|
|
|
ΕΠΙΣΤΟΛΗ: Γυναίκες κατά θρησκευτικού δογματισμού (2/10) |
|
Αθήνα 2.10.2005 Το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τα εκκλησιαστικά ιδρύματα παραβιάζει βάναυσα τα δικαιώματα των γυναικών, υποστηρίζουν γυναικείες οργανώσεις και ζητούν την άμεση απόσυρσή του.
Το πλήρες κείμενο της επιστολής που απέστειλαν στην Proslipsis είναι το εξής:
Και ο ορθόδοξος θρησκευτικός δογματισμός απειλεί τα δικαιώματα των γυναικών
Η πολιτεία ενθαρρύνει τη γιγάντωσή του
Όχι στα εκκλησιαστικά πανεπιστήμια
Οι γυναικείες οργανώσεις, κινήσεις και ομάδες που υπογράφουμε το ακόλουθο κείμενο, δηλώνουμε κατηγορηματικά αντίθετες με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και ζητούμε την απόσυρσή του, για τους ακόλουθους λόγους:
1) Αντίθετα με το πάγιο δημοκρατικό αίτημα του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας, με το νομοσχέδιο αυτό επικυρώνεται και ενισχύεται ο εναγκαλισμός τους, εντείνεται η διαπλοκή τους και παγιώνεται η προνομιακή μεταχείριση του Ορθόδοξου δόγματος σε βάρος των άλλων θρησκειών και δογμάτων και φυσικά σε βάρος των μη θρησκευόμενων και άθεων πολιτών. Η συμμόρφωση της πολιτείας στις επιταγές του εκκλησιαστικού κατεστημένου δεν αρμόζει σε σύγχρονο δημοκρατικό και ανεξίθρησκο κράτος, ανοίγει δρόμους στον σκοταδισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό και αποτελεί οπισθοδρόμηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας μας. Λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της αναγέννησης του θρησκευτικού φανατισμού (πρωτίστως χριστιανικού και ισλαμικού) και της συμπόρευσής του με την κρατική εξουσία σε διάφορες περιοχές του πλανήτη με ήδη ορατές συνέπειες για τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των ανθρώπων και κυρίως των γυναικών, ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας καθίσταται περισσότερο από ποτέ απαραίτητος. Συνεπώς η ελληνική κυβέρνηση, κινούμενη στην αντίθετη κατεύθυνση και συμπλέουσα με τις πιο απαρχαιωμένες αντιλήψεις του εκκλησιαστικού κατεστημένου διαπράττει ολέθρια πολιτική επιλογή με άμεσες, αλλά και μακροπρόθεσμες συνέπειες.
2) Δημιουργούνται ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα οποία εξ ορισμού συντάσσονται με τις θέσεις της επίσημης εκκλησίας (ουσιαστικά της εκκλησιαστικής ηγεσίας, αφού αυτή ασκεί τον έλεγχο και έχει την ευθύνη), τις αναπτύσσουν, τις ισχυροποιούν ιδεολογικά, οργανώνουν τη διάχυση και αναπαραγωγή τους στο κοινωνικό σώμα, τόσο άμεσα με την παραγωγή εκκλησιαστικών στελεχών, όσο και έμμεσα με όλες τις δράσεις και πρωτοβουλίες τους ως πανεπιστήμια και τελικά στοχεύουν στην αύξηση της κοινωνικής και πολιτικής επιρροής του εκκλησιαστικού κατεστημένου.
Το γυναικείο κίνημα γνωρίζει ότι στη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας η επίσημη εκκλησία συστηματικά αντιτάχθηκε στα δικαιώματα και στην ισότιμη θέση των γυναικών στην οικογένεια, στην πολιτική και στην κοινωνία, εμμένοντας στον παραδοσιακό ρόλο της γυναίκας ως συζύγου και μητέρας. Η θρησκευτική ορθοδοξία, όπως εκφράζεται από την Εκκλησία της Ελλάδας, αντέδρασε στο σύγχρονο οικογενειακό δίκαιο του 1983, βάσει του οποίου καταργήθηκε η ανδρική αρχηγία στο γάμο και μπορούν τα παιδιά να έχουν και το επώνυμο της μητέρας, με το επιχείρημα ότι έτσι υπονομεύεται η ορθόδοξη ελληνική οικογένεια. Η θρησκευτική ορθοδοξία αντέδρασε στον πολιτικό γάμο, ο οποίος εκτός των άλλων δεν περιλαμβάνει στο τελετουργικό του την μειωτική για τη γυναίκα δήλωση υποταγής στον άνδρα, όπως συμβαίνει στον θρησκευτικό και απείλησε με αφορισμούς όσους τόλμησαν να τον επιλέξουν. Η θρησκευτική ορθοδοξία σθεναρά αντιδρά στο νομοθετικά κατοχυρωμένο δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση και, συχνά συμπορευόμενη με σκοταδιστικούς κύκλους και παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, επιχειρεί την κατάργησή του, κατηγορώντας τις γυναίκες που το άσκησαν ως ενόχους δολοφονίας. Συγχρόνως είναι αντίθετη με την σεξουαλική διαπαιδαγώγηση των εφήβων στα σχολεία και με την ενημέρωσή τους για τους τρόπους αντισύλληψης. Τέλος, πρόσφατα η ηγεσία της εκκλησίας της Ελλάδας διατύπωσε δημόσια απαξιωτικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για τους ομοφυλόφιλους και ομοφυλόφιλες συμπολίτες μας, αρνούμενη κάθε νομική κατοχύρωση της συμβίωσής τους.
Επομένως το γυναικείο κίνημα έχοντας πικρή πείρα από τον σκοταδισμό, τη μισαλλοδοξία και τον σεξισμό που διακρίνει την επίσημη εκκλησία, δεν εμπιστεύεται και τους νέους κορυφαίους ιδεολογικούς της μηχανισμούς, δηλαδή τις υπό κατασκευή εκκλησιαστικές ακαδημίες.
3) Το νομοσχέδιο αυτό παραβιάζει κατάφωρα τη συνταγματική νομιμότητα και συγκεκριμένα το άρθρο 16 του συντάγματος για την ακαδημαϊκή ελευθερία, την ελευθερία της διδασκαλίας και της επιστήμης και την πλήρη αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων και περιορίζει το δικαίωμα εισαγωγής σπουδαστών «εφόσον είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ειδικά δε για τα Προγράμματα Ιερατικών Σπουδών γίνονται δεκτοί μόνο άρρενες υποψήφιοι.»
Το νομοσχέδιο ορίζει ότι οι εκκλησιαστικές ακαδημίες έχουν στόχο «την παροχή εκπαίδευσης και τη διεξαγωγή έρευνας αντιστοίχων με την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και έρευνα, που οδηγούν σε πτυχία ισότιμα με αυτά των Πανεπιστημίων» και ταυτόχρονα χαρακτηρίζει αυτές τις ακαδημίες «ως παραγωγικές σχολές της Ορθόδοξης Εκκλησίας καθώς οι απόφοιτοι τους θα απορροφηθούν από την Ορθόδοξη Εκκλησία» και μεταξύ των άλλων έχουν σαν αποστολή
«α) να καταστήσουν τους φοιτητές τους κοινωνούς των αξιών της Ορθόδοξης πίστης και του Χριστιανισμού
β) να παράσχουν στους φοιτητές τους την κατάλληλη αγωγή και τις αναγκαίες γνώσεις, μέσω θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης, σε ανώτατο μορφωτικό και πνευματικό επίπεδο
γ) να προβάλλουν και να αξιοποιούν τις ιστορικές πηγές της Ορθόδοξης Πίστης και Παράδοσης, τα μνημεία και κειμήλια της Ορθοδοξίας και γενικά τους θησαυρούς της πνευματικής δημιουργίας και πολιτιστικής κληρονομιάς της Εκκλησίας της Ελλάδας και της απανταχού Ορθοδοξίας, με σκοπό να υπηρετήσουν την ορθόδοξη Εκκλησία »
Επιπλέον δεν τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα και δηλώνεται ευθέως ότι κριτήριο για την εισαγωγή του υποψηφίου στις εκκλησιαστικές ακαδημίες «αποτελεί η επιτυχής προκαταρτική εξέταση του υποψηφίου η οποία συνίσταται σε προφορική συνέντευξη που δίδεται ενώπιον Επιτροπής που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του Ανώτατου Επιστημονικού Συμβουλίου. Η Επιτροπή, συνεκτιμώντας σχετική συστατική επιστολή του Επισκόπου του τόπου κατοικίας του υποψηφίου, διαπιστώνει εάν υπάρχει έφεση του υποψηφίου και εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για το ιερατικό λειτούργημα».
Το κριτήριο αυτό του «φρονήματος» και της έγκρισης κατόπιν «ανάκρισης» εκτός από την αντισυνταγματικότητά του, παραπέμπει στην πιο σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της χώρας μας και βεβαίως καθόλου δεν συνάδει με την ακαδημαϊκή ελευθερία και την ελευθερία γνώμης, ακόμη και στα πλαίσια ενός ανελαστικού και με έλλειμμα δημοκρατίας χώρου, όπως η επίσημη εκκλησία
4) Σαφέστατα αντισυνταγματική είναι και η διάταξη περί αποκλεισμού των γυναικών από τα ιερατικά τμήματα., τα οποία θα είναι τα πρώτα που θα λειτουργήσουν και τα πιο σημαντικά, όπως προκύπτει από διάφορες διατάξεις του νομοσχεδίου. Ο αποκλεισμός των γυναικών από την ιεροσύνη είναι ένας δογματικός αποκλεισμός, διάφορα χριστιανικά δόγματα μέσα και από την ανάπτυξη μιας φεμινιστικής θεολογίας τον έχουν απορρίψει και σε καμία περίπτωση η πολιτεία δεν μπορεί να τον νομιμοποιεί σε δημόσια ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, επικυρώνοντας και εφαρμόζοντας πρακτικές περιθωριοποίησης των γυναικών που ένα δόγμα επιβάλλει. Παρόλο που σπάνια αναφέρεται αυτή η διάσταση, ωστόσο συνιστά παραβίαση από την πολιτεία της θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος (άρθρο 4. παρ. 1.2) για την ισότητα των δύο φύλων.
5) Παρόλο που δηλώνεται ότι απαγορεύεται η απασχόληση των αποφοίτων των εκκλησιαστικών ακαδημιών οπουδήποτε αλλού εκτός εκκλησιαστικών υπηρεσιών (π.χ. εκπαίδευση και γενικά δημόσιο τομέα) είναι περίπου βέβαιο ότι με βάση την αρχή της ισοπολιτείας και ως κάτοχοι τίτλων ισότιμων με αυτούς των πανεπιστημίων, θα μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη και να δικαιωθούν. Στην περίπτωση αυτή τα σχολεία για παράδειγμα θα αλωθούν από σκληροπυρηνικούς άνδρες θεολόγους υποστηρικτές του κατηχητισμού σε βάρος της θρησκευτικής ελευθερίας και φυσικά υπέρμαχους των πιο αντιδραστικών και σκοταδιστικών απόψεων για τα δικαιώματα και τη θέση των γυναικών στην κοινωνία. Το παράδειγμα του CD παραγωγής ΥΠΕΠΘ και Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που κυκλοφόρησε πρόπερσι στα λύκεια και ασκούσε ιδεολογική και ψυχολογική τρομοκρατία στις μαθήτριες και τους μαθητές, χαρακτηρίζοντας τις αμβλώσεις γενοκτονία, είναι χαρακτηριστική περίπτωση παρείσφρησης τέτοιων κύκλων στη δημόσια εκπαίδευση και μάλιστα στην ηγεσία της.
6) Ζούμε σε μια εποχή που το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται δραματικά, η κοινωνική πολιτική για τις γυναίκες εξαντλείται σε κάποια ευρωπαϊκά προγράμματα με ημερομηνία λήξης, οι δομές για κακοποιημένες γυναίκες είναι ανύπαρκτες, οι παραδοσιακοί τομείς της γυναικείας απασχόλησης καταργούνται και χιλιάδες γυναίκες πετιούνται στο δρόμο. Ζούμε σε μια εποχή που οι συνθήκες απασχόλησης γίνονται όλο και πιο ελαστικές και οι εργαζόμενοι, άνδρες και γυναίκες στερούνται ακόμη και τον ελάχιστο χρόνο για τους ίδιους και τα παιδιά τους, που στην παιδεία διατίθεται το χαμηλότερο στην Ευρώπη ποσοστό του ΑΕΠ και τα δημόσια σχολεία όλων των βαθμίδων υποβαθμίζονται συνεχώς, αφήνοντας ελεύθερο πεδίο στην ακριβοπληρωμένη από τους γονείς παραπαιδεία.
Αποτελεί πρόκληση προς την κοινωνία η δημιουργία τεσσάρων ανώτατων δημόσιων ιδρυμάτων με χρήματα των φορολογούμενων πολιτών, αποκλειστικά για τις ανάγκες και στην υπηρεσία της εκκλησιαστικής ηγεσίας, η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι και ο διαχειριστής μιας επιχείρησης με τεράστια κινητή και ακίνητη περιουσία.
Ζητούμε από την κυβέρνηση και την υπουργό Παιδείας να αποσύρει το νομοσχέδιο για την εκκλησιαστική εκπαίδευση.
Θεσσαλονίκη 29/09/2005 - Ομάδα Γυναικών Θεσσαλονίκης omadaginekon@yahoo.gr Π.Παπαγεωργίου 8, 54635 Θεσσαλονίκη - Γυναίκες στην Εκπαίδευση femnet_salonica@yahoo.gr Π.Παπαγεωργίου 8, 54635 Θεσσαλονίκη Φεμινιστικό Δίκτυο feministnet@hotmail.com κ feminnet@hotmail.com.
|
|
|
|
|
|
|
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή,
κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη.
Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.
|