Proslipsis.gr | Αθήνα 22.3.2021, 08:36
Τα νέα στελέχη του ιού SARS-CoV-2 έχουν προκαλέσει ανησυχία στην παγκόσμια κοινότητα για την πιθανή τους δυνατότητα να μπορούν να διαφύγουν από την ανοσία που παρέχουν τα εμβόλια.
Αυτή είναι μία εύλογη ανησυχία, καθώς τα εμβόλια έχουν βασιστεί σε ένα συγκεκριμένο αντιγόνο, αλλά ο ιός μεταβάλλεται συνεχώς, οπότε ένα στέλεχος είναι πιθανό κάποια στιγμή θα γίνει ανθεκτικό στην προστασία που παρέχουν τα εμβόλια.
Επειδή μεγάλη μερίδα του πληθυσμού δεν έχει ακόμη εμβολιαστεί, πολλοί άνθρωποι είναι επίνοσοι, οπότε όσοι περισσότεροι μολυνθούν, τόσο περισσότερες φορές ο ιός θα πολλαπλασιαστεί και θα έχει περισσότερες πιθανότητες να μεταλλαχθεί σε ένα ανθεκτικότερο στέλεχος.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) (https://mdimop.gr/covid19/)συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα όπως δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο περιοδικό JAMA («COVID-19 Vaccines vs Variants—Determining How Much Immunity Is Enough»).
Οι μεταλλάξεις του ιού που αφορούν την πρωτεΐνη spike, μπορούν να καταστήσουν τον ιό πιο μεταδοτικό και πιο θανατηφόρο, καθώς αυτή αποτελεί το μέσο εισόδου του ιού στο κύτταρο.
Οι ανησυχίες των επιστημόνων επιβεβαιώνονται ήδη, καθώς σε μελέτες των εμβολίων Novavax, Janssen και AstraZeneca στη Νότια Αφρική έχει αποδειχθεί μειωμένη αποτελεσματικότητα τους ενάντια στο στέλεχος Β.1.351 που ενδημεί εκεί.
Σε μία πρόσφατη δημοσίευση αναφέρθηκε η παρατήρηση ότι σε άτομα που είχαν λάβει και τις δύο δόσεις του εμβολίου της Pfizer η αδρανοποίηση του ιού ήταν μικρότερη κατά δύο τρίτα για το στέλεχος Β.1.351 σε σχέση με ένα από τα πρώτα στελέχη του ιού. Αντίστοιχα για το εμβόλιο της Moderna, μία εβδομάδα μετά τη δεύτερη δόση ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων των συμμετεχόντων για το στέλεχος Β.1.351 ήταν 6 φορές μικρότερος σε σχέση με τον τίτλο για το πρώτο στέλεχος που εμφανίστηκε στη Wuhan. Ωστόσο, οι τίτλοι των αντισωμάτων αυτοί μπορεί να επαρκούν για να προφυλάξουν από τη λοίμωξη COVID-19, ή τουλάχιστον από τη σοβαρή μορφή της. Η αποτελεσματικότητα των mRNA εμβολίων είναι μεγάλη, και μέσω της ενεργοποίησης των Τ βοηθητικών κυττάρων και των Τ κυτταροτοξικών κυττάρων, εκτός των εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων ενάντια στη λοίμωξη και στο θάνατο COVID-19 θα αποδειχθεί μόνο με δεδομένα από την καθημερινή πράξη, και η πραγματική ερώτηση είναι αν θα δούμε στο μέλλον να νοσηλεύονται ασθενείς που έχουν εμβολιαστεί πλήρως. Τα εμβόλια της Janssen και Novavax έχουν όντως δείξει μειωμένη αποτελεσματικότητα ενάντια στο στέλεχος της Νότιας Αφρικής, αλλά η ανόσια που επάγουν ήταν επαρκής για να μειώσει την πιθανότητα νοσηλείας. Αντίστοιχα μειωμένη προστασία παρέχει το εμβόλιο της AstraZeneca, πιθανώς όμως να είναι αρκετή. Ο στόχος άλλωστε είναι η μείωση των νοσηλειών και των θανάτων. Το Ισραήλ, που έχει επιτύχει τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού στον κόσμο, μείωσε τις νοσηλείες κατά 36% και τη σοβαρή νόσο κατά 29%, παρότι το επικρατόν στέλεχος εκεί είναι το Β.1.1.7 που πρωτοεμφανίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην ερώτηση αν θα χρειαζόμαστε ετήσιες δόσεις των εμβολίων για να διατηρήσουμε την ανοσία δεν υπάρχει ακόμη απάντηση. Τα mRNA εμβόλια αποτελούν νέα τεχνολογία. Θα πρέπει σίγουρα να είμαστε προετοιμασμένοι να τροποποιήσουμε τα υπάρχοντα εμβόλια ώστε να αντιμετωπίσουμε τα ανθεκτικότερα στελέχη. Οι εταιρείες Pfizer, Moderna και Novavax έχουν ήδη ανακοινώσει ότι δουλεύουν σε τροποποιήμενα εμβόλια για να ενισχύσουν την ανοσία για τα νεότερα στελέχη. Έχουν ήδη σχεδιαστεί μελέτες τόσο για άτομα που θα λάβουν το τροποποιημένο εμβόλιο, ενώ έχουν ήδη εμβολιαστεί, όσο και για υποψήφιους που δεν έχουν εμβολιαστεί ξανά στο παρελθόν.
Το επόμενο και δύσκολο βήμα στη διαχείριση της πανδημίας είναι το πότε θα επιστρατεύσουμε τα εμβόλια 2.0, δηλαδή τη δεύτερη γενιά εμβολίων. Το πρότυπο της γρίπης όπου τα επικρατούντα στελέχη του Νοτίου ημισφαιρίου καθορίζουν τα στελέχη που θα στοχεύσουν τα εμβόλια στο Βόρειο ημισφαίριο, δεν θα λειτουργήσει για τον SARS-CoV-2. Η πρόκληση έγκειται στο να υπάρξει η δυνατότητα ταυτόχρονα να εμβολιαστεί ολόκληρος ο πληθυσμός με τα πρωτότυπα εμβόλια και ακολούθως να λάβει δόσεις ενίσχυσης για τα νεότερα στελέχη. Πως θα εφαρμοστεί αυτό, ποιο είναι το κατάλληλο χρονικό σημείο για να επιστρατευτεί αυτή η στρατηγική, ποιο στέλεχος του ιού θα επιλέξουμε και πόσο συχνά αλλάζει το στέλεχος αυτό, είναι τα επόμενα σοβαρά ερωτήματα που θα προβληματίσουν την επιστημονική κοινότητα τους ερχόμενους μήνες.
Σε κάθε περίπτωση, η εντατικοποίηση των εμβολιασμών με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα εμβόλια, είναι ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η λοίμωξη στα δημοτικά σχολεία Στο Ηνωμένο Βασίλειο πραγματοποιήθηκε μελέτη που κατέγραψε την επίπτωση της λοίμωξης COVID-19 στα δημοτικά σχολεία όταν άνοιξαν ξανά την 1η Ιουνίου 2020 για να καταμετρηθεί η συμπτωματική και η ασυμπτωματική νόσος στους μαθητές και στο προσωπικό («SARS-CoV-2 infection and transmission in primary schools in England in June–December, 2020 (sKIDs): an active, prospective surveillance study»).
Στόχος ήταν να εντοπιστούν οι ασυμπτωματικοί φορείς της νόσου και να υπολογιστεί η μεταδοτικότητα στις σχολικές μονάδες.
Στη μελέτη αυτή υπήρχε μία ομάδα που υποβαλλόταν σε εβδομαδιαίο έλεγχο με ρινοφαρυγγικό επίχρισμα για πιθανή λοίμωξη. Μία δεύτερη ομάδα υπεβλήθη σε αιμοληψία για έλεγχο αντισωμάτων στην έναρξη της μελέτης, ένα μήνα μετά, το Σεπτέμβριο του 2020 και στο τέλος της μελέτης το Νοέμβριο-Δεκέμβριο 2020.
Μέσα στο καλοκαίρι ελέγχθηκαν 11966 συμμετέχοντες (6727 μαθητές, 4628 μέλη του προσωπικού και 611 άλλοι) σε 131 διαφορετικά σχολεία με 40501 ρινοφαρυγγικά τεστ. Η συχνότητα της εβδομαδιαίας λοίμωξης SARS-CoV-2 ήταν 4,1 ανά 100.000 μαθητές και 12,5 ανά 100.000 στο προσωπικό.
Στην έναρξη της μελέτης, σε 45 σχολεία, 91 στους 816 μαθητές και 209 στα 1381 μέλη προσωπικού, ήταν θετικοί για αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2, αντίστοιχα δεδομένα με αυτά της κοινότητας. Η οροθετικότητα δεν συσχετίστηκε με την παρακολούθηση στο σχολείο κατά την περίοδο της καραντίνας (p=0.13 για τους μαθητές, p=0.2 για το προσωπικό) ή την επαφή του προσωπικού με τους μαθητές (p=0.37). Στο τέλος του καλοκαιριού 603 (73,9%) στους 816 μαθητές και 1015 (73,5%) στα 1381 μέλη του προσωπικού βρισκόταν ακόμη υπό παρακολούθηση και πέντε άτομα, εκ των οποίων τέσσερις μαθητές έγιναν οροθετικοί. Μέχρι το Δεκέμβριο του 2020, 55 άτομα (5,1%) που ήταν αρνητικά στην αρχή, 19 μαθητές και 36 μέλη του προσωπικού έγιναν οροθετικά στον έλεγχο αντισωμάτων.
Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι τα ποσοστά λοίμωξης με τον ιό SARS-CoV-2 στα δημοτικά σχολεία ήταν χαμηλά μετά το άνοιγμα τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα παιδιά συχνότερα εμφανίζουν ασυμπτωματική ή ήπια νόσο, για αυτό τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να γενικευτούν για τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, καθώς τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν υψηλότερο κίνδυνο λοίμωξης, άρα και μεγαλύτερη πιθανότητα μετάδοσης και κατΆ επέκταση μαζική εμφάνιση κρουσμάτων στις σχολικές μονάδες.
|