις. Για κάθε πρόγραμμα ορίζεται χωριστός αριθμός εισακτέων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του νόμου αυτού. Στα Προγράμματα μπορεί να προβλέπονται κοινά μαθήματα, όπως και συνδιδασκαλία αυτών, ιδίως κατά τα πρώτα εξάμηνα σπουδών.
3. Σε κάθε Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία ιδρύεται, οργανώνεται και λειτουργεί Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών. Για τις ανάγκες των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ιδρύονται τα ακόλουθα επιπλέον προγράμματα σπουδών: Διοίκησης και Οργάνωσης Εκκλησιαστικών Ιδρυμάτων, Παλαιογραφίας, Διοικητικής Υποστήριξης Ιερών Μητροπόλεων και Ενοριών, Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής, Συντήρησης Εκκλησιαστικών Κειμηλίων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των προγραμμάτων του προηγουμένου εδαφίου και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Με την ίδια διαδικασία μπορεί να αναστέλλεται η λειτουργία ενός Προγράμματος Σπουδών ή να μεταφέρεται η λειτουργία του και να συγχωνεύεται με όμοιο πρόγραμμα σε άλλη Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία ή και να καταργείται. Με την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης ρυθμίζονται ταυτόχρονα και τα φοιτητικά ζητήματα που ανακύπτουν σχετικά με τη φοίτηση, τα υπολειπόμενα εξάμηνα φοίτησης, την κατοχύρωση της βαθμολογίας και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
4. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, εγκρίνεται ο Κανονισμός Λειτουργίας των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών. Ο Κανονισμός Λειτουργίας ρυθμίζει ειδικότερα θέματα εσωτερικής οργάνωσης, δομής και λειτουργίας των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, στα οποία περιλαμβάνονται ιδίως:
α) οι κανόνες λειτουργίας των συλλογικών οργάνων των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.
β) τα καθήκοντα, το έργο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, με εναρμόνιση προς τις πανεπιστημιακές διατάξεις που διέπουν τις αντίστοιχες κατηγορίες προσωπικού (ωράριο, όροι πλήρους και μερικής απασχόλησης, πρόσθετα καθήκοντα, άδειες).
γ) τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των φοιτητών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών (εγγραφή, παρακολούθηση μαθημάτων, βραβεία, συνεργασία με το διδακτικό και λοιπό προσωπικό).
δ) η οργάνωση της ακαδημαϊκής, διοικητικής και οικονομικής λειτουργίας των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών (θερινές διακοπές, αργίες).
ε) ο κανονισμός σπουδών (τρόπος και διαδικασία εξετάσεων, βαθμολογία, τύπος πτυχίων, ορκωμοσία).
στ) η διαδικασία χορήγησης κοινωνικών παροχών προς τους φοιτητές (κοινωνική ασφάλιση, υγειονομική περίθαλψη, στέγη, σίτιση, συγγράμματα).
ζ) οι κανόνες εθιμοτυπίας τελετουργικού χαρακτήρα και δημοσίων σχέσεων.
η) η διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου των μελών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών και τις αρμοδιότητες των οικείων οργάνων.
5. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου και σύμφωνη γνώμη των ενδιαφερομένων πανεπιστημίων, μπορεί να οργανώνονται και λειτουργούν, συγχωνεύονται ή καταργούνται προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε γνωστικά αντικείμενα σχετικά με τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και λειτουργικές ανάγκες της Εκκλησίας της Ελλάδας. Τα προγράμματα αυτά οργανώνονται από τα πανεπιστήμια σε συνεργασία με τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες. Την αρμοδιότητα χορήγησης των μεταπτυχιακών τίτλων έχουν τα πανεπιστήμια.
6. Με αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, μπορεί να ιδρύονται βιβλιοθήκη και εργαστήρια σε κάθε Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία και να ρυθμίζονται τα θέματα οργάνωσης, διοίκησης και εν γένει λειτουργίας αυτών. Με όμοια διαδικασία μπορεί να συγχωνεύονται, μετονομάζονται ή καταργούνται υφιστάμενα εργαστήρια.

Αρθρο 6
Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο
1. Συνιστάται Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου ορίζεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και μπορεί να είναι Ιεράρχης ή Καθηγητής Πανεπιστημίου ή Ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου ή επιστήμονας αναγνωρισμένου κύρους προερχόμενος από το χώρο των επιστημών και των γραμμάτων.
2. Το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρό του και απαρτίζεται από τρεις Καθηγητές Ανωτάτης Εκπαίδευσης που ορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και τρεις εκπροσώπους της Εκκλησίας που ορίζονται δύο από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και ένα από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας Κρήτης. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ένα από τα μέλη του Συμβουλίου ορίζεται ως Αντιπρόεδρος.
3. Το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο για
α) τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών με σκοπό την συνεχή αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης,
β) την αξιολόγηση και την αναθεώρηση, όποτε απαιτείται, της παρεχόμενης εκπαίδευσης, με κριτήριο την ορθόδοξη πίστη και παράδοση
γ) τον καθορισμό κατευθύνσεων επιστημονικής έρευνας για γνωστικά αντικείμενα που ενδιαφέρουν την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ελλάδα.
δ) την διατύπωση θέσεων, απόψεων, εισηγήσεων, προτάσεων και τη λήψη αποφάσεων κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού.
4. Η θητεία των μελών του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου είναι τριετής.
5. Ειδικότερα θέματα σχετικά με τη λειτουργία και την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από εισήγηση του Συμβουλίου αυτού.

Αρθρο 7
Όργανα Διοίκησης των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών
1. Όργανα Διοίκησης των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, ο Διευθυντής Σπουδών και το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο.
2. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και ο Διευθυντής Σπουδών είναι Καθηγητές ή Αναπληρωτές Καθηγητές της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Δεν μπορεί το ίδιο πρόσωπο να κατέχει ταυτόχρονα τη θέση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και του Διευθυντή Σπουδών.
α) Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ορίζεται από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο. Αν ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ελλείπει ή παραιτείται, το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο ορίζει για το υπόλοιπο της θητείας νέο Πρόεδρο εντός δέκα ημερών από τη σχετική διαπίστωση ή από την παραίτηση. Δεν μπορεί να οριστεί το ίδιο πρόσωπο στη θέση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου περισσότερες από δυο φορές.
β) Ο Διευθυντής Σπουδών εκλέγεται από το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο σε ειδική συνεδρίαση, την οποία συγκαλεί ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη του τελευταίου ακαδημαϊκού έτους της θητείας του. Αν ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου δεν συγκαλέσει εμπροθέσμως το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, τότε την ειδική αυτή συνεδρίαση συγκαλεί ο Πρόεδρος του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Αν ο Διευθυντής Σπουδών ελλείπει ή παραιτείται, η ειδική αυτή συνεδρίαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου συγκαλείται από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου εντός δέκα ημερών από τη σχετική διαπίστωση ή από την παραίτηση. Στην περίπτωση αυτή ο Διευθυντής Σπουδών εκλέγεται για το υπόλοιπο της θητείας. Δεν μπορεί να εκλεγεί το ίδιο πρόσωπο στη θέση του Διευθυντή Σπουδών περισσότερες από δυο φορές.
3. Η θητεία του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και του Διευθυντή Σπουδών είναι τριετής και αρχίζει από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος από τον ορισμό ή την εκλογή του.
4. Ο ορισμός του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και η εκλογή του Διευθυντή Σπουδών υποβάλλονται από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60 ημερών, προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και στη συνέχεια εκδίδει τις σχετικές διαπιστωτικές πράξεις διορισμού που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
5. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες και όσες άλλες προβλέπονται από επιμέρους διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας:
α) διευθύνει την Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία και την εκπροσωπεί δικαστικώς και εξωδίκως, επιβλέπει την τήρηση των νόμων και του Κανονισμού λειτουργίας της και μεριμνά για την καλή συνεργασία διδασκόντων και φοιτητών.
β) συγκαλεί το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, καταρτίζει την ημερήσια διάταξη, προεδρεύει των εργασιών του και μεριμνά για την εφαρμογή των αποφάσεών του.
γ) χορηγεί τις κάθε είδους άδειες στο προσωπικό της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.
δ) εισηγείται θέματα προς εξέταση στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του.
ε) εισηγείται στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο τον προϋπολογισμό και συντάσσει τον απολογισμό της Ακαδημίας, είναι διατάκτης των δαπανών της εντός των πιστώσεων του προϋπολογισμού και έχει την ευθύνη για τη διοίκηση και διαχείριση της κινητής και ακίνητης περιουσίας της.
στ) προκηρύσσει τις θέσεις του Διδακτικού Προσωπικού όλων των κατηγοριών της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.
ζ) υπογράφει τους τίτλους, τα πιστοποιητικά και τις βεβαιώσεις σπουδών. Ειδικώς το πτυχίο των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών υπογράφεται και από τον Πρόεδρο του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου.
η) κατευθύνει και συντονίζει το έργο της Γραμματείας και είναι υπεύθυνος για την τήρηση των βιβλίων και των αρχείων της Ακαδημίας.
6. Τον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, ελλείποντα, απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρώνει προσωρινά ο Διευθυντής Σπουδών του προγράμματος Ιερατικών Σπουδών.
7. Ο Διευθυντής Σπουδών συντονίζει το διδακτικό έργο του προγράμματος σπουδών και εισηγείται στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο κάθε θέμα χρήσιμο για την απρόσκοπτη λειτουργία του προγράμματος. Αν στην ίδια Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία οργανωθούν και λειτουργήσουν περισσότερα του ενός προγράμματα σπουδών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου αυτού, το οικείο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο εκλέγει τον Διευθυντή Σπουδών του αντίστοιχου προγράμματος.
8. Το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο αποτελείται από το σύνολο των μελών του Διδακτικού Προσωπικού και ασκεί τις ακόλουθες αρμοδιότητες και όσες άλλες προβλέπονται από επί μέρους διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας:
α) καταρτίζει ή και αναθεωρεί το πρόγραμμα σπουδών και το υποβάλλει στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο.
β) εκλέγει το Ειδικό και Εργαστηριακό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών και συμμετέχει στην διαδικασία εκλογής του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών κατά τις διατάξεις του άρθρου 11 του νόμου αυτού.
γ) υποβάλλει στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο προτάσεις για την πρόσκληση επισκεπτών καθηγητών.
δ) επιλαμβάνεται κάθε σπουδαστικού θέματος, όπως εγγραφών, μετεγγραφών, φοίτησης, σπουδαστικής μέριμνας και πειθαρχικών κυρώσεων κατά φοιτητών.
ε) υποβάλλει προτάσεις για τη σύσταση των αναγκαίων θέσεων προσωπικού καθώς και την ίδρυση, κατάργηση ή μετονομασία εργαστηρίων και λοιπών μονάδων.
στ) εκλέγει μεταξύ των μελών του τον Διευθυντή Σπουδών κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού.
9. Τη διοικητική υποστήριξη κάθε Εκκλησιαστικής Ακαδημίας εξασφαλίζει η Γραμματεία της. Η Γραμματεία είναι οργανική διοικητική μονάδα σε επίπεδο Διεύθυνσης και αυτής προΐσταται ο Γραμματέας της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Ο Γραμματέας της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, παρίσταται στις Συνεδριάσεις του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.
10. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου με απόφασή του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να μεταβιβάζει στον Γραμματέα το δικαίωμα να υπογράφει «με εντολή Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου»
αποφάσεις, έγγραφα, εντάλματα μέχρι του ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ, εντολές ή πράξεις που εκδίδονται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Αρθρο 8
Προσωπικό Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών

1. Το προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών διακρίνεται σε τακτικό και έκτακτο. Το τακτικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες και διορίζεται με σχέση δημοσίου δικαίου σε κενές οργανικές θέσεις.
2. Στο τακτικό προσωπικό ανήκουν:
α) το Διδακτικό Προσωπικό
β) το Ειδικό Διδακτικό και Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό
γ) το Διοικητικό Προσωπικό.
3. Στο έκτακτο προσωπικό ανήκουν:
α) οι Επισκέπτες Καθηγητές και
β) οι Ειδικοί Επιστήμονες.
4. Το προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, εκτός από τα ειδικά τυπικά προσόντα, που ορίζονται αναλόγως της κατηγορίας, της βαθμίδας ή του κλάδου που διορίζεται, πρέπει να έχει τα γενικά προσόντα που ορίζονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα και τα άρθρα 7 και 8 του Κανονισμού 5/1978 (ΦΕΚ Α΄ 48).
5. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου:
α) ιδρύονται, καταργούνται, συγχωνεύονται ή μετονομάζονται κλάδοι ή ειδικότητες του προσωπικού κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και
β) συνιστώνται, καταργούνται, συγχωνεύονται, μεταφέρονται ή ανακατανέμονται οι θέσεις προσωπικού κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, ορίζονται τα προσόντα διορισμού κατά κατηγορία, κλάδο ή ειδικότητα και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
6. Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται το αργότερο μέχρι το Μάρτιο κάθε έτους, μετά από αιτιολογημένη γνώμη του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, ορίζονται οι θέσεις προσωπικού, ανά κατηγορία, κλάδο ή ειδικότητα, σε κάθε Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, που μπορούν να πληρωθούν μέσα στο έτος.

Αρθρο 9
Διδακτικό Προσωπικό
1. Το Διδακτικό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αποτελείται από Καθηγητές, Αναπληρωτές Καθηγητές, Επίκουρους Καθηγητές και Λέκτορες. Οι θέσεις των μελών του διδακτικού προσωπικού είναι ενιαίες.
2. Τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι δημόσιοι λειτουργοί. Τα μέλη έχουν την υποχρέωση να παρέχουν διδακτικό, ερευνητικό - επιστημονικό και διοικητικό έργο, σύμφωνα με τον νόμο αυτόν.
α) Οι Καθηγητές και οι Αναπληρωτές Καθηγητές εκλέγονται ως μόνιμοι, οι Επίκουροι Καθηγητές και οι Λέκτορες με τριετή θητεία.
β) Οι Λέκτορες μετά την συμπλήρωση τριών ετών στη βαθμίδα αυτή και πριν από τη συμπλήρωση επτά ετών, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή, η κρίση για την οποία γίνεται με ανοικτές διαδικασίες, μέχρι δύο φορές υπό τις εξής προϋποθέσεις: Αν κατά την πρώτη κρίση εκλεγεί άλλος υποψήφιος λήγει αυτοδικαίως η θητεία τους, ενώ αν η κρίση αποβεί άγονη παραμένουν στη θέση τους και δικαιούνται μέσα στον υπόλοιπο χρόνο μέχρι τη συμπλήρωση των επτά ετών από τον αρχικό διορισμό τους να ζητήσουν για δεύτερη φορά την προκήρυξη της θέσης στη βαθμίδα του Επίκουρου Καθηγητή. Αν και κατά τη δεύτερη κρίση η διαδικασία αποβεί άγονη ή εκλεγεί άλλος υποψήφιος, λήγει αυτοδικαίως η θητεία τους.
γ) Οι Επίκουροι Καθηγητές, μετά από τη συμπλήρωση τριών ετών παραμονής στη βαθμίδα αυτή, έχουν δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση για μονιμοποίηση στη βαθμίδα αυτή το αργότερο μέσα σε δύο μήνες από τη συμπλήρωση της τριετίας. Αν δεν υποβάλλουν αίτηση ή δεν μονιμοποιηθούν λήγει αυτοδικαίως η θητεία τους. Εαν υπάρξει θετική κρίση μονιμοποιούνται στη βαθμίδα αυτή και στη συνέχεια έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή μέχρι δύο φορές που θα απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον τρία έτη. Εαν η δεύτερη κρίση για εξέλιξη είναι αρνητική λήγει η θητεία τους και μπορούν να ζητήσουν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία της διεξαγωγής της κρίσης αυτής, με αίτησή τους, τη μετάταξή τους με βαθμό Α’
σε κενή οργανική θέση της δημόσιας εκπαίδευσης, κατά προτεραιότητα της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ή του Δημοσίου ή των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, στην οποία διορίζονται κατά προτεραιότητα.
δ) Οι Αναπληρωτές Καθηγητές, μετά από τη συμπλήρωση τριών ετών στη βαθμίδα αυτή, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν την προκήρυξη της θέσης τους στη βαθμίδα του Καθηγητή μέχρι δύο φορές, που θα απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον τρία έτη.
3. Το Διδακτικό Προσωπικό, ανάλογα με το καθεστώς απασχόλησης, εντάσσεται στις κατηγορίες
α) της πλήρους απασχόλησης και
β) της μερικής απασχόλησης.

Αρθρο 10
Προσόντα διορισμού διδακτικού προσωπικού
1. Για εκλογή σε θέση διδακτικού προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αναγκαία προϋπόθεση είναι η κατοχή διδακτορικού διπλώματος σχετικού με το γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης. Για τη διαπίστωση της συνάφειας του αντικειμένου της διδακτορικής διατριβής ή του όλου ερευνητικού ή επιστημονικού εν γένει έργου των υποψηφίων με το γνωστικό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης, αποφαίνεται το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο μετά από γνώμη του οικείου Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, η οποία διατυπώνεται μετά από εισήγηση Τριμελούς Επιτροπής που συγκροτείται με απόφασή του από μέλη του ίδιου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας ή, εφόσον δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των λοιπών Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, ή, εφόσον και στην περίπτωση αυτή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης, κατά προτεραιότητα των βαθμίδων Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή. Με την απόφαση ορισμού της Τριμελούς Επιτροπής ορίζεται και ο Πρόεδρός της.
2. Η προϋπόθεση κατοχής διδακτορικού διπλώματος δεν ισχύει κατ’
εξαίρεση, για γνωστικά αντικείμενα εξαιρετικής και αδιαμφισβήτητης ιδιαιτερότητας, για τα οποία δεν είναι δυνατή ή συνήθης η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, καθορίζονται τα προσόντα και οι προϋποθέσεις εκλογής ή εξέλιξης, που μπορούν να υποκαθιστούν το διδακτορικό δίπλωμα.
3. α) Για εκλογή σε θέση Λέκτορα απαιτούνται και:
αα. Τουλάχιστον διετής εκπαιδευτική εμπειρία σε ελληνικό Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης ή ομοταγές του εξωτερικού ή τετραετής εκπαιδευτική πείρα σε Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές της ημεδαπής ή αναγνωρισμένες της αλλοδαπής ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή πενταετές ποιμαντικό έργο και πιστοποιημένη παιδαγωγική επάρκεια ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ. Δύο τουλάχιστο πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, εκτός από τη διδακτορική διατριβή, είτε αυτοδύναμα είτε σε συνεργασία με άλλους, που να προάγουν την επιστήμη στο αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο ή, διαζευκτικώς, μία τουλάχιστον δημοσίευση της ίδιας ποιότητας και ετήσια τουλάχιστον αυτοδύναμη διδασκαλία σε ελληνικό Ίδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης ή ομοταγές του εξωτερικού, συμπληρωμένη κατά το χρόνο της κρίσης. Για την εκλογή θα συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό έργο του υποψηφίου τον καθιστά ικανό για αυτοδύναμη διδασκαλία και παρέχει προοπτικές για παραπέρα εξέλιξή του.
β) Για εκλογή ή εξέλιξη σε θέση Επίκουρου Καθηγητή απαιτούνται:
αα. Τουλάχιστον δύο χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας, μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης ή τουλάχιστον δύο χρόνια εργασίας σε αναγνωρισμένα ερευνητικά κέντρα της χώρας ή της αλλοδαπής ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ. Πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά είτε αυτοδύναμες είτε σε συνεργασία με άλλους επιστήμονες ή πρωτότυπη επιστημονική μονογραφία, πέραν από τη διδακτορική διατριβή ή συνδυασμός των παραπάνω. Για την εκλογή θα συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό έργο του υποψηφίου θεμελιώνει προοπτικές ακαδημαϊκής εξέλιξής του, ενώ για την εξέλιξή του θα πρέπει ικανό μέρος του επιστημονικού ή συγγραφικού έργου να έχει εκπονηθεί στη βαθμίδα αυτή.
γ) Για εκλογή ή εξέλιξη σε θέση Αναπληρωτή Καθηγητή απαιτούνται:
αα. Τουλάχιστον τέσσερα χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας, μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης ή τουλάχιστον τέσσερα χρόνια εργασίας σε αναγνωρισμένα ερευνητικά κέντρα της χώρας ή της αλλοδαπής ή αναγνωρισμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ. Πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά, από τις οποίες ένας αριθμός πρέπει να είναι αυτοδύναμες ή πρωτότυπες επιστημονικές μονογραφίες. Για την εκλογή συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό έργο του υποψηφίου έχει συμβάλει στην πρόοδο της επιστήμης και αναγνωρίζεται από άλλους ερευνητές, ενώ για την εξέλιξη θα πρέπει ικανό μέρος του επιστημονικού ή συγγραφικού έργου να έχει εκπονηθεί στη βαθμίδα αυτή.
δ) Για εκλογή ή εξέλιξη σε θέση Καθηγητή απαιτούνται:
αα. Τουλάχιστο έξι χρόνια αυτοδύναμης διδασκαλίας, μετά την απόκτηση του διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της προκηρυσσόμενης θέσης, με τεκμηριωμένη συμβολή στη διαμόρφωση και διδασκαλία της ύλης δύο τουλάχιστον μαθημάτων ή τουλάχιστον έξι χρόνια διδακτικού έργου σε Θεολογικές Σχολές της χώρας ή της αλλοδαπής, με τεκμηριωμένη συμβολή στην εμβάθυνση και θεολογικών ζητημάτων ή εκτεταμένο επαγγελματικό έργο σε σχετικό επιστημονικό πεδίο ή συνδυασμός των παραπάνω.
ββ. Πρωτότυπες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά από τις οποίες ένας αριθμός πρέπει να είναι αυτοδύναμες ή πρωτότυπες επιστημονικές μονογραφίες. Για την εκλογή του θα συνεκτιμάται κατά πόσο το συνολικό επιστημονικό έργο του υποψηφίου έχει αναγνωριστεί διεθνώς για την συμβολή του στην πρόοδο της επιστήμης.
4. Εαν το ερευνητικό και το γενικότερο επιστημονικό έργο ενός υποψηφίου είναι υψηλής στάθμης και διεθνώς αναγνωρισμένο ή ο υποψήφιος είναι ή διατέλεσε Καθηγητής Πανεπιστημίου της ημεδαπής ή ομοταγούς Σχολής του εξωτερικού, επιτρέπεται κατ’
εξαίρεση η εκλογή ή εξέλιξη κατά τις προηγούμενες παραγράφους, χωρίς τον περιορισμό του απαιτούμενου ελάχιστου χρόνου διδασκαλίας ή εκπαιδευτικής πείρας μετά από αιτιολογημένη πρόταση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και ανεξαρτήτως χρόνου απόκτησης των προσόντων, εφόσον λαμβάνεται ειδική απόφαση με πλειοψηφία τουλάχιστον πέντε μελών του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, ως προς τη συνδρομή των ανωτέρω εξαιρετικών προϋποθέσεων.
5. Στοιχεία τα οποία συνεκτιμώνται ιδιαίτερα κατά την κρίση για την κατάληψη θέσεως διδακτικού προσωπικού είναι το χριστιανικό και δημοκρατικό ήθος, η προσωπικότητα του υποψηφίου και η κοινωνική του προσφορά.

Αρθρο 11
Διαδικασία πλήρωσης θέσεων διδακτικού προσωπικού

1. Η πλήρωση κενών θέσεων διδακτικού προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών γίνεται με προκήρυξη, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η προκήρυξη γίνεται με απόφαση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ακαδημίας. Στην προκήρυξη αναφέρεται η βαθμίδα και το γνωστικό αντικείμενο της υπό πλήρωση θέσης. Η προκήρυξη μπορεί να αναφέρεται μόνο σε μία βαθμίδα ή σε συνδυασμό βαθμίδων είτε Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή είτε Επίκουρου Καθηγητή και Λέκτορα.
3. Ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ακαδημίας μέσα σε δέκα ημέρες από τη γνωστοποίηση του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, ανακοινώνει στον ημερήσιο τύπο, σε δύο εφημερίδες των Αθηνών και από μία στις πόλεις όπου εδρεύει Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, περίληψη της προκύρηξη της προκήρυξης με τον αριθμό του ΦΕΚ και την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας υποβολής υποψηφιοτήτων. Η προκήρυξη καταχωρείται στο Διαδίκτυο, στην ιστοσελίδα της οικείας Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, καθώς και στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων ορίζεται σε τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επομένη της ημερομηνίας της τελευταίας δημοσίευσης στον τύπο. Μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών υποβάλλονται στην οικεία Ακαδημία οι αιτήσεις των υποψηφίων μαζί με τα αναγκαία για την κρίση δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων το βιογραφικό σημείωμα, αντίγραφο των τίτλων σπουδών (προπτυχιακών και μεταπτυχιακών) των υποψηφίων, αναλυτικό υπόμνημα για τα υποβαλλόμενα πρωτότυπα επιστημονικά δημοσιεύματα, σε έξι αντίγραφα, καθώς και δύο αντίγραφα των πρωτότυπων επιστημονικών δημοσιευμάτων.
4. Για την αξιολόγηση των υποψηφίων για τις προκηρυχθείσες θέσεις του διδακτικού προσωπικού αποφαίνεται το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση Τριμελούς Επιτροπής που συγκροτείται με απόφασή του από μέλη του ίδιου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου της οικείας Ακαδημίας ή, εφόσον δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των λοιπών Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, ή, εφόσον και στην περίπτωση αυτή δεν επαρκούν, από μέλη του διδακτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης, κατά προτεραιότητα των βαθμίδων Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή. Με την απόφαση ορισμού της Τριμελούς Επιτροπής ορίζεται και ο Πρόεδρός της.
5. Η Τριμελής Εισηγητική Επιτροπή μέσα σε προθεσμία σαράντα ημερών από τον ορισμό της, υποβάλλει στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο ειδικά αιτιολογημένη έκθεση που περιλαμβάνει:
α) αναλυτική παρουσίαση και αξιολόγηση του έργου και της προσωπικότητας των υποψηφίων και κρίση για την προσφορά τους στην πρόοδο της επιστήμης,
β) γνώμη για τον βαθμό ανταπόκρισης των υποψηφίων στα απαιτούμενα νόμιμα προσόντα και
γ) αξιολογική κατάταξη των υποψηφίων.
6. Αν μέσα στην οριζόμενη προθεσμία δεν κατατεθεί η σχετική έκθεση, το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει για τη διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων και επιλέγει τον επικρατέστερο με ειδική, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση. Το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο συνέρχεται σε ειδική προς τούτο συνεδρίαση η οποία, εάν δεν επιτευχθεί απαρτία, επαναλαμβάνεται υποχρεωτικώς εντός δεκαπέντε ημερών.
7. Η απόφαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου με τα σχετικά πρακτικά, διαβιβάζονται στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο, το οποίο ελέγχει τη νομιμότητα της διαδικασίας και μετά διαβιβάζει την απόφαση του και τα σχετικά έγγραφα στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος αφού προβεί εκ νέου σε έλεγχο νομιμότητας εκδίδει τη σχετική πράξη του διορισμού, η οποία και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αν διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας στην όλη διαδικασία εκλογής, η απόφαση αναπέμπεται στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο ή τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, αναλόγως του σταδίου της διαδικασίας.
8. Όσοι διορίζονται σε θέση διδακτικού προσωπικού, οφείλουν μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης διορισμού να αναλάβουν τα καθήκοντά τους. Η σχετική με την ανάληψη των καθηκόντων πράξη εκδίδεται από τον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής θεωρείται ότι οι παραπάνω δεν έχουν αποδεχτεί τον διορισμό τους, οπότε και ανακαλείται η σχετική απόφαση διορισμού. Μετά τη δημοσίευση της ανάκλησης, η υπόθεση επαναφέρεται στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο, εφόσον υπάρχουν υποψήφιοι που είχαν λάβει μέρος στη σχετική διαδικασία εκλογής και είχαν τα νόμιμα προσόντα. Εαν ανακληθεί ο διορισμός, η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς να απαιτείται νέα έγκριση ή πίστωση για πλήρωση της θέσεως.
9. Θέσεις του διδακτικού προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, που κενώνονται για οποιαδήποτε αιτία, προκηρύσσονται, εκτός προγραμματισμού, σε οποιαδήποτε βαθμίδα και χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έγκριση.
10. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα, που τυχόν ανακύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

Αρθρο 12
Πειθαρχικές Διατάξεις
1. Τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών παύονται εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή σοβαρού πειθαρχικού παραπτώματος, ύστερα από απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου αυτού.
2. α. Πειθαρχικά παραπτώματα μελών του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι:
αα) η παράβαση των νομίμων υποχρεώσεων τους,
ββ) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων του συνεχώς ή διακεκομμένα,
γγ) η επίδειξη διαγωγής που δεν αρμόζει στην αξιοπρέπεια του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, ή προσβάλλει την χριστιανική ορθόδοξη πίστη και ήθος,
δδ) η ανακριβής ή μη πλήρης χρήση του καθηγητικού τίτλου των μελών του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών από τα ίδια τα μέλη,
εε) η κατά τη διάρκεια του διδακτικού έτους υπαίτια απουσία μέλους του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών πάνω από τριάντα εργάσιμες ημέρες χωρίς άδεια.
στστ) η παράβαση των ασυμβιβάστων που αφορούν στο Διδακτικό Προσωπικό.
β. Πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σε μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι:
αα) έγγραφη επίπληξη,
ββ) πρόστιμο, το οποίο δεν μπορεί να είναι κατώτερο του ενός δεκάτου ούτε ανώτερο ολοκλήρου του μηνιαίου μισθού,
γγ) προσωρινή παύση διάρκειας ενός μηνός μέχρις ενός έτους,
δδ) οριστική παύση.
Οι ανωτέρω πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται ανάλογα με τη σοβαρότητα του παραπτώματος. Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται σε ιδιαιτέρως σοβαρές περιπτώσεις, όπως η παράβαση των ασυμβιβάστων που ορίζει η κείμενη νομοθεσία, ή εφόσον διαπιστώνεται έλλειψη συνείδησης των βασικών υποχρεώσεων του μέλους του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ή η τέλεση πράξεων που πλήττουν σοβαρά το κύρος του σώματος των Ακαδημαϊκών δασκάλων. Οι ανωτέρω ποινές επιβάλλονται μετά από προηγουμένη έγγραφη απολογία. Η οριστική παύση ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
3. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν αναφοράς και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση από τον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ή τον Διευθυντή Σπουδών της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας ή το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο. Ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μπορεί να ασκήσει πειθαρχική δίωξη, μετά από γνώμη του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Η πειθαρχική ποινή επιβάλλεται από το Πειθαρχικό Συμβούλιο εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι μηνών από την παραπομπή της υπόθεσης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται πενταμελής ως εξής:
α) ένας Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας
β) ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
γ) ένας Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
οι οποίοι εαν ελλείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται, αναπληρούνται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους.
δ) ο Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και εαν κωλύεται αναπληρώνεται από το Διευθυντή Σπουδών της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.
ε) ένας Πρόεδρος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου από άλλη Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία, οριζόμενος με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Πρόεδρος του Συμβουλίου είναι ο αρχαιότερος εκ των αντιπροέδρων του Συμβουλίου Επικρατείας και του Αρείου Πάγου που μετέχουν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Χρέη γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Συμβουλίου Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του.
4. Στα μέλη και το γραμματέα του Πειθαρχικού Συμβουλίου καταβάλλεται αμοιβή κατά συνεδρίαση, το ύψος της οποίας ορίζεται με τη διαδικασία της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν.3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α
’).
5.
Η παράλειψη άσκησης πειθαρχικής δίωξης από τα αρμόδια όργανα της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
6. Η πειθαρχική δίωξη δεν αναστέλλεται από την άσκηση ποινικής δίωξης, εκτός εάν το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά. Σε αυτήν την περίπτωση το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να απέχει ο εγκαλούμενος από την άσκηση των καθηκόντων του. Το μέλος Διδακτικού Προσωπικού υποχρεούται να απέχει από την άσκηση των καθηκόντων του εάν εκδοθεί κατ’ αυτού αμετάκλητο παραπεμπτικό βούλευμα για κακούργημα ή πλημμέλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 37 παρ. 1 περ. ε του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 (ΦΕΚ 252 Α’)
ή ένταλμα προσωρινής κράτησης και του καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Η αποχή από την άσκηση των καθηκόντων παύει είτε με απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είτε με αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου είτε με βούλευμα με το οποίο αποφασίζεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να αποδοθεί στο μέλος Διδακτικού Προσωπικού, το υπόλοιπο ήμισυ των αποδοχών του ή μέρος αυτού, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από τότε που τελέσθηκαν, εκτός εάν αποτελούν και αξιόποινες πράξεις, οπότε παραγράφονται, με τη συμπλήρωση των χρονικών ορίων παραγραφής που ορίζει ο Ποινικός Κώδικας.
7. Οι λεπτομέρειες της πειθαρχικής διαδικασίας για τα μέλη του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών προβλέπονται στον Κανονισμό Λειτουργίας τους.

Αρθρο 13
Ειδικό Διδακτικό και Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό
1. Το Ειδικό Διδακτικό και Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών επιτελεί ειδικό ή και εργαστηριακό διδακτικό έργο και διακρίνεται:
α) Στο Ειδικό Διδακτικό Προσωπικό (Ε.ΔΙ.Π.), τα μέλη του οποίου επιτελούν ειδικό διδακτικό έργο, που συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στη θεωρητική διδασκαλία των αντικειμένων των ξένων γλωσσών, του σχεδίου, των εφαρμοσμένων τεχνών, της μουσικής και της φυσικής αγωγής και
β) Στο Ειδικό Τεχνικό και Εργαστηριακό Προσωπικό (ΕΤΕΠ), τα μέλη του οποίου επιτελούν εργαστηριακό - εφαρμοσμένο διδακτικό έργο, που συνίσταται, κατά κύριο λόγο, στη διεξαγωγή εργαστηριακών και πρακτικών ασκήσεων στα πεδία των επιστημών που καλλιεργούνται από τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες.
2. α) Οι θέσεις ορίζονται χωριστά για το ΕΔΙΠ και το ΕΤΕΠ. Στην προκήρυξη των θέσεων αναφέρονται η ειδικότητα ή ο κλάδος στον οποίο ανήκουν και τα ειδικότερα τυπικά προσόντα διορισμού.
β) Για τις θέσεις του Ε.ΔΙ.Π. απαιτείται:
αα) Πτυχίο Ιδρύματος ή Σχολής Ανώτατης Εκπαίδευσης, σχετικού με το αντικείμενο της διδασκαλίας και
ββ) Συναφές διδακτορικό δίπλωμα ή εάν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με διδακτορικό δίπλωμα, συναφές μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης ή εαν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με συναφές μεταπτυχιακό τίτλο, τριετής τουλάχιστον εκπαιδευτική ή επαγγελματική προϋπηρεσία, σε πεδίο σχετικό με το προς διδασκαλία αντικείμενο.
γ) Για τις θέσεις του Ε.Τ.Ε.Π, απαιτείται πτυχίο Ιδρύματος ή Σχολής Ανωτάτης Εκπαίδευσης των κατηγοριών ΠΕ και ΤΕ ή εαν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με αυτά τα προσόντα, δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης ΙΕΚ ή πτυχίο Β΄ Κύκλου σπουδών τεχνικού επαγγελματικού εκπαιδευτηρίου και τριετής τουλάχιστον εκπαιδευτική ή επαγγελματική προϋπηρεσία, σε πεδίο σχετικό με το εφαρμοσμένο διδακτικό έργο.
3. Η πειθαρχική διαδικασία για τα μέλη του Ειδικού και Εργαστηριακού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών είναι η προβλεπόμενη στα άρθρα 106-147 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως κάθε φορά ισχύουν τα άρθρα αυτά.

Αρθρο 14
Διοικητικό Προσωπικό
1. Το Διοικητικό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αποτελείται από τους διοικητικούς υπαλλήλους, που υπηρετούν στις διοικητικές τους υπηρεσίες και παρέχουν διοικητική και γραμματειακή υποστήριξη στο εν γένει εκπαιδευτικό και διοικητικό έργο της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας.
2. Για το διορισμό, τη βαθμολογική εξέλιξη και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του Διοικητικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, καθώς και για τα θέματα πειθαρχικού δικαίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα και για την μισθολογική εξέλιξη τους οι διατάξεις του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α
’).
3.
Για το Διοικητικό Προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ως υπηρεσιακό και πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης του άρθρου 24 του νόμου αυτού.
4. Με πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, μετά από σχετική εισήγηση του Προέδρου του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Εκκλησιαστικής Ακαδημίας και απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων επιτρέπεται να προσλαμβάνεται Διοικητικό Προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

Αρθρο 15
Έκτακτο Διδακτικό Προσωπικό
1. Για την κάλυψη ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών επιτρέπεται, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, να προσκαλούνται ή να προσλαμβάνονται για ένα ακαδημαϊκό έτος, με δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο ακόμη ακαδημαϊκά έτη ως Επισκέπτες Καθηγητές ή ως Ειδικοί Επιστήμονες, Έλληνες ή αλλοδαποί, που έχουν θέση ή ισοδύναμα προσόντα μέλους του Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών. Τα μέλη του έκτακτου διδακτικού προσωπικού συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου μόνο για θέματα που αφορούν στην κατάρτιση και υλοποίηση των προγραμμάτων σπουδών, για φοιτητικά εν γένει θέματα, καθώς και για θέματα έρευνας.
2. Το έκτακτο διδακτικό προσωπικό προσκαλείται ή προσλαμβάνεται μετά από αιτιολογημένη εισήγηση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου. Η σχετική πρόταση μπορεί να κατατίθεται από ένα μέλος του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου και να υποβάλλεται εγκαίρως στον Πρόεδρο του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ώστε να διανέμεται στα μέλη του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ένα τουλάχιστον μήνα πριν τη συζήτηση της. Η πρόταση πρέπει να περιλαμβάνει αναλυτική έκθεση ως προς το έργο, την ικανότητα και την εν γένει προσφορά του προτεινομένου. Η απόφαση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου υποβάλλεται ως εισήγηση στο Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο.
3. Η αμοιβή του έκτακτου διδακτικού προσωπικού είναι ίση με την αμοιβή του αντίστοιχου προσωπικού του άρθρου 16 του νόμου αυτού.

Αρθρο 16
Αποδοχές Μελών Τακτικού Διδακτικού Προσωπικού

1. Ο Βασικός μηνιαίος μισθός του τακτικού Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών αυτών καθορίζεται με βάση το βασικό μηνιαίο μισθό του Λέκτορα, ο οποίος πολλαπλασιάζεται με τους παρακάτω συντελεστές και στρογγυλοποιείται στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ:
α. Καθηγητής 1,50
β. Αναπληρωτής Καθηγητής 1,30
γ. Επίκουρος Καθηγητής 1,15
δ. Λέκτορας 1,00
ε. Μέλος Ειδικού Διδακτικού και ειδικού Τεχνικού και
Εργαστηριακού Προσωπικού 0,90
Ο βασικός μηνιαίος μισθός του Λέκτορα ορίζεται σε εννιακόσια σαράντα ένα ευρώ (941
€).
2.
Πέρα από το βασικό μισθό της προηγούμενης παραγράφου παρέχονται τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα:
α. Χρόνος υπηρεσίας, με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 2.α. του άρθρου 36 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α
’)
β. Διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης εντός των Α.Ε.Α., οριζόμενο, ως ακολούθως:
αα. Καθηγητής 558

ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 499

γγ. Επίκουρος Καθηγητής 382

δδ. Λέκτορας 264

εε. Μέλος Ειδικού Διδακτικού και Ειδικού
Τεχνικού και Εργαστηριακού Προσωπικού 117

Το ανωτέρω επίδομα, καταβάλλεται στους δικαιούχους και κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής τους άδειας.
γ. Πάγια αποζημίωση για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, και για συμμετοχή σε συνέδρια, οριζόμενη ως ακολούθως:
αα. Καθηγητής 323

ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 264

γγ. Επίκουρος Καθηγητής 176

δδ. Λέκτορας 147

εε. Μέλος Ειδικού Διδακτικού και Ειδικού
Τεχνικού και Εργαστηριακού Προσωπικού 88

δ. Ερευνητικό επίδομα, οριζόμενο, ως ακολούθως:
Για τους κατέχοντες μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών:
αα. Καθηγητής 364

ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 322

γγ. Επίκουρος Καθηγητής 267

δδ. Λέκτορας 178

Για τους μη κατέχοντες μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών:
αα. Καθηγητής 210

ββ. Αναπληρωτής Καθηγητής 210

γγ. Επίκουρος Καθηγητής 170

δδ. Λέκτορας 125

ε. Οικογενειακή παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α
’)
στ. Έξοδα παράστασης στον Πρόεδρο και στο Διευθυντή Σπουδών οριζόμενα, κατά μήνα, ως ακολούθως:
αα. Πρόεδρος Ακαδημαϊκού Συμβουλίου 382

ββ. Διευθυντής Σπουδών 323

ζ. Εορτών και αδείας, χορηγούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α
’).
3. Τα ποσά των περιπτώσεων i των στοιχείων β΄, γ΄ και δ΄ της προηγούμενης παραγράφου αυτής προσαυξάνονται κατά ογδόντα οκτώ ευρώ (88€)
με τη συμπλήρωση είκοσι πέντε ετών υπηρεσίας.
4. Πέραν των παροχών και αποζημιώσεων του άρθρου αυτού δε δικαιολογείται, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος και εφεξής, η χορήγηση άλλων μισθολογικών παροχών, με οποιαδήποτε ονομασία και από οποιαδήποτε πηγή, για τα μέλη Ειδικού Διδακτικού και Ειδικού Τεχνικού και Εργαστηριακού Προσωπικό των Α.Ε.Α.
5. Οι μηνιαίες αποδοχές των μελών Διδακτικού Προσωπικού των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, μερικής απασχόλησης ορίζονται στο ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών και των επιδομάτων αντίστοιχης βαθμίδας πλήρους απασχόλησης με τα ίδια έτη υπηρεσίας. Η οικογενειακή παροχή καταβάλλεται στο ακέραιο.
6. Οι αποδοχές και τα επιδόματα περικόπτονται κατά τις ημέρες της συλλογικής ή ατομικής αποχής από τα καθήκοντά τους (διδακτικά ή εξεταστικά).
7. Για τη χορήγηση των επιδομάτων των στοιχείων β΄, γ΄, και δ΄, της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι προβαίνουν στις ενέργειες και ασκούν τις δραστηριότητες που προβλέπονται για τη χορήγησή τους.
8. Στα μέλη Ε.ΔΙ.Π χορηγείται επίσης, επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου Α.1. του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α
’).
9. Για το λοιπό διδακτικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών ισχύουν οι διατάξεις του Μέρους Α΄ του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α
’).
10.
Θέματα που τυχόν ανακύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων και Οικονομίας & Οικονομικών.
11. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που ελάμβαναν οι δικαιούχοι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψη της από οποιαδήποτε αύξηση των νέων αποδοχών . Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της οικογενειακής παροχής.

Αρθρο 17
Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Φοιτητών και Αποφοίτων των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών

1. Οι φοιτητές των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών δικαιούνται τις παροχές και τις διευκολύνσεις, που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τους φοιτητές των Ιδρυμάτων Ανωτάτης Εκπαίδευσης ιδίως σε ό,τι αφορά τη χορήγηση δωρεάν διδακτικών βιβλίων ή άλλων βοηθημάτων, τις μετακινήσεις, τις υποτροφίες και την ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, προσαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.
2. Η ιδιότητα του φοιτητή αποκτάται με την εγγραφή σε Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία και αποβάλλεται με τη λήψη του πτυχίου ή τη διαγραφή του, λόγω πειθαρχικού παραπτώματος. Οι φοιτητές δικαιούνται να κάνουν χρήση των εγκαταστάσεων και των μέσων, με τα οποία είναι εξοπλισμένη η Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία για την εκπλήρωση του εκπαιδευτικού της έργου.
3. Οι πτυχιούχοι των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, χειροτονούμενοι, κατατάσσονται στην Α΄ μισθολογική κατηγορία Εφημερίων και εξελίσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια της κατηγορίας ΤΕ. Ειδικά οι κάτοχοι πτυχίου του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών μπορούν να εγγραφούν στον κατάλογο των προς Αρχιερατεία εκλόγιμων.
4. Το πτυχίο των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών δεν παρέχει δικαίωμα διορισμού στη Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Δημόσια Εκπαίδευση. Οι απόφοιτοι των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών προσλαμβάνονται αποκλειστικώς στις υπηρεσίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα.

Αρθρο 18
Σύσταση Θέσεων
1. Σε κάθε Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία, συνιστώνται οι ακόλουθες θέσεις προσωπικού:
α) δέκα θέσεις Διδακτικού Προσωπικού
β) δέκα θέσεις Ειδικού Διδακτικού και ειδικού Τεχνικού και Εργαστηριακού Προσωπικού, από τις οποίες πέντε θέσεις Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού και πέντε Ειδικού Τεχνικού και Εργαστηριακού Προσωπικού και
γ) οκτώ θέσεις διοικητικού προσωπικού, από τις οποίες τέσσερις ΠΕ κατηγορίας και τέσσερις ΤΕ κατηγορίας. Η κατανομή σε επιμέρους κλάδους ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου.
2. Για την επικουρία του προέδρου του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου στην άσκηση των καθηκόντων του, συνιστώνται τέσσερις θέσεις ειδικών συμβούλων και δύο θέσεις ειδικών συνεργατών, η πρόσληψη των οποίων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 1558/1985 (ΦΕΚ 137 Α
’).


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ
Αρθρο 19
Εκκλησιαστικά Γυμνάσια
1. Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια εξακολουθούν να διέπονται ως προς την εν γένει οργάνωση και λειτουργία τους από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 69 του ν. 1566/1985 (ΦΕΚ 167 Α
’).
2.
Τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια μπορούν να λειτουργούν μαζί με τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια έχοντας ενιαία διοίκηση, κατά τα οριζόμενα, με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
3. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την ίδρυση, οργάνωση και εν γένει λειτουργία των Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων έχουν εφαρμογή και για τα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια.

Αρθρο 20
Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια και Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης
1. Τα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια διέπονται ως προς την ίδρυση, οργάνωση και εν γένει λειτουργία τους από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2525/1997 (ΦΕΚ 188 Α’), όπως ισχύουν κάθε φορά, και των προεδρικών διαταγμάτων που εκδίδονται κατ’
εξουσιοδότηση της παραγράφου 4 του ιδίου άρθρου. Για την έκδοση των προεδρικών αυτών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων απαιτείται σύμφωνη γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης .
2. Η φοίτηση στα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια ορίζεται σε τρία έτη. Στους αποφοίτους της Γ’
τάξης χορηγείται απολυτήριο ισότιμο με των Ενιαίων Λυκείων, παρέχοντας τους δικαίωμα συμμετοχής στο εκάστοτε ισχύον σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση.
3. Θεσμοθετούνται Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης τα οποία οργανώνονται και λειτουργούν σύμφωνα με τον ν. 2009/1992 (ΦΕΚ 18 Α’)
και τον Κανονισμό Επαγγελματικής Κατάρτισης και Λειτουργίας των Δημοσίων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης. Ο ακριβής αριθμός των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και οι έδρες αυτών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Είναι δυνατόν αντί της ίδρυσης Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, ύστερα από γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού, να οργανώνονται και να λειτουργούν σε Δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ειδικά προγράμματα εκκλησιαστικής κατάρτισης διάρκειας δύο (2) εξαμήνων. Το κόστος λειτουργίας των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης καλύπτεται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
4. Διευθυντές στα Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για την συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει και εκπρόσωπος του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης.
5. Οι σπουδαστές των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης καταβάλλουν εξέταστρα, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για τους σπουδαστές των Δημοσίων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης. Στους αποφοίτους των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης χορηγείται Δίπλωμα Επαγγελματικής Κατάρτισης, το οποίο τους παρέχει τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 8 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α’) και το π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α’). Οι απόφοιτοι των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, χειροτονούμενοι, κατατάσσονται στη Β’
μισθολογική κατηγορία Εφημερίων.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για την συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει και εκπρόσωπος του Οργανισμού Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, ρυθμίζονται τυχόν λεπτομέρειες για τα Εκκλησιαστικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης.

Αρθρο 21
Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας
1. Θεσμοθετούνται Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας. Οι Σχολές αυτές ιδρύονται με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, έχουν δε ως ειδικότερο σκοπό να καταρτίζουν κληρικούς ή υποψηφίους κληρικούς.
2. Στις Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας εφαρμόζονται προγράμματα διετών κύκλων εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και μπορούν να εγγράφονται και να φοιτούν κληρικοί ή και λαϊκοί που έχουν υπερβεί το 18ο έτος της ηλικίας τους, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α. Στον Α΄ κύκλο εγγράφονται και φοιτούν κληρικοί ή και λαϊκοί, απόφοιτοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι απόφοιτοι του Α΄ κύκλου χειροτονούμενοι, κατατάσσονται στην Γ΄ μισθολογική κατηγορία Εφημερίων.
β. Στον Β΄ κύκλο εγγράφονται και φοιτούν κληρικοί ή και λαϊκοί, απόφοιτοι της υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και απόφοιτοι του Α΄ κύκλου εκκλησιαστικής εκπαίδευσης των Ιερατικών Σχολών Δεύτερης Ευκαιρίας. Οι απόφοιτοι του Β΄ κύκλου χειροτονούμενοι, κατατάσσονται στην Β΄ μισθολογική κατηγορία Εφημερίων.
3. Διευθυντές στις Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για την συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει και εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
4. Οι ανάγκες των Ιερατικών Σχολών Δεύτερης Ευκαιρίας σε εκπαιδευτικό προσωπικό καλύπτονται με αποσπάσεις, κατά προτεραιότητα από εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και εφόσον αυτοί δεν επαρκούν από εκπαιδευτικούς της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οι αποσπάσεις διενεργούνται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για την συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο, για την συγκεκριμένη λειτουργία, μετέχει εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων, ρυθμίζονται τυχόν λεπτομέρειες για τις Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας.

Αρθρο 22
Δικαιώματα μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Ιερατικών Σχολών Δεύτερης Ευκαιρίας
Οι μαθητές των σχολικών μονάδων της δευτεροβάθμιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και όσοι φοιτούν στις Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας δικαιούνται τις παροχές και τις διευκολύνσεις, που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης και όσους φοιτούν σε Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας αντιστοίχως, ιδίως σε ό,τι αφορά τη χορήγηση δωρεάν διδακτικών βιβλίων ή άλλων βοηθημάτων, τις μετακινήσεις, και τις υποτροφίες. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Εποπτικού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στο οποίο συμμετέχει κατά περίπτωση και εκπρόσωπος της Γενικής Γραμματείας Εκπαίδευσης Ενηλίκων, προσαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και των Ιερατικών Σχολών Δεύτερης Ευκαιρίας.

Αρθρο 23
Εκπαιδευτικό Προσωπικό

1. Το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατέχει οργανικές θέσεις, που ανήκουν σε κλάδους αντίστοιχους με τους προβλεπόμενους στη Δημόσια Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τους κλάδους, τα τυπικά προσόντα, τα θέματα βαθμολογικής, μισθολογικής και εν γένει υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης, όπως και τα θέματα πειθαρχικού δικαίου του εκπαιδευτικού προσωπικού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εφαρμόζονται αναλόγως και στο εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
2. Οι διορισμοί του εκπαιδευτικού προσωπικού της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης πραγματοποιούνται από πίνακες διοριστέων, που καταρτίζονται ανά κλάδο, μετά από σχετική δημόσια προκήρυξη. Οι πίνακες που καταρτίζονται διακρίνονται σε πίνακες διοριστέων, πίνακες επιτυχόντων και πίνακες απορριπτέων. Οι πίνακες διοριστέων ισχύουν για δύο σχολικά έτη, οι πίνακες επιτυχόντων για τρία σχολικά έτη και ο διορισμός γίνεται ανάλογα με τις υφιστάμενες ανάγκες και τον εγκεκριμένο κάθε φορά προγραμματισμό πλήρωσης των θέσεων.
3. Η αξιολόγηση των υποψηφίων γίνεται από επταμελές ειδικό Συμβούλιο το οποίο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία ορίζεται και ο γραμματέας του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο απαρτίζεται από τρία μέλη που ορίζονται από την Εκκλησία, δύο από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκ των οποίων το ένα Αρχιερέας, ο οποίος και προεδρεύει του Συμβουλίου, και ένα από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης και τέσσερα μέλη που ορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μεταξύ μελών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, Συμβούλων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Σχολικών Συμβούλων και Διευθυντών Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
4. Από τους πίνακες διοριστέων και επιτυχόντων προσλαμβάνονται και οι αναπληρωτές και ωρομίσθιοι καθηγητές για την κάλυψη των αναγκών των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
5. Για το διορισμό μονίμων εκπαιδευτικών και τις προσλήψεις αναπληρωτών εκπαιδευτικών στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία από τους πίνακες διοριστέων και επιτυχόντων απαιτείται και έγκριση της Ιεράς Επιστασίας του Αγίου Όρους, σύμφωνα με την Υ.Α. Φ.7626/6/ΑΣ/1785/1987 (ΦΕΚ 765 Β
’).
6.
Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις διενέργειας της προκήρυξης διορισμού εκπαιδευτικού προσωπικού, τα κριτήρια επιλογής, στα οποία υποχρεωτικώς συμπεριλαμβάνεται ως πρόκριμα και συνέντευξη, καθώς και οι συντελεστές βαρύτητας, η διαδικασία επιλογής και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα.
7. Με Προεδρικά Διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και με προσαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για το εκπαιδευτικό προσωπικό της Δευτεροβάθμιας Δημόσιας Εκπαίδευσης ρυθμίζονται οι μεταθέσεις, αποσπάσεις, μετατάξεις, εκπαιδευτικές άδειες, επιμόρφωση, μετεκπαίδευση και αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και λοιπά θέματα υπηρεσιακής κατάστασης αυτών.
8. Η επιλογή Διευθυντών και Υποδιευθυντών στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης γίνεται από το Συμβούλιο της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού. Για τα προσόντα, τα κριτήρια και τη διαδικασία επιλογής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του εκάστοτε ισχύουν για την επιλογή Διευθυντών και Υποδιευθυντών της Δημόσιας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με την διαδικασία της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού προσαρμόζονται οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας των σχολείων.

Αρθρο 24
Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης
1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, το οποίο αποτελείται από:
α) έναν Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο.
β) έναν Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης.
γ) έναν Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή Σχολικό Σύμβουλο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικότητας ή κλάδου Θεολόγων, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
δ) ένα μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως και Επιμορφώσεως του Εφημεριακού Κλήρου, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
ε) έναν καθηγητή Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
στ) ένα Διευθυντή σχολικής μονάδας της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και
ζ) τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Θρησκευτικής Αγωγής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή το νόμιμο αναπληρωτή του.
2. Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την απόφαση διορισμού ορίζεται και ο γραμματέας του Συμβουλίου, ο οποίος είναι μόνιμος διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατά προτίμηση της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων.
3. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι τριετής.
4. Το Εποπτικό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, κατόπιν ψηφοφορίας μεταξύ των μελών του, είναι αρμόδιο να προτείνει ή να γνωμοδοτεί για θέματα σχολικών μονάδων δευτεροβάθμιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης σχετικά με:
α) την ίδρυση, συγχώνευση, κατάργηση και μεταφορά της έδρας σχολικών μονάδων,
β) την κατάρτιση ή αναθεώρηση των προγραμμάτων σπουδών,
γ) την προκήρυξη και συγγραφή ειδικών βιβλίων για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς,
δ) τις εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση, ποινές, εξετάσεις, διαδικασία αξιολόγησης των μαθητών και την οργάνωση της μαθητικής ζωής εν γένει,
ε) τη μελέτη κάθε εκπαιδευτικού θέματος, το οποίο παραπέμπεται σε αυτό από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και αφορά γενικώς στη λειτουργία της δευτεροβάθμιας εκκλησιαστικής εκπαίδευσης και
στ) κάθε άλλο συναφές θέμα.

Αρθρο 25
Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης
1. Συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, το οποίο αποτελείται από:
α) έναν Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως Πρόεδρο.
β) έναν Αρχιερέα, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από την Ιερά Επαρχιακή Σύνοδο της Εκκλησίας της Κρήτης.
γ) έναν Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, από τους υπηρετούντες στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
δ) έναν Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου ή Σχολικό Σύμβουλο Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικότητας ή κλάδου Θεολόγων, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
ε) τον Διευθυντή της Διεύθυνσης Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Θρησκευτικής Αγωγής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή το νόμιμο αναπληρωτή του, και
στ) δύο αιρετούς εκπροσώπους του Εκπαιδευτικού Προσωπικού της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης κατά προτίμηση με βαθμό Α΄. Όταν συζητείται θέμα διοικητικού προσωπικού, αντί των παραπάνω αιρετών μελών, συμμετέχουν δύο αιρετοί εκπρόσωποι του διοικητικού προσωπικού της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Οι αιρετοί εκπρόσωποι εκλέγονται με ισάριθμους αναπληρωτές, κατά τις κείμενες διατάξεις.
2. Τα μέλη του Συμβουλίου διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Με την απόφαση διορισμού ορίζεται και ο γραμματέας του Συμβουλίου, ο οποίος είναι μόνιμος διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
3. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου είναι διετής.
4. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης έχει γενική αρμοδιότητα επί υπηρεσιακών και πειθαρχικών θεμάτων του εκπαιδευτικού προσωπικού των σχολικών μονάδων της δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, καθώς και του διοικητικού προσωπικού όλων των βαθμίδων της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης. Ειδικότερα το Συμβούλιο είναι αρμόδιο για θέματα σχετικά με:
α) τις μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των εκπαιδευτικών από μία σχολική μονάδα σε άλλη ή κατά περίπτωση σε υπηρεσίες και φορείς, όπου τούτο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
β) τη χορήγηση εκπαιδευτικών αδειών.
γ) τη βαθμολογική και εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση όλου του διοικητικού προσωπικού της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα καθώς και τα θέματα μετατάξεων.
δ) τα θέματα πειθαρχικού δικαίου για το προσωπικό της Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης των πιο πάνω κατηγοριών.
ε) κάθε άλλο θέμα που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΑ –
ΣΧΟΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ
Αρθρο 26
Οικοτροφεία
1. Οι φοιτητές των Προγραμμάτων Ιερατικών Σπουδών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών διαμένουν και σιτίζονται υποχρεωτικώς, σε Οικοτροφεία που λειτουργούν με την ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδας και αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Σε ανάλογα Οικοτροφεία μπορούν να διαμένουν και να σιτίζονται και οι μαθητές των Ιερατικών Σχολών Δεύτερης Ευκαιρίας. Η δαπάνη λειτουργίας των Οικοτροφείων αυτών καλύπτεται με επιχορήγηση από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οικοτροφεία μπορούν να λειτουργούν και στα Ενιαία Εκκλησιαστικά Λύκεια και στα Εκκλησιαστικά Γυμνάσια. Στα Οικοτροφεία αυτά μπορούν να διαμένουν και οι σπουδαστές των Εκκλησιαστικών Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, το δε κόστος λειτουργίας αυτών των Οικοτροφείων καλύπτεται από τον προϋπολογισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος.
2. Το ημερήσιο σιτηρέσιο για κάθε φοιτητή, μαθητή /σπουδαστή οικότροφο ορίζεται και αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. ¶λλα θέματα λειτουργίας των Οικοτροφείων ρυθμίζονται με την ίδια διαδικασία.
3. Το προσωπικό και ο εξοπλισμός των Οικοτροφείων των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, διατίθενται στα Οικοτροφεία του άρθρου αυτού.
4. Με Κανονισμό που εκδίδεται από την Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος ρυθμίζονται τα της λειτουργίας των Οικοτροφείων του άρθρου αυτού.

Αρθρο 27
Σχολή Εκκλησιαστικής Διακονίας
1. Ιδρύεται και λειτουργεί Σχολή Εκκλησιαστικής Διακονίας (Σ.Ε.Δ.), ως υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με έδρα την Αθήνα, σκοπός της οποίας είναι η κατάρτιση και δια βίου επιμόρφωση στελεχών, Κληρικών ή Λαϊκών, της Εκκλησίας της Ελλάδος, Πτυχιούχων Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως.
2. Όργανα της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας είναι η Εφορεία, ο Έφορος και το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο.
3. Η Εφορεία είναι ανώτατο όργανο της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας, το οποίο έχει γενική αρμοδιότητα επί όλων των διοικητικών και εκπαιδευτικών θεμάτων. Συγκροτείται με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος ως Πρόεδρο, τρεις Μητροπολίτες ή άλλους Κληρικούς, εκ των οποίων ο αρχαιότερος αναπληρώνει τον Πρόεδρο όταν αυτός κωλύεται ή απουσιάζει, και τρεις Καθηγητές Ανωτάτης Εκπαίδευσης, εν ενεργεία ή ομοτίμους, εκ των οποίων οι δύο θεολογικών μαθημάτων Θεολογικών Σχολών.
4. Η Εφορεία εκλέγει μεταξύ των μελών της τον Έφορο, ο οποίος διευθύνει τις Διοικητικές Υπηρεσίες της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας και συντονίζει το διδακτικό της έργο, προτείνει στην Εφορεία τον προϋπολογισμό και συντάσσει τον απολογισμό της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας, εκτελεί τις δαπάνες της εντός των πιστώσεων του προϋπολογισμού και έχει την ευθύνη για τη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας της.
5. Ο Πρόεδρος της Εφορείας με απόφαση του, κατόπιν εισήγησης της Εφορείας συγκροτεί επταμελές Ακαδημαϊκό Συμβούλιο από Καθηγητές Πανεπιστημίου εν ενεργεία ή ομότιμους, εκ των οποίων οι τέσσερις εκ των Θεολογικών Σχολών, με προεδρεύοντα τον αρχαιότερο από αυτούς. Ο Έφορος συμμετέχει στο Ακαδημαϊκό Συμβούλιο χωρίς δικαίωμα ψήφου.
6. Το Ακαδημαϊκό Συμβούλιο καταρτίζει τα προγράμματα δια βίου επιμόρφωσης και κατάρτισης, τα οποία κατόπιν εγκρίνονται από την Εφορεία’
αναθέτει και επιμερίζει καθήκοντα στο κάθε είδους εκπαιδευτικό προσωπικό της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας, αποφασίζει επί κάθε εκπαιδευτικού, σπουδαστικού ή πειθαρχικού θέματος σπουδαστών και γενικώς έχει την ευθύνη για κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη λειτουργία της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας.
7. Η θητεία των μελών της Εφορείας και του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου είναι τριετής, οι σχετικές δε υπηρεσίες τους παρέχονται χωρίς αμοιβή. Ο Έφορος μπορεί να λαμβάνει μηνιαία αποζημίωση το ύψος της οποίας ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση της Εφορείας. Η αποζημίωση αυτή καθώς και τα λειτουργικά έξοδα της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Εκκλησίας της Ελλάδος.
8. Οι εκπαιδευτικές και διοικητικές ανάγκες της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας καλύπτονται με αποσπάσεις καθηγητών της δημόσιας εκπαίδευσης και διοικητικών υπαλλήλων φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η απόσπαση ενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση των οργάνων διοίκησης της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας, ή μέχρι τη συγκρότηση και λειτουργίας τους, μετά από πρόταση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Η απόσπαση έχει διάρκεια ένα σχολικό έτος και μπορεί να ανανεώνεται. Στη Σχολή Εκκλησιαστικής Διακονίας μπορούν να προσκαλούνται και να διδάσκουν και εν ενεργεία μέλη του διδακτικού προσωπικού των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης ή ομότιμοι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών της ημεδαπής ή Ορθοδόξων ομοταγών της αλλοδαπής.
9. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται κατόπιν πρότασης των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών, κυρώνεται ο Κανονισμός της Σχολής, που καταρτίζεται από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με τον Κανονισμό ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στα όργανα διοίκησης της Σχολής, στις αρμοδιότητες και στους κανόνες λειτουργίας αυτών, στη διαδικασία κατάρτισης των προγραμμάτων δια βίου επιμόρφωσης και κατάρτισης, στους οικονομικούς πόρους και στη διαχείριση αυτών, στις υποχρεώσεις του προσωπικού, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των σπουδαστών, ιδίως σε ό,τι αφορά την επιλογή-εγγραφή, παρακολούθηση μαθημάτων, διαδικασία εξετάσεων, βαθμολογία, χορηγούμενους τίτλους, στην οργάνωση της λειτουργίας της Σχολής, ιδίως σε ό,τι αφορά αργίες, θερινές διακοπές, στη διαδικασία χορήγησης παροχών, ιδίως σε ό,τι αφορά συγγράμματα και λοιπά βοηθήματα, καθώς και σε κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με την ίδια διαδικασία, μετά από πρόταση των οργάνων της Σχολής μπορούν να αναθεωρούνται διατάξεις του Κανονισμού.
10. Στους σπουδαστές της Σχολής Εκκλησιαστικής Διακονίας που είναι εν ενεργεία δημόσιοι υπάλληλοι ή λειτουργοί, χορηγείται άδεια με αποδοχές, καθ’
όλη τη διάρκεια φοίτησης.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αρθρο 28
Μεταβατικές διατάξεις για τις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες και τις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές
1. Οι σπουδαστές των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, που ολοκληρώνουν επιτυχώς τα μαθήματα του προγράμματος σπουδών το ακαδημαϊκό έτος 2005-2006, κατατάσσονται αυτοδικαίως από την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 2006-2007 στο Πρόγραμμα Ιερατικών Σπουδών της οικείας Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Κατ’
εξαίρεση, οι απόφοιτοι του ακαδημαϊκού έτους 2005-2006 μπορούν, ύστερα από αίτηση - δήλωση να συνεχίσουν τη φοίτηση στο 7ο εξάμηνο σπουδών ή να καταστούν πτυχιούχοι της οικείας Ανώτερης Εκκλησιαστικής Σχολής. Οι φοιτητές του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών διατηρούν την εκπαιδευτική τους κατάσταση σε σχέση με τα υπολειπόμενα εξάμηνα σπουδών και κατοχυρώνουν τα μαθήματα στα οποία έχουν εξεταστεί επιτυχώς, εφόσον περιλαμβάνονται στο νέο πρόγραμμα σπουδών. Οι υπόλοιποι σπουδαστές των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών κατατάσσονται στο οικείο κατά περίπτωση εξάμηνο σπουδών, με απόφαση του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου της οικείας Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Με την ίδια διαδικασία ρυθμίζεται οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει σε σχέση με την εκπαιδευτική κατάσταση των φοιτητών, λόγω οποιασδήποτε αλλαγής του προγράμματος σπουδών
2. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου, καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία εξομοίωσης των πτυχίων των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών με τα πτυχία του Προγράμματος Ιερατικών Σπουδών των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.
3. Όσοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού υπηρετούν ως καθηγητές στις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές κρίνονται, με κλειστή διαδικασία, για ένταξη σε μόνιμες θέσεις Διδακτικού Προσωπικού, ύστερα από αίτησή τους που υποβάλλεται το αργότερο μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου, ως ακολούθως: οι υπηρετούντες στην Α΄ βαθμίδα για θέση Αναπληρωτή Καθηγητή, οι υπηρετούντες στη Β΄ βαθμίδα για θέση Επίκουρου Καθηγητή και οι υπηρετούντες στη Γ΄ βαθμίδα για θέση Λέκτορα. Το γνωστικό αντικείμενο των αντιστοίχων θέσεων καθορίζεται από το Ανώτατο Επιστημονικό Συμβούλιο. Η κρίση γίνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10, αφού ληφθεί υπόψιν το ευδόκιμο της υπηρεσίας τους. Αν η κρίση είναι θετική, ο κρινόμενος εντάσσεται σε μόνιμη θέση Διδακτικού Προσωπικού, στη βαθμίδα για την οποία κρίθηκε. Αν η κρίση είναι αρνητική τότε παραμένουν σε προσωποπαγείς θέσεις και διέπονται από το προηγούμενο νομικό και μισθολογικό καθεστώς. Έχουν δικαίωμα να ζητήσουν μια μόνο νέα κρίση τουλάχιστον δυο χρόνια μετά την πρώτη κρίση.
4. Για τις κρίσεις του άρθρου αυτού συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, και κατόπιν εισήγησης του Ανωτάτου Επιστημονικού Συμβουλίου, ειδικό επταμελές εκλεκτορικό σώμα, στο οποίο μετέχουν τέσσερις Καθηγητές ή Αναπληρωτές Καθηγητές Ιδρυμάτων Ανώτατης Εκπαίδευσης του ιδίου ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου ή, στην περίπτωση που δεν υπάρχουν αυτοί, επιστήμονες της ημεδαπής αντίστοιχων προσόντων και αντίστοιχης ή συγγενούς ειδικότητας προς τη θέση που κατά περίπτωση πρόκειται να μετατραπεί και πληρωθεί, και τρεις ιεράρχες, κάτοχοι διδακτορικών τίτλων. Εάν δεν υπάρχουν ιεράρχες με τα ανωτέρω προσόντα, μπορούν να ορίζονται ως μέλη του εκλεκτορικού σώματος του προηγούμενου εδαφίου και ιεράρχες κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο Πρόεδρος αυτού του εκλεκτορικού σώματος.
5. Για την κατά το άρθρο 7 του νόμου αυτού συγκρότηση και λειτουργία Ακαδημαϊκού Συμβουλίου κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας απαιτείται ο διορισμός σε αυτήν επτά τουλάχιστον μελών διδακτικού προσωπικού, από τα οποία τρία τουλάχιστον στις βαθμίδες του Καθηγητή ή Αναπληρωτή Καθηγητή. Έως ότου διοριστούν τα επτά αυτά μέλη κάθε Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, τις αρμοδιότητες του Ακαδημαϊκού Συμβουλίου ασκεί επταμελής Διοικούσα Επιτροπή. Ο Πρόεδρος και τα μέλη κάθε Διοικούσας Επιτροπής ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Ως μέλη των Διοικουσών Επιτροπών ορίζονται επιστήμονες εγνωσμένου κύρους με θεολογική κατάρτιση και ιεράρχες, κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων.
6. Η περιουσία καθώς και το αρχείο που διαχειρίζονται οι Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Ηρακλείου Κρήτης και Βελλάς Ιωαννίνων περιέρχονται με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2005-2006 αυτοδικαίως στην διαχείριση των αντίστοιχων Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών.
7. Οι υφιστάμενες κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού κενές θέσεις Καθηγητών των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών μετατρέπονται αυτοδικαίως σε ενιαίες θέσεις διδακτικού προσωπικού κατά το άρθρο 9 του νόμου αυτού, επιπλέον των θέσεων του άρθρου 18 του νόμου αυτού.
8. Με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2005-2006 λήγει η θητεία των οργάνων διοίκησης των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών και η λειτουργία του προγράμματος σπουδών των Σχολών αυτών περιέρχεται στα αρμόδια όργανα των Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, τα οποία εφεξής χορηγούν τους τίτλους και τα κάθε είδους πιστοποιητικά και βεβαιώσεις. Με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
9. Οι υφιστάμενες κενές θέσεις διοικητικού προσωπικού των μετονομαζόμενων Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών θεωρούνται οργανικές θέσεις αντιστοίχων κατηγοριών, της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας, επιπλέον των προβλεπομένων θέσεων στο άρθρο 18 του νόμου αυτού. Οι υπηρετούντες διοικητικοί υπάλληλοι των Ανώτερων Εκκλησιαστικών Σχολών κατατάσσονται αυτοδικαίως θέσεις, που κατέχουν, θεωρούμενοι υπάλληλοι της οικείας Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας. Ειδικώς το προσωπικό που απασχολείται στα Οικοτροφεία διατίθεται, έως ότου αποχωρήσει με οποιοδήποτε τρόπο από την υπηρεσία, για τη λειτουργία των Οικοτροφείων του άρθρου 26 του νόμου αυτού.
10. Το διοικητικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκκλησιαστικών Ακαδημιών, μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Υπηρεσιακού Συμβουλίου του άρθρου 25 του νόμου αυτού, εξακολουθεί να υπάγεται στην αρμοδιότητα του υφιστάμενου Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης.
11. Στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού εντάσσονται και οι κάτοχοι απολυτηρίου Δ’
Τάξης Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων που υπάρχουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

Αρθρο 29
Μεταβατικές διατάξεις για τις Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας και τα Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια

1. Η Δ΄ τάξη των Ενιαίων Εκκλησιαστικών Λυκείων καταργείται με τη λήξη του σχολικού έτους 2005-2006. Στους μαθητές που δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές παρέχεται η δυνατότητα συμμετοχής για τελευταία φορά στις επαναληπτικές εξετάσεις Σεπτεμβρίου του έτους 2006.
2. Οι Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας που ιδρύονται κατά το άρθρο 21 του νόμου αυτού, αρχίζουν τη λειτουργία τους από το σχολικό έτος 2006-2007. Το σχολικό έτος 2005-2006 εγγράφονται για τελευταία φορά μαθητές στην πρώτη τάξη των Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων, οι οποίοι από το σχολικό έτος 2006-2007 εντάσσονται στον Α΄ κύκλο σπουδών των Ιερατικών Σχολών Δεύτερης Ευκαιρίας. Τα υφιστάμενα, κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια μετατρέπονται σε Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας από το σχολικό έτος 2006-2007 και διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 21 του νόμου αυτού. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από σύμφωνη γνώμη του Εποπτικού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ρυθμίζονται τυχόν εκκρεμότητες και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια .
3. Οι υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού κενές οργανικές θέσεις εκπαιδευτικού προσωπικού όλων των κλάδων και ειδικοτήτων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης ανακατανέμονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, στις σχολικές μονάδες της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης, όπως αυτές προβλέπονται από τον νόμο αυτό, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας κάθε σχολείου και τον αριθμό μαθητών που φοιτούν σε αυτά. Οι υπηρετούντες στα Μέσα Εκκλησιαστικά Φροντιστήρια εκπαιδευτικοί έχουν το δικαίωμα να αποσπαστούν κατά τη διαδικασία του άρθρου 21 του νόμου αυτού, ή να μετατεθούν σε άλλα εκκλησιαστικά σχολεία, ή να μεταταγούν στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε σχολεία της Διεύθυνσης που έχει την έδρα της στην ίδια πόλη όπου λειτουργεί το Μέσο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο από το οποίο προέρχονται. Οι καθηγητές των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης που αναστέλλουν τη λειτουργία τους, μετατάσσονται υποχρεωτικά σε σχολεία της Διεύθυνσης που έχει την έδρα της στην πόλη όπου λειτουργεί το σχολείο από το οποίο προέρχονται.
4. Μέχρις ότου επιλεγούν οι Διευθυντές στις Ιερατικές Σχολές Δεύτερης Ευκαιρίας κατά το άρθρο 21 του νόμου αυτού, καθήκοντα Διευθυντών στις Σχολές αυτές ανατίθενται από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο Δευτεροβάθμιας Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης σε υπηρετούντες εκπαιδευτικούς κλάδου ΠΕ1 Θεολόγων με δεκαετή τουλάχιστον εκπαιδευτική υπηρεσία κατά προτεραιότητα της Εκκλησιαστικής, άλλως της Δευτεροβάθμιας Δημόσιας Εκπαίδευσης.
5. Η βιβλιοθήκη, το αρχείο και ο εξοπλισμός των Μέσων Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων μετά την μετατροπή τους περιέρχονται στην αντίστοιχη Ιερατική Σχολή Δεύτερης Ευκαιρίας. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής .

Αρθρο 30
Η περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 1951/1991 (ΦΕΚ ..Α’) αντικαθίσταται ως εξής: «Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος μπορεί, με απόφαση της, να ανυψώσει όλους τους Βοηθούς Επισκόπους και Τιτουλάριους σε Τιτουλάριους Μητροπολίτες με τον τίτλο που φέρουν
».

Αρθρο 31
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
1. Ειδικότερα θέματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του νόμου αυτού ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού, μετά από γνώμη του αρμόδιου κατά περίπτωση συλλογικού οργάνου.
2. Όπου από τις διατάξεις του νόμου αυτού απαιτείται γνώμη, σύμφωνη γνώμη ή πρόταση αρμόδιου οργάνου, αυτή θα πρέπει να διατυπωθεί, εφόσον δεν ορίζεται από επιμέρους διατάξεις διαφορετικά, το αργότερο μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος. Σε αντίθετη περίπτωση η πράξη εκδίδεται απ’
ευθείας από το αποφασίζον όργανο.
3. Στον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων εγγράφονται κατ’
έτος οι αναγκαίες πιστώσεις για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας όλων των σχολικών μονάδων της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, οι οποίες κατανέμονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
4. Με Προεδρικό Διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Πολυμελούς Συμβουλίου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής μπορεί να ρυθμίζονται στο πλαίσιο της νομοθεσίας περί Εθνικών Κληροδοτημάτων τα θέματα που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του εκπαιδευτικού γενικώς έργου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής.

Αρθρο 32
Τελικές διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για την Εκκλησιαστική Εκπαίδευση, οι οποίες είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού ή ρυθμίζουν κατά τρόπο διαφορετικό τα ίδια θέματα.
2. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν θίγουν τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που ορίζουν τους απαραίτητους τίτλους σπουδών για το διορισμό κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Αρθρο 33
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

 

 

 

 

 

 



 

 

 

 

 

 

 Επιστροφή  Κορυφή σελίδας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη. Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.

 

 

[Αρχική σελίδα]  [Αγορά Εργασίας]  [Επιχειρηματικότητα]  [Προσλήψεις στο Δημόσιο]  [Εκπαίδευση]  [Σεμινάρια]  [Νομοθεσία]  [Βιβλία]
Διεύθυνση: Λ. Ριανκούρ 73, 11524 Αθήνα, email: info@proslipsis.gr , Τηλ: 6949244434
©  2004-2021  proslipsis.gr, All rights reserved