Καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών παρουσιάζουν τις εξελίξεις γύρω από την πανδημία του κορονοϊού COVID-19.
Τα εξουδετερωτικά αντισώματα μπορούν να προβλέψουν σε ικανοποιητικό βαθμό το βαθμό ανοσιακής προστασίας μετά από συμπτωματική λοίμωξη COVID-19
Η καταγραφή της ανοσιακής προστασίας μετά από συμπτωματική λοίμωξη COVID-19 (φυσική ανοσία) ή μετά από εμβολιασμό τόσο σε υγιείς λήπτες όσο και σε ασθενείς που αποτελούν ομάδες υψηλού κινδύνου για τη νόσο COVID-19, είναι εξαιρετικά σημαντική.
Ειδικότερα οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο των υπό εξέλιξη κλινικών μελετών επιτρέπουν τόσο στην κατανόηση των πολύπλοκων μοριακών-κυτταρικών μηχανισμών ανοσιακής «απάντησης» σε διάφορες ομάδες πληθυσμού, όσο και στην ανάπτυξη νέων μεθόδων επιδημιολογικής επιτήρησης στον ευρύ πληθυσμό αλλά και χάραξης πολιτικών (βλέπε, επανεκκίνηση οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων) και δράσεων (π.χ. ψηφιακό πιστοποιητικό COVID-19) σε κεντρικό διοικητικό επίπεδο (Ευρωπαϊκή Ενωση) προκειμένου να επανέλθουμε όσο πιο σύντομα στην, επιθυμητή από όλους μας, κανονικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2021 με την έναρξη του εμβολιαστικού προγράμματος στη χώρα μας μια εκτενή προοπτική μελέτη καταγραφής της ανοσολογικής απόκρισης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 σε υγιείς λήπτες αλλά και ασθενείς διαφόρων νοσημάτων. Πρόκειται για τη μελέτη NCT04743388 (https://www.clinicaltrials.gov/ct2/show/NCT04743388) με συντονιστές τους Καθηγητές του ΕΚΠΑ Ευάγγελο Τέρπο, Ιωάννη Τρουγκάκο και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανη ΕΚΠΑ). Τα ευρήματα αξιολογούνται και σε σχέση με παράλληλη, υπό εξέλιξη, μελέτη της ανοσολογικής απόκρισης, σε ασθενείς με COVID-19.
Για τη μελέτη ανοσιακής «απάντησης», είτε λόγω COVID-19 είτε μετά από εμβολιασμό, χρησιμοποιείται συνδυασμός μετρήσεων που αφορούν τόσο στην παρουσία εξουδετερωτικών αντισωμάτων (δηλαδή αντισωμάτων που αδρανοποιούν τον ιό SARS-CoV-2) στον ορό εμβολιασθέντων ή ασθενών με COVID-19, όσο και αντισωμάτων έναντι της πρωτεϊνης ακίδας μέσω της οποίας ο ιός προσδένεται στα ανθρώπινα κύτταρα. Η συνδυαστική αυτή προσέγγιση αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν ακριβέστερη αποτύπωση (immune score) της παρεχόμενης ανοσιακής προστασίας μέσω αντισωμάτων. Στο πλαίσιο αυτών των (υπό εξέλιξη) ιδιαίτερα σημαντικών σε διεθνές επίπεδο κλινικών μελετών που πραγματοποιούνται στο ΕΚΠΑ, έχουν δημοσιευθεί επιστημονικές εργασίες σε διεθνή περιοδικά υψηλού κύρους.
Σε συμφωνία με τα παραπάνω και δεδομένου ότι η ανάπτυξη προβλεπτικών μοντέλων ανοσιακής προστασίας από τη COVID-19 είναι απαραίτητη ώστε να βελτιωθεί ο σχεδιασμός και η περαιτέρω ανάπτυξη εμβολίων, πολύ πρόσφατη δημοσίευση από τους Khoury και συνεργάτες στο έγκριτο περιοδικό Nature Medicine αναφέρει ότι ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων μπορεί να προβλέψει σε ικανοποιητικό βαθμό την ανοσιακή προστασία από μελλοντική συμπτωματική λοίμωξη COVID-19. Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη εργασία, που αναλύουν οι παραπάνω Καθηγητές του ΕΚΠΑ, οι ερευνητές αξιολόγησαν τη συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων εξουδετέρωσης του ιού in vitro και της παρατηρούμενης προστασίας από λοίμωξη COVID-19. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από 7 εμβόλια, που ήδη βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης (περιλαμβάνονται και τα 4 που χορηγούνται στη χώρα μας), αλλά και δεδομένα από αναρρώσαντες μετά από COVID-19. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές βρήκαν ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του υψηλού τίτλου των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (άνω του 50%) και της απουσίας σοβαρής ή έστω συμπτωματικής λοίμωξης COVID-19, 8 μήνες μετά τον εμβολιασμό.
Τα αποτελέσματα είναι αντίστοιχα με μελέτες που αφορούν την εποχική γρίπη και τους εποχικούς κορωνοιούς και δείχνουν ότι η ήπια επαναλοίμωξη είναι δυνατή μετά την παρέλευση ενός έτους από την αρχική λοίμωξη. Επιπλέον, οι ερευνητές αναφέρουν ότι σύμφωνα με το μοντέλο τους ο τίτλος της εξουδετέρωσης έναντι μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2 μειώνεται συγκριτικά με τον τίτλο της εξουδετέρωσης έναντι του αρχικού στελέχους στο οποίο βασίστηκαν τα διαθέσιμα εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ερευνητική ομάδα. μοντελοποιώντας την πτώση του τίτλου των εξουδετερωτικών αντισωμάτων κατά τη διάρκεια των πρώτων 8 μηνών μετά τον εμβολιασμό, προβλέπει ότι παρά την ενδεχόμενη απώλεια προστασίας από τη ιϊκή μόλυνση, η προστασία από σοβαρή λοίμωξη COVID-19 πιθανότατα θα διατηρηθεί επί μακρόν ακόμη και σε περίπτωση απουσίας αναμνηστικού εμβολιασμού.
Φυσικά η παραπάνω επισήμανση θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και στο κλινικό πεδίο. Στην κατεύθυνση αυτή η μελέτη του ΕΚΠΑ, στην οποία συμμετέχουν ήδη πάνω από 2500 άτομα εκτείνεται μέχρι το χρονικό σημείο των δεκαοκτώ (18) μηνών μετά τον πρώτο εμβολιασμό ή την ανάρωση από τη νόσο COVID-19 και αναμένεται να παράσχει ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες όσον αφορά στο βαθμό ανοσιακής προστασίας μετά από εμβολιασμό ή συμπτωματική λοίμωξη COVID-19.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με το προτεινόμενο μοντέλο οι ερευνητές σημειώνουν ότι το επίπεδο εξουδετέρωσης του ιού, με τη μέτρηση εξουδετερωτικών αντισωμάτων, είναι ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας της ανοσιακής προστασίας έναντι πιθανής λοίμωξης από SARS-CoV-2 και μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στο σχεδιασμό και στην ανάπτυξη αποτελεσματικών εμβολίων επόμενης γενιάς έναντι της COVID-19.
Στο σημείο αυτό, οι ερευνητές του ΕΚΠΑ τονίζουν ότι οι τίτλοι εξουδετερωτικών αντισωμάτων που αναπτύσσει το 95% των εμβολιασθέντων, χωρίς σοβαρά προβλήματα ανοσοκαταστολής, με τις δυο δόσεις των εμβολίων (πλήρως εμβολιασμένοι) είναι άνω του 90%.
*** *** ***
O FDA δίνει έγκριση για τη χρήση του GSK-Vir μονοκλωνικού αντισώματος έναντι της λοίμωξης COVID-19
Ο Αμερικανικός οργανισμός φαρμάκων έδωσε έγκριση στο μονοκλωνικό αντίσωμα των εταιρειών Vir Biotechnology και GSK για την αντιμετώπιση της ήπιας έως μέτριας βαρύτητας νόσου COVID-19 σε ασθενείς ηλικίας άνω των 12 ετών.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν την ανακοίνωση της έγκρισης του φαρμάκου.
Το μονοκλωνικό αυτό αντίσωμα, που ονομάστηκε sotrovimab, δεν έχει εγκριθεί για νοσηλευόμενους ασθενείς ή ασθενείς που χρειάζονται οξυγονοθεραπεία, παρά μόνο για ασθενείς με ήπια-μέτριας βαρύτητας νόσο, οι οποίοι όμως έχουν κίνδυνο ανάπτυξης σοβαρής νόσου. Παρόμοια αντισώματα των εταιρειών Regeneron και Lilly έχουν εγκριθεί στις ΗΠΑ.
Το sotrovimab ανήκει στην κατηγορία των μονοκλωνικών αντισωμάτων, που προσομοιάζουν με τα αντισώματα που παράγει ο οργανισμός όταν έρθει σε επαφή με τον SARS-CoV-2. Το σκεπτικό της χορήγησης αυτού του είδους των μονοκλωνικών αντισωμάτων στηρίζεται στην έγκαιρη χορήγησή τους δηλαδή όσο γίνεται πιο κοντά από τη διαπίστωση της μόλυνσης από τον ιό, ώστε να εμποδίσουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα του οργανισμού. Επειδή όμως στους περισσότερους ασθενείς με COVID-19, η νόσος διαδράμει είτε χωρίς συμπτώματα είτε με λίγα συμπτώματα, η χορήγηση τέτοιων μονοκλωνικών αντισωμάτων πρέπει να περιορίζεται σε ασθενείς που έχουν δυσμενείς παράγοντες κινδύνου με βάση τους οποίους μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα νοσήσουν βαριά.
Το φάρμακο θα είναι διαθέσιμο τις ερχόμενες εβδομάδες, και αναμένεται να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα κατά το δεύτερο ήμισυ του 2021. Ο Οργανισμός Φαρμάκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα αξιολογήσει πλήρως το sotrovimab στις επόμενες εβδομάδες, ώστε πιθανόν να δοθεί έγκριση για χρήση αυτού του μονοκλωνικού αντισώματος σε ασθενείς COVID-19 που δεν χρειάζονται οξυγονοθεραπεία αλλά είναι σε κίνδυνο ανάπτυξης σοβαρής νόσου.
*** *** ***
Oι οδηγίες των ειδικών για τη χρήση μάσκας
Οι οδηγίες του κέντρου ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων (Center for Disease Control and Prevention: CDC) σε πρόσφατη δημοσίευση του για τα πλήρως εμβολιασμένα άτομα, περιλαμβάνοντας την αποφυγή της τήρησης των κοινωνικών αποστάσεων και την προαιρετική χρήση μάσκας, έχουν δημιουργήσει σύγχυση ευρέως στον πληθυσμό.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) απαντούν στα ερωτήματα που έχουν δημιουργήσει οι νέες συστάσεις του CDC.
Το CDC δεν αίρει την υποχρεωτική χρήση της μάσκας, αλλά τροποποιεί τις συστάσεις για όσους είναι πλήρως εμβολιασμένοι, και έχουν επιβεβαιωμένη υψηλή απάντηση στο εμβόλιο. Για την απόφαση της άρσης της υποχρεωτικής χρήσης της μάσκας πρέπει κανείς να αναλογιστεί τόσο το ποσοστό των εμβολιασμένων και των μη στην κοινότητα, όσο και την τοπική επίπτωση της νόσου. Θεωρητικά όταν το ποσοστό των εμβολιασμένων φτάσει το 80% επιτυγχάνοντας τη συλλογική ανοσία θα μπορούσε κανείς να σταματήσει να φοράει μάσκα. Στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς λόγω του συνωστισμού το CDC συνεχίζει να προτείνει τη χρήση μάσκας. Ένας πληθυσμός που πρέπει να συνεχίζει να προφυλάσσεται είναι οι ανοσοκατεσταλμένοι, όπως ασθενείς με HIV και μεταμοσχευμένοι συμπαγών οργάνων. Ένα 3% του αμερικανικού πληθυσμού θεωρείται από τον προσωπικό του ιατρό ανοσοκατεσταλμένο, περιλαμβάνοντας ασθενείς που λαμβάνουν χημειοθεραπεία, βρίσκονται σε αιμοκάθαρση, ή όσους λαμβάνουν ανοσοτροποποιητική αγωγή. Σε αυτούς τους ασθενείς φαίνεται ότι τα εμβόλια προσφέρουν σχετική κάλυψη λειτουργούν, αλλά το αν θα χρειαστούν δόσεις ενίσχυσης ειδικότερα σε αυτούς τους πληθυσμούς είναι ακόμη άγνωστο. Στους εξωτερικούς χώρους η χρήση της μάσκας θα μπορεί σταδιακά να αποφευχθεί εκτός από περιπτώσεις στενής επαφής μεταξύ των ατόμων, όπως σε ορισμένα αθλήματα. Πολλοί άνθρωποι, ειδικά όσοι έχουν συννοσηρότητες ή κάποια μορφή ανοσοανεπάρκειας, μπορεί να επιλέξουν να συνεχίσουν να φορούν μάσκα ως μέσο πρόληψης. Όσο αφορά την προστασία των μικρών παιδιών κάτω των δύο ετών, οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν μας ότι ακόμα και αν νοσήσουν τα στοιχεία είναι πολύ ενθαρρυντικά, αλλά επειδή ειδικά τα νεογνά είναι ευπαθή, οι ενήλικες πρέπει να συνεχίζουν να φορούν μάσκα γύρω τους.
*** *** ***
Επιβεβαίωση της ευεργετικής δράσης της Μεσογειακής δίαιτας έναντι της νόσου COVID-19, από Πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής.
Μια πρόσφατη επιδημιολογική έρευνα του Πανεπιστημίου της Navarra της Ισπανίας, σε συνεργασία με το Department of Nutrition του Πανεπιστημίου Harvard, που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2021 στο επιστημονικό περιοδικό Clinical Nutrition με τίτλο «Μεσογειακή δίαιτα και ο κίνδυνος COVID-19, στη μελέτη SUN του Πανεπιστημίου της Ναβάρα» (Mediterranean diet and the risk of COVID-19 in the ‘Seguimiento Universidad de Navarra’ cohort), επιβεβαιώνει την προστατευτική δράση της Μεσογειακής δίαιτας έναντι της νόσου COVID-19. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, οι διατροφικές συνήθειες των 9.677 συμμετεχόντων εθελοντών καταγράφηκαν μέσω ερωτηματολογίων και αξιολογήθηκαν με βαθμολογία 0-9 αναλόγως με το πόσο κοντά στη Μεσογειακή δίαιτα ήταν το μοντέλο διατροφής που ακολουθούσαν. Παράλληλα, κατά το διάστημα Φεβρουαρίου-Δεκεμβρίου 2020 εξετάστηκε πόσοι συμμετέχοντες βρέθηκαν θετικοί στον κορωνοϊό. Τα αποτελέσματα έδειξαν αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ του βαθμού υιοθέτησης της Μεσογειακής δίαιτας και της πιθανότητας νόσησης από τον SARS-Cov-2, καθώς όσο το μοντέλο διατροφής των συμμετεχόντων ήταν πιο κοντά στη Μεσογειακή δίαιτα, τόσο χαμηλότερη ήταν η πιθανότητα νόσησης. Μάλιστα, οι συμμετέχοντες που ακολουθούσαν μοντέλο διατροφής που αξιολογήθηκε με βαθμολογία μεγαλύτερη του 6, παρουσίαζαν τη χαμηλότερη πιθανότητα νόσησης. Στη δημοσιευμένη αυτή επιδημιολογική έρευνα αναφέρεται και το άρθρο «Μικροθρεπτικά συστατικά, φυτοχημικά και Μεσογειακή δίαιτα: ένας πιθανός προστατευτικός ρόλος έναντι του COVID-19, μέσω της τροποποίησης της δράσης και του μεταβολισμού του PAF» (Micronutrients, phytochemicals and Mediterranean diet: a potential protective role against COVID-19 through modulation of PAF actions and metabolism) που είχε ήδη δημοσιευτεί τον Ιανουάριο του 2021 στο επιστημονικό περιοδικό Nutrients από μέλη της ερευνητικής ομάδας του Ομότιμου Καθηγητή Βιοχημείας & Χημείας Τροφίμων του Τμήματος Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κ.Α. Δημόπουλου, της Καθηγήτριας Βιοχημείας του Τμήματος Επιστήμης Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Σ. Αντωνοπούλου και της Προϊσταμένης του Τμήματος Κλινικής Διατροφής στο ΓΝΑ Κοργιαλένειο - Μπενάκειο και διδάσκουσας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Δρ. Π. Ντετοπούλου. Στο άρθρο αυτό τα μέλη της Ελληνικής ομάδας διατύπωσαν την άποψη της πιθανής προστατευτικής δράσης της Μεσογειακής δίαιτας έναντι της νόσου COVID-19, βασιζόμενοι στον προτεινόμενο από την ομάδα τους βιοχημικό μηχανισμό δράσης του κορωνοϊού, τον οποίο μηχανισμό έχουν περιγράψει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις τους (Ιούνιο με Σεπτέμβριο του 2020), σε συνεργασία με τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου Tufts της Βοστόνης Θεοχάρη Θεοχαρίδη, στην επιστημονική βάση Preprints και στα επιστημονικά περιοδικά Clinical Therapeutics και BioFactors
Το ίδιο σχεδόν διάστημα με την παραπάνω επιδημιολογική έρευνα δημοσιεύτηκε τον Μάϊο του 2021 στο επιστημονικό περιοδικό Nutrients μία "έρευνα απόδειξης της ιδέας" (Proof-of-Concept), των Ιταλικών Πανεπιστημίων του Τορίνο και Παλέρμο, με τίτλο "Μεσογειακή δίαιτα και λοίμωξη SARS-COV-2: Υπάρχει κάποια σχέση; Μια μελέτη απόδειξης της ιδέας" (Mediterranean Diet and SARS-COV-2 Infection: Is There Any Association? A Proof-of-Concept Study) που έγινε σε 1206 συμμετέχοντες εθελοντές για το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2021. Η έρευνα αυτή επίσης επιβεβαιώνει την ευεργετική δράση της Μεσογειακής δίαιτας έναντι της νόσου COVID-19. Σε αυτή την έρευνα των Ιταλικών Πανεπιστημίων, αναφέρεται επίσης το άρθρο στο Nutrients τον Ιανουάριο του 2021, στο οποίο η Ελληνική ομάδα διατύπωσε τον βιοχημικό μηχανισμό για την πιθανή προστατευτική δράση της Μεσογειακής δίαιτας έναντι της νόσου COVID-19. Επιπλέον, γίνεται και εκτενής αναφορά στο δημοσιευμένο έργο της τελευταίας δεκαπενταετίας της Ελληνικής ομάδας για τον προτεινόμενο μηχανισμό της ευεργετικής δράσης που ασκεί η Μεσογειακή δίαιτα μέσω της αναστολής του φλεγμονώδους και θρομβωτικού Παράγοντα Ενεργοποίησης των Αιμοπεταλίων (PAF).
Με τα αποτελέσματα των εν λόγω ερευνών των παραπάνω Πανεπιστημίων, ενισχύεται και ο βιοχημικός μηχανισμός που προτείνεται από την Ελληνική ομάδα.
*** *** ***
Φαρμακοεπαγρύπνηση και εμβόλια έναντι της COVID-19
Από το Μάρτιο του 2020 οπότε και άρχισαν οι πρώτες κλινικές μελέτες των εμβολίων έναντι της COVID-19 έως σήμερα αρκετές μελέτες φάσης ΙΙΙ έχουν ολοκληρωθεί και μια πλειάδα εμβολίων με διαφορετικούς μηχανισμούς (εμβόλια mRNA, με αδρανοποιημένους φορείς, ανασυνδυασμένη πρωτεϊνη ή αδρανοποιημένο ιό) έχουν εγκριθεί από τους αρμόδιους ρυθμιστικούς οργανισμούς και χορηγούνται σε εκατομμύρια ανθρώπους. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγεται το BNT162b2 (Pfizer-BioNTech COVID-19 εμβόλιο) το οποίο αποτελείται από ένα λιπιδιακό νανοσωματίδιο που περιέχει το mRNA και εκφράζει την πρωτεϊνη ακίδα του ιού. Η ανοσογονικότητα του εμβολίου το οποίο χορηγείται σε δύο δόσεις, επιβεβαιώθηκε με τις μετρήσεις εξουδετερωτικών αντισωμάτων ακόμα και σε περιπτώσεις μεταλλάξεων του ιού, σε τυχαιοποιημένες μελέτες φάσης Ι/ΙΙ.
Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου αποδείχθηκε σε μελέτη φάσης ΙΙΙ και επιβεβαιώθηκε σε αναλύσεις βάσεων δεδομένων από χώρες με ευρεία εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού όπως το Ισραήλ. Όλα τα εμβόλια έναντι της COVID-19 έχουν λάβει επείγουσα έγκριση με βάση μελέτες με δείγμα πληθυσμού δεκάδων χιλιάδων ατόμων ευρέως ηλικιακού φάσματος. Κατά τον εμβολιασμό όμως του γενικού πληθυσμού σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι πιθανό να καταγραφούν. Μετά την έγκριση τους οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (EMA) καθώς και ο Αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων (FDA), παρακολουθούν συνεχώς τις ανεπιθύμητες ενέργειες σε άτομα που εμβολιάζονται. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ανίχνευση πιθανών κινδύνων και η άμεση αντιμετώπισή τους. Πολλές πηγές δεδομένων αναλύονται, όπως εκθέσεις από ασθενείς και επαγγελματίες υγείας (μέσω υποβολής Κίτρινης Κάρτας), κλινικές μελέτες, ιατρική βιβλιογραφία και πληροφορίες που προέρχονται από άλλες ρυθμιστικές αρχές. Επιπλέον οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές αξιολογούν με πολλή προσοχή ύποπτες ανεπιθύμητες ενέργειες για να προσδιορίσουν εάν αυτές συνδέονται ή όχι με το εμβόλιο. Με αυτόν τον τρόπο αποκλείεται η πιθανότητα οι ανεπιθύμητες ενέργειες να οφείλονται σε σύμπτωση ή σε παράγοντες που δεν συνδέονται με τον εμβολιασμό. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι μια άλλη υποκείμενη νόσος ή το προκληθέν άγχος λόγω του εμβολιασμού.
Κατόπιν αναφορών προερχόμενες από την εθνική βάση καταγραφής του Ισραήλ, στις 17 Μαϊου, το κέντρο ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων των Η.Π.Α. (CDC) εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία αναφέρει ότι ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας (φλεγμονής του μυοκαρδίου) έχουν αναφερθεί σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες, κυρίως άνδρες, συνήθως εντός 4 ημερών μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου BNT162b2 (Pfizer-BioNTech) (https://www.cdc.gov/vaccines/acip/work-groups-vast/technical-report-2021-05-17.html). Η πλειοψηφία των περιπτώσεων χαρακτηρίζεται από ήπια, αναστρέψιμη προσβολή της καρδιάς ενώ τα ποσοστά μυοκαρδίτιδας δε φαίνεται να ξεπερνούν τα αναμενόμενα για την εποχή. Η μυοκαρδίτιδα είναι συνήθως αποτέλεσμα λοίμωξης από συγκεκριμένους ιούς και αφού το συγκεκριμένο εμβόλιο δεν περιέχει ιό η αιτιολογική σύνδεση του με περιστατικά μυοκαρδίτιδας παραμένει υπο διερεύνηση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας ανεξαρτήτως αιτιολογίας, η φλεγμονή του μυοκαρδίου είναι ασυμπτωματική. Σε μια μειοψηφία ασθενών, η μυοκαρδίτιδα εκδηλώνεται ως καρδιακή ανεπάρκεια σε συνδυασμό με αρρυθμίες ή και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Δεν έχουν αναφερθεί τέτοια περιστατικά συνδεόμενα με το εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer-BioNTech) μέχρι σήμερα. Συνοψίζοντας, οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής Επίκουρος Καθηγητής Αλέξανδρος Μπριασούλης και Καθηγητής Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) επισημαίνουν πως το κέντρο ελέγχου και πρόληψης ασθενειών των Η.Π.Α (CDC) επιβεβαιώνει το όφελος του εμβολίου, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον αμφισβητούμενο κίνδυνο σπάνιων ανεπιθύμητων παρενεργειών. Δεδομένη και επιτακτική κρίνεται η συνεχής φαρμακοεπαγρύπνηση με κύριο άξονα τις αναφορές των επαγγελματιών του τομέα της υγείας και με μοναδικό γνώμονα την ορθή και επιστημονική ανάλυση όλων των διαθέσιμων δεδομένων.
*** *** ***
Άνδρες με χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης μπορεί να έχουν υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης από COVID-19
Έχει παρατηρηθεί από νωρίς ότι οι άνδρες νοσούν βαρύτερα και νοσηλεύονται συχνότερα λόγω COVID-19 σε σύγκριση με τις γυναίκες. Η παρατήρηση αυτή έχει οδηγήσει στην υπόθεση ότι η ανδρική ορμόνη του φύλου, η τεστοστερόνη, μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου, ενώ τα γυναικεία οιστρογόνα μπορεί να είναι προστατευτικά. Ωστόσο, οι συγκεντρώσεις της τεστοστερόνης στους άνδρες είναι μεταβλητές και εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες. Μια μελέτη από τις ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο JAMA Network Open, διερεύνησε τη σχέση των ορμονών του φύλου με τη σοβαρότητα της φλεγμονής και νόσησης από COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Ευάγγελος Τέρπος (Καθηγητής Αιματολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.
Η μελέτη συμπεριέλαβε 90 άνδρες και 62 γυναίκες, μέσης ηλικίας 63 ετών, που προσήλθαν με COVID-19 στο Νοσοκομείο. Στους συμμετέχοντες μετρήθηκαν, μεταξύ άλλων δεικτών, η τεστοστερόνη και η οιστραδιόλη. Σε 66 άνδρες με σοβαρή COVID-19 οι μέσες συγκεντρώσεις τεστοστερόνης ήταν χαμηλότερες την ημέρα εισαγωγής και 3 ημέρες μετά (65% έως 85% χαμηλότερες συγκεντρώσεις) συγκριτικά με 24 άνδρες με ήπια νόσο. Οι συγκεντρώσεις οιστραδιόλης δεν διέφεραν μεταξύ των 2 ομάδων, όμως η αναλογία οιστραδιόλης προς τεστοστερόνη ήταν υψηλότερη σε άνδρες με σοβαρή COVID-19. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι συγκεντρώσεις τεστοστερόνης συσχετίστηκαν αντιστρόφως με δείκτες φλεγμονής, όπως η ιντερλευκίνη 6 και η C αντιδρώσα πρωτεΐνη. Οι ανωτέρω διαφορές ήταν ανεξάρτητες από άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσο, όπως η ηλικία, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), η παρουσία συννοσηροτήτων και το κάπνισμα. Από την άλλη, δεν ανευρέθηκαν τέτοιες στατιστικά σημαντικές διαφορές στις συγκεντρώσεις τεστοστερόνης ή οιστραδιόλης σε οποιαδήποτε ημέρα μεταξύ γυναικών με σοβαρή COVID-19 και γυναικών με ήπια COVID-19.
Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι η τεστοστερόνη πιθανώς να μην έχει τον ίδιο ρόλο στα δύο φύλα σχετικά με την COVID-19. Ίσως να είναι προστατευτική στους άντρες, αφού χαμηλές συγκεντρώσεις της σχετίζονται με αυξημένη φλεγμονή και σοβαρότερη νόσηση. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι αρχικές και μένουν να επιβεβαιωθούν από μεγαλύτερες, μελλοντικές μελέτες. Καταδεικνύουν όμως ήδη την ανάγκη διαφορετικής ερμηνείας πτυχών της βιολογίας στα δύο φύλα, που μπορεί να καθορίζουν και τη διαφορετική φυσική πορεία κλινικών νόσων σε άνδρες και γυναίκες.
*** *** ***
Πλασματοκύτταρα μακράς επιβίωσης έναντι του SARS-CoV-2 εξασφαλίζουν μακρά διάρκεια ανοσίας
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature, έδειξε ότι η λοίμωξη με τον ιό SARS-CoV-2 οδήγησε στην ανάπτυξη ειδικών κυττάρων μνήμης, και πιο συγκεκριμένα πλασματοκυττάρων (είναι τα κύτταρα που παράγουν αντισώματα) μακράς επιβίωσης, στον μυελό των οστών ασθενών που ανέρρωσαν, αν και οι περισσότεροι είχαν εμφανίσει ήπια νόσο. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης, Γκίκας Μαγιορκίνης , Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα αυτής της μελέτης.
Τα πλασματοκύτταρα αυτά ήταν ειδικά για αντιγόνα του ιού. Τα πλασματοκύτταρα μακράς επιβίωσης του μυελού των οστών είναι μια βασική και διαρκής πηγή παραγωγής προστατευτικών αντισωμάτων. Έχει αναφερθεί ότι τα αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 εμφανίζουν ταχεία πτώση των επιπέδων τους, τους πρώτους μήνες μετά τη μόλυνση, γεννώντας ανησυχίες ότι ενδέχεται να μην αναπτύσσονται στο μυελό πλασματοκύτταρα μακράς επιβίωσης και ότι η χυμική ανοσία έναντι του ιού μπορεί να είναι βραχύβια. Έτσι , οι ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, στο St. Louis, Missouri επιδίωξαν να προσδιορίσουν αν τα κύτταρα αυτά θα ήταν ανιχνεύσιμα σε ασθενείς που ανέρρωσαν μετά από λοίμωξη με COVID, περίπου 7 μήνες μετά την αρχική μόλυνση.
Για τη μελέτη αυτή, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα αίματος από 77 ασθενείς που ανέρρωσαν μετά από λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 περίπου 1 μήνα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, με την πλειονότητα (92,2%) τους να είχαν εμφανίσει ήπια νόσο. Κατόπιν, για την παρακολούθηση, συνέλλεξαν δείγματα αίματος τρεις φορές σε διαστήματα περίπου 3 μηνών.
Η ανάλυση των επιπέδων των κυκλοφορούντων αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 στον ορό του αίματος έδειξε ότι οι συνολικοί τίτλοι αντισωμάτων τύπου IgG έναντι της ακίδας του ιού των αναρρωσάντων ασθενών μειώθηκαν ταχέως μεταξύ του 1ου και 4ου μήνα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, με τον μέσο τίτλο να μειώνεται από 6.3 σε 5.7 (μέση διαφορά 0,59 ± 0,06, P <0,001). Ωστόσο, στο διάστημα μεταξύ 4 και 11 μηνών μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, ο ρυθμός ελάττωσης επιβραδύνθηκε, οπότε οι μέσοι τίτλοι μειώθηκαν από 5.7 σε 5.3 (μέση διαφορά 0,44 ± 0,10, Ρ <0,001).
Κατόπιν, οι ερευνητές εξέτασαν υλικό μυελού των οστών που λήφθηκε από 18 από τα 77 άτομα, περίπου 7 έως 8 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη και από 11 υγιείς εθελοντές χωρίς ιστορικό λοίμωξης ή εμβολιασμού για SARS-CoV-2. Επιπλέον, εξέτασαν διαδοχικά και υλικό μυελού των οστών που συλλέχθηκε από 5 από τα 18 άτομα και 1 επιπλέον δείγμα από αναρρώσαντα δότη περίπου 11 μήνες μετά την αρχική μόλυνση.
Διαπίστωσαν την παρουσία στον μυελό ειδικών πλασματοκυττάρων μακράς επιβίωσης έναντι του αντιγόνου της ακίδας του ιού, 15 IgG και 9 IgA αντίστοιχα, στους 19 ασθενείς που ανάρρωσαν, αλλά σε κανέναν από τους 11 υγιείς μάρτυρες. Επιπλέον, τα πλασματοκύτταρα του μυελού τάξης IgG έναντι της ακίδας του ιού παρέμειναν σε σταθερά επίπεδα στα 5 άτομα από τα οποία λήφθηκαν δείγματα μυελού και στους 11 μήνες μετά τη μόλυνση. Τα πλασματοκύτταρα του μυελού τάξης IgA έναντι της ακίδας βρέθηκαν στα ίδια επίπεδα σε 4 από τα 5 άτομα (σε ένα μειώθηκε κάτω από το όριο ανίχνευσης). Ανάλογα προς τα σταθερά επίπεδα των πλασματοκυττάρων του μυελού, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι και οι τίτλοι των αντισωμάτων τάξης IgG έναντι της ακίδας σε αυτούς τους 5 συμμετέχοντες παρέμειναν σταθεροί μεταξύ 7 και 11 μηνών από την έναρξη των συμπτωμάτων. Εν τω μεταξύ, οι τίτλοι IgG έναντι της περιοχής δέσμευσης του υποδοχέα της ακίδας, που ανιχνεύθηκαν σε 4 από τους 5 ασθενείς που ανάρρωσαν, παρέμειναν επίσης σταθεροί μεταξύ 7 και 11 μηνών από την έναρξη των συμπτωμάτων. Επίσης οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι κυκλοφορούνα Β-κύτταρα μνήμης που δεσμεύουν την ακίδα του ιού εντοπίστηκαν σε αναρρώσαντες ασθενείς στο πρώτο δείγμα που συλλέχθηκε περίπου ένα μήνα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων και διατηρήθηκαν για τουλάχιστον 7 μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.
Η μελέτη αυτή παρέχει τις πρώτες άμεσες ενδείξεις για την παραγωγή ειδικών πλασματοκυττάρων στον μυελό των οστών έναντι ενός αντιγόνου μετά από μια ιογενή λοίμωξη στον άνθρωπο. Συνολικά, τα δεδομένα αυτά παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 στους ανθρώπους ενεργοποιεί τους δύο βραχίονες της χυμικής ανοσολογική μνήμης: τα μακράς επιβίωσης πλασματοκύτταρα στον μυελό των οστών και τα κυκλοφορούντα Β-κύτταρα μνήμης. Αυτά τα ευρήματα παρέχουν ένα σημείο αναφοράς για την ανοσογονικότητα των εμβολίων έναντι του SARS-CoV-2 και ένα θεμέλιο για την αξιολόγηση της διάρκειας των πρωτογενών χυμικών ανοσολογικών αποκρίσεων που προκαλούνται μετά από ιογενείς λοιμώξεις σε ανθρώπους. Ωστόσο, οι συγγραφείς επεσήμαναν ότι ενώ τα δεδομένα τεκμηριώνουν μια ισχυρή επαγωγή των μακράς επιβίωσης πλασματοκυττάρων στον μυελό των οστών μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ασθενείς της μελέτης εμφάνισαν ως επί το πλείστον ήπια λοίμωξη.
Τα δεδομένα αυτά είναι σύμφωνα με μια άλλη αναφορά που δείχνει ότι τα άτομα που ανέρρωσαν γρήγορα μετά από μια συμπτωματική λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 εμφάνισαν μια ισχυρή χυμική ανοσολογική απόκριση. Επομένως, είναι πιθανό ότι οι πιο σοβαρές περιπτώσεις λοίμωξης με τον SARS-CoV-2 θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε σχέση με τα μακράς επιβίωσης πλασματοκυττάρα στον μυελό λόγω απορρυθμισμένων χυμικών ανοσολογικών αποκρίσεων.
Η μακράς διάρκειας ανοσία που περιγράφουν οι ερευνητές φαίνεται ότι ενισχύεται και από τα πρώιμα αποτελέσματα που αφορούν την T-κυτταρική ανοσία που έχουν περιγραφεί σε μία μελέτη προδημοσιευμένη από τον Δεκέμβριο του 2020.
(https://www.biorxiv.org/content/10.1101/2020.12.08.416636v1.full.pdf
Πιο συγκεκριμένα οι ασθενείς που είχαν αναρρώσει έδειξαν παρατεταμένη πολυλειτουργική μνήμη έναντι αντιγόνων του SARS-CoV-2 η οποία σε περίπτωση επαναλοίμωξης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχεία ανάκληση της ανοσολογικής απόκρισης. Οι ερευνητές είχαν επίσης παρατηρήσει ότι οι ασθενείς που ανέρρωσαν είχαν παρατεταμένες ανοσολογικές αλλαγές στου σχετικούς αριθμούς των T-κυττάρων (CD4, CD8), την έκφραση δεικτών ενεργοποίησης/εξουθένωσης, και στην κυτταρική διαίρεση. Η αλληλεπίδραση της κυτταρικής με τη χυμική ανοσίαλ καθώς,και η προστασία που προσφέρει ο συνδυασμός σε πιθανότητα επαναλοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2 δεν είναι πλήρως κατανοητά. Σε κάθε περίπτωση η διαλεύκανση του μηχανισμού της μακράς ανοσίας θα βοηθήσει να σχεδιάσουμε χρονικά καλύτερα τον εμβολιαστικό προγραμματισμό.
*** *** ***
Εκτίμηση επιπέδων μολυσματικότητας της λοίμωξης με SARS-CoV-2
Σε πρόσφατη δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό Science, με τίτλο: Εκτίμηση επιπέδων μολυσματικότητας της λοίμωξης με SARS-CoV-2 διερευνώνται τα χαρακτηριστικά μολυσματικότητας του ιού. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).
Ένα κρίσιμο ερώτημα που έχει προκύψει κατά από την αρχή της πανδημίας COVID-19, είναι τα χαρακτηριστικά μολυσματικότητας του SARS-CoV-2 και συγκεκριμένα: Ποια άτομα είναι πιο μολυσματικά και πότε ακριβώς; Πώς σχετίζεται η σοβαρότητα των συμπτωμάτων με τη μολυσματικότητα; Τι επίπεδα ιικού φορτίου απαιτούνται για τη διασπορά του ιού;
Για να απαντηθούν τα παραπάνω ερωτήματα η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Christian Drosten, διευθυντή του Charité’s Institute of Virology, ανέλυσε πάνω από 25.000 δείγματα COVID-19 με σκοπό την εκτίμηση τοy «ιικού φορτίου», του συνολικού δηλαδή αριθμού αντιγράφων του SARS-CoV-2 που περιέχονται σε κάθε δείγμα. Το ιικό φορτίο κάθε δείγματος χρησιμοποιήθηκε ως παράμετρος για να προσδιοριστεί η μολυσματικότητα. Η μελέτη εκτίμησε τη μολυσματικότητα του SARS-CoV-2 σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες και ανάλογα με τα επίπεδα σοβαρότητας της νόσου. Επιπλέον, μελετήθηκε η επίδραση των μεταλλαγμένων στελεχών B.1.1.7.
Το ιικό φορτίο ενός δείγματος εκτιμά την ποσότητα του ιού που υπάρχει στο λάρυγγα ενός ατόμου και, συνεπώς, αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για την εκτίμηση της μολυσματικότητας του ιού. Επιπλέον, εκτιμήθηκε η ελάχιστη συγκέντρωση του ιικού φορτίου που απαιτείται για την επιτυχή καλλιέργεια του SARS-CoV-2 σε κυτταρικές σειρές (η παραπάνω διαδικασία υποδεικνύει την παρουσία μολυσματικού ιού). Η μελέτη βασίστηκε σε διαδοχικά δείγματα σε περισσότερα από 4.300 άτομα. Βάση των παραπάνω διερευνήθηκε η ύπαρξη πιθανών διαφορών στο ιικό φορτίο σε σχέση με την ηλικία, τη σοβαρότητα της νόσου ή την παρουσία μεταλλαγμένων στελεχών.
Αναφορικά με την ηλικία δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα του ιικού φορτίου μεταξύ ατόμων ηλικίας μεταξύ 20 και 65 ετών, με τη μέση τιμή του φορτίου να ισούται περίπου με 2,5 εκατομμύρια αντίγραφα SARS-CoV-2. Το ιικό φορτίο ήταν χαμηλότερο σε μικρά παιδιά (ηλικίας έως 5 ετών) με τα επίπεδα να ξεκινούν περίπου από 800.000 αντίγραφα και να αυξάνουν ανάλογα με την ηλικία, πλησιάζοντας τα επίπεδα των ενηλίκων σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους.
«Παρότι αυτοί οι αριθμοί φαίνονται πολύ διαφορετικοί με την πρώτη ματιά, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα αποτελέσματα του ιικού φορτίου θα πρέπει να εκφράζοντα σε λογαριθμική κλίμακα», δήλωσε ο Drosten. «Οι διαφορές στα ιικά φορτία στα μικρά παιδιά είναι, στην πραγματικότητα, μικρές για να θεωρηθούν ότι έχουν κλινική σημασία.»
Κατόπιν σύγκρισης της μέγιστης τιμής στο ιικό φορτίο βρέθηκε ότι τα επίπεδα μολυσματικότητας στα μικρότερα παιδιά (0 έως 5 ετών) ήταν περίπου το 80% της μολυσματικότητας σε ενήλικες. Οι τιμές για παιδιά σχολικής ηλικίας και εφήβους βρέθηκε να είναι παρόμοιες με τις τιμές των ενηλίκων. Αυτό υποδεικνύει ότι τα ιικό φορτίο δεν ακριβώς ανάλογο με τη μολυσματικότητα του ιού. Οι εκτιμήσεις για τη μολυσματικότητα, επίσης, θα πρέπει να διορθωθούν προς τα πάνω λόγω των διαφορετικών μεθόδων δειγματοληψίας που χρησιμοποιούνται στα παιδιά. Η αρχική υπόθεση της μελέτης ήταν ότι όλες οι ηλικιακές ομάδες έχουν περίπου τα ίδια επίπεδα μολυσματικότητας, υπόθεση που επιβεβαιώθηκε τόσο από αυτή τη μελέτη αλλά και άλλες παρόμοιες.
Μια σύγκριση βάσει συμπτωμάτων επιβεβαίωσε ευρήματα άλλων μελετών ότι ακόμη και ασυμπτωματικά άτομα μπορεί να έχουν πολύ υψηλό ιικό φορτίο. Άτομα που νοσηλεύθηκαν είχαν κατά κανόνα υψηλότερο ιικό φορτίο. Με βάση τις νέες εκτιμήσεις η μέγιστη συγκέντρωση ιού στο λάρυγγα εμφανίζεται 1 έως 3 ημέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων.
Στο περίπου 9% των περιστατικών COVID-19 που ελέγχθηκαν βρέθηκε πολύ υψηλό ιικό φορτίο τάξης μεγέθους 1 δισεκατομμυρίου αντιγράφων ανά δείγμα ή και ακόμα υψηλότερο. Περισσότερα από το ένα τρίτο αυτών των δυνητικά πολύ μολυσματικών ατόμων ήταν ασυμπτωματικά, ή παρουσίασαν ήπια συμπτώματα. Αυτό το δεδομένο παρέχει τεκμηρίωση ότι η μειονότητα των ατόμων αποτελεί την «πηγή» του μεγαλύτερου ποσοστού των μεταδόσεων, ανέφερε ο Drosten. Το γεγονός ότι οι υπερμεταδότες περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ασυμπτωματικών, υπογραμμίζει τη σημασία των προληπτικών μέτρων, όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση και η υποχρεωτική χρήση μάσκας, για τον αποτελεσματικό έλεγχο της πανδημίας.
Σε δείγματα με του Βρετανικού στελέχους B.1.1.7 , η μέση τιμή ιικού φορτίου ήταν αυξημένη κατά ένα λογάριθμο, ενώ η μολυσματικότητα εκτιμώμενη με εργαστηριακές μεθόδους, βρέθηκε να είναι αυξημένη κατά 2,6 φορές.
Παρότι οι εργαστηριακές μελέτες ενδέχεται να μην παρέχουν οριστικές απαντήσεις, τεκμηριώνεται όμως επαρκώς ότι το στέλεχος Β.1.1.7 είναι πιο μολυσματικό από άλλα στελέχη
*** *** ***
Μειωμένη παραγωγή αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 σε ασθενείς με καρκίνο που λαμβάνουν ανοσοθεραπεία: Μελέτη του ΕΚΠΑ
Οι ασθενείς με καρκίνο αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για τη νόσο COVID-19. Σύμφωνα με μελέτες από διάφορες χώρες του κόσμου οι ασθενείς με καρκίνο εμφανίζουν υψηλότερη νοσηρότητα αλλά και θνησιμότητα από τη νόσο COVID-19 σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Ο εμβολιασμός αποτελεί επί του παρόντος το πιο αποτελεσματικό μέτρο έναντι του SARS-CoV-2. Οι διεθνείς και εθνικοί επιστημονικοί οργανισμοί έχουν αποφασίσει τον εμβολιασμό των ασθενών με καρκίνο κατά προτεραιότητα.
Η απόφαση αυτή όμως δεν βασίζεται στα δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφάλειας των διαθέσιμων, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εμβολίων καθώς οι ογκολογικοί ασθενείς δεν είχαν συμπεριληφθεί στις πολυκεντρικές εγκριτικές τους μελέτες. Συνεπώς τα δεδομένα που υπάρχουν για τον εμβολιασμό των ασθενών με καρκίνο στη διεθνή βιβλιογραφία είναι ιδιαίτερα περιορισμένα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ ξεκίνησε μια προοπτική μελέτη καταγραφής της ανοσολογικής απόκρισης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 σε ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες, συμπαγείς νεοπλασίες αλλά και σε υγιείς εθελοντές.
Πρόκειται για τη μελέτη NCT04743388 (https://www.clinicaltrials.gov/ct2/show/NCT04743388) με Συντονιστές τους Ευάγγελο Τέρπο (Καθηγητή Αιματολογίας του ΕΚΠΑ), Ιωάννη Τρουγκάκο (Καθηγητή Τμήματος Βιολογίας του ΕΚΠΑ) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανη του ΕΚΠΑ). Από τη μελέτη αυτή έχουν ήδη δημοσιευθεί σημαντικά συμπεράσματα για την ανοσία που καταλείπει ο εμβολιασμός για την COVID-19 σε ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και ομάδες ασθενών με συμπαγή νεοπλάσματα που δεν λαμβάνουν χημειοθεραπεία αλλά αντιμετωπίζονται με νεότερες στοχευμένες θεραπείες ή ανοσοθεραπεία. Τέτοιες θεραπείες θεωρείται ότι προκαλούν μικρότερη ανοσοκαταστολή και επομένως θα μπορούσαν να επηρεάζουν λιγότερο την ανάπτυξη αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 από τον εμβολιασμό.
Ειδικά για την ανοσοθεραπεία, πρόκειται για μονοκλωνικά αντισώματα που κινητοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα και συγκεκριμένα τα κυτταροτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα έναντι νεοαντιγόνων που εκφράζονται από τα καρκινικά κύτταρα. Με την ανοσοθεραπεία επομένως το ίδιο το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς στρέφεται έναντι των καρκινικών κυττάρων και τα καταστρέφει. Ενδεικτικά, τέτοια φάρμακα είναι οι αντι-PD1 παράγοντες πεμπρολιζουμάμπη και νιβολουμάμπη, οι αντι-PD-L1 παράγοντες ατεζολιζουμάμπη, αβελουμάμπη και ντουρβαλουμάμπη και το αντι-CTLA4 αντίσωμα ιπιλιμουμάμπη.
Προσφάτως έγινε δεκτή προς δημοσίευση στο έγκριτο περιοδικό Journal of Hematology and Oncology, η ανάλυση των αντισωμάτων για τον SARS-CoV-2 σε 59 ασθενείς με καρκίνο που λάμβαναν ανοσοθεραπεία και είχαν λάβει τουλάχιστον μια δόση εμβολίου με συγγραφείς του Ιατρούς της Θεραπευτικής κλινικής Ευάγγελο Τέρπο, Φλώρα Ζαγουρή, Μιχάλη Λιόντο, Κωνσταντίνο Κουτσούκο, Χρήστο Μάρκελλο, Αλέξανδρο Μπριασούλη, τα μέλη του Τμήματος Βιολογίας του ΕΚΠΑ Αιμιλία Σκληρού, Έλενα-Δήμητρα Παπανάγνου και Ιωάννη Τρουγκάκο και τον Πρύτανη Θάνο Δημόπουλο. Τα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων, προ της χορήγησης της πρώτης δόσης του εμβολίου (ημέρα 1) και τρεις εβδομάδες μετά (ημέρα 22), μετρήθηκαν στους ασθενείς και σε 283 υγιείς εθελοντές που εμβολιάσθηκαν την ίδια περίοδο. Χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η ηλικία, ο δείκτης μάζας σώματος και το είδος του εμβολίου ήταν αντίστοιχα στους δύο πληθυσμούς. Οι περισσότεροι ασθενείς που εντάχθηκαν στη μελέτη έπασχαν από καρκίνο πνεύμονα, ουροδόχου κύστης ή νεφρού και σε ποσοστό 83% λάμβαναν αντι-PD1 αντισώματα ενώ το υπόλοιπο 17% αφορούσε αντι-PD-L1 παράγοντες ή συνδυασμούς ανοσοθεραπευτικών παραγόντων.
Τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου, η ανοσιακή απόκριση των ασθενών που λάμβαναν ανοσοθεραπεία ήταν σημαντικά μικρότερη σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Κλινικά σημαντικούς τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων είχαν αναπτύξει μόλις το 10.7% των ασθενών έναντι του 32.9% των ατόμων της ομάδας ελέγχου. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες από τον εμβολιασμό ήταν ήπιες και στο πλαίσιο των διεθνών βιβλιογραφικών αναφορών. Καθώς, ο μηχανισμός δράσης της ανοσοθεραπείας είναι η ενίσχυση της ανοσολογικής απάντησης του οργανισμού, έχει σημασία ότι δεν διαπιστώθηκαν μη αναμενόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες από τα φάρμακα αυτά κατά την περίοδο παρακολούθησης των ασθενών μετά τον εμβολιασμό.
Πρόκειται για την πρώτη μελέτη παγκοσμίως που διερεύνησε την ανοσιακή απόκριση σε αυτή την ομάδα ασθενών και με βάση τα ευρήματα, οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι ασθενείς με καρκίνο που λαμβάνουν ανοσοθεραπεία έχουν χαμηλότερα αντισώματα μετά την 1η δόση του εμβολιασμού. Η μελέτη μεγαλύτερου αριθμού ασθενών θα καθορίσει αν το εύρημα αυτό σχετίζεται άμεσα με την αρνητική επίδραση της ανοσοθεραπείας ή με άλλους παράγοντες που προκαλούν ανοσοκαταστολή όπως είναι η ίδια η νόσος αλλά και προηγούμενη χημειοθεραπεία. Σε κάθε περίπτωση η παρακολούθηση των ασθενών της μελέτης συνεχίζεται για να εξεταστεί η ανάπτυξη εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 μετά τη 2η δόση του εμβολίου αλλά και το χρονικό διάστημα που θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα.
Τέλος, τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν ότι οι ασθενείς δεν θα πρέπει να εφησυχάζουν μετά την έναρξη του εμβολιασμού τους για τη νόσο COVID-19. Αντιθέτως είναι απαραίτητη η επιμελής τήρηση των μέτρων προστασίας που έχουν προταθεί από τις υγειονομικές αρχές, ενώ είναι σημαντική και η έγκαιρη χορήγηση της 2ης δόσης του εμβολίου ώστε να αναπτυχθεί επαρκής ανοσιακή απόκριση.