Ομιλία στην σημερινή ημερίδα παρουσίασης της ετήσιας 'Εκθεσης του ΙΝΕ για την οικονομία και την απασχόληση
Αθήνα 31.8.2006, 11:09 Κυρίες και κύριοι, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους σας, εκ μέρους του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την συμμετοχή σας σ’ αυτή τη εκδήλωση παρουσίασης των αποτελεσμάτων της Έκθεσης του 2006 για την ελληνική οικονομία και απασχόληση.
1. Η Έκθεση του 2006, όπως και οι επτά προηγούμενες Εκθέσεις, αποτελεί μία συλλογική εργασία του ΙΝΕ και η εκπόνησή της που πραγματοποιείται παράλληλα με το άλλο ερευνητικό και μελετητικό μας έργο, συντελείται καθ’ όλο το ετήσιο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό ήθελα να ευχαριστήσω την Διοίκηση της ΓΣΕΕ και του ΙΝΕ για την εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλουν το επιστημονικό και ερευνητικό μας έργο, το οποίο μεθοδολογικά συνίσταται στην σύζευξη της επιστημονικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης με την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα του διεθνούς, του ευρωπαϊκού και του ελληνικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού. Με άλλα λόγια, το επιστημονικό και ερευνητικό έργο του ΙΝΕ χαρακτηρίζεται, μεταξύ των άλλων, από την σχέση «της σκέψης με την ζωή». Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω όλο το επιστημονικό, τεχνικό και διοικητικό προσωπικό του ΙΝΕ που συμμετείχε, εκτός των άλλων, στην ολοκλήρωση αυτής της Έκθεσης.
Η διάρθρωση της Έκθεσης "Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση, έτους 2006" Η Έκθεση «Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση» έτους 2006, αποτελείται από εννέα μέρη, τα οποία συγκροτούνται σε πέντε ενότητες. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στις εξελίξεις των μακρο-οικονομικών μεγεθών (ΑΕΠ, επενδύσεις, παραγωγικότητα εργασίας, εργατικό δυναμικό, απασχόληση, ανεργίας, κερδοφορία, μισθοί, τιμές, πληθωρισμός) και των δημοσιονομικών μεγεθών (έσοδα, δαπάνες, έλλειμμα, δημόσιο χρέος, φορολογικό σύστημα). Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στις πολιτικές απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση από μία κριτική επισκόπηση των στόχων τους, του περιεχομένου τους και των αποτελεσμάτων τους. Η τρίτη ενότητα εξετάζει και αναλύει το σύγχρονο φαινόμενο των μετεγκαταστάσεων των επιχειρήσεων και των επιπτώσεών του στην απασχόληση και στις εργασιακές σχέσεις. Η τέταρτη ενότητα αναλύει τις σύγχρονες εξελίξεις, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα των πολιτικών για τις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πέμπτη ενότητα αναφέρεται στις εξελίξεις της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, από την σκοπιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αποτιμώντας κριτικά τους στόχους, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα των προτάσεων του Δ.Ν.Τ.
Κεντρική επιδίωξη, μεθοδολογικός άξονας, περιεχόμενο και βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης, έτους 2006.
Κεντρική επιδίωξη, μεθοδολογικός άξονας και περιεχόμενο της Έκθεσης, έτους 2006.
Η πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που τα τελευταία χρόνια συνοδεύτηκε από την αύξηση του ΑΕΠ και της παραγωγικότητας της εργασίας, ανακόπτεται (3,5% αύξηση ΑΕΠ το 2005 έναντι 4,7% το 2003-2004) και κατά την επόμενη διετία ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει στο ίδιο περίπου επίπεδο με αυτό του 2005, εφόσον συνεχισθεί η επενδυτική άπνοια, ιδιαίτερα των επενδύσεων σε μηχανικό εξεοπλισμό. Το ίδιο παρατηρείται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας η οποία ναι μεν εμφανίζει αυξητικές τάσεις, πλην όμως με βραδύτερους ρυθμούς (από 3,5% το 2004 σε 2% το 2006-2007).
Είναι χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας αυτής της επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας, μειώθηκε η διαφορά του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ μεταξύ της Ελλάδας και της Ε.Ε.-15 από 3 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως σε 1,5 εκατοστιαία μονάδα. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας προς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμένεται να επιβραδυνθεί. Έτσι, οι επιπτώσεις μίας συνεχιζόμενης επιβράδυνσης μπορούν να είναι σοβαρές για την πραγματική σύγκλιση, όπως εξάλλου το αποδεικνύει η εμπειρία της Πορτογαλίας, όπου το ΑΕΠ ανά κάτοικο μειώθηκε από το 73% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15 το 2000, σε 66% το 2005.
Πράγματι, η περίπτωση της Πορτογαλίας είναι χαρακτηριστική, με την έννοια ότι η άλλοτε θεωρούμενη ως υπόδειγμα οικονομία αναπτύχθηκε κατά την πενταετία 2001-2005 με μέσο ετήσιο ρυθμό μόλις 0,6%, έναντι 4% το 1996-2000 και κατά το 2005, η πορτογαλική οικονομία παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη (+0,3%).
Έτσι, για την ελληνική οικονομία, που οι επενδύσεις της παραμένουν θετικές σε διεθνή σύγκριση, έχει καθοριστική σημασία το γεγονός ότι η επιβράδυνση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και η συντελούμενη στασιμότητα των επενδύσεων σε μηχανικό εξοπλισμό, επέφεραν σημαντική επιβράδυνση και στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Βέβαια, η στασιμότητα (2001-2005 μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης 7,6% και το 2005 μόλις 0,5%) των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΙΝΕ, δεν αποτελεί το προοίμιο μίας ακόμη μεγαλύτερης επιδείνωσης κατά το τρέχον (2006) και το επόμενο (2007) έτος. Όμως, μεσοπρόθεσμα δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης σε σχετικά υψηλά επίπεδα (άνω του 3,5%) παρά μόνο εάν ανακάμψουν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου.
Η εκτίμηση του ΙΝΕ, σύμφωνα με τα δεδομένα του πρόσφατου παρελθόντος (1990-2004) είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να αναλάβουν προωθητικό ρόλο της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και των ιδιωτικών επενδύσεων, δεδομένου ότι, όπως έχει αποδειχθεί, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου δεν αυξάνονται παράλληλα με την αύξηση της κερδοφορίας αλλά κυρίως παράλληλα με την συνολική ζήτηση.
Το συμπέρασμα αυτό, μεταξύ των άλλων, της Έκθεσης του ΙΝΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση 2006, στοιχειοθετεί την αναγκαιότητα διαφοροποίησης της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, η οποία επηρέασε την στασιμότητα του επενδυτικού κλίματος, καθώς και της μεταστροφής της, με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και την ενίσχυση της αναδιανομής του εισοδήματος, δεδομένου ότι η άνοδος της κερδοφορίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας ανάγεται εξ’ ολοκλήρου στην μείωση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας.
Η αναγκαιότητα μεταστροφής της οικονομικής πολιτικής, επιβάλλει την άμεση εφαρμογή της, προκειμένου η ελληνική οικονομία να ανακόψει την πορεία της προς την περίοδο της επιβράδυνσης καθώς και της απομάκρυνσής της από τον κίνδυνο μίας σοβαρής επιδείνωσης του ρυθμού μεγέθυνσής της μετά το 2008.
Πράγματι, η παρατήρηση αυτή αποδεικνύει ότι οι στόχοι της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, οι οποίοι αναφέρονται: στην ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα δημόσια ελλείμματα, στην υποβάθμιση των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων που είχε ως σημείο εκκίνησης την συμφωνία στον ΟΤΕ, την παρέμβαση στο ασφαλιστικό των Τραπεζών, στο κόστος των υπερωριών, στην διευθέτηση του χρόνου εργασίας, δεν επετεύχθησαν με την έννοια της βραχυχρόνιας ισορροπίας των δημοσιονομικών και μακρο-οικονομικών μεγεθών.
Οι παρεμβάσεις αυτές που έχουν εισάγει την ελληνική οικονομία στο στάδιο εξέλιξης του προγράμματος των οικονομικών της προσφοράς: α) αδυνατούν να δημιουργήσουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις της μεσο-πρόθεσμης ισορροπίας των αναπτυξιακών - επενδυτικών αδυναμιών καθώς και των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων αφού ελαχιστοποιούνται στην λειτουργία της οικονομίας οι προσδοκίες της ζήτησης, β) θέτουν υπό αμφισβήτηση όχι μόνο τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων στην χώρα μας αλλά και τη δυνατότητα συλλογικής και οργανωμένης εκπροσώπησης και διαπραγμάτευσης, και γ) δεν στέφονται από επιτυχία εξαιτίας της συμπεριφοράς των οικονομικών υποκειμένων (επιχειρήσεις, νοικοκυριά) στην χώρα μας, με αποτέλεσμα να απειλείται να οδηγηθεί η ελληνική οικονομία σε επιβράδυνση, στασιμότητα και ύφεση.
Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, παρά την επίσημη ρητορική των φορέων άσκησης της οικονομικής πολιτικής κατά τα τελευταία έτη, για την αναγκαιότητα βελτίωσής της, επιδεινώθηκε κατά την τελευταία πενταετία και αυτό το κρίνουμε με βάση τους δείκτες του εξωτερικού εμπορίου (εξαγωγικές επιδόσεις, διείσδυση των εισαγωγών, εμπορικό έλλειμμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, κ.α.) όχι επειδή αυξήθηκαν οι απαιτήσεις των εργαζομένων στην Ελλάδα περισσότερο από όσο στις άλλες αναπτυγμένες χώρες, αλλά επειδή ανατιμήθηκε το ευρώ, αυξήθηκαν τα περιθώρια κέρδους στην Ελλάδα (12,2% Ε.Ε.-15, 12% στην ζώνη του ευρώ και 23,3% Ελλάδα το 2005 σε σχέση με το 1995) και επειδή οι επιχειρήσεις δεν βελτιώνουν το επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (ποιότητα, καινοτομία, δίκτυα, υγιεινή και ασφάλεια, κλπ.).
Την ίδια περίοδο 1995-2005 το μοναδιαίο κόστος εργασίας, υπολογισμένο σε εθνικά νομίσματα, μειώθηκε έναντι των ανταγωνιστριών χωρών κατά 3,2%. Ως εκ τούτου, δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώνεται εξαιτίας των μισθολογικών απαιτήσεων των μισθωτών.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα βρίσκεται περίπου στο ίδιο χαμηλό επίπεδο με την Ισπανία και είναι σημαντικά μικρότερο από το αντίστοιχο κόστος στην Πορτογαλία και την Ιταλία. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στο υψηλό επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1996-2005, σε βαθμό που το επίπεδό της να προσεγγίζει πλέον το 91% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15. Ποιος όμως επωφελήθηκε από αυτό το υψηλό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα;
Από την σχετική ανάλυση της Έκθεσης προκύπτει ότι ενώ οι πραγματικές αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας κατά την περίοδο 2001-2005 ακολούθησαν τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, στην μεταποιητική βιομηχανία οι επιχειρήσεις ωφελήθηκαν από τις αυξήσεις της παραγωγικότητας για να αυξήσουν την κερδοφορία τους.
Έτσι, η αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των κερδών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, πήρε και την ευρύτερη μορφή της μειωμένης φορολόγησης των ανώτερων εισοδηματικών κατηγοριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία (Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών) των φορολογικών δηλώσεων οικονομικού έτους 2005 (εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 2004) διαπιστώνεται, μεταξύ των άλλων, ότι σ’ ένα σύνολο 5.507.897 φορολογούμενων, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι φορολογούμενοι ανέρχονται σε 3.426.419 (62,1% του συνόλου των φορολογουμένων), δηλώνουν (οικονομικό έτος 2005) το 67,8% των συνολικών εισοδημάτων και καταβάλουν το 44,5% των φόρων (39,7% οικονομικό έτος 2004). Αντίστοιχα, το 42,1% των φόρων (45,9% οικονομικό έτος 2004) καταβλήθηκε από νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις).
Έτσι, οι μισθωτοί (οικονομικό έτος 2005) παρουσίασαν αύξηση στο δηλωθέν εισόδημα κατά 7,1% και στους φόρους παρουσίασαν αύξηση κατά 22,03%. Το ίδιο και οι συνταξιούχοι παρουσίασαν αύξηση στο δηλωθέν εισόδημα κατά 7,3% και στους φόρους κατά 29,3%. Αντίθετα, ο μέσος φόρος για ελεύθερους επαγγελματίες και εμπόρους - βιοτέχνες αυξήθηκε κατά 10,4% και 5% αντίστοιχα και ο μέσος φόρος στα νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) αυξήθηκε μόλις κατά 2,5%. Το ίδιο και οι εισοδηματίες, οι οποίοι εμφανίζουν (οικονομικό έτος 2005) σημαντική μείωση των εισοδημάτων τους κατά 15,5% και αντίστοιχη μείωση του φόρου κατά 11,3%.
Βέβαια, η μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή των επιχειρήσεων αποτελούν τις βασικές αιτίες που συνέβαλαν στην αύξηση της φορολογίας των μισθωτών και συνταξιούχων.
Έτσι, το 20% των φορολογουμένων (οικονομικό έτος 2005) με ετήσιο εισόδημα άνω των 22.000 ευρώ καταβάλλει το 89,6% των φορολογικών εσόδων. Επίσης άνω των 100.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα δήλωσαν 16.702 φορολογούμενοι και άνω των 50.00 ευρώ ετήσιο εισόδημα δήλωσαν 80.000 περίπου φορολογούμενοι.
Οι εισοδηματικές, δημοσιονομικές και φορολογικές αυτές εξελίξεις στην Ελλάδα, αναδεικνύουν το ζήτημα της ανισοκατανομής του εισοδήματος ως το σοβαρότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Πράγματι, το εισόδημα των 20% περισσότερο εύπορων ελλήνων είναι συστηματικά περίπου εξαπλάσιο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων ελλήνων. Υψηλότερη ανισότητα παρουσιάζουν μόνο η Τουρκία και η Πορτογαλία.
Πράγματι, οι εξελίξεις αυτές σημαίνουν ότι η πρωτογενής και η δευτερογενής αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των μισθωτών, λειτουργούν στην Ελλάδα ως διαδικασίες συντήρησης της κερδοφορίας που ευνόησαν και τη διατήρηση των μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων καθώς και εξασφάλισης του σημαντικότερου μέρους των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι εάν τα έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού δεν παρουσιάσουν σημαντική ανάκαμψη κατά τα αμέσως επόμενα έτη, με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της φοροκλοπής καθώς και με την αποκατάσταση της αναδιανεμητικής λειτουργίας του φορολογικού συστήματος, διαμέσου της δίκαιης κατανομής των φορολογικών βαρών μεταξύ των φορολογουμένων, η περαιτέρω περιστολή των δημοσίων δαπανών, προκειμένου να μειωθεί το δημόσιο έλλειμμα, θα έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην συνολική ζήτηση, στην μεγέθυνση του ΑΕΠ και στην ενίσχυση της χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Ακριβώς αυτή την αναγκαιότητα ενίσχυσης της χρηματοδότησης του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΣΚΑ) αμφισβητεί η Έκθεση (2006) του Δ.Ν.Τ. για το συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ελλάδα, δεδομένου ότι η μοναδική μέριμνα και επιδίωξή του είναι το πώς θα κατορθωθεί να μειωθούν οι συντάξεις ώστε να περιορισθούν οι αντίστοιχες χρηματοδοτικές υποχρεώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Στην κατεύθυνση μίας τέτοιας προοπτικής, η αύξηση της απασχόλησης της τελευταίας τριετίας (2003-2005) που παρατηρείται στην Ελλάδα με θέσεις, κυρίως, μερικής, προσωρινής και εποχικής απασχόλησης και με πολύ βραδείς ρυθμούς (η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση στην κατάταξη των χωρών της Ε.Ε.-15 με κριτήριο το ποσοστό ανεργίας) θα ανακοπεί. Πράγματι, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ εκτιμώντας ότι οι αυξήσεις του ΑΕΠ μπορεί να προκαλέσουν αυξήσεις της απασχόλησης εφόσον ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης υπερβαίνει το 3%, ανάγει την παρατηρούμενη αύξηση της απασχόλησης στην οικονομική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία.
Όμως, η οικονομική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία, συνοδεύεται και από υψηλά επίπεδα ανεργίας (9,5%-11,5%) η οποία πλήττει ιδιαίτερα τους νέους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους (ες), οι οποίοι αδυνατούν να επιστρέψουν με τα εφαρμοζόμενα μέτρα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, στην αγορά εργασίας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά πολιτικής, όπως αποδεικνύουν τα διαθέσιμα στοιχεία και οι σχετικές έρευνες, λειτουργούν περισσότερο ως πολιτικές διευθέτησης της εργασίας παρά ως πολιτικές αύξησης της απασχόλησης, ούτε βέβαια, είναι ικανά τα μέτρα Αγγλοσαξονικού ή και Ολλανδικού μείγματος να αυξήσουν τις θέσεις μίας ασφαλούς, σταθερής και αξιοπρεπούς εισοδηματικά απασχόλησης.
Αντίθετα, όπως συνέβη ήδη στις χώρες που τα εφάρμοσαν, επιδεινώνουν τη θέση των ανέργων και των εργαζομένων και εντείνουν τα προβλήματα φτώχειας, περιθωριοποίησης και κοινωνικού αποκλεισμού.
Πράγματι, μελετώντας τα μοντέλα απασχόλησης που εφαρμόστηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου μεταξύ των άλλων εμπεριέχονται και τα αποτελέσματα των ευέλικτων πολιτικών απασχόλησης, θα διαπιστώσουμε ότι οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν ήταν κυρίως μερικής απασχόλησης με μηνιαίο εισόδημα που κυμαίνεται από 400 - 700 ευρώ. Εκτιμούμε, ότι η επιλογή των ευέλικτων θέσεων εργασίας δεν μπορεί να αποτελεί όραμα για την οικονομική και κοινωνική πολιτική καθώς και για την πολιτική ανάπτυξης της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Όμως, η στρατηγική των απορρυθμίσεων στο σύστημα των εργασιακών σχέσεων, των ευέλικτων θέσεων εργασίας, της συρρίκνωσης των κοινωνικο-ασφαλιστικών δικαιωμάτων και του φτηνού κόστους εργασίας, θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία, όπως και άλλους οικονομικούς σχηματισμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο, αφού δεν θα αποτρέψει την είσοδό της στην φάση της επιβράδυνσης, της στασιμότητας και της ύφεσης και ως εκ τούτου δεν θα αντιμετωπίσει τα αναμενόμενα σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα.
Πράγματι, η πορεία αυτή της ελληνικής οικονομίας θα συρρικνώσει την εσωτερική και εξωτερική της ζήτηση καθώς και το αναπτυξιακό της απόθεμα, με αποτέλεσμα να μετεξελιχθεί σ’ ένα οικονομικό σχηματισμό που θα είναι τοποθετημένος αναπτυξιακά και τεχνολογικά ανάμεσα στις χώρες της βόρειας και ανατολικής Ευρώπης.
Μία τέτοια όμως ενδιάμεση θέση της ελληνικής οικονομίας, ανάμεσα στους ανταγωνιστές της, την παγιδεύει σε εσωστρέφεια και σε συρρίκνωση της εσωτερικής της δυναμικής, με αποτέλεσμα να καταστεί μία οικονομία χωρίς πελάτες, ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό, αφού δεν θα εξασφαλίζεται η ποιότητα και η εμπορικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Πώς όμως θα επιτευχθεί, η ανατροπή των τάσεων επιβράδυνσης και στασιμότητας της οικονομικής μεγέθυνσης, των επενδύσεων, της απασχόλησης και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας; Θα επιτευχθεί κατά το Ινστιτούτο εργασίας της ΓΣΕΕ -ΑΔΕΔΥ με ουσιαστικές αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας καθώς και στο μείγμα της εφαρμοζόμενης μακροοικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Θα επιτευχθεί ειδικότερα με την μεταμόρφωση του παραγωγικού συστήματος, με την προώθηση και την ενδυνάμωση περιφερειακών παραγωγικών συμπλεγμάτων δραστηριοτήτων (κλαδικά και οριζόντια), με ταυτόχρονη ενίσχυση της Περιφερειακής εξειδίκευσης και της καινοτομικής - γνωσιολογικής αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας (βλ. αναλυτικότερα Έκθεση του ΙΝΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση, έτους 2005).
Με αφετηρία αυτές τις σκέψεις και τους αναγκαίους στρατηγικούς προσανατολισμούς της ελληνικής οικονομίας, η κεντρική επιδίωξη της Έκθεσης για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του έτους 2006, συνίσταται στη διερεύνηση και επισήμανση των εξελίξεων και των πτυχών που συγκροτούν, σε μεγάλο βαθμό, τον κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό στην Ελλάδα καθώς και στην ανάδειξη των δυνατοτήτων και προϋποθέσεων της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να κατευθύνει τις αναπτυξιακές της δυνάμεις στην στρατηγική μεταμόρφωσης του παραγωγικού συστήματος, της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και της πραγματικής σύγκλισης.
Έτσι, η ανάλυση, η οποία διακρίνεται από εσωτερική συνοχή, τεκμηρίωση και σαφήνεια, μεθοδολογικά, επικεντρώνεται στην σύζευξη της αναλυτικής σκέψης με την πραγματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση και ειδικότερα με τις παραγωγικές, επενδυτικές, τεχνολογικές, εισοδηματικές, εργασιακές, δημοσιονομικές και κοινωνικο-ασφαλιστικές κατά το Δ.Ν.Τ. προοπτικές της ελληνικής οικονομίας καθώς και την αποτίμηση των πολιτικών απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, των σύγχρονων εξελίξεων στις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση και τέλος των επιπτώσεων της μετεγκατάστασης των επιχειρήσεων στις εργασιακές σχέσεις και στην απασχόληση. Η Έκθεση αποτελείται από εννέα βασικά μέρη:
Το πρώτο μέρος που αναφέρεται στις κατευθύνσεις της αναπτυξιακής και της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα, περιλαμβάνει τους παράγοντες επιβράδυνσης της ελληνικής οικονομίας καθώς και τις κατευθύνσεις της οικονομικής πολιτικής στην χώρα μας, στους τομείς του κόστους εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και της ανταγωνιστικότητας. Το δεύτερο μέρος που αναφέρεται στις εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας κατά το 2005-2006, περιλαμβάνει την εξέλιξη του ΑΕΠ, της ιδιωτικής και δημόσιας κατανάλωσης, των επενδύσεων, της κερδοφορίας, της παραγωγικότητας, της βιομηχανικής παραγωγής, του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών καθώς και των κυκλικών διακυμάνσεων της ελληνικής οικονομίας. Το τρίτο μέρος το οποίο αναφέρεται στην αμοιβή της εργασίας στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβάνει τις μεταβολές των αποδοχών και του κόστους εργασίας κατά το 2005 και 2006 στην Ελλάδα, την πραγματική σύγκλιση των αμοιβών της χώρας μας με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις εισοδηματικές ανισότητες, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα και στο σύνολο της οικονομίας, την παραγωγικότητα της εργασίας και τους κατώτατους μισθούς στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το τέταρτο μέρος το οποίο αναφέρεται στο εργατικό δυναμικό, στην απασχόληση και την ανεργία, περιλαμβάνει τις σχετικές εξελίξεις κατά το 2005, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα και την Ε.Ε.-15, τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, την ένταση της απασχόλησης και την απασχόληση των νέων 15-29 ετών. Το πέμπτο μέρος το οποίο αναφέρεται στην κριτική επισκόπηση των πολιτικών απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των μοντέλων απασχόλησης που εφαρμόστηκαν στην Ευρώπη. Το έκτο μέρος που αναφέρεται στις δημοσιονομικές εξελίξεις εξετάζει την πορεία του δημοσίου ελλείμματος, των δημοσίων εσόδων και των δημοσίων δαπανών καθώς και των επιπτώσεων του φορολογικού συστήματος στην ανισοκατανομή του εισοδήματος σε βάρος των μισθωτών και των συνταξιούχων στην Ελλάδα. Το έβδομο μέρος που αναφέρεται στην μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων εξετάζει τις επιπτώσεις στην απασχόληση και στις εργασιακές σχέσεις. Το όγδοο μέρος που αναφέρεται στις σύγχρονες εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περιλαμβάνει τις σύγχρονες πολιτικές για τον χρόνο εργασίας, τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις του ευρύτερου δημοσίου τομέα και το ζήτημα της άρσης της «μονιμότητας», τις αναδιαρθρώσεις και τις εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ένατο μέρος αναφέρεται στην κριτική αποτίμηση των απόψεων του Δ.Ν.Τ. αναφορικά με τις εξελίξεις και τις προοπτικές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα.
Η Έκθεση ολοκληρώνεται με την σχετική με το περιεχόμενο της, ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία.
Τα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης, έτους 2006 Η μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ (3,5% αύξηση το 2005 έναντι 4,7% το 2003-2004) και της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι σε διεθνή σύγκριση τα επίπεδά της εμφανίζουν θετικές επιδόσεις, εντούτοις συμβάλλουν στη μείωση της διαφοράς του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ μεταξύ της Ελλάδας και της Ε.Ε.-15 από 3 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως σε 1,5 εκατοστιαία μονάδα.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας προς τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κινείται προς κατεύθυνση επιβράδυνσης.
Έχει μάλιστα καθοριστική σημασία το γεγονός ότι η επιβράδυνση της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και η συντελούμενη στασιμότητα των επενδύσεων σε μηχανικό εξοπλισμό, επέφεραν σημαντική επιβράδυνση και στην παραγωγικότητα της εργασίας (3,5% το 2004 έναντι 2% το 2006-2007).
Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι η στρατηγική μεταστροφής της οικονομικής πολιτικής με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και την ενίσχυση της αναδιανομής του εισοδήματος αποτελεί μονόδρομο άμεσης επιλογής, δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία απαιτείται να ανακόψει την πορεία της προς την επιβράδυνση, προκειμένου να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο μιας σοβαρής επιδείνωσης του ρυθμού μεγέθυνσής της μετά το 2008.
Στο πλαίσιο αυτό, η κεντρική επιδίωξη της έκθεσης για την Ελληνική Οικονομία και την απασχόληση του έτους 2006, συνίσταται στη διερεύνηση και επισήμανση των εξελίξεων και των πτυχών που συγκροτούν, σε μεγάλο βαθμό, τον κοινωνικό-οικονομικό σχηματισμό στην Ελλάδα καθώς και στην ανάδειξη των δυνατοτήτων και προϋποθέσεων της Ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να προσανατολίσει τις αναπτυξιακές και χρηματοδοτικές της δυνάμεις στην στρατηγική μεταμόρφωσης του παραγωγικού συστήματος, της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και της πραγματικής σύγκλισης.
Στην κατεύθυνση αυτής της προσέγγισης, τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της Έκθεσης αναφέρονται στα εξής:
1. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα επιβραδύνεται και παρά το γεγονός ότι σε διεθνή σύγκριση το επίπεδό του παραμένει θετικό, εντούτοις οι προσδοκίες των επιχειρήσεων και των καταναλωτών είναι πιο απαισιόδοξες, εξαιτίας του περιορισμού της εσωτερικής ζήτησης που υπήρξε η κινητήρια δύναμη της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία δεκαετία.
2. Τον σημαντικό ρόλο στην αύξηση του ΑΕΠ (2005) παίζει η ιδιωτική κατανάλωση η οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στον τραπεζικό δανεισμό, στην μείωση της ιδιωτικής αποταμίευσης των νοικοκυριών και στην αύξηση κατά 2,3% των πραγματικών μισθών. Αντίθετα, η συμβολή των ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων στην αύξηση του ΑΕΠ (2005) είναι αρνητική, ενώ η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης ανέρχεται στο επίπεδο του 67%. Έτσι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ελλάδα τροφοδοτούμενος, κατά κύριο λόγο, από εξωεπενδυτικούς παράγοντες, σηματοδοτεί την προοπτική της επιβράδυνσης του, εκτός και εάν στο άμεσο μέλλον ανακάμψει ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, αφού εμπεριέχει τον κίνδυνο μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης όταν η εξυπηρέτηση των τραπεζικών δανείων εξελιχθεί σε δύσκολη παράμετρο των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην χώρα μας.
3. Οι επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό αυξήθηκαν στην Ελλάδα, κατά την πενταετία 2001-2005, με ετήσιο ρυθμό 7,6% έναντι 1,2% στην Ε.Ε.-15 κατά μέσο όρο, -2,4% στην Πορτογαλία, 2,5% στην Ισπανία, 4,4% στην Ιρλανδία και 0% στην Ιταλία. Όμως, κατά το 2005 στην Ελλάδα υπήρξε αρνητική εξέλιξη αφού η αύξηση των επενδύσεων σε μηχανικό εξοπλισμό ανήλθε μόλις στο επίπεδο του 0,5%.
4. Ο δείκτης πραγματικής σύγκλισης, δηλαδή ΑΕΠ ανά κάτοικο σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης στην Ελλάδα προβλέπεται το 2007 να φτάσει στο 79,5% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15, έναντι 75,5% το 2004. Όμως, οι επιπτώσεις μιας συνεχιζόμενης επιβράδυνσης μπορούν να είναι σοβαρές για την πραγματική σύγκλιση, όπως εξάλλου το δείχνει η εμπειρία της Πορτογαλίας όπου το ΑΕΠ ανά κάτοικο μειώθηκε από 73% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15 το 2000, σε 66% περίπου το 2005.
5. Ο όγκος της μεταποιητικής παραγωγής κατά την τελευταία τριετία 2004-2006 παρουσιάζει στασιμότητα, το τέλος της οποίας δεν είναι ορατό.
6. Η παραγωγικότητα της εργασίας επιβραδύνεται από το επίπεδο 3,5% των ετών 1997-2004, στο επίπεδο 2% (2005) όπου προβλέπεται να παραμείνει και κατά το 2006-2007. Αν και μειωμένο, των προηγούμενων ετών, το επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας, στην κατάταξη των κρατών μελών της Ε.Ε.-15 με κριτήριο την αύξηση της παραγωγικότητας κατά το 2005, η Ελλάδα κατάλαβε τη δεύτερη θέση μετά τη Δανία. Η αντίστοιχη αύξηση στις άλλες χώρες της σύγκλισης, στην Ισπανία, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία ήταν μηδενική ή ασήμαντη (από 0% έως 0,4%).
7. Η κινητήρια δύναμη της ελληνικής οικονομίας το 2005 ήταν η εγχώρια ζήτηση, η οποία αυξήθηκε κατά 2,5%. Από τη σύγκριση της εξέλιξης της εγχώριας ζήτησης στην Ελλάδα με το αντίστοιχο μέγεθος στις άλλες 23 ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη, προκύπτει ότι στην Ελλάδα από το 2005 η εγχώρια ζήτηση αυξάνεται μεν ταχύτερα, πλην όμως με μικρότερους ρυθμούς.
8. Η άνοδος της κερδοφορίας στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας ανάγεται εξ’ ολοκλήρου στην μείωση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας. Ωστόσο, στον επιχειρηματικό τομέα, η άνοδος οφειλόταν, ως ένα βαθμό, και στην αποτελεσματικότερη χρήση του μηχανικού εξοπλισμού που είχε ως αποτέλεσμα την μικρή, πλην όμως υπαρκτή άνοδο του λόγου προϊόντος / κεφαλαίου (παραγωγικότητα κεφαλαίου).
9. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρίσκεται από το 2001 σε υψηλά επίπεδα της τάξης του 10% του ΑΕΠ. Η παρατηρούμενη βελτίωση του 2005 οφείλεται στην μείωση των εισαγωγών κατά 1,7 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η βελτίωση οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην αύξηση των εξαγωγών, χωρίς καύσιμα και πλοία, που ανάγεται στην αύξηση του όγκου του διεθνούς εμπορίου αλλά και στη μείωση των εισαγωγών που μειώθηκαν μαζί με τις επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό.
10. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα μειώθηκε έναντι των ανταγωνιστριών χωρών κατά 2% στην περίοδο 1999-2005 και κατά 3,2% στην περίοδο 1995-2005. Από την σύγκριση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα, έναντι των αντίστοιχων αυξήσεων στις άλλες χώρες, καθίσταται προφανές ότι η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν οφείλεται στις αυξήσεις των μισθών αλλά στην ανατίμηση του ευρώ και στα αυξανόμενα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων στη χώρα μας.
11. Οι πραγματικές αποδοχές κατά την πενταετία 2001-2005 στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας παρουσίασαν αύξηση κατά 19% (μέση ετήσια αύξηση 3,5%) έναντι 4,9% στην Ε.Ε.-15. Έτσι, η αύξηση κατά 19% στην Ελλάδα αποτελεί αντανάκλαση της σχεδόν ισόποσης (+18%) αύξησης της παραγωγικότητας. Στην μεταποιητική βιομηχανία η διανομή του προϊόντος μετατράπηκε, κατά την πενταετία 2001-2005 υπέρ των κερδών αφού η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 19%, ενώ η πραγματική δαπάνη (μισθός + εργοδοτικές εισφορές + άλλες δαπάνες του εργοδότη που σχετίζονται με την εργασία) αυξήθηκε κατά 14%.
12. Οι μέσες μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές το 2005 ανέρχονταν στην Ελλάδα σε 1.441 ευρώ, έναντι 2.110 ευρώ κατά μέσο όρο στην Ε.Ε.-15. Έτσι, το μηνιαίο κόστος εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 68% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15 και η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα ανέρχεται σε 91%του μέσου όρου της Ε.Ε.-15. Τέλος, η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην Ελλάδα ανερχόταν, κατά το 2005, στο 89% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15.
13. Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα, είναι πληθωρισμός κερδών και η μείωση της ανταγωνιστικότητας τιμής δεν οφείλεται στις αυξήσεις των μισθών αλλά στην αδιάκοπη αύξηση των περιθωρίων κέρδους.
14. Η Ελλάδα διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες, με την έννοια ότι το εισόδημα των 20% περισσότερο εύπορων ελλήνων είναι συστηματικά περίπου το εξαπλάσιο από το εισόδημα των 20% λιγότερο εύπορων ελλήνων.
15. Οι δημοσιονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίζουν το δημόσιο έλλειμμα στο πλαίσιο του Συμφώνου ανάπτυξης και σταθερότητας αλλά ταυτόχρονα διευρύνουν το κοινωνικό έλλειμμα, με αποτέλεσμα να απαιτείται μια διευρυμένη αναδιανομή του εισοδήματος, τόσο στην πρωτογενή, όσο και στην δευτερογενή διανομή του εισοδήματος προκειμένου, ιδιαίτερα, στην Ελλάδα να αναπληρώσουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι το μέγεθος των φορολογικών βαρών που επωμίσθηκαν από την αύξηση της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας καθώς και των φορολογικών απωλειών που υπέστησαν τα τελευταία έτη.
16. Η περιορισμένη αύξηση των δηλωθέντων κερδών και φόρων των επιχειρήσεων (2005), σε συνδυασμό με την αύξηση των δηλωθέντων εισοδημάτων και φόρων των μισθωτών και των συνταξιούχων προκάλεσε σημαντική μετατόπιση του φορολογικού βάρους στην χώρα μας. Έτσι, από το σύνολο των φόρων που εισπράττει ο κρατικός προϋπολογισμός (οικονομικό έτος 2005) το 44,5% (39,7% οικονομικό έτος 2004) καταβλήθηκε από μισθωτούς και συνταξιούχους και το 42,1% (45,9% οικονομικό έτος 2004) καταβλήθηκε από νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις). Έτσι, οι μισθωτοί παρουσιάζουν αύξηση στο δηλωθέν εισόδημα κατά7,1% και στην φορολογία παρουσίασαν αύξηση κατά 22,03%. Οι συνταξιούχοι παρουσίασαν αύξηση στο δηλωθέν εισόδημα κατά 7,3% και στην φορολογία παρουσίασαν αύξηση κατά 29,3%. Οι επιχειρήσεις παρουσίασαν αύξηση της φορολογίας κατά 2,5% και οι εισοδηματίες εμφανίζουν σημαντική μείωση των εισοδημάτων τους κατά 15,5% και αντίστοιχη μείωση της φορολογίας κατά 11,3%.
17. Το εργατικό δυναμικό (δεύτερο τρίμηνο 2005) σε σχέση με το προηγούμενο έτος αυξήθηκε κατά 0,5%, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,2% και το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 9,6% του εργατικού δυναμικού. Το 63,6% των απασχολούμενων είναι μισθωτοί, περισσότεροι από το είναι αυτοαπασχολούμενοι (22,1%), το 8% είναι εργοδότες και το υπόλοιπο 6,3% εργάζονται ως συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη. Η παρατηρούμενη αύξηση της απασχόλησης αναφέρεται, κυρίως, σε θέσεις μερικής, προσωρινής και εποχικής απασχόλησης, μέσου εκπαιδευτικού και τεχνικού επιπέδου, οι οποίες απέχουν μακριά από τις διακηρύξεις για την «κοινωνία της γνώσης».
18. Οι εξελίξεις στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων διακρίνονται από τη λήψη μέτρων και την άσκηση πολιτικών που διαπνέονται από την αποδυνάμωση του ρόλου και την αποκέντρωση της κεντρικής συλλογικής διαπραγμάτευσης, τη διεύρυνση της ευελιξίας των εργασιακών σχέσεων και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας των τελευταίων δύο δεκαετιών, υπακούοντας σε μία υπόρρητη λογική ότι η μείωση του κόστους εργασίας και η ενίσχυση της λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς συμβάλλουν στην καταπολέμηση της ανεργίας, στην αύξηση της κινητικότητας της εργασίας και στην βελτίωση αποτροπής των ανταγωνιστικών πιέσεων που επικρατούν στις εγχώριες και διεθνείς αγορές προϊόντων, υπηρεσιών και κεφαλαίου.
19. Η μετεγκατάσταση επιχειρήσεων αποτελεί ένα σύνθετο φαινόμενο που βρίσκεται σε εξέλιξη και ενδεχομένως σε επιτάχυνση προς τις χώρες φτηνού κόστους εργασίας που είναι, είτε τρίτες χώρες, είτε υπό ένταση χώρες, είτε είναι κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι επιπτώσεις για τις χώρες προέλευσης είναι σημαντικές, τόσο στο πεδίο των απωλειών θέσεων εργασίας, όσο και καθυστέρηση στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων. Παράλληλα, οι επιπτώσεις των μετεγκαταστάσεων στις χώρες υποδοχής, αν και τα εισοδήματα που προκύπτουν δεν παραμένουν στο σύνολό τους στην χώρα υποδοχής, εντούτοις οδηγούν τις χώρες υποδοχής σ’ ένα έντονο ανταγωνισμό στα πεδία της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της αγοράς εργασίας, της δημιουργίας ζωνών ελεύθερων συναλλαγών και ζωνών επιχειρήσεων, προκειμένου, όπως υποστηρίζουν, να αποφύγουν την αποβιομηχάνιση και την ανεργία. Όμως το ερώτημα που παραμένει για τις χώρες υποδοχής είναι: με τους όρους που εγκαθίστανται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις δημιουργείται ένα τεχνολογικό γνωσιολογικό, παραγωγικό και αναπτυξιακό απόθεμα όταν μεταγκατασταθούν εκ νέου προς άλλη χώρα φθηνότερου κόστους εργασίας, όπως σήμερα συμβαίνει με την μετεγκατάσταση επιχειρήσεων από την Κίνα στην Ινδία και το Πακιστάν.
20. Η αποτίμηση των απόψεων του Δ.Ν.Τ. αναφορικά με τις εξελίξεις και τις προοπτικές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, αναδεικνύει τον στόχο του διεθνούς οργανισμού ο οποίος εστιάζεται στον περιορισμό των συνταξιοδοτικών δαπανών (μείωση του ποσοστού αναπλήρωσης των συντάξεων από το 70% στο 40%) και κατά συνέπεια στην αντίστοιχη μείωση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού για την χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
* Ο Σάββας Ρομπόλης είναι Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ.
|