Αθήνα 19.10.2011, 06:11
Του ΒΑΣΙΛΗ Γ. ΤΖΕΜΟΥ* Η ρύθμιση με γενικό τρόπο των σχέσεων εργασίας με συλλογικές συμβάσεις συμφωνημένες μεταξύ των αντιπροσώπων των εργαζομένων και των εργοδοτών, αποτελεί μορφή ουσιαστικής νομοθεσίας.
Η συλλογική αυτονομία κατά την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα των εργαζομένων στα άρθρα 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως κυρίαρχη και προέχουσα της κλασικής κρατικής νομοθεσίας μορφή δικαιοθεσίας στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, κατοχυρώνεται συνταγματικά σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ των οποίων και στην Γερμανία (άρθρο 9 παρ. 3 του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συντάγματος), σε Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο. Αποτελεί κομβική αρτηρία του κοινωνικού κράτους, εκδοχή συμμετοχικής δημοκρατίας, έκφανση της αρχής της επικουρικότητας του κράτους.
Σύμφωνα με το ν. 1876/1990 υπάρχουν τέσσερα ήδη συλλογικών συμβάσεων εργασίας: οι εθνικές γενικές (για κάθε είδους μισθωτή εργασία), οι κλαδικές (ανά κλάδο επιχειρήσεων), οι ομοιοεπαγγελματικές (ανά επάγγελμα), οι επιχειρησιακές (ανά επιχείρηση). Αυτές ρυθμίζουν τους όρους παροχής της εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, μισθολογικούς και λοιπούς. Η σχέση μορφών συλλογικών συμβάσεων εργασίας διέπεται από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης (άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 1876/1990): Για ένα εργαζόμενο, η σχέση εργασίας του οποίου εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο δύο ή περισσότερων ειδών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ισχύει αυτή που του παρέχει σε κάθε περίπτωση την μεγαλύτερη προστασία, π.χ. αυτή που του κατοχυρώνει τον μεγαλύτερο κατώτατο μισθό.
Πολυάριθμοι εργαζόμενοι προστατεύονται από τον ελάχιστο μισθό που κατοχυρώνουν κλαδικές συμβάσεις εργασίας και ο οποίος συχνά βρίσκεται αρκετά άνω του κατώτατου μισθού που κατοχυρώνει η γενική εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας. Για την προστασία του εισοδήματος αυτών των χιλιάδων μισθωτών, π.χ. τραπεζοϋπαλλήλων, πωλητών, εργαζομένων στην ενημέρωση, είναι κρίσιμο να μην τεθεί σε ισχύ το προτεινόμενο άρθρο 37 του πολυνομοσχεδίου.
Με το προτεινόμενο άρθρο 37 καταργείται η αρχή της υπερίσχυσης της ευνοϊκότερης ρύθμισης επί συρροής κλαδικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Προβλέπεται ότι η επιχειρησιακή σύμβαση υπερισχύει της κλαδικής ακόμα κι αν θεσπίζει δυσμενέστερες για τον εργαζόμενο ρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, αναστέλλεται για τρία χρόνια η δυνατότητα επέκτασης των κλαδικών συμβάσεων εργασίας με υπουργική απόφαση.
To επιχείρημα ότι το απαιτούν οι δανειστές μας μπορεί να πείθει την Κυβέρνηση. Δεν είναι απαραίτητο να ισχύει και για την Βουλή. Οι βουλευτές, ακόμα και οι κυβερνητικοί, έχουν δικαίωμα και υποχρέωση αν δεν συμφωνούν με ένα άρθρο ενός νομοσχεδίου, να το καταψηφίσουν ή να συμβάλουν στην αναδιαμόρφωσή του. Αυτή η διαπίστωση εμπίπτει στην «προπαίδεια» της κοινοβουλευτική δημοκρατίας. Το επιχείρημα ότι πρέπει να θεσπιστεί το άρθρο 37 διότι το ζητάει η Τρόικα εκπέμπει πιθανόν ένα ακόμα ρεαλιστικό μήνυμα κατάστασης ανάγκης, αλλά έχει σοβαρό δικαιοκρατικό αντίλογο. Χωλαίνει επίσης από την σκοπιά της δημοκρατικής αρχής καθώς, το ότι συμφώνησε σε μία ρύθμιση η έχουσα την αρμοδιότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας Κυβέρνηση, δεν σημαίνει ότι πρέπει να την ψηφίσει απνευστί, ωσάν να ήταν μία διεκπεραιωτική υπηρεσία «πρωτοκόλλησης», η κατέχουσα τη νομοθετική εξουσία Βουλή.
Τεκμηριωμένη συνταγματική κριτική στο θέμα της ανατροπής του θεσμικού πλαισίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με παραπομπή στο διεθνές και στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, στη νομολογία και στη θεωρία, έχει εκφράσει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στις εκθέσεις της πριν την ψήφιση του ν. 3845/2010 (5.5.2010, σ. 10επ.) και του ν. 3899/2010 (13.12.2010. σ. 10επ.). Παρότι φειδωλή και χωρίς την εξαγωγή ενός ρητού «δια ταύτα», περνούσε το μήνυμα ότι τίθεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας με τις νέες ρυθμίσεις στα εργασιακά. Είναι κρίσιμο η γνωμοδότησή της επί του προτεινόμενου άρθρου 37 να καταδεικνύει σαφώς την αντισυνταγματικότητα και την αντίθεση στο διεθνές και στο ευρωπαϊκό δίκαιο της προτεινόμενης ρύθμισης.
Κοντολογίς, η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 37 είναι σωρευτικά αντισυνταγματική, αντίθετη στο σχετικό διεθνές συμβατικό δίκαιο και στο ευρωπαϊκό δίκαιο, επειδή συνιστά μη αναλογικό περιορισμό α) στο θεμελιώδες δικαίωμα της συλλογικής αυτονομίας για την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και ειδικότερα των μισθών και β) στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία των ήδη προστατευόμενων από κλαδικές συμβάσεις μισθωτών.
Η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας θεμελιώνεται επειδή το άρθρο 37 οδηγεί α) άμεσα στην έντονη συρρίκνωση της συλλογικής αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων και β) έμμεσα στην δραστική μείωση των μισθών των εργαζομένων, χωρίς να προβάλλεται κοινοβουλευτικά κάποιος συγκεκριμένος λόγος δημοσίου συμφέροντος. Δεν είναι λόγος δημοσίου συμφέροντος το ότι η θέσπιση του νέου άρθρου 37 και η χειροτέρευση των εργασιακών σχέσεων είναι προϋπόθεση για την εκταμίευση της 6ης δόσης.
Δεν μπορεί να είναι λόγος δημοσίου συμφέροντος, ακόμα κι αν παρουσιαστεί ως τέτοιος, η υποτιθέμενη αναγκαιότητα συρρίκνωσης του μισθολογικού κόστους στις επιχειρήσεις. Αυτό δεν το ζητούν επίσημα ούτε οι εκπρόσωποι των εργοδοτών. Ταμειακό συμφέρον του κράτους δεν τίθεται. Το αντίθετο μάλιστα, καθώς μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα, οδηγούν αυτόματα σε μειώσεις φορολογικών εσόδων και ασφαλιστικών εισφορών. Σε κάθε περίπτωση, η εξουδετέρωση των κλαδικών συμβάσεων δεν μπορεί να είναι και πρόσφορο και αναγκαίο (απολύτως απαραίτητο) μέτρο για την υλοποίηση ενός (από τον υπό συζήτηση νόμο ουδόλως προκύπτοντος) σκοπού δημοσίου συμφέροντος. Οπότε παραβιάζεται η πολλαπλώς υπερνομοθετικής ισχύος (κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα, στην ΕΣΔΑ, στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο) αρχή της αναλογικότητας.
* Ο Βασίλης Γ. Τζέμος είναι Διδάκτωρ Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου.
|