Αθήνα 4.12.2012, 5:46
Διαφωνίες σχετικά με το σχέδιο δράσης που προωθεί το υπουργείο Εργασίας για την ενίσχυση της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας των νέων, εκφράζει με επιστολή της προς τον υπουργό Γιάννη Βρούτση η ΓΣΕΕ.
Η Συνομοσπονδία ζητά -μεταξύ άλλων- μεγαλύτερη χρονική δέσμευση του εργοδότη για τη διατήρηση του προσωπικού, αύξηση της καταβαλλόμενης αμοιβής στο ύψος του κατώτατου μισθού με πλήρη ιατρική και φαρμακευτική κάλυψη, ενώ τονίζει την απόλυτη αντίθεσή της στην πιθανότητα γενίκευσης του Εργοσήμου.
* Ακολουθεί η επιστολή.
ΠΡΟΣ Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας κ. Ιωάννη Βρούτση Κοινοποίηση: • Γενική Γραμματεία Διαχείρισης Κοινοτικών & Άλλων Πόρων • Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού & Παρακολούθησης Δράσεων • ΕΚΤ ΘΕΜΑ: Σχέδιο Δράσης Στοχευμένων Παρεμβάσεων για την Ενίσχυση της Απασχόλησης και της Επιχειρηματικότητας των Νέων Κύριε Υπουργέ, Η ΓΣΕΕ έχει διαχρονικά τεκμηριώσει και υποστηρίξει την προστιθέμενη αξία των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (εργαζόμενων και ανέργων) και την επένδυση στην κοινωνία της γνώσης, στη δημιουργία νέων μακροπρόθεσμα βιώσιμων θέσεων εργασίας και την καταπολέμηση της διαρθρωτικής ανεργίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Συνομοσπονδία μας -μέσω των επιστημονικών της φορέων- σχεδιάζει, υλοποιεί και συμμετέχει στην πραγματοποίηση στοχευμένων δράσεων και προγραμμάτων για την ενδυνάμωση των επαγγελματικών προσόντων του εγχώριου εργατικού δυναμικού με καταληκτικούς σκοπούς την ενίσχυση της πρόσβασης και της κινητικότητας στην αγορά εργασίας, τη βελτίωση του περιεχομένου της επαγγελματικής θέσης, δραστηριότητας και σταδιοδρομίας. Η πρόσληψη των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης ως ένα κρίσιμο και χρήσιμο «μονοπάτι» για την μετάβαση, (επαν)ένταξη ή ανέλιξη στην εργασία, αποτελεί πάγια θέση της ΓΣΕΕ. Η ανάγκη ανάληψης συντονισμένων δράσεων και εθνικών πρωτοβουλιών μέσα από συνέχειες, συνέργειες και αλληλοσυμπληρωματικότητες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση του όλου εγχειρήματος. Σε καμία περίπτωση, όμως, οι πολιτικές αυτές δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως «εργαλείο» είτε καταστρατήγησης θεμελιωδών εργασιακών, κοινωνικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, είτε περαιτέρω επέκτασης της ευελιξίας και υποκατάστασης ή αντικατάστασης του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού με «φθηνότερη» και ανασφάλιστη απασχόληση μέσα από τη διελκυστίνδα «επιταγής εισόδου» και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας. Ταυτόχρονα, η απαραίτητη στήριξη για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας οφείλει να εδράζεται σε έναν ευρύτερο εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό επαναπροσανατολισμού του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, διαρθρωτικής επέκτασης της αγοράς εργασίας και διαμόρφωσης ενός υγιούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά στην αύξηση της απασχόλησης. Οι ενέργειες προνοιακού χαρακτήρα, που προβλέπονται μέσα από τη σύσταση και λειτουργία του «Εθνικού Δικτύου Άμεσης Κοινωνικής Παρέμβασης για Άνεργους έως 30 Ετών» ανταποκρίνονται στην εντεινόμενη ανάγκη για ολοκληρωμένες υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης σε νέους, οι οποίοι βρίσκονται στο «εργασιακό περιθώριο» βιώνοντας οξυμένα προβλήματα φτώχειας, υλικής υστέρησης και κοινωνικού αποκλεισμού. Η ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας των ευπαθών αυτών κοινωνικά ομάδων με τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης κοινωνικής δομής συνιστά ένα «κορυφαίο στοίχημα» κοινωνικής προστασίας και παραγωγικής αξιοποίησης ανθρωπίνου δυναμικού, που πρέπει να ενισχυθεί. Επίσης, η συντεταγμένη αντιμετώπιση της σχολικής διαρροής με διττό στόχο αφενός την έγκαιρη αντιμετώπιση των οξυμένων φαινομένων πρόωρης εγκατάλειψης από την εκπαιδευτική διαδικασία και αφετέρου τις δράσεις ενεργοποίησης για την επανένταξη των νέων στις σχολικές μονάδες (π.χ. σχολεία 2ης ευκαιρίας) δύναται να ενδυναμώσει τον επαγγελματικό τους «βηματισμό» και (επαν)προσανατολισμό προσφέροντας σημαντικά αποτελέσματα στο περιορισμό των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων. Η επιλογή ενίσχυσης της διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας μέσω της υποστήριξης των Προγραμμάτων Πρακτικής Άσκησης και των αντιστοίχων Γραφείων Διασύνδεσης με «ομάδες στόχους» τους Αποφοίτους αμέσως μετά το πέρας των σπουδών τους, εστιάζει στο κρίσιμο ζήτημα της συστηματικής απόκτησης πρώτης εργασιακής εμπειρίας, που σύμφωνα με όλες τις σχετικές έρευνες-μελέτες προβάλλει ως ένα καθοριστικό στάδιο για τη μετέπειτα επαγγελματική σταδιοδρομία. Οι νέοι έως 29 ετών αποτελούν μια ηλικιακή ομάδα που πλήττεται ιδιαίτερα από την κοινωνικοοικονομική κρίση, την κρίση στην απασχόληση και τις πολιτικές διαχείρισης της δημοσιονομικής εξυγίανσης σημειώνοντας τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας. Η ανάσχεση των επιπτώσεων της παρατεταμένης ύφεσης στην ελληνική νεολαία και η επένδυση στο νεανικό ανθρώπινο κεφάλαιο προβάλλει όχι μόνο σαν ένας πρωταρχικός εθνικός στόχος, αλλά και ως το «μέσο» για μια κοινωνικά βιώσιμη «διέξοδο» προς την ανάπτυξη. Το Σχέδιο Δράσης για την Ενίσχυση της Απασχόλησης και της Επιχειρηματικότητας των Νέων, η υλοποίηση του οποίου είναι επιτακτική και αδιαμφισβήτητη, πρέπει να καταστεί ως μια βασική συνιστώσα ενός συνολικού σχεδίου ενδυνάμωσης της πρόσβασης στην αγορά εργασίας όλων των ηλικιακών κατηγοριών, και κυρίως των ανέργων μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι αφενός αποτελούν τα μεγαλύτερα «θύματα» των αναδιαρθρώσεων των επιχειρήσεων και αφετέρου εμφανίζουν υψηλά -συνεχώς αυξανόμενα- ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας με εξαιρετικά επώδυνες επιπτώσεις στη ζωή των ίδιων και των οικογενειών τους (προστατευόμενα μέλη). Υπό αυτό το πρίσμα και με δεδομένη τη εν εξελίξει διαδικασία διαβούλευσης για την οριστικοποίηση του παρόντος Σχεδίου, κρίνεται σκόπιμη η επισήμανση συγκεκριμένων σημείων μείζονος σημασίας στα οποία η ΓΣΕΕ εκφράζει σοβαρές διαφωνίες, ανησυχίες και επιφυλάξεις: 1. Δέσμευση του εργοδότη για τη διατήρηση του προσωπικού της επιχείρησης Η διαφαινούμενη συρρίκνωση του χρονικού διαστήματος δέσμευσης του εργοδότη-δικαιούχου για μη απόλυση προσωπικού (τελευταίος μήνας πριν την υπαγωγή του στο Πρόγραμμα) δημιουργεί έντονο κίνδυνο αντικατάστασης του υφιστάμενου προσωπικού από τους «φθηνότερους» ωφελούμενους-εργαζόμενους του Προγράμματος, γεγονός που θα επιφέρει εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα από τα προσδοκώμενα. Σε αυτήν την κατεύθυνση επιβάλλεται η θέσπιση ενός χρονικού διαστήματος τουλάχιστον 3 μηνών πριν την υπαγωγή της επιχείρησης στα αντίστοιχα Προγράμματα και δέσμευσή της καθ’ όλη τη διάρκεια της επιδότησης τόσο για μη απόλυση προσωπικού, όσο και για μη δυσμενή ή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας (π.χ. μετατροπή συμβάσεων από πλήρη σε μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία, διαθεσιμότητα κ.λπ.). 2. Αμοιβές και Ασφαλιστική Κάλυψη Ωφελούμενων-Εργαζόμενων Οι προτεινόμενες αμοιβές στα Προγράμματα Εργασιακής Εμπειρίας (Επιταγή Εισόδου) είναι χαμηλότερες από τα ελάχιστα μισθολογικά όρια τόσο της ΕΓΣΣΕ, όσο και της πρόσφατης νομοθετικής παρέμβασης για τη μείωση του κατώτατου μισθού, την ώρα που δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη για ασφαλιστική κάλυψη του πραγματικού χρόνου απασχόλησης των εργαζόμενων-ωφελούμενων. Αυτές οι πρακτικές τροφοδοτούν έμμεσα ή άμεσα τις απαράδεκτες μεθοδεύσεις υποαμοιβής της εργασίας και «νομιμοποιούν» την ανασφάλιστη απασχόληση παρέχοντας «δωρεάν» ανασφάλιστο προσωπικό στους εργοδότες-δικαιούχους, γεγονός ασύμβατο με την ελληνική έννομη τάξη, αλλά και τη εν γένει στοχοθεσία των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Κατά αυτόν τον τρόπο προτείνεται η αύξηση της αμοιβής στο ύψος του κατώτατου μισθού με πλήρη ασφαλιστική και ιατροφαρμακευτική κάλυψη, καθώς μόνο έτσι διασφαλίζεται η αρχή της «ίσης αμοιβής για ίση εργασία» και η αποτροπή της μετεξέλιξης των συγκεκριμένων Προγραμμάτων σε «αντιμεταρρύθμιση» του, ήδη, αποδυναμωμένου πλέγματος εργασιακής και κοινωνικής προστασίας. 3. Επανεξέταση χρόνου εργασίας των εργαζόμενων-ωφελούμενων χωρίς σαφή προσδιορισμό του ωραρίου τους Στο αιτιολογικό κείμενο του Σχεδίου Δράσης προτείνεται η επανεξέταση της εξαίρεσης των επιχειρήσεων ή κλάδων (π.χ. επισιτισμός) που απασχολούν προσωπικό πέρα της 10:00 μ.μ. και πριν τις 6:00 π.μ., με το επιχείρημα ότι αποκλείεται ένας μεγάλος αριθμός εργαζόμενων - εν δυνάμει ωφελούμενων. Ταυτόχρονα, όμως, δεν αναφέρονται πουθενά εναλλακτικές ρυθμίσεις που -στην περίπτωσης της άρσης των παραπάνω περιορισμών- θα διέπουν το χρόνο εργασίας των εργαζόμενων-ωφελούμενων. Η ασάφεια αυτή σε συνδυασμό με τον αδιευκρίνιστο προσδιορισμό του ωραρίου ως 40 ώρες/εβδομάδα εναποθέτει τη διαμόρφωση του αποκλειστικά στον εργοδότη εγείροντας σοβαρά ζητήματα για τις ημέρες (π.χ. Σάββατο, Κυριακή, αργίες κ.λπ.) και ώρες (π.χ. διακεκομμένο ωράριο) που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους. Σημαντικός είναι ο κίνδυνος απασχόλησής τους στις περιπτώσεις που προβλέπεται προσαύξηση ημερομισθίου με συνέπεια να χρησιμοποιούνται από τους εργοδότες-δικαιούχους καταχρηστικά ως μια έμμεση-αθέμιτη πρακτική συρρίκνωσης του εργασιακού κόστους και μείωσης των αμοιβών των συναδέλφων τους. 4. Εργόσημο - «Κουπόνι Απασχόλησης» Η ΓΣΕΕ εκφράζει την πλήρη και απόλυτη αντίθεσή της στην πιθανότητα γενίκευσης της χρήσης του Εργοσήμου. Η περιγραφή του, άλλωστε, στο ν.3863/2010 προσδιορίζει επακριβώς το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του. Το «Κουπόνι Απασχόλησης» δεν μπορεί και δεν μπορεί να αποτελέσει μοντέλο εργασιακής σχέσης, καθώς θα μετατραπεί κυριολεκτικά σε «φερετζέ της μαύρης εργασίας». Κάθε σκέψη για διεύρυνση της χρήσης του συνιστά άμεση παραβίαση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων με μοναδική επιδίωξη την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και τη δημιουργία φθηνού και ανασφάλιστου εργατικού δυναμικού «α λα καρτ». Η άναρχη επέκταση του Εργοσήμου ισοδυναμεί με την εισαγωγή μιας νέας μορφής ακραίας εργασιακής επισφάλειας, αυτής των «συμβάσεων μιας ώρας ή μιας μέρας», που αντιβαίνει σε θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου και Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Το «Κουπόνι Απασχόλησης» δύναται να χρησιμοποιηθεί μόνο ως ασφαλιστική κάλυψη σε ορισμένες περιπτώσεις απασχόλησης ευκαιριακού χαρακτήρα (π.χ. Catering) υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για πολύ περιορισμένες ώρες ή ημέρες εργασίας. Παράλληλα, με την πεποίθηση ότι πρόκειται για ακούσια λεκτική ή νοηματική αστοχία απαιτείται η άμεση απαλοιφή των διατυπώσεων (σελ. 70) περί «…αυξημένης γραφειοκρατίας στις εργασιακές σχέσεις..(ως)…εμπόδιο για τη συγκράτηση της πτωτικής πορείας της απασχόληση, αλλά και παράγοντα στρέβλωσης του υγιούς ανταγωνισμού…», καθώς η εναπομείνασα εργασιακή προστασία μόνο «γραφειοκρατία» δεν μπορεί θεωρηθεί, ενώ η πλήρης ελαστικοποίηση του εργατικού δικαίου με αντικοινωνικές παρεμβάσεις -ελεγχόμενες για τη συνταγματικότητά τους και τη συμβατότητά τους με Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Συνθήκες- όπως η αναστολή της ευνοϊκής ρύθμισης και του θεσμού της επέκτασης του Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας είναι εκείνες που οδηγούν σε ένα επικίνδυνο και εξοντωτικό ανταγωνισμό «κατώτατων μισθολογικών ορίων» διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις για την πραγματική στρέβλωση του υγιού ς ανταγωνισμού. 5. Μείωση προϋπολογισμού για την δράση της «Συμβουλευτικής Καθοδήγησης επιχειρήσεων» (Mentoring) Κρίνεται ως υπερβολική σε σχέση με την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα η κατανομή του προϋπολογισμού στην δράση της συμβουλευτικής καθοδήγησης (mentoring) των επιχειρήσεων. Η σχετική «αίρεση» δεν πρέπει να ληφθεί ως αμφισβήτηση του ρόλου του για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των νέων επιχειρήσεων και την «εντατικοποίηση» της απαραίτητης σχέσης τους με την καινοτομία. Θεωρούμε ότι με την μείωση των πόρων στην συγκεκριμένη κατηγορία δράσεων δεν θα μειωθεί η ποιότητα της παρέμβασης και παράλληλα θα εξοικονομηθούν πόροι για παρεμβάσεις υπέρ των ανέργων περισσότερου άμεσου και επείγοντος χαρακτήρα. Σε αυτήν την κατεύθυνση προκρίνεται η διεξοδική αποσαφήνιση της διαδικασίας συμβουλευτικής και η θέσπιση συγκεκριμένων κριτηρίων αξιολόγησής της με μετρήσιμα αποτελέσματα καινοτομίας ή βιωσιμότητας μέσα στο εξαιρετικά δυσμενές εγχώριο και διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Οι πόροι που θα εξοικονομηθούν από την περικοπή των αμοιβών mentoring δύναται να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση του αριθμού των εργαζόμενων-ωφελούμενων συνολικά, αλλά και για την αναβάθμιση των μισθολογικών και ασφαλιστικών τους παροχών. Ο πρώτος ρεαλιστικός στόχος, λοιπόν, είναι η διαλεκτική διαμόρφωση ενός modusoperandi που θα ευνοήσει την ένταξη των νέων στην επαγγελματική διαδικασία και θα εγγυηθεί τη συγκράτηση της υπάρχουσας εργασίας μακριά από λογικές αντικατάστασής με «φθηνότερη» ή ανασφάλιστη απασχόληση και δημιουργίας «εργατικού δυναμικού δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων». Οι παραπάνω αιτιάσεις της ΓΣΕΕ -πέρα από ιδεοληψίες και ανελαστικές λογικές- έχουν ως μοναδικό γνώμονα αφενός το βέλτιστο δυνατό καταμερισμό και αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων από τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία, και αφετέρου την επίτευξη της μέγιστης κοινωνικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας διαφυλάσσοντας την καθολικότητα των κεκτημένων εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Για τη ΓΣΕΕ Ο Πρόεδρος Γιάννης Παναγόπουλος
Ο Γενικός Γραμματέας Νικόλαος Κιουτσούκης
|