ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER ΤΗΣ PROSLIPSIS.GR
Μάθετε πρώτοι τα νέα ...

  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

 
Βάλτε Αγγελία      Δείτε Αγγελίες      Newsletters       
  Επικοινωνία     
 
 
 
 
 
 
 
 



 
  Επικαιρότητα Επιστροφή    
Κορονοϊός: Το Πανεπιστήμιο Αθηνών για τις εξελίξεις γύρω από την πανδημία του ιού SARS-CoV-2

Proslipsis.gr | Αθήνα 23.6.2021, 12:30

Το Πανεπιστήμιο Αθηνών συνεχίζει με συνέπεια την ενημέρωση των πολιτών γύρω από τις τελευταίες εξελίξεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού SARS-CoV-2.

Το Delta στέλεχος μπορεί να γίνει το επικρατών στις ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2021
Το ιδιαίτερα μολυσματικό νέο στέλεχος δέλτα του ιού SARS-CoV-2, που πρωτοεμφανίστηκε στην Ινδία, μπορεί να γίνει το επικρατές στέλεχος του ιού στις ΗΠΑ αυτό το καλοκαίρι προειδοποιούν οι ειδικοί επιστήμονες του CDC (Centers for Disease Control and Prevention). 

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης  και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) σκιαγραφούν τα νέα δεδομένα.

Το νέο αυτό στέλεχος είναι πιο μεταδοτικό από το στέλεχος άλφα, ή αλλιώς στέλεχος του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο είχε επικρατήσει τον τελευταίο καιρό, σε ποσοστό από 30% έως 100%. Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμα βέβαιοι γιατί το στέλεχος αυτό είναι τόσο πιο μεταδοτικό, και το αποδίδουν πιθανά σε αλλαγές στην πρωτεΐνη spike που διευκολύνουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα. Το στέλεχος άλφα έγινε το επικρατών μέσα σε ένα με δύο μήνες, ως πιο μολυσματικό από το αρχικό στέλεχος του ιού, και οι ειδικοί θεωρούν ότι το ίδιο θα ισχύσει και με το νεότερο στέλεχος δέλτα.

Αυτό το στέλεχος μπορεί να είναι πιο ανθεκτικό στην ανοσία που παρέχει ο εμβολιασμός, ιδίως αν τα άτομα δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους, δηλαδή αν έχουν κάνει μόνο μία δόση. Ωστόσο, τα δεδομένα δείχνουν υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας των εμβολίων ενάντια στο δέλτα στέλεχος για όσους έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους και με τις δύο δόσεις ενός COVID-19 εμβολίου (79%  μετά από δύο δόσεις του εμβολίου της Pfizer και 92% για την AstraZeneca). Στο Ηνωμένο Βασίλειο μελέτες δείχνουν ότι παιδιά και ενήλικες κάτω των 50 ετών είναι 2,5 φορές πιθανότερο να μολυνθούν με το νέο αυτό στέλεχος, και έχουν διπλάσιο κίνδυνο νοσηλείας σε σχέση με το στέλεχος άλφα. Στην Κίνα η έως τώρα εμπειρία με το νέο στέλεχος δείχνει ότι τα συμπτώματα είναι βαρύτερα στους ασθενείς και η κλινική τους εικόνα επιδεινώνεται γρήγορα. Τα συνηθέστερα συμπτώματα είναι κεφαλαλγία, φαρυγγαλγία, καταρροή και εμπύρετο, ενώ σπανιότερα πλέον οι ασθενείς εμφανίζουν βήχα και απώλεια όσφρησης.  Συνοψίζοντας, όσο απειλητικό και αν φαίνεται αυτό το νέο στέλεχος, λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας του, τα εμβόλια έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά στην προστασία που παρέχουν εναντίον του στελέχους δέλτα, και αυτό καταδεικνύει την ανάγκη της ολοκλήρωσης του εμβολιασμού όλου του πληθυσμού, όσο το δυνατόν γίνεται πιο άμεσα.

Βελτίωση της επιβίωσης με χορήγηση πλάσματος ιαθέντων σε ασθενείς με Αιματολογικές νεοπλασίες και λοίμωξη COVID-19
H  COVID-19 αποτελεί μία απειλητική για τη ζωή λοίμωξη για ορισμένες κατηγορίες ασθενών όπως αυτών με συννοσηρότητες καθώς και ασθενών με μειωμένη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Η παραγωγή αντισωμάτων αποτελεί μία βασική συνιστώσα της ανοσολογικής απάντησης η οποία είναι απαραίτητη για τον επιτυχή έλεγχο της λοίμωξης. Επιπλέον, η διέγερση της παραγωγής αντισωμάτων μέσω του εμβολιασμού κατά του SARS-CoV-2, είναι πολύ σημαντική για την πρόληψη της λοίμωξης. 

Η χρήση του πλάσματος ιαθέντων, το οποίο λαμβάνεται από πλήρως αναρρώσαντες εθελοντές δότες πλάσματος και το οποίο περιέχει υψηλούς τίτλους αντισωμάτων έναντι του  SARS-CoV-2, αποτελεί μία θεραπευτική επιλογή που έχει ήδη ευρέως δοκιμασθεί από την έναρξη της πανδημίας σε πολλά κέντρα. Τα αποτελέσματα διαφόρων μελετών διαφέρουν, πιθανότατα λόγω διαφορετικών πληθυσμών ασθενών και διαφορετικών μεθοδολογιών. Υπάρχουν πάντως αρκετές μελέτες παρατήρησης που δείχνουν ότι η  θεραπεία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την βελτίωση της κλινικής κατάστασης των ασθενών και σε ορισμένες περιπτώσεις την βελτίωση της επιβίωσης. Σε μία πρόσφατη δημοσίευση στο διεθνές περιοδικό «Microorgansims» τον Απρίλιο 2021, από ομάδα ερευνητών του ΕΚΠΑ με τη συμμετοχή των Καθηγητριών και Καθηγητών της Ιατρικής Σχολής, Βασιλική Παππά, Ευάγγελο Τέρπο, Αναστασία Αντωνιάδου, Αναστασία Κοτανίδου, Μαριάννα Πολίτου, Ιωάννη Καλομενίδη, Γαρυφαλλιά Πουλάκου, Αριστοτέλη Μπάμια, Σωτήριο Τσιόδρα και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ), μίας προοπτικής μελέτης που διεξήχθη σε 5 Νοσοκομεία της Αθήνας, ανακοινώθηκαν τα αρχικά αποτελέσματα της χορήγησης πλάσματος ιαθέντων, στους πρώτους 60 ασθενείς. Η μελέτη περιέλαβε ασθενείς με σοβαρή μορφή της νόσου και με διάρκεια συμπτωμάτων μικρότερη των 10 ημερών καθώς και διασωληνωμένους ασθενείς για χρονική διάρκεια μικρότερη των 72 ωρών. Η μελέτη αυτή έδειξε  ότι η χορήγηση πλάσματος ιαθέντων  σε νοσηλευόμενους ασθενείς  με σοβαρή μορφή COVID-19 είχε πολύ θετικά αποτελέσματα.

Συγκεκριμένα σε  60  ασθενείς οι οποίοι έλαβαν πλάσμα ιαθέντων και την καθιερωμένη θεραπεία, σε σύγκριση με μία ομάδα 59 ασθενών που είχαν τα ίδια κλινικά χαρακτηριστικά και έλαβαν την καθιερωμένη θεραπεία χωρίς πλάσμα, εδείχθη  ότι  η θνητότητα των ασθενών που έλαβαν πλάσμα ήταν  μικρότερη (3.4% σε σύγκριση με 13.6%  στην ομάδα ελέγχου) στη διάρκεια παρακολούθησης της μελέτης.  Επίσης η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι οι ασθενείς που έλαβαν πλάσμα ιαθέντων είχαν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο θανάτου, σημαντικά καλύτερη επιβίωση και  σημαντικά μεγαλύτερες πιθανότητες να  αποσωληνωθούν. Επιπλέον οι  υψηλοί τίτλοι αντισωμάτων στο πλάσμα ιαθέντων, είχαν σαν αποτέλεσμα την σημαντικά καλύτερη επιβίωση των ασθενών.   Η μελέτη έχει ολοκληρωθεί με την ένταξη 113  ασθενών και τα αποτελέσματα αναμένονται με ενδιαφέρον.

Αν και η ευεγερτική χορήγηση πλάσματος δεν έχει επιβεβαιωθεί από μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες, εντούτοις μία αναδρομική ανάλυση 3082 ασθενών στις ΗΠΑ που έλαβαν πλάσμα ιαθέντων για σοβαρή COVID-19 ενωρίς από την έναρξη των συμπτωμάτων,  έδειξε σημαντική μείωση της θνητότητας για τους μη διασωληνωμένους ασθενείς που έλαβαν πλάσμα το οποίο περιείχε υψηλούς τίτλους αντι-SARS-CoV-2 αντισωμάτων. Με βάση τα αποτελέσματα  αυτά το FDA τροποποίησε την  αδειοδότηση  για επείγουσα χορήγηση πλάσματος ιαθέντων που περιέχει υψηλούς τίτλους αντισωμάτων σε ασθενείς με σοβαρή λοίμωξη COVID-19 και ενωρίς στην πορεία της νόσου καθώς και για ασθενείς οι οποίοι έχουν μειωμένη ικανότητα παραγωγής αντισωμάτων λόγω ανοσοκαταστολής.  

Οι ασθενείς με αιματολογικές νεοπλασίες  παρουσιάζουν σοβαρές διαταραχές της ανοσίας τους είτε λόγω της ασθένειας είτε λόγω χορήγησης θεραπείας με παράγοντες που καταστέλλουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και οδηγούν μεταξύ άλλων και στην μειωμένη παραγωγή αντισωμάτων. Η ανεπάρκεια αυτή του ανοσοποιητικού συστήματος στους ασθενείς με Αιματολογικές κακοήθειες ( όπως Χρόνια Λεμφική Λευχαιμία, Πολλαπλούν Μυέλωμα, Οξείες λευχαιμίες, Λεμφώματα και άλλα) έχει σαν αποτέλεσμα την  αυξημένη συχνότητα επιπλοκών της COVID-19 και την αυξημένη θνητότητα των ασθενών. Με βάση το δεδομένο αυτό ερευνητές από το  Vanderbilt Universtiy στο Nashvillle των ΗΠΑ, εκπόνησαν αναδρομική πολυκεντρική μελέτη χορήγησης πλάσματος ιαθέντων σε νοσηλευόμενους ασθενείς με αιματολογικές νεοπλασίες και COVID-19. Τα δεδομένα των ασθενών ελήφθησαν από την κοινή βάση καταγραφής ασθενών με COVID-19 και Καρκίνο. Tα αποτελέσματα της μελέτης ανακοινώθηκαν στο περιοδικό JAMA Oncology στις 17 Ιουνίου 2021 με πρώτο συγγραφέα τον Michael A. Thompson.Ο στόχος της μελέτης ήταν να εκτιμηθεί η θνητότητα την ημέρα 30, 134  ασθενών με αιματολογικές νεοπλασίες και COVID-19 που έλαβαν την ενδεικνυόμενη αγωγή σε συνδυασμό με πλάσμα ιαθέντων. Οι ασθενείς συγκρίθηκαν με  ομάδα ελέγχου 823 ασθενών με τα ίδια κλινικά χαρακτηριστικά,  που έλαβαν μόνο την ενδεικνυόμενη αγωγή. Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι η χορήγηση πλάσματος είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση του κινδύνου θανάτου την 30η ημέρα κατά 40%., την σημαντική μείωση κατά 60% της θνητότητας για τους 338 ασθενείς που νοσηλεύονταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας καθώς τη σημαντική μείωση της θνητότητας κατά 68%,  για τους 227 ασθενείς που χρειάζονταν μηχανική υποστήριξη της αναπνοής.
 
Τα ευνοϊκά αυτά αποτελέσματα αναμένεται να επιβεβαιωθούν μέσα από τυχαιοποιημένες μελέτες και για τον σκοπό αυτό σχεδιάζεται στην Αθήνα μία νέα τυχαιοποιημένη μελέτη ασθενών με αιματολογικές νεοπλασίες  οι οποίοι νοσηλεύονται με  μέτρια ή σοβαρή μορφή της COVID-19 και οι οποίοι κατά τυχαίο τρόπο, θα λάβουν την ενδεικνυόμενη αγωγή σε συνδυασμό με πλάσμα ιαθέντων ή μόνο την ενδεικνυόμενη αγωγή. Η μελέτη πρόκειται σύντομα να ξεκινήσει υπό την αιγίδα της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, με κύριους ερευνητές τις Καθηγήτριες Βασιλική Παππά και Μαριάννα Πολίτου και τον Καθηγητή Ευάγγελο Τέρπο  και τη συμμετοχή 5 Νοσοκομείων των Αθηνών που χειρίζονται ασθενείς με αιματολογικά νεοπλάσματα. Η μελέτη αυτή αναμένεται να στοιχειοθετήσει την ένδειξη για την χορήγηση της θεραπείας  με πλάσμα ιαθέντων, σε αυτή την ευάλωτη ομάδα ασθενών με μειωμένη ικανότητα παραγωγής αντισωμάτων και συνεπώς μη ικανοποιητικό έλεγχο της λοίμωξης COVID-19.

Η μετφορμίνη, ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο αντιδιαβητικό φάρμακο, μπορεί να μειώνει τη φλεγμονή του αναπνευστικού συστήματος στην COVID-19
Η μετφορμίνη είναι ένα ευρέως συνταγογραφούμενο αντιδιαβητικό φάρμακο. Χρησιμοποιείται ως πρώτης γραμμής φαρμακευτική αγωγή για τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, που πλήττει περίπου 10% του γενικού ενήλικου πληθυσμού των δυτικών κοινωνιών. Η μετφορμίνη μειώνει την ενδογενή νεογλυκογένεση και αυξάνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, μειώνοντας έτσι τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι μπορεί να παρουσιάζει και  αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Σε μια πειραματική μελέτη σε ποντικούς που δημοσιεύτηκε πρόσφατα (https://www.cell.com/immunity/fulltext/S1074-7613(21)00210-7), ερευνητές από τις ΗΠΑ εντόπισαν το μοριακό μηχανισμό αντιφλεγμονώδους δράσης της μετφορμίνης και απέδειξαν ότι μπορεί να μειώνει τη φλεγμονή από SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί COVID-19, στο αναπνευστικό σύστημα.

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταυρούλα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής), Ευάγγελος Τέρπος (Καθηγητής Αιματολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.

Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε ένα πειραματικό μοντέλο συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS) σε ποντικούς. 

Το σύνδρομο αυτό είναι απειλητική κατάσταση για τη ζωή, κατά την οποία εισρέουν υγρά στους πνεύμονες, περιορίζοντας την παροχή οξυγόνου σε ζωτικά όργανα και καθιστώντας δύσκολη την αναπνοή. Το ARDS μπορεί να προκληθεί από βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις ή άλλα αίτια και είναι συχνή αιτία θανάτου σε ασθενείς που νοσηλεύονται με COVID-19. Διαπιστώθηκε ότι όταν χορηγήθηκε μετφορμίνη στους ποντικούς πριν ή μετά την έκθεση σε βακτηριακή ενδοτοξίνη ή στον ιό SARS-CoV-2, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της έναρξης του ARDS και τη μείωση των συμπτωμάτων του. Η χορήγηση μετφορμίνης οδήγησε επίσης σε σημαντική μείωση της θνητότητας των ποντικών. Από βιοχημικής πλευράς, ανέστειλε την παραγωγή κυτταροκινών, όπως IL-1 και IL-6, και τη δημιουργία ενός ανοσολογικού συμπλέγματος που είναι γνωστό διεθνώς στη βιβλιογραφία ως inflamassome. Οι συγκεντρώσεις αυτού το συμπλέγματος έχουν βρεθεί πολύ αυξημένες στους πνεύμονες ασθενών που έχουν αποβιώσει από COVID-19. Κυτταροκαλλιέργειες αποκάλυψαν ότι ο υποκείμενος μηχανισμός με τον οποίο η μετφορμίνη ασκεί την αντιφλεγμονώδη δράση της είναι η μειωμένη παραγωγή ΑΤΡ στα μιτοχόνδρια. Το ATP είναι το μόριο που χρησιμοποιούν τα μιτοχόνδρια για την αποθήκευση ενέργειας και είναι απαραίτητο για όλες τις κυτταρικές διεργασίες. Χαμηλότερες ποσότητες ΑΤΡ οδηγούν στην αναστολή της σύνθεσης μιτοχονδριακού DNA, που αποτελεί κρίσιμο βήμα για την ενεργοποίηση του  inflamassome και την παραγωγή κυτταροκινών.

Οι ερευνητές καταλήγουν ότι τα ευρήματα αυτά αναδεικνύουν τις θεραπευτικές δυνατότητες της μετφορμίνης στην COVID-19, σε άλλες καταστάσεις που οδηγούν σε ARDS, αλλά και σε ποικίλα νοσήματα στα οποία παρατηρείται σχετική φλεγμονώδης ενεργοποίηση. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, αρκετές αναδρομικές κλινικές μελέτες είχαν αναφέρει ότι η χρήση μετφορμίνης από διαβητικούς και παχύσαρκους ασθενείς πριν από την εισαγωγή στο νοσοκομείο για COVID-19 συσχετίστηκε με μειωμένη σοβαρότητα και θνησιμότητα. Τόσο ο διαβήτης όσο και η παχυσαρκία είναι αναγνωρισμένοι παράγοντες κινδύνου για COVID-19 και συνδέονται με δυσμενέστερα αποτελέσματα. Η χρήση άλλων αντιδιαβητικών φαρμάκων όμως δεν φάνηκε να παράγει παρόμοιο θετικό αποτέλεσμα. Υπήρχε η υπόθεση για πιθανή αντιφλεγμονώδη δράση της μετφορμίνης, αλλά δεν είχε δοθεί ως τώρα κάποια συγκεκριμένη εξήγηση. Με την παρούσα μελέτη το επιστημονικό τοπίο ξεκαθαρίζει περισσότερο και δίδονται αισιόδοξα μηνύματα για την αύξηση των φαρμακευτικών επιλογών μας στην αντιμετώπιση της COVID-19. Μάλιστα, αυτό αφορά στη μετφορμίνη, ένα ασφαλές και χαμηλού κόστους φάρμακο που χρησιμοποιείται ήδη ευρέως στην αντιμετώπιση των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. 

COVID-19: Αξιολόγηση και αντιμετώπιση των ασθενών με εμμένοντα συμπτώματα μετά από οξεία λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2 
Στις 8 Ιουνίου 2021 το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων της Αμερικής (CDC) ανέφερε ότι περισσότεροι από 140 εκατομμύρια Αμερικανοί εμβολιάστηκαν πλήρως, νούμερο που αντιστοιχεί σε ποσοστό 42% του συνολικού πληθυσμού, 50% του πληθυσμού ηλικίας μεγαλύτερης των 12 ετών, 53% του πληθυσμού ηλικίας άνω των 18 ετών και 75% των πολιτών άνω των 75 ετών. Με τη συνεχή αύξηση των εμβολιασμών ο ρυθμός του ποσοστού λοίμωξης και των εισαγωγών λόγω COVID-19 μειώνονται συνεχώς στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η ζωή ξεκινά να επανέρχεται στην κανονικότητα για τους περισσότερους πολίτες. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι η επάνοδος στην κανονικότητα δεν ισχύει για ολόκληρο τον πλανήτη. Η παγκόσμια κοινότητα οφείλει να αναγνωρίσει ότι η πανδημία δε θα τελειώσει αν δεν εξαλειφθεί παντού. 

Επιπλέον είναι σημαντικό να αναγνωρίσει κανείς ότι η ζωή δεν επανήλθε στους κανονικούς ρυθμούς για όσους έχασαν κάποιον οικείο τους  ή για όσους επιβίωσαν από την οξεία λοίμωξη και συνεχίζουν να έχουν σημαντικά προβλήματα υγείας. 

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ελένη Κορομπόκη, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν σχετικά δεδομένα.

Οι γνώσεις πάνω στη νόσο COVID-19  αυξάνονται ταχέως και έχει σημειωθεί μέχρις στιγμής τεράστια πρόοδος από τη έναρξη της πανδημίας. Αρχικά αναφέρθηκαν τα επιστημονικά δεδομένα για την οξεία νόσο COVID-19  και στη συνέχεια η ανάπτυξη των κλινικών μελετών και η έγκριση των εμβολίων. Επιπλέον περιεγράφηκαν και αναφέρθηκαν οι επιπτώσεις της νόσου Covid-19 και τα εμμένοντα συμπτώματα σε μια μερίδα ασθενών. Στο έγκριτο περιοδικό Annals of Internal Medicine αναφέρεται ότι ένα 10% των αναρρωσάντων από νόσο COVID-19 αναφέρει εμμένοντα συμπτώματα τα οποία αφορούν 17 εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως. Το γεγονός αυτό οδήγησε το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Λοιμώξεων (CDC) να αναπτύξει οδηγίες σχετικά με διάγνωση, αξιολόγηση και διαχείριση των ασθενών με εμμένοντα συμπτώματα. Η συνεχής συλλογή κλινικών  δεδομένων αλλά και  αναγκαιότητα επιδημιολογικών μελετών και η αναγνώριση των παραγόντων  κινδύνου είναι καίριας σημασίας για τη χαρτογράφηση του post Covid ή long Covid συνδρόμου, που χαρακτηρίζεται από εμμένοντα συμπτώματα από διαφορετικά συστήματα και όργανα του ανθρώπινου οργανισμού. Λόγω της κυμαινόμενης έντασης αλλά και της ποικιλίας των συμπτωμάτων που μπορεί αν ακολουθήσουν μετά την οξεία φάση της νόσου COVID-19, ερευνητές από όλο τον κόσμο επισημαίνουν την αναγκαιότητα της αντιμετώπισης με διεπιστημονική προσέγγιση από ομάδα επαγγελματιών υγείας. Ιδανικά η παρακολούθηση ασθενών με εμμένοντα συμπτώματα μετά από την οξεία φάση της νόσου Covid -19  θα πρέπει να γίνεται σε συνεργασία με τους γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Επιπλέον όπως η πρόληψη και αντιμετώπιση της οξείας φάσης της νόσου εξελίσσεται συνεχώς με νέες επιστημονικές ανακαλύψεις και διαρκώς αυξανόμενα δεδομένα, το ίδιο θα πρέπει να συμβεί με την πρόληψη και την αντιμετώπιση της εμμένουσας συμπτωματολογίας. Διακεκριμένοι επιστήμονες από τις Ηνωμένες Πολιτείες καταλήγουν στα εξής τρία σημεία σε σχέση με τη διαχείριση του long COVID-19 συνδρόμου: Πρώτον, η απουσία αντικειμενικών ευρημάτων από την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο δεν πρέπει να υποτιμά τα συμπτώματα που  αναφέρουν οι ασθενείς.

Δεύτερον, η ιατρική κοινότητα πρέπει να διδαχθεί από την εμπειρία από μεταλοιμώδη συμπτώματα μετά από άλλες ιογενείς λοιμώξεις όπως το σύνδρομο χρονίας κόπωσης ή η μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα και να αποφεύγει κλινικές προσεγγίσεις οι οποίες έχουν περισσότερη πιθανότητα να βλάψουν παρά να ωφελήσουν τους ασθενείς. Τέλος, οι καλά συντονισμένες διεπιστημονικές  προσπάθειες είναι μείζονος σημασίας τόσο για την κλινική αντιμετώπιση όσο και για την κατανόηση της παθοφυσιολογίας και επιδημιολογίας του συνδρόμου που συνοδεύει την οξεία φάση της νόσου COVID-19 προκειμένου να υπάρξει μια αποτελεσματική διαχείριση της εμμένουσας συμπτωματολογίας επομένως εξασφάλιση ψυχοσωματικής υγείας και βέλτιστης ποιότητας ζωής για τους ασθενείς. 

Το εμβόλιο Novavax είναι ασφαλές και αποτελεσματικό έναντι της COVID-19
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν την πρόσφατη ανακοίνωση του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας (NIH) των ΗΠΑ σχετικά με την κλινική μελέτη PREVENT-19. 

Τα αποτελέσματα κλινικής μελέτης φάσης 3 στην οποία συμμετείχαν 29.960 ενήλικες εθελοντές στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό δείχνουν ότι το ερευνητικό εμβόλιο NVX-CoV2373 της Novavax είχε 90,4% αποτελεσματικότητα ως προς την πρόληψη της συμπτωματικής νόσου COVID-19. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι το νέο εμβόλιο έδειξε 100% προστασία από COVID-19 μέτριας και σοβαρής βαρύτητας. Σε άτομα με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών από τη COVID-19 (άτομα 65 ετών και άνω, άτομα κάτω των 65 ετών με ορισμένες συννοσηρότητες ή με πιθανή τακτική έκθεση στον SARS-CoV-2), το εμβόλιο έδειξε 91% αποτελεσματικότητα ως προς την πρόληψη της συμπτωματικής νόσου COVID-19. Τα δεδομένα ασφαλείας δείχνουν ότι το εμβόλιο υπό διερεύνηση ήταν γενικά καλά ανεκτό. Ο ήπιος έως μέτριος πόνος και η ευαισθησία στο σημείο της ένεσης ήταν τα πιο κοινά εντοπισμένα συμπτώματα μεταξύ των συμμετεχόντων. Η κόπωση, ο πονοκέφαλος και ο μυϊκός πόνος που κράτησε λιγότερο από δύο ημέρες ήταν τα πιο συνηθισμένα συστηματικά συμπτώματα που εμφάνισαν οι εμβολιασθέντες. 

Η δοκιμή PREVENT-19 ξεκίνησε στα τέλη Δεκεμβρίου 2020 και συμπεριέλαβε ενήλικες εθελοντές από 119 διαφορετικά κέντρα. Οι συμμετέχοντες έλαβαν τυχαία με αναλογία 2:1 είτε το νέο εμβόλιο είτε το εικονικό φάρμακο σε δύο δόσεις με απόσταση 21 ημερών. Η κλινική δοκιμή ήταν διπλά τυφλή, δηλαδή ούτε οι ερευνητές ούτε οι συμμετέχοντες ήξεραν ποιος έλαβε το υποψήφιο εμβόλιο. Η μελέτη PREVENT-19 σχεδιάστηκε για να αξιολογήσει εάν το NVX-CoV2373 μπορεί να αποτρέψει τη συμπτωματική νόσο COVID-19 επτά ή περισσότερες ημέρες μετά τη δεύτερη δόση σε σχέση με το εικονικό φάρμακο. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της παρούσας ανάλυσης βασίζονται σε 77 περιπτώσεις συμπτωματικής λοίμωξης COVID-19 που οι ερευνητές κατέγραψαν μεταξύ των συμμετεχόντων στη δοκιμή από τις 25 Ιανουαρίου 2021 έως τις 30 Απριλίου 2021. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές κατέγραψαν 63 περιπτώσεις μεταξύ των περίπου 10.000 συμμετεχόντων που έλαβαν εικονικό φάρμακο και 14 περιπτώσεις μεταξύ των περίπου 20.000 συμμετεχόντων που έλαβαν το νέο εμβόλιο. Από τις 63 περιπτώσεις COVID-19 στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου, οι ερευνητές ταξινόμησαν τις 10 ως μέτριου βαθμού σοβαρότητας και τέσσερις ως σοβαρές. Δεν υπήρχαν περιπτώσεις μέτριας βαρύτητας ή σοβαρής νόσου στην ομάδα των εμβολιασμένων με το NVX-CoV2373. Το NVX-CoV2373 είναι ένα εμβόλιο υπομονάδας που κατασκευάζεται από μια σταθεροποιημένη μορφή της πρωτεινικής ακίδας S του SARS-CoV-2 με τη χρήση τεχνολογίας νανοσωματιδίων. 

Τα συγκεκριμένα πρωτεινικά αντιγόνα που εμπεριέχονται στο εμβόλιο δεν μπορούν να αναπαραχθούν ή να προκαλέσουν COVID-19. Το εμβόλιο περιέχει επίσης ένα ανοσοενισχυτικό ώστε να ενισχύσει την ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος και τη δημιουργία ανοσιακής μνήμης. Μια εφάπαξ δόση εμβολίου περιέχει 5 μικρογραμμάρια (mcg) πρωτεΐνης και 50 mcg ανοσοενισχυτικού. Το NVX-CoV2373 χορηγείται με ένεση σε υγρή μορφή και μπορεί να αποθηκευτεί και να διανεμηθεί σε θερμοκρασίες πάνω από την κατάψυξη (1,7°C έως 7,5°C.) Το εμβόλιο χορηγείται ως δύο ενδομυϊκές ενέσεις σε απόσταση 21 ημερών. 

Αποτελεσματικότητα του Tofacitinib σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19 
Οι σοβαρές εκδηλώσεις της COVID-19 σχετίζονται με μια υπερβολική ανοσολογική απόκριση που προκαλείται από την υπερβολική έκκριση ορισμένων κυτταροκινών όπως η ιντερλευκίνη-6, ο παράγοντα νέκρωσης όγκου α (TNF-a) και άλλες κυτταροκίνες,  προκαλώντας το σύνδρομο που ονομάζεται «καταιγίδα κυτταροκινών». Το tοfacitinib είναι ένας από του στόματος χορηγούμενος εκλεκτικός αναστολέας των κινασών JAK (Janus kinase) με αποτέλεσμα να μπλοκάρει τις οδούς με τις οποίους μεταφέρεται η σηματοδότηση από τους υποδοχείς των κυτταροκινών (που βρίσκονται στην επιφάνεια του κυττάρου)  μέσα στο κύτταρο. Κατά συνέπεια, δεν προκαλείται κυτταρική απόκριση και έμμεσα καταστέλλεται η παραγωγή κυτοκινών και πιθανά το tοfacitinib να μπορεί να μπορεί να αναστείλει και να βελτιώσει την προοδευτική, φλεγμονώδη βλάβη στους πνευμονες σε νοσηλευόμενους ασθενείς με Covid-19.

Στο περιοδικό New England Journal Of Medicine, δημοσιεύθηκαν  προσφάτως τα αποτελέσματα μιας πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλής, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο κλινικής δοκιμής που διερεύνησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του tofacitinib σε νοσηλευόμενους  ασθενείς με πνευμονία Covid-19 που δεν λάμβαναν μη επεμβατικό ή επεμβατικό αερισμό. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης.

Σε αυτή την διπλά τυφλή μελέτη οι ασθενείς έλαβαν σε αναλογία 1: 1, είτε tofacitinib σε δόση 10 mg ή εικονικό φάρμακο (Placebo) δύο φορές την ημέρα για έως και 14 ημέρες ή μέχρι την έξοδο από το νοσοκομείο.  Το πρωταρχικό καταληκτικό αποτέλεσμα της μελέτης ήταν είτε ο θάνατος ή η εγκατάσταση αναπνευστικής ανεπάρκειας έως την 28η ημέρα. Η βαρύτητα της αναπνευστικής ανεπάρκειας  εκτιμήθηκε με τη χρήση μια οκταβάθμιας κλίμακας βαθμονόμησης (βαθμολογίες που κυμαίνονται από 1 έως 8 και υψηλότερες βαθμολογίες να δείχνουν χειρότερη κατάσταση).

Συνολικά 289 ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν στην μελέτη σε 15 κέντρα  στη Βραζιλία. Συνολικά, το 89.3% των ασθενών έλαβαν γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη) κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Η αθροιστική συχνότητα εμφάνισης θανάτου ή αναπνευστικής ανεπάρκειας έως την 28η ημέρα ήταν 18.1% στην ομάδα που έλαβε το tofacitinib και 29% στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (λόγος σχετικός κινδύνου, 0.63 με 95% διάστημα εμπιστοσύνης, 0.41 έως 0.97 και P = 0.04), αντιστοιχώντας σε ελάττωση κατά 37% του σχετικού κινδύνου. Όσον αφορά τους θανάτους έως την 28η ημέρα,  από οποιαδήποτε αιτία , αυτός συνέβη σε 2.8% των ασθενών στην ομάδα του tofacitinib και στο 5.5% των ασθενών στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (σχετικό λόγος κινδύνου, 0.49, με 95% διάστημα αξιοπιστίας 0.15 έως 1,.63). Όσον αφορά την κλινική αξιολόγηση της κατάστασης των ασθενών με βάση την οκταβάθμια κλίμακα οι σχετική πιθανότητα χειρότερης βαθμονόμησης (δηλαδή υψηλότερη βαθμολογία και βαρύτερη κλινική κατάσταση)  με το tofacitinib, την ημέρα 14 ήταν 0.60 (με 95% διάστημα αξιοπιστίας  0.36 έως 1.00, αντιστοιχώντας σε σχετική ελάττωση κατά 40%) και την ημέρα 28 ήταν 0.54 (95% διάστημα αξιοπιστίας, 0.27 έως 1.06).

Σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίστηκαν σε 20 ασθενείς (ποσοστό 14,1%) στην ομάδα του tofacitinib και σε 17 (ποσοστό 12.0%) στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Αυτά τα αποτελέσματα ήταν ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, τη διάρκεια των συμπτωμάτων και τη χρήση γλυκοκορτικοειδών (κορτιζόνης)  και το επίπεδο συμπληρωματικού οξυγόνου κατά την έναρξη της θεραπείας με το tofacitinib. Ένας ακόμα αναστολέας της κινάσης JAK (το barcitinib) έχει δείξει επίσης όφελος στην αντιμετώπιση σοβαρής COVID-19. Με βάση τα αποτελέσματα από την παρούσα και τις προηγούμενες μελέτες φαίνεται τα φάρμακα αυτά έχουν θέση σε νοσηλευόμενους ασθενείς με Covid-19 που δεν λαμβάνουν ακόμη επεμβατικό μηχανικό αερισμό (δεν είναι δηλαδή δεν είναι διασωληνωμένοι). 

Η θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 μειώνει τον κίνδυνο θανάτου σε νοσηλευόμενους ασθενείς που δεν έχουν αναπτύξει αντισώματα έναντι του ιού 
Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής RECOVERY  έδειξαν ότι η χορήγηση ενός κοκτέϊλ μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 ελάττωσε τον κίνδυνο θανάτου σε ασθενείς που νοσηλεύονταν με σοβαρή COVID-19 και που δεν είχαν αναπτύξει αντισώματα έναντι του ιού. Η μελέτη έχει αναρτηθεί στον ιστότοπο medrxiv, (https://www.medrxiv.org/content/10.1101/2021.06.15.21258542v1.full.pdf) και δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα σε περιοδικό μετά από κρίση. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης.

Η μελέτη RECΟVERY είναι μια μεγάλη πλατφόρμα στην οποία  έχουν δοκιμαστεί πολλές διαφορετικές θεραπείες για την COVID-19 , όπως είναι η δεξαμεθαζόνη. Στο συγκεκριμένο σκέλος της μελέτης χορηγήθηκε ένας συνδυασμός δύο μονοκλωνικών αντισωμάτων, του casirivimab και του imdevimab, γνωστών ως REGEN-COV.

Ο συνδυασμός των αντισωμάτων casirivimab και του imdevimab έχει δοκιμαστεί σε προηγούμενες μελέτες σε μη νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19 με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης επιπλοκών της νόσου, και έχει φανεί ότι η θεραπεία μείωσε το ιϊκό φορτίο, μείωσε το χρόνο μέχρι την ύφεση των συμπτωμάτων και μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο νοσηλείας. Στις μελέτες εκείνες όμως χρησιμοποιήθηκαν σημαντικά μικρότερες δόσεις του συνδυασμού των αντισωμάτων. Στην μελέτη RECOVERY χορηγήθηκαν 4 γραμμάρια του casirivimab and και 4 γραμμάρια του  imdevimab. 

Μεταξύ 18 Σεπτεμβρίου 2020 και 22 Μαΐου 2021, 9785 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 τυχαιοποιήθηκαν για να λάβουν την συνήθη θεραπεία με η χωρίς τον συνδυασμό των αντισωμάτων. Από τους ασθενείς, περίπου το ένα τρίτο ήταν οροαρνητικό για αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 κατά την έναρξη (δηλαδή δεν είχε αναπτύξει ανιχνεύσιμο τίτλο αντισωμάτων ειδικών για τον SARS-CoV-2 κατά την έναρξη της θεραπείας με το αντίσωμα). Περίπου οι μισοί ασθενείς  ήταν οροθετικοί (είχαν δηλαδή ήδη αναπτύξει αντισώματα έναντι του ιού)  και για το ένα έκτο δεν είχε προσδιοριστεί αν είχαν ή όχι αντισώματα.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση, μεταξύ των ασθενών που ήταν οροαρνητικοί κατά την έναρξη, ο οποίος ήταν ο κύριος πληθυσμός ανάλυσης για αυτήν τη σύγκριση, ο συνδυασμός των αντισωμάτων μείωσε σημαντικά το πρωτογενές καταληκτικό σημείο του θανάτου στις 28 ημέρες κατά το ένα πέμπτο, και πιο συγκεκριμένα κατέληξε το  24% των ασθενών στην ομάδα που έλαβε των συνδυασμό των αντισωμάτων έναντι του 30% των ασθενών που έλαβε την καθιερωμένη θεραπεία (ο λόγος τους σχετικού κινδύνου είναι 0.80 με 95% διάστημα αξιοπιστίας 0.70-0.91 και  p=0.0010). Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, υπολογίζεται ότι  για κάθε 100 ασθενείς με σοβαρή COVID19 που δεν έχουν αναπτύξει αντισώματα και θα λάβουν θεραπεία με συνδυασμό αντισωμάτων, θα υπήρχαν έξι λιγότεροι θάνατοι .

Τα προκαταρκτικά δεδομένα έδειξαν ότι υπήρχαν «σαφείς ενδείξεις» ότι η επίδραση της θεραπείας σε «ορο-αρνητικούς» ασθενείς διέφερε από αυτή των «οροθετικών» ασθενών (αυτών δηλαδή που είχαν ήδη αναπτύξει αντισώματα). Σε συνολική ανάλυση της οροθετικής ομάδας, καθώς και εκείνων με άγνωστο τίτλο αντισωμάτων , με τους «οροαρνητικούς» ασθενείς, δεν υπήρχε πλέον σημαντική επίδραση στη θνησιμότητα 28 ημερών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι συνολικά το 20% των ασθενών στην ομάδα συνδυασμού αντισωμάτων κατέληξε  σε σύγκριση με το 21% των ασθενών στην ομάδα ελέγχου (που έλαβε μόνο την καθιερωμένη θεραπεία) .

Περαιτέρω ανάλυση, για την ομάδα των «οροαρνητικών» ασθενών, η διάμεση διάρκεια της παραμονής στο νοσοκομείο ήταν μικρότερη μεταξύ εκείνων στους οποίους χορηγήθηκε ο συνδυασμός των αντισωμάτων έναντι αυτών που δεν τα έλαβαν (13 έναντι 17 ημέρες). Επιπρόσθετα, το ποσοστό των ασθενών που έλαβαν εξιτήριο την ημέρα 28 ήταν μεγαλύτερο μεταξύ των ασθενών που έλαβαν τον συνδυασμό αντισωμάτων σε σύγκριση με αυτούς που δεν τα έλαβαν (64% έναντι 58%). Μεταξύ των οροαρνητικών ασθενών που δεν λάμβαναν  επεμβατικό μηχανικό αερισμό (δεν ήταν διασωληνωμένοι) κατά την έναρξη της θεραπείας, ο κίνδυνος εξέλιξης της βαρύτητας της νόσου είτε σε ανάγκη για διασωλήνωση ή θάνατο ήταν επίσης χαμηλότερος μεταξύ εκείνων που έλαβαν τον συνδυασμό των αντισωμάτων (30% έναντι 37% αυτών που δεν τα έλαβαν).

Με βάση τα ευρήματα αυτά οι ερευνητές της μελέτης προτείνουν ότι ο συνδυασμός των αντισωμάτων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε νοσηλευόμενους ασθενείς οι οποίοι όμως δεν έχουν αναπτύξει αντισώματα έναντι του ιού, συνεπώς απαιτείται εξέταση για την παρουσία ή όχι  αυτών των αντισωμάτων πριν την χορήγηση τους.

Θα μπορούσε ένα αντίσωμα σε μορφή ρινικού σπρέϊ να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της Covid-19 λοίμωξης;
Πολλά μονοκλωνικά αντισώματα έχουν λάβει έγκριση στη θεραπεία της λοίμωξης COVID-19, αλλά στη συνεχόμενη προσπάθεια αντιμετώπισης της πανδημίας αυτής υπάρχει πάντα περιθώριο για νεότερες και πιο αποτελεσματικές θεραπείες. Προκλινικές μελέτες έχουν δείξει ενθαρρυντικά αποτελέσματα για ένα νέο μονοκλωνικό αντίσωμα που χορηγείται μέσω ενός ρινικού σπρέι, το οποίο φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικό από τα ήδη υπάρχοντα μονοκλωνικά αντισώματα, ειδικά τώρα που τα νέα πιο μολυσματικά στελέχη του ιού επικρατούν. 

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα. 

Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Χιούστον, που οι ερευνητές σχεδίασαν το νέο αυτό αντίσωμα, καθώς τα ενδοφλέβια υπάρχοντα μονοκλωνικά αντισώματα είναι χρονοβόρα στην έγχυση τους και δεν φτάνουν απευθείας στο σημείο της λοίμωξης δηλαδή στον πνεύμονα. Υπάρχουν διαφορετικών ειδών αντισώματα που παράγονται έναντι του ιού: τα IgG αντισώματα είναι τα περισσότερα σε ποσότητα στο αίμα και παρέχουν ανοσία που διαρκεί, τα IgA βρίσκονται στα δάκρυα, στη βλέννη και άλλες εκκρίσεις του σώματος και τα IgM  παράγονται πρώτα στην αντιμετώπιση μίας λοίμωξης και παρέχουν ανοσία στους βλεννογόνους. Τα μονοκλωνικά αντισώματα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία της νόσου COVID-19 είναι IgG τύπου και χορηγούνται ενδοφλεβίως, ενώ τα IgM και τα IgA μπορούν να χορηγηθούν μέσω εισπνεόμενου εκνεφώματος. Οι ερευνητές συνδύασαν τμήματα από πολύ αποτελεσματικά IgG αντισώματα, με ένα κατασκευασμένο IgM μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο είναι έως και 230 φορές πιο αποτελεσματικό από το IgG αντίσωμα, και ονομάζεται IgM-14. Το IgM-14 φαίνεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό και ενάντια στα νέα στελέχη του ιού SARS-CoV-2. Αυτά περιλαμβάνουν το Β.1.1.7 στέλεχος του Ηνωμένου Βασιλείου (άλφα), το Ρ.1 στέλεχος της Βραζιλίας (γάμμα), και το στέλεχος Β.1.351 της Νότιας Αφρικής (βήτα). Το αντίσωμα ύστερα από 2 ημέρες μείωσε εντυπωσιακά το φορτίο του ιού στους πνεύμονες ποντικιών στα οποία έχει δοκιμαστεί, κάτι το οποίο συνδέεται με τη βαρύτητα της νόσου.  Αν τα αποτελέσματα από τις κλινικές δοκιμές του αντισώματος αυτού είναι ικανοποιητικά θα αποτελεί ένα εύκολο και ασφαλές ρινικό σπρέι, ως μία εξτρά γραμμή θεραπείας έναντι της πανδημίας.

Η ανοσολογική απόκριση μετά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-COV-2: Έρευνα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών σε υγιείς και ανοσοκατασταλμένους
Η Θεραπευτική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, από την αρχή των εμβολιασμών του Ελληνικού πληθυσμού, ξεκίνησε εκτενή προοπτική μελέτη καταγραφής της ανοσολογικής απόκρισης στον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 σε υγιείς λήπτες αλλά και ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες ή καρκίνο υπό διάφορες θεραπείες. Συγκεκριμένα, σκοπός της προοπτικής μελέτης (NCT04743388) που πραγματοποιούνται στο νοσοκομείο «Αλεξάνδρα» είναι η εκτίμηση της κινητικής των αντισωμάτων έναντι του RBD της πρωτεΐνης Spike (S-RBD) και των εξουδετερωτικών αντισωμάτων (NAbs) έναντι του ιού SARS-CoV-2 σε υγειονομικούς, σε ηλικιωμένους άνω των 80 ετών, και σε ασθενείς με νεοπλασματικές παθήσεις μετά τον εμβολιασμό τους με το εμβόλιο mRNA BNT162b2 (ComirnatyTM) της Pfizer. Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα, που έχουν δημοσιευτεί σε έγκριτα διεθνή περιοδικά, συνοψίζουν οι Καθηγητές του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευάγγελος Τέρπος, Ιωάννης Τρουγκάκος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ). 

Στη μελέτη μετείχαν αρχικά 255 υγειονομικοί και 112 εθελοντές ηλικίας άνω των 80 ετών, χωρίς γνωστή κακοήθη νόσο ή νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου. Ο προσδιορισμός των αντισωμάτων πραγματοποιήθηκε με εγκεκριμένες μεθόδους από τον FDA των ΗΠΑ: Elecsys Anti-SARS-CoV-2 S assay (Roche Diagnostics GmbH, Mannheim, Germany) για την μέτρηση των IgG αντισωμάτων έναντι του S-RBD του ιού και cPass™ SARS-CoV-2 NAbs Detection Kit (GenScript, Piscataway, NJ, USA) για την μέτρηση των NAbs. Η έρευνα αυτή υποστηρίζεται μερικώς από τη ΣΥΝ-ΕΝΩΣΙΣ, την AEGEAS και την ΙΕΜΒΙΘΕΚ. Τα αντισώματα προσδιορίστηκαν τις ημέρες 1 (D1, πρώτη δόση του εμβολίου), D8, D22 (δεύτερη δόση), D36 και D50 για τους υγειονομικούς και τις ημέρες D1, D22 και D50 για τους ηλικιωμένους.

Οι υγειονομικοί που στην έναρξη της μελέτης δεν είχαν αντισώματα, έναντι της πρωτεΐνης S-RBD του ιού την D1, στη συνέχεια παρουσίασαν αύξηση των αντισωμάτων την D22, έφτασαν το ζενίθ μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου (D36) και παρουσίασαν ήπια πτώση την D50. Ωστόσο όλοι οι υγειονομικοί είχαν τιμές πάνω από την τιμή που χαρακτηρίζει υψηλούς τίτλους αντισωμάτων για τη μέθοδο αυτή, σύμφωνα με το FDA. Όσον αφορά τα NΑbs, αυτά παρουσίασαν σημαντική αύξηση την D22 και έφτασαν τη μέγιστη τιμή τους μετά τη δεύτερη δόση (D36) και παρέμειναν σε υψηλές τιμές την D50 (διάμεση τιμή εξουδετέρωσης ≥95%). Η αύξηση του τίτλου των S-RBD IgG αντισωμάτων ήταν μικρότερης τάξης μεγέθους στα άτομα ηλικίας 51-70 ετών συγκριτικά με αυτά ηλικίας 20-50 ετών, τις ημέρες D22 και D36. Η παρατήρηση αυτή ίσχυε και για τα NΑbs. 

Οι ηλικιωμένοι άνω των 80 ετών εμφάνισαν τους χαμηλότερους τίτλους αντισωμάτων συγκριτικά με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες. Επιπλέον, οι ηλικιωμένες γυναίκες είχαν υψηλότερο τίτλο αντισωμάτων την D22 και D50 συγκριτικά με τους ηλικιωμένους άνδρες. Γενικά, όλοι οι υγειονομικοί (25-70 ετών) και το 90% των ηλικιωμένων άνω των 80 ετών, την ημέρα 50, είχαν εξουδετερωτικά αντισώματα σε πολύ υψηλούς τίτλους. Το αποτέλεσμα αυτό δηλώνει την υψηλή αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού και δείχνει ότι οι υγιείς συμπολίτες μας δεν χρειάζεται να κάνουν εξετάσεις αντισωμάτων, καθώς η πιθανότητα να μην έχουν αναπτύξει υψηλούς τίτλους είναι σχεδόν μηδενική. 

Η έγκαιρη, βάσει των διαθέσιμων μελετών, δεύτερη δόση του εμβολίου είναι απαραίτητη για όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά κυρίως για τους πιο ηλικιωμένους συμπολίτες μας. Το επίπεδο παραγωγής αντισωμάτων έναντι του ιού φαίνεται να είναι, ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας, πιο υψηλό στις γυναίκες και μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία. 

Οι υγειονομικοί που είχαν αντισώματα έναντι του ιού την ημέρα 1 (ν=31), δηλαδή είχαν εκτεθεί στον ιό, με την πρώτη δόση του εμβολίου όλοι ανέπτυξαν εξουδετερωτικά αντισώματα ήδη την ημέρα 8 και διατήρησαν πολύ υψηλές τιμές (>90%) πριν τη δεύτερη δόση. Άρα όσοι έχουν αντισώματα την ημέρα 1, χρειάζονται μια μόνο δόση του εμβολίου για να πετύχουν υψηλούς τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αν κάνουν τη δεύτερη δόση του εμβολίου, όπως όλοι οι υγειονομικοί στη μελέτη μας, θα έχουν το οποιοδήποτε πρόβλημα. Κανείς από τους υγειονομικούς με αντισώματα την ημέρα 1, δεν είχε κάποια παρενέργεια από τις δυο δόσεις του εμβολίου.

Μετά από πρόσφατη ανάλυση των αντισωμάτων 3 μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου διαπιστώθηκε μικρή μείωση του τίτλου των αντισωμάτων αλλά το 95% των υγειονομικών εξακολουθεί να έχει προστατευτικούς τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων.

Παράλληλα πραγματοποιείται μελέτη σε ασθενείς με αιματολογικές κακοήθειες, όπως πολλαπλούν μυέλωμα (ν=276), λεμφώματα (ν=170), χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ν=106) και συστηματική αμυλοείδωση (ν=86). Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι το 40% των ασθενών με τα παραπάνω νοσήματα δεν αναπτύσσουν εξουδετερωτικά αντισώματα. Τα νοσήματα αυτά, από τη φύση τους, συνοδεύονται από σοβαρή ανοσοκαταστολή, ενώ και οι θεραπείες που χορηγούνται επηρεάζουν σημαντικά την χυμική ανοσολογική ανταπόκριση, δηλαδή την παραγωγή αντισωμάτων. Ιδιαίτερα, αυτοί που λαμβάνουν θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα που στοχεύουν το CD20, το CD38 και το BCMA, αναπτύσσουν εξουδετερωτικά αντισώματα μετά τον εμβολιασμό σε μικρά ποσοστά (κάτω του 20%). 

Το ερώτημα είναι ποια θα είναι η αντιμετώπιση αυτών των ασθενών που δεν αναπτύσσουν αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. Δεν γνωρίζουμε αν μια πιθανή τρίτη δόση του ίδιου ή άλλου εμβολίου θα ήταν αποτελεσματική. Μελέτες για την προληπτική χορήγηση μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι του ιού, κάθε μήνα, είναι σε εξέλιξη με στόχο την προφύλαξη αυτών των ασθενών. 

Τέλος, αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα σε Έλληνες ασθενείς που νόσησαν από COVID-19, και το 75% διατήρησε τα εξουδετερωτικά αντισώματα τουλάχιστον 8 μήνες μετά το πρώτο σύμπτωμα, είναι πολύ πιθανό τα αντισώματα από τον εμβολιασμό θα κρατήσουν για τουλάχιστον ένα έτος. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι εμβολιασθέντες αναπτύσσουν τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων πολύ υψηλότερους ακόμη και από όσους νόσησαν από COVID-19 και χρειάστηκαν νοσηλεία.  
    
Η μελέτη της Θεραπευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ θα συνεχιστεί με τη μελέτη όλων των εμβολίων και την αποτελεσματικότητά τους μέχρι και 18 μήνες μετά τη πρώτη δόση τους.

Το στέλεχος Delta και τα εμβόλια Covid-19
Καθώς το νέο πολύ μολυσματικό στέλεχος του ιού SARS-CoV-2 “delta” συνεχίζει να κυριαρχεί στην Ινδία και εμφανίζεται και σε άλλα κράτη, οι ειδικοί υγείας επισημαίνουν την αξία του ολοκληρωμένου εμβολιασμού, δηλαδή να έχει λάβει κάποιος και τις δύο δόσεις. Σε μία μελέτη που διενεργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, παρατηρήθηκε ότι μία δόση του εμβολίου της εταιρείας Pfizer δίδει ασφάλεια της τάξης του 33% έναντι στο νέο ινδικό στέλεχος, που ονομάστηκε Β.1.617.2, ενώ μετά από δύο δόσεις η προστασία που παρέχει το εμβόλιο φτάνει το 88%. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα. Ήδη με βάση τα δεδομένα αυτά στη Βόρεια Ιρλανδία η απόσταση μεταξύ των δύο δόσεων του εμβολίου της εταιρείας AstraZeneca έχει μειωθεί σε 8 από 10-12 εβδομάδες. Δεν έχουν διενεργηθεί ακόμη μελέτες που να μελετούν την αποτελεσματικότητα του μονοδοσικού εμβολίου της εταιρείας Johnson & Johnson και το εμβόλιο της εταιρείας Moderna. Ο αριθμός των θανάτων στην Ινδία ημερησίως που κυριαρχεί το συγκεκριμένο στέλεχος άγγιξε τις 6000. Το στέλεχος αυτό εμφανίζει έντονα συμπτώματα, όπως κοιλιακό άλγος, ναυτία, εμέτους, απώλεια όρεξης, απώλεια ακοής και αρθραλγίες, και σπάνια θρόμβους που μπορεί να οδηγήσουν και σε γάγγραινα. Η Ινδία είναι δεύτερη στον κόσμο σε κρούσματα COVID-19 με 29 εκατομμύρια κρούσματα, μετά τις ΗΠΑ με 33,4 εκατομμύρια, και τρίτη σε θανάτους λόγω COVID-19 με 355000 θανάτους, μετά τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία με 598000 και 479000 θανάτους αντίστοιχα. Το νέο στέλεχος delta είναι το επικρατών στέλεχος τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο καθώς φαίνεται να ευθύνεται για το 91% των νέων κρουσμάτων. Τα μέχρι τώρα δεδομένα υποστηρίζουν ότι το στέλεχος αυτό είναι 40-60% πιο μεταδοτικό από το στέλεχος άλφα Β.1.1.1.7, που επικρατούσε έως τώρα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Με βάση τα δεδομένα αυτά οι ειδικοί επισημαίνουν τη σημασία της ολοκλήρωσης του εμβολιασμού.

Εξαιρετικά σπάνιες και ήπιες καρδιακές επιπλοκές σε νέους που πιθανώς σχετίζονται με τα εμβόλια mRNA
Οι αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες από τα εμβόλια έναντι της COVID-19 είναι ήπιες, διαρκούν για βραχύ χρονικό διάστημα, ενώ παρατηρούνται κατά 80% με την πρώτη δόση των εμβολίων. Περιλαμβάνουν πυρετό, καταβολή, πονοκέφαλο, μυϊκά άλγη, πόνος και ερυθρότητα στο σημείο της ένεσης, ρίγος, διάρροια, ναυτία.  Με τα εμβόλια που βασίζονται στην τεχνολογία του mRNA έχουν αναφερθεί αλλεργικές αντιδράσεις αμέσως μετά τον εμβολιασμό που σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι και σοβαρές και να χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση. Τα εμβόλια βρίσκονται υπό κατάσταση συνεχούς επιτήρησης για την ανίχνευση σπάνιων ανεπιθύμητων ενεργειών (φαρμακοεπαγρύπνηση). Το τελευταίο διάστημα οι ρυθμιστικές αρχές σε διάφορες χώρες όπου έχει επιτευχθεί ευρεία εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού, αναφέρουν σπάνια περιστατικά μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας που ενδεχομένως να σχετίζονται με τα εμβόλια mRNA BNTb162b (Pfizer vaccine) and mRNA-1273 (Moderna vaccine). Αντίστοιχη συσχέτιση δεν έχει παρατηρηθεί με το εμβόλιο Ad26.COV2.S (Janssen/Johnson & Johnson vaccine). 

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αλέξανδρος Μπριασούλης (Επίκουρος Καθηγητής Καρδιολογίας) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα σχετικά με τις σπάνιες περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας/περικαρδίτιδας που έχουν καταγραφεί σε νέους μετά τον εμβολιασμό με το εμβόλιο BNT162b2 έναντι του SARS-CoV-2.

Τα διαθέσιμα δεδομένα από την βάση καταγραφής ανεπιθύμητων ενεργειών εμβολίων (VAERS) των ΗΠΑ που συγκεντρώνουν αναφορές ιατρών αλλά και ασθενών, κατέδειξαν 216 περιστατικά μυοκαρδίτιδας/περικαρδίτιδας μετά την πρώτη δόση εμβολίου mRNA και 573 μετά την 2η δόση έως τη 31η Μαίου. Η διάμεση ηλικία των περιστατικών ήταν 30 μετά την πρώτη δόση και 24 μετά τη 2η δόση. Το 75% των περιστατικών αναφέρεται σε άρρενες ενώ στις ηλικίες 16-24 ο αριθμός περιστατικών υπερβαίνει τον αναμενόμενο για την ηλικιακή ομάδα. Η ανάλυση των δεδομένων υπολογίζει την επίπτωση μυοκαρδίτιδας/περικαρδίτιδας μετά τη 2η δόση εμβολίου mRNA στην ηλικιακή ομάδα 16 έως 39 ετών σε 16.1 περιστατικά ανά εκατομμύριο. Μεταξύ των αναφερόμενων περιστατικών, σχεδόν όλα ήταν ήπια, με έναρξη πόνου στο στήθος εντός μίας εβδομάδας από τη 2η δόση και ταχεία αποδρομή των συμπτωμάτων εντός μιας εβδομάδας και βελτίωση των καρδιακών δεικτών εντός τριών εβδομάδων μετά από έναρξη υοπστηρικτικής αγωγής η οποία περιλαμβάνει μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα σε περιπτώσεις περικαρδίτιδας και συνδυασμούς κορτικοστεροειδών και ανοσοσφαιρίνης σε περιπτώσεις μυοκαρδίτιδας (δημοσίευση Pediatrics 2021 Jun 4;e2021052478. doi: 10.1542/peds.2021-052478). Όλοι οι ασθενείς στη συγκεκριμένη δημοσίευση είχαν χαρακτηριστικές ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις ( ανάσπαση του διαστήματος ST), αύξηση τροπονίνης στο αίμα, διαγνωστική μαγνητική καρδιάς για τα κριτήρια μυοκαρδίτιδας χωρίς οξεία λοίμωξη με COVID19 ή πολυσυστημικό φλεγμονώδες σύνδρομο. Η μυοκαρδίτιδα είναι συνήθως αποτέλεσμα λοίμωξης από συγκεκριμένους ιούς και αφού το συγκεκριμένο εμβόλιο δεν περιέχει ιό η αιτιολογική σύνδεση του με περιστατικά μυοκαρδίτιδας παραμένει υπό διερεύνηση. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας ανεξαρτήτως αιτιολογίας, η φλεγμονή του μυοκαρδίου είναι ασυμπτωματική. Σε μια μειοψηφία ασθενών, η μυοκαρδίτιδα εκδηλώνεται ως καρδιακή ανεπάρκεια σε συνδυασμό με αρρυθμίες ή και αιφνίδιο καρδιακό θάνατο.

Δεν έχουν αναφερθεί τέτοια σοβαρά περιστατικά συνδεόμενα με το εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer-BioNTech) μέχρι σήμερα.

Συμπτώματα όπως πόνος στο στήθος, δύσπνοια ή και αίσθημα παλμών πρέπει να εγείρουν την υποψία πιθανώς σχετιζόμενης με το εμβόλιο μυοκαρδίτιδας/περικαρδίτιδας αλλά και τον αποκλεισμό άλλων αιτιών μυοκαρδίτιδας/περικαρδίτιδας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι και η COVID-19 μπορεί να προκαλέσει μυοκαρδίτιδα. Μέχρι σήμερα πάνω από 2.2 εκατομμύρια έφηβοι ηλικίας 16-17 έχουν λάβει τις δύο δόσεις του BNT162b2 και πάνω από 3 εκατομμύρια παιδιά έχουν λάβει τουλάχιστον μια δόση του εμβολίου. Οι ρυθμιστικές αρχές επιβεβαιώνουν το όφελος του εμβολίου, το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον αμφισβητούμενο κίνδυνο σπάνιων ανεπιθύμητων παρενεργειών. Συνολικά, αυτά τα δεδομένα υποστηρίζουν τη συνέχιση του εμβολιαστικού προγράμματος σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες. Δεδομένη και επιτακτική κρίνεται η συνεχής φαρμακοεπαγρύπνηση με κύριο άξονα τις αναφορές των επαγγελματιών του τομέα της υγείας και με μοναδικό γνώμονα την ορθή και επιστημονική ανάλυση όλων των διαθέσιμων δεδομένων.

Πόσο πιθανό είναι ο COVID-19 να διέφυγε από εργαστήριο: Τι γνωρίζουν και τι όχι οι επιστήμονες
Σε άρθρο με τίτλο «Πόσο πιθανό είναι ο COVID-19 να διέφυγε από εργαστήριο: Τι γνωρίζουν και τι όχι οι επιστήμονες» που δημοσιεύεται στο περιοδικό nature δημοσιεύονται δεδομένα αναφορικά με την πιθανή προέλευση του κορωνοϊού. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).

Η συζήτηση για το αν ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 διέφυγε από εργαστήριο έχει ενταθεί τις τελευταίες εβδομάδες, συμπίπτοντας χρονικά με την ετήσια Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας, στην οποία συμμετέχει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) μαζί με αξιωματούχους από σχεδόν 200 χώρες με κύριο θέμα την πανδημία COVID-19. Μετά τη συνέλευση του περασμένου έτους, ο ΠΟΥ  υποστήριξε την πρώτη φάση έρευνας για τη διερεύνηση προέλευσης της πανδημίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κίνα στις αρχές του 2021.

Προς το παρόν δεν υπάρχουν ικανοποιητικά δεδομένα για να υποστηρίξουν ότι ο ιός έχει προέλθει από εργαστήριο. Στο παρόν άρθρο γίνεται παράθεση των επιχειρημάτων για τις διαφορετικές υποθέσεις προέλευσης του ιού

Είναι ύποπτο ότι δεν έχει βρεθεί ακόμα ζώο ως η πιθανή πηγή μετάδοσης στον άνθρωπο;
Η έρευνα για την προέλευση ενός παθογόνου στα ζώα μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια. Χρειάστηκαν 14 χρόνια για να βρεθεί η προέλευση της επιδημίας SARS, η οποία προήλθε από ιό που μολύνει νυχτερίδες. Μέχρι σήμερα, η προέλευση του ιός του Έμπολα δεν έχει βρεθεί σε ζώα στην περιοχή όπου σημειώθηκε η μεγαλύτερη επιδημία μεταξύ 2013 και 2016. Η έρευνα για την προέλευση ενός ιού μπορεί να είναι περίπλοκη επειδή οι μολύνσεις σε ζώα που δεν αποτελούν τον κύριο ξενιστή ενός ιού, όπως η μοσχογαλή στην περίπτωση του SARS, είναι σποραδικές. Οι ερευνητές πρέπει να εντοπίσουν το ζώο που έχει μολυνθεί πριν πεθάνει ή αναρρώσει από τη λοίμωξη. 
Για την εύρεση πιθανού ενδιάμεσου ζώου ξενιστή, ερευνητές στην Κίνα έχουν ελέγξει περισσότερα από 80.000 άγρια και οικόσιτα ζώα, αλλά κανένα δεν βρέθηκε θετικό για SARS-CoV-2. Αυτός ο αριθμός αποτελεί  ένα μικρό κλάσμα των ζώων στη χώρα και για να αυξηθεί η πιθανότητα εντοπισμού κάποιου ζώου χρειάζονται πιο στοχευμένες στρατηγικές δειγματοληψίας. 

Πόσο ύποπτο ότι το Ινστιτούτο ιολογίας (WIV) βρίσκεται στη Γουχάν;
Τα εργαστήρια ιολογίας τείνουν να ειδικεύονται στους ιούς που υπάρχουν στο κοντινό τους περιβάλλον, λέει ο Vincent Munster, ιολόγος στο Rocky Mountain Laboratories, στο Χάμιλτον της Μοντάνα. Το WIV ειδικεύεται σε κορωνοϊούς επειδή έχουν βρεθεί αντίστοιχα εντός της Κίνας και γειτονικά αυτής. Ο Munster κατονομάζει εργαστήρια που εστιάζουν σε ενδημικές ιογενείς λοιμώξεις: εργαστήρια γρίπης στην Ασία, εργαστήρια αιμορραγικού πυρετού στην Αφρική και εργαστήρια δάγκειου πυρετού στη Λατινική Αμερική: «Εννέα στις δέκα φορές, όταν υπάρχει μια νέα επιδημική έκρηξη, θα υπάρχει ένα εργαστήριο που θα ειδικεύεται σε τέτοιου είδους ιούς στην περιοχή», λέει ο Munster.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι μια επιδημική έκρηξη κορωνοϊού στη Γουχάν δεν προκαλεί έκπληξη, επειδή είναι μια πόλη με 11 εκατομμύρια ανθρώπους σε μια ευρύτερη περιοχή όπου έχουν εντοπιστεί κορωνοϊοί. 

Περιλαμβάνει ο ιός χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν ότι δημιουργήθηκε σε εργαστήριο;
Αρκετοί ερευνητές μελέτησαν αν τα χαρακτηριστικά του SARS-CoV-2 ήταν αποτέλεσμα γενετικής μηχανικής. Μία από τις πρώτες ομάδες με επικεφαλής τον Kristian Andersen, ιολόγο στη La Jolla της Καλιφόρνια, διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν πολύ πιθανό για αρκετούς λόγους, όπως ότι δεν υπήρχαν σημάδια γενετικής τροποποίησης. ‘Άλλοι ερευνητές διερωτήθηκαν αν η περιοχή διάσπασης της φουρίνης του ιού - ένα χαρακτηριστικό που τον βοηθά να εισέλθει σε κύτταρα - αποτελεί αποτέλεσμα γενετικής μηχανικής, επειδή το SARS-CoV-2 διαθέτει τέτοιες περιοχές, αλλά οι γενετικά συγγενικοί ιοί δεν έχουν παρόμοιες. 
Επειδή οι άλλοι κορωνοϊοί που περιέχουν την συγκεκριμένη περιοχή είναι διάσπαρτοι στην οικογένεια των κορωνοϊών, ο Stephen Goldstein, ένας ιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα στη Σολτ Λέικ Σίτι, είπε ότι η περιοχή αυτή πιθανότατα επιλέχθηκε σε πολλούς ιούς ανεξάρτητα επειδή προσδίδει εξελικτικό πλεονέκτημα. 

Είναι αληθές ότι ο SARS-CoV-2 έχει τροποποιηθεί, ως ιδανικό παθογόνο για να προκαλέσει πανδημία;
Πολλοί επιστήμονες θεωρούν πως όχι. Επειδή ο ιός εξαπλώνεται στους ανθρώπους δεν σημαίνει ότι έχει τροποποιηθεί για αυτό το σκοπό. Μπορεί να μολύνει επίσης μινκ και μερικά άλλα θηλαστικά. Επίσης η μολυσματικότητά του δεν ήταν η μέγιστη για το μεγαλύτερο διάστημα του προηγούμενου έτους. Αντίθετα, νέα πιο μολυσματικά στελέχη έχουν αναπτυχθεί ανά την υφήλιο. Για παράδειγμα, το μολυσματικό στέλεχος του SARS-CoV-2 που ταυτοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ινδία (B.1.617.2 ή δέλτα) έχει μεταλλάξεις στις θέσεις που κωδικοποιούν τη θέση διάσπασης της φουρίνης που φαίνεται να αυξάνουν τη μολυσματικότητα του ιού.

Έχουν συλλέξει οι ερευνητές τον SARS-CoV-2 από ορυχείο;
Ερευνητές από το WIV συνέλεξαν εκατοντάδες δείγματα από νυχτερίδες σε ορυχείο μεταξύ του 2012 και του 2015, αφού αρκετοί ανθρακωρύχοι που εργάζονταν εκεί παρουσίασαν συμπτώματα αναπνευστικής νόσου άγνωστης αιτιολογίας. Πέρυσι, μελέτες ανέφεραν ότι δείγματα αίματος από τους ανθρακωρύχους βρέθηκαν αρνητικά για αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2, γεγονός που μεταφράζεται ότι η ασθένεια πιθανότατα δεν ήταν COVID-19. Γενετική ανάλυση σε δείγματα από νυχτερίδες έδειξε ότι σε καμία δεν ταυτοποιήθηκε ο SARS-CoV-2. Οι ερευνητές του WIV έχουν δηλώσει ότι τα πειράματα τους αφορούσαν τρεις κορωνοϊούς αλλά που ήταν διαφορετικοί από τον SARS-CoV-2.

Ποιο είναι το επόμενο βήμα για την έρευνα πιθανής διαφυγής από εργαστήριο; 
Την περασμένη εβδομάδα, ο Anthony Fauci, ζήτησε από αξιωματούχους στην Κίνα να δημοσιοποιήσουν τους ιατρικούς φακέλους του προσωπικού του WIV. Επίσης ζητήθηκαν δείγματα αίματος από το προσωπικό της WIV και πρόσβαση σε δείγματα νυχτερίδας και ιών του εργαστηρίου WIV, καθώς και ηλεκτρονικά αρχεία από υπολογιστές και σκληρούς δίσκους. Ωστόσο, δεν είναι σαφές ποιο θα είναι το αποτέλεσμα ενός τέτοιου αιτήματος, διότι η Κίνα δεν αποδέχτηκε τα αιτήματα για πλήρη έρευνα του εργαστηρίου WIV. Επίσης  εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ο Zhao Lijian, δήλωσε ότι τα εργαστήρια των ΗΠΑ θα πρέπει αντ'αυτού να διερευνηθούν και ότι στις ΗΠΑ «δεν ενδιαφέρονται για τα γεγονότα ή την αλήθεια και έχουν μηδενικό ενδιαφέρον για μια επιστημονική μελέτη προέλευσης του ιού».

Η ασπιρίνη δεν αυξάνει την πιθανότητα επιβίωσης σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19 
Πρόσφατη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της πολυκεντρικής Βρετανικής μελέτης RECOVERY δεν έδειξε όφελος από τη χορήγηση ασπιρίνης σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19.  

Η μελέτη RECOVERY αποτελεί μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή στην οποία εξετάζονται διάφορες πιθανές θεραπείες που μπορεί να βελτιώσουν την έκβαση σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ελένη Κορομπόκη και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης. 

Οι ασθενείς με νόσο COVID-19 βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο θρόμβωσης, με συχνότερη επιπλοκή την πνευμονική εμβολή. Μεταξύ του Νοεμβρίου 2020 και Μαρτίου 2021, η μελέτη RECOVERY συμπεριέλαβε περίπου 15,000 νοσηλευόμενους ασθενείς για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της ασπιρίνης ως αντιθρομβωτικού φαρμάκου. Η ασπιρίνη είναι ευρέως διαδεδομένο αντιθρομβτικό φάρμακο και χρησιμοποιείται για την ελάττωση της δημιουργίας θρόμβων σε διάφορα νοσήματα. 
Συνολικά 7,351 ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν 150 mg ασπιρίνης μια φορά ημερησίως έναντι 7,541 ασθενών που έλαβαν τη συνήθη θεραπεία για τη νόσο COVID-19.

Στη μελέτη δεν φάνηκε ότι η χορήγηση ασπιρίνης μείωσε τη θνητότητα σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19. Δεν υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στο πρωτογενές καταληκτικό σημείο της μελέτης που ήταν η θνητότητα την ημέρα 28 από την έναρξη των συμπτωμάτων (17% στο σκέλος της ασπιρίνης έναντι 17% στο σκέλος που έλαβε τη συνήθη θεραπεία).
Τα αποτελέσματα ήταν παρόμοια σε όλες τις προγραμματισμένες αναλύσεις διαφόρων υποομάδων ασθενών. Οι ασθενείς που έλαβαν ασπιρίνη είχαν μια ελαφρώς μειωμένη διάρκεια νοσηλείας (μέση διάρκεια  νοσηλείας 8 ημέρες σε όσους έλαβαν ασπιρίνη έναντι 9 ημερών για τους ασθενείς που έλαβαν συνήθη θεραπεία). Ένα μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών έλαβε εξιτήριο  (εξήλθαν από το νοσοκομείο ζωντανοί) εντός των 28 ημερών στο σκέλος της ασπιρίνης (75% έναντι 74%) χωρίς ωστόσο το εύρημα αυτό να είναι επαρκές ώστε να δικαιολογήσει την ευρεία χορήγηση ασπιρίνης σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19. 
Μεταξύ εκείνων που δεν υποστηρίζονταν με μηχανικό αερισμό κατά την ένταξη στη μελέτη δεν υπήρξε στατιστική σημαντική διαφορά στο ποσοστό των ασθενών που χρειάστηκαν διασωλήνωση ή κατέληξαν από τη νόσο (21% έναντι 22%). Για κάθε 1000 ασθενείς που έλαβαν ασπιρίνη περίπου 6 περισσότεροι ασθενείς εμφάνισαν μείζονα αιμορραγία και περίπου 6 λιγότεροι ασθενείς παρουσίασαν θρομβοεμβολικό επεισόδιο.

Συμπερασματικά, η μελέτη RECOVERY δεν έδειξε όφελος στη μείωση της θνητότητας από τη χορήγηση ασπιρίνης για την πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων.

Πώς μπορούμε να προβλέψουμε την επόμενη μετάλλαξη: η αλληλούχιση επόμενης γενιάς και τα ανοικτά δεδομένα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της μοριακή επιτήρησης της πανδημίας
Οι νέες τεχνολογίες διαβάσματος των γονιδιωμάτων γνωστές ως Τεχνολογίες Αλληλούχισης Επόμενης Γενιάς (Next Generation Sequencing) έχουν προκαλέσει επανάσταση σε όλους τους τομείς της Βιολογίας και της Ιατρικής. Η συμβολή αυτών των τεχνολογιών είχε καίρια σημασία στην έγκαιρη ανακάλυψη του κορωνοϊού, στην ταχεία ανάπτυξη διαγνωστικών μεθόδων, στον γρήγορο σχεδιασμό εμβολίων και στην περιγραφή των μεταλλαγμένων στελεχών. Συγχρόνως, έχει αναδειχθεί η σημασία να παρέχεται άμεσα πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα σε όλους τους ερευνητές χωρίς να υπεισέρχονται κανόνες πνευματικών δικαιωμάτων μία πολιτική που παίρνει μεγάλες διαστάσεις στην σύγχρονη επιστήμη και είναι γνωστή ως Ανοικτά Δεδομένα (open data). Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) επικαιροποιούν τις γνώσεις μας στον τομέα αυτό. 

Οι τεχνολογίες αλληλούχισης επόμενης γενιάς σε συνδυασμό με την πολιτική των ανοικτών δεδομένων αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης μοριακής επιτήρησης της πανδημίας από τα πρωταρχικά στάδια της. Αν οι κινέζοι επιστήμονες δεν είχαν διαθέσει ως ανοικτά δεδομένα σε όλον τον κόσμο το γονιδίωμα του ιού άμεσα εντός του πρώτου δεκαημέρου του Ιανουαρίου του 2020 τότε θα ήταν αδύνατος ο έγκαιρος σχεδιασμός διαγνωστικών μεθόδων και εμβολίων. 

Το δίδυμο τεχνολογιών αλληλούχισης επόμενης γενιάς-ανοικτά δεδομένα είναι ο μόνος τρόπος για να μπορούμε να παρακολουθούμε έγκαιρα την έλευση νέων μεταλλαγμένων στελεχών. Υπό αυτό το πρίσμα δημοσιεύεται στο περιοδικό New England Journal of Medicine ένα άρθρο προοπτικής με τον τίτλο «Ταυτοποίηση και παρακολούθηση στελεχών SARS-CoV-2, μία πρόκληση και μία ευκαιρία» που αναφέρει πώς θα πρέπει να κτισθεί ένα δίκτυο διαβάσματος και δημόσιας διάθεσης γονιδιωμάτων του SARS-CoV-2 στις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος διάθεσης των γονιδιώματων του SARS-CoV-2 είναι μέσω της πλατφόρμας GISAID (https://www.gisaid.org). Τόσο οι διεθνείς οργανισμοί (π.χ. ECDC) όσο και μηχανισμοί χρηματοδότησης τονίζουν ότι για να μπορεί να γίνει έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση των νέων μεταλλαγμένων στελεχών απαιτείται η διάθεση των γονιδιακών δεδομένων SARS-CoV-2 στη συγκεκριμένη πλατφόρμα εντός 2 εβδομάδων από την στιγμή της δειγματοληψίας. Ο ECDC συστήνει στις χώρες να καλύπτουν το 5-10% των νέων διαγνώσεων μιας χώρας ή τουλάχιστον 500 στελέχη, αλλά οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες απέχουν αρκετά από αυτούς τους στόχους. 

Επί του παρόντος έχουν διαβασθεί και διατεθεί στην GISAID πάνω από 1.9 εκατομμύρια γονιδιώματα του ιού, ενώ στις χώρες που έχουν πάρει σοβαρά την μοριακή επιτήρηση συμπεριλαμβάνονται το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Γερμανία, η Αυστραλία, όπως φαίνεται από τον αριθμό των γονιδιωμάτων που έχουν διαθέσει. Υπάρχουν ωστόσο αρκετές χώρες που δεν έχουν την δυνατότητα να αναλύσουν ικανοποιητικό αριθμό γονιδιωμάτων ενώ άλλες δεν υιοθετούν επαρκώς την πολιτική ανοικτών δεδομένων καθότι δεν κάνουν άμεσα διαθέσιμα τα γονιδιακά δεδομένα συνήθως ακολουθώντας μία παρωχημένη λογική περί πνευματικών δικαιωμάτων εξασθενώντας έτσι την δυνατότητα έγκαιρου εντοπισμού μεταλλαγμένων στελεχών.

Καθώς ο εμβολιασμός προχωράει και η επιδημία υποχωρεί είναι προφανές ότι το με δεδομένη την ικανοποιητική εμβολιαστική κάλυψη το ενδεχόμενο ενός νέου κύματος θα συμβεί λόγω έλευσης μεταλλαγμένου στελέχους που είτε θα έχει αυξημένη μεταδοτικότητα είτε θα διαφεύγει της ανοσολογικής απάντησης από το εμβόλια είτε και τα δύο. Ο μόνος τρόπος που έχουμε για να εντοπίσουμε έγκαιρα την έλευση αυτών των μεταλλαγμένων στελεχών είναι μέσω της διαρκούς και επαρκούς γονιδιωματικής επιτήρησης, αλλά κυρίως της πλήρους εφαρμογής της πολιτικής των ανοικτών δεδομένων ώστε όλοι οι ερευνητές στον κόσμο να μπορούν να συγκρίνουν την εξέλιξη της πανδημίας σε πραγματικό χρόνο.

Η παχυσαρκία αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης μακροχρόνιων επιπλοκών από COVID-19
H παχυσαρκία είναι μείζων παράγοντας κινδύνου για σοβαρή νόσηση και θάνατο από COVID-19 στην οξεία φάση. Μία μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα καταδεικνύει ότι μπορεί να αυξάνει σημαντικά και τον κίνδυνο εμφάνισης μακροχρόνιων επιπλοκών, ένα σύνδρομο που συχνά αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως long COVID. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Λίνα Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Ελένη Κορομπόκη (Επιμελήτρια B’ Παθολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε στο Cleveland Clinic των ΗΠΑ και συμπεριέλαβε 2.839 ασθενείς που ανευρέθηκαν θετικοί για COVID-19 μεταξύ Μαρτίου και Ιουλίου 2020. Οι ασθενείς αυτοί δεν χρειάστηκαν εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και επέζησαν κατά την αρχική φάση της νόσου. Οι ερευνητές αναζήτησαν τρεις δείκτες μακροπρόθεσμων επιπλοκών και συγκεκριμένα: α) εισαγωγή στο νοσοκομείο, β) θάνατο και γ) ανάγκη για διαγνωστικές ιατρικές εξετάσεις, που όλα πραγματοποιήθηκαν 1 μήνα τουλάχιστον μετά από την αρχική νόσηση.
 
Βρέθηκε ότι μέσα σε 10 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη COVID-19, 44% των ασθενών χρειάστηκε εισαγωγή στο νοσοκομείο, ενώ 1% αυτών απεβίωσε. Ο κίνδυνος εισαγωγής στο νοσοκομείο ήταν 28% υψηλότερος σε άτομα με σοβαρή παχυσαρκία (δείκτης μάζας σώματος, ΔΜΣ 35-39,9 kg/m2) και 30% υψηλότερος σε άτομα με πολύ σοβαρή παχυσαρκία (ΔΜΣ > 40 kg/m2). Η ανάγκη για διαγνωστικές εξετάσεις ήταν 25% υψηλότερη μεταξύ ατόμων με σοβαρή παχυσαρκία και 39% υψηλότερη σε άτομα με πολύ σοβαρή παχυσαρκία, σε σύγκριση με εκείνα με φυσιολογικό ΔΜΣ (18,5-24,9 kg/m2). Συγκεκριμένα, ήταν απαραίτητες διαγνωστικές εξετάσεις για το καρδιαγγειακό σύστημα, το αναπνευστικό, τους νεφρούς, το γαστρεντερικό σύστημα, για ενδοκρινικά νοσήματα, αιματολογικές διαταραχές ή για προβλήματα ψυχικής υγείας. Ωστόσο, η παχυσαρκία δεν συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου σε αυτή την περίοδο παρακολούθησης. 

Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν το μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων γενικά που παρουσιάζουν μακροχρόνια προβλήματα μετά από COVID-19, αλλά και για πρώτη φορά ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκών και πέρα από την επιδείνωση της λοίμωξης στην οξεία φάση. Αυτό μπορεί πιθανώς να εξηγηθεί από τη χρόνια φλεγμονή, την ανοσολογική δυσλειτουργία και τις συννοσηρότητες που παρουσιάζουν οι άνθρωποι με παχυσαρκία. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός πλέον ότι η πανδημία COVID-19 ανέδειξε, μεταξύ των άλλων, και μια άλλη πιο χρόνια πανδημία, αυτή της παχυσαρκίας, η πρόληψη και αντιμετώπιση της οποίας θα πρέπει να αποτελέσει καίριο μέλημα της σύγχρονης κοινωνίας.

Νεότερα δεδομένα για την βλαπτική επίδραση του ιου COVID-19 στα παγκρεατικά κύτταρα και την εμφάνιση διαβήτη
Δύο πρόσφατες μελέτες από την Αμερική που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Cell Metabolism (Tang et al. Cell Metab 2021, Wu et al. Cell Metab 2021) επιβεβαιώνουν ότι ο ιός SARS-CoV-2 δρα βλαπτικά στα κύτταρα του σώματος που παράγουν ινσουλίνη. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Παρασκευή Καζάκου και Ασημίνα Μητράκου (Καθηγήτρια) συνοψίζουν τα δεδομένα των μελετών. 

Είναι γνωστό για παράδειγμα ότι ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 (ΣΔΤ1) εμφανίζεται όταν τα β-κύτταρα του παγκρέατος δεν εκκρίνουν αρκετή ινσουλίνη, ώστε ο οργανισμός να μεταβολίσει τη γλυκόζη. Εξαιτίας αυτής της ανεπάρκειας ινσουλίνης τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα ανεβαίνουν. 

Αρχικές μελέτες στο εργαστήριο είχαν υποδείξει ότι ο ιός SARS-CoV-2 μπορεί να μολύνει τα ανθρώπινα β-κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη (Yang L et al, Cell Stem Cell 2020). Έδειξαν επίσης ότι ο ιός έχει τη δυνατότητα να αναπαράγεται στα β-κύτταρα, να κάνει αντίγραφα του εαυτού  του και να μολύνει και άλλα κύτταρα (Μüller JA et al, Nat Metab 2021). Oι δύο πρόσφατες μελέτες βασίστηκαν σε αυτά τα δεδομένα για να ανακαλύψουν περισσότερα σχετικά με τη σύνδεση μεταξύ COVID-19 και διαβήτη. Και οι δυο μελέτες επιβεβαίωσαν τη λοίμωξη από κορωνοïό των β-παγκρεατικών κυττάρων σε δείγματα αυτοψίας από άτομα που κατέληξαν από COVID-19, καθώς βρήκαν σημάδια του ιού και στα β-κύτταρα και σε άλλα παγκρεατικά κύτταρα από ιστό των θανόντων.  Tα νέα δεδομένα υποδεικνύουν ότι ο κορωνοïός επιλεκτικά μολύνει τα β-κύτταρα που παράγουν ινσουλίνη. Τα β-κύτταρα και άλλα κύτταρα στον ανθρώπινο οργανισμό εκφράζουν πρωτεΐνες όπως ΑCE2, TMPRSS2 και ΝRP1, οι οποίες αποτελούν τους υποδοχείς για την είσοδο του κορωνοïου και την ακόλουθη μόλυνση των ανθρώπινων κυττάρων.  Τα νέα ευρήματα επίσης δείχνουν ότι η λοίμωξη από κορωνοïό αλλάζει τη λειτουργία των νησιδίων του παγκρέατος, του παγκρεατικού ιστού δηλαδή του ιστού που περιέχει τα β-κύτταρα. Και οι δυο μελέτες φέρουν δεδομένα που αποδεικνύουν ότι η λοίμωξη COVID-19 οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή και έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας. Επιπλέον, η ομάδα του Wu βρήκε ότι η λοίμωξη COVID-19 οδηγεί απευθείας στο θάνατο σημαντικού αριθμού β-κυττάρων και ότι πιθανόν αυτό μπορεί να αποφευχθεί αδρανοποιώντας την πρωτεΐνη NRP1. 

Eκτός της απώλειας των β-κυττάρων ο ιός φαίνεται να αλλάζει και την πορεία όσων β-κυττάρων επιβιώνουν. Οι μελέτες έδειξαν ότι τα β-κύτταρα που επιβιώνουν  αποδιαφοροποιούνται και επαναπρογραμματίζονται, έτσι ώστε να παράγουν λιγότερη ινσουλίνη και περισσότερη γλυκαγόνη, μια ορμόνη η οποία οδηγεί στη διάσπαση του γλυκογόνου στο ήπαρ σε γλυκόζηοδηγώντας σε υπεργλυκαιμία. Επίσης τα συγκεκριμένα κύτταρα φάνηκε να παράγουν αυξημένα επίπεδα ενός ενζύμου πέψης που ονομάζεται Θρυψίνη 1. Τα αποτελέσματα αυτής της αποδιαφοροποίησης των β-κυττάρων δεν είναι ακόμα ξεκάθαρα, αλλά πιθανόν επιδεινώνουν την ανεπάρκεια ινσουλίνης και αυξάνουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα. Περισσότερες μελέτες χρειάζονται για να γίνει κατανοητό πώς ο ιός SARS-C0V-2 επιδρά στο πάγκρεας και ποιο ρόλο διαδραματίζει το ανοσοποιητικό σύστημα. Εκτός των άλλων, οι συγκεκριμένες μελέτες υπενθυμίζουν σε όλους πόσο σημαντικό είναι να προστατεύσουν τον εαυτό τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και της κοινότητας με το να εμβολιαστούν έγκαιρα.    

Η έγκαιρη χορήγηση μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 φαίνεται να μειώνει τις νοσηλείες και τη θνησιμότητα σε εξωτερικούς ασθενείς υψηλού κινδύνου 
Η πρώιμη χορήγηση μονοκλωνικών αντισωμάτων (mAb) έναντι του SARS-CoV-2 συσχετίστηκε με τη μείωση της πιθανότητας  νοσηλείας και της θνησιμότητα σε εξωνοσοκομειακούς ασθενείς υψηλού κινδύνου με COVID-19. Τα αποτελέσματα αυτά δημοσιεύθηκαν στο ιατρικό περιοδικό Clinical Infectious Diseases και πρόκειται για μια αναδρομική μελέτη (με ανασκόπηση των ιατρικών αρχείων) των ασθενών που παραπέμφθηκαν σε μια κλινική COVID-19 από την 1η Νοεμβρίου 2020 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2021 και περιελάμβανε 617 «υψηλού κινδύνου» ασθενείς. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν αυτά τα δεδομένα. Οι ασθενείς ορίστηκαν ως «υψηλού κινδύνου» (και είχαν και σχετική βαθμολογία του κινδύνου) εάν πληρούσαν τουλάχιστον  1 από τα κριτήρια κινδύνου, τα οποία επίσης είχαν διαφορετική βαρύτητα με βάση βαθμονόμηση. Τα κριτήρια αυτά ήταν: ηλικία> 65 ετών (3 βαθμοί), δείκτη μάζας σώματος> 35 (3 βαθμοί), ηλικία> 55 ετών με υπέρταση, στεφανιαία νόσο ή χρόνια πνευμονοπάθεια (2 βαθμοί), σακχαρώδης διαβήτης, χρόνια νεφρική νόσος ή ανοσοκαταστολή (2 βαθμοί το καθένα). Ένα επιπλέον βαθμός προστέθηκε σε άτομα που ανήκαν στη Μαύρη φυλή, ή ιθαγενείς Αμερικανούς ή Ισπανόφωνους.

Τα μονοκλωνικά αντισώματα  Casirivimab / imdevimab (της Regeneron) ή το bamlanivimab (της Lilly) χορηγήθηκαν  σε 175 εξωτερικούς ασθενείς (δεν χρειάζονταν άμεση νοσηλεία) που κρίθηκαν ως υψηλού κινδύνου με βάση τα προηγούμενα κριτήρια,  εντός 5 ημερών από τη διάγνωση της COVID-19 με βάση μοριακό τεστ. Από τους ασθενείς που έλαβαν μονοκλωνικό αντίσωμα, το 83.4% έλαβαν casirivimab/imdevimab, ενώ το υπόλοιπο 16.6% έλαβαν bamlanivimab. Η πλειοψηφία (94%) έλαβε το μονοκλωνικό αντίσωμα εντός 5 ημερών από την έναρξη των συμπτωμάτων της COVID-19. Σε σύγκριση με τους ασθενείς της ομάδας ελέγχου (n = 442, οι οποίοι δεν έλαβαν μονοκλωνικό αντίσωμα), οι ασθενείς στην ομάδα του αντισώματος  ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, σε υψηλότερο ποσοστό ήταν άνδρες, είχαν περισσότερα υποκείμενα νοσήματα και υψηλότερη βαθμολογία όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου.

Όσον αφορά τα αποτελέσματα των 30 ημερών σχετικά με την ανάγκη για νοσηλεία και θανάτου που σχετίζονταν με την COVID-19, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι ασθενείς στην ομάδα που έλαβε το μονοκλωνικό αντίσωμα  ήταν λιγότερο πιθανό να χρειαστούν νοσηλεία σε σύγκριση με εκείνους της ομάδας ελέγχου (1.7% έναντι 24%, P <0.005), με αναλογία σχετικού κινδύνου (OR) 0.0466 (δηλαδή ελάττωση του σχετικού κινδύνου κατά 95% περίπου) μετά και την αντιστάθμιση για την «βαθμολογία κινδύνου» και την τοπική ένταση της πανδημίας. Επιπλέον, δεν αναφέρθηκαν θάνατοι σχετιζόμενοι με την COVID-19 στην ομάδα του μονοκλωνικού αντισώματος με 12 (ποσοστό 2.7%) στην ομάδα ελέγχου (Ρ = 0.024).  Με βάση αυτά τα αποτελέσματα, ο αριθμός των ασθενών που απαιτείται να λάβει την θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα για να αποφευχθεί μια νοσηλεία ήταν 4.5. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σημαντική μείωση της ανάγκης για νοσηλεία και των θανάτων που σχετίζονται με την COVID-19 με την έγκαιρη χορήγηση μονοκλωνικών αντισωμάτων θα πρέπει να οδηγήσει σε  ευρύτερη χρήση σε εξωτερικούς ασθενείς με COVID-19. Φυσικά η παραπάνω μελέτη είναι αναδρομική και τα αποτελέσματα της θα πρέπει να ερμηνευθούν με  προσοχή.  

H ανοσογονικότητα του εμβολίου Ad26.COV2.S1-1 (Johnson & Johnson) έναντι μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2
Σε άρθρο με τίτλο «H ανοσογονικότητα του εμβολίου Ad26.COV2.S1-1 (Johnson & Johnson) έναντι μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2» που δημοσιεύεται στο περιοδικό nature αναφέρονται πρόσφατα δεδομένα αναφορικά με την προστατευτική δράση του εμβολίου της Johnson & Johnson έναντι μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).

Για το εμβόλιο Ad26.COV2.S1-1 (Johnson & Johnson) έχει βρεθεί ότι παρέχει σημαντική προστασία έναντι συμπτωματικής νόσου COVID-19, συμπεριλαμβανομένων και των στελεχών Β.1.351 που πρωτοαναφέρθηκαν στην Ν. Αφρική, και είναι εν μέρει  ανθεκτικά στη δράση των εξουδετερωτικών αντισωμάτων. Παρόλα αυτά η ανοσογονικότητα αυτού του εμβολίου έναντι των μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2, παραμένει άγνωστη.

Τα στελέχη με διαφορετικές φαινοτυπικές ιδιότητες (variants of concern, VOCs) του SARS-CoV-2 έχουν αναπτύξει μεταλλάξεις σε περιοχές της εξωτερικής πρωτεΐνης του ιού που αποτελούν στόχο εξουδετερωτικών αντισωμάτων, όπως για παράδειγμα η μετάλλαξη E484K. Η διάμεση τιμή του τίτλου των εξουδετερωτικών αντισωμάτων που επάγονται από το εμβόλιο Ad26.COV2.S ήταν 5 φορές χαμηλότερη για τα στελέχη B.1.351 (το στέλεχος που χαρακτηρίστηκε πρώτα στην Αφρική) και 3,3 φορές χαμηλότερη έναντι των P.1 (το στέλεχος που χαρακτηρίστηκε πρώτα στη Βραζιλία)  σε σύγκριση με το στέλεχος αναφοράς (WA1/2020). Η παρατηρηθείσα μείωση είναι παρόμοια με αυτή που έχει αναφερθεί για τα συγκεκριμένα στελέχη και για άλλα εμβόλια. Αντίθετα, τα μη-εξουδετερωτικά αντισώματα καθώς και η CD8+ και CD4+ κυτταρική ανοσία διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό έναντι SARS-CoV-2 στελεχών Β.1.351 και P.1.

Σε κλινική δοκιμή φάσης 3 (ENSEMBLE), το εμβόλιο Ad26.COV2.S αξιολογήθηκε στις ΗΠΑ, την Λατινική Αμερική συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας και τη Νότια Αφρική. Στη Νότια Αφρική, το 95% των ιών που μελετήθηκαν ήταν στελέχη B.1.351, ενώ στη Βραζιλία, το 69% των ιών ανήκαν στην ομάδα Ρ.1. Η προστασία του Ad26.COV2.S έναντι σοβαρής νόσου την 28η ημέρα μετά τον εμβολιασμό, ήταν παρόμοια σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές. Η προστασία έναντι μέτριας και σοβαρής νόσου ήταν μειωμένη ελαφρά στη Νότια Αφρική και τη Βραζιλία σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Παρότι οι ακριβείς μηχανισμοί προφύλαξης έναντι του COVID-19 δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητοί, η ισχυρή προστασία στις περιοχές της Ν. Αφρικής και Βραζιλίας παρά τον μειωμένο τίτλο εξουδετερωτικών αντισωμάτων, αυξάνει την πιθανότητα ότι μη-εξουδετερωτικά αντισώματα ή και κυτταρική ανοσία μέσω CD8+ Τ-κυττάρων συμβάλλουν, επίσης, στο μηχανισμό της ανοσίας. Περαιτέρω πειράματα έδειξαν σημαντικό εύρος Τ-κυτταρικής ανοσιακής απάντησης σε άτομα που εμβολιάστηκαν με Ad26.COV2.S. Εναλλακτικά, είναι πιθανό ότι χαμηλά επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων προσδίδουν επαρκή προστασία. Σε πειράματα με μη- ανθρώπινα πρωτεύοντα, η χορήγηση IgG παρείχε επαρκής προστασία έναντι του SARS-CoV-2 εάν οι τίτλοι εξουδετερωτικών αντισωμάτων υπερέβαιναν ένα συγκεκριμένο όριο, αλλά τα CD8+ Τ-κύτταρα συνέβαλαν επίσης στην προστασία εάν ο τίτλος αντισωμάτων ήταν χαμηλός.

Συμπερασματικά, τα εξουδετερωτικά αντισώματα που επάγονται από το εμβόλιο Ad26.COV2.S ήταν μειωμένα έναντι των στελεχών Β.1.351 και Ρ.1, αλλά η ανοσιακή απάντηση μη-εξουδετερωτικών αντισωμάτων ή Τ-κυτταρικής ανοσίας διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα.

Στρατηγικές για την αύξηση των εμβολιασμών έναντι του Covid-19 στις ΗΠΑ
Ο πολλά υποσχόμενος ταχύς ρυθμός εμβολιασμός στις ΗΠΑ από την κορύφωση των 3,38 εκατομμυρίων δόσεων ανά ημέρα στις 13 Απριλίου, έχει πλέον πέσει σε λιγότερο από 2 εκατομμύρια δόσεις το Μάιο. Έως πρόσφατα, υπήρχε μεγάλη ζήτηση για περιορισμένες δόσεις εμβολίων, αλλά τώρα η παροχή των εμβολίων είναι υπεραρκετή για να καλύψει τις ανάγκες της χώρας. Ωστόσο, οι ΗΠΑ απέχουν αρκετά από την επίτευξη της ανοσίας αγέλης δηλαδή να φτάσουν οι εμβολιασμοί το 80%, μιας και περίπου το 47% έχει λάβει τουλάχιστον μία δόση COVID-19 εμβολίου. 

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα που δημοσιεύτηκαν προσφάτως στο διεθνές περιοδικό «The New England Journal of Medicine». 

Δεδομένου του ότι η ενημέρωση και η εκπαίδευση των ανθρώπων για τη σημασία του εμβολιασμού κάποιες φορές φαίνεται να είναι ανεπαρκής, κάποιες πολιτείες παρέχουν έως και οικονομικά κίνητρα για να εμβολιαστούν. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα κίνητρα ποικίλουν από 100 δολάρια για αποταμίευση ή δωροκάρτες στη Δυτική Βιρτζίνια, σε δωρεάν αφεψήματα στο New Jersey και στο Connecticut. Τα υψηλότερα αντίτιμα δίνονται στη Νέα Υόρκη, όπου έχει οργανωθεί λοταρία με δώρο 5 εκατομμύρια ευρώ, και στο Οχάιο όπου υπάρχουν 5 λοταρίες του 1 εκατομμυρίου ευρώ για πλήρως εμβολιασμένους ενήλικες,  και μία πλήρης υποτροφία σε εμβολιασμένο παιδί. Η λογική των οικονομικών κινήτρων απευθύνεται στο να μειώσει  τα έμμεσα έξοδα από τον εμβολιασμό όπως οι μετακίνηση για τον εμβολιασμό, οι χαμένες εργατοώρες κλπ, καθιστώντας έτσι τον εμβολιασμό ίσο για όλους ακόμα και τους οικονομικά ευπαθείς. Τα κίνητρα αυτά είναι επίσης ωφέλιμα  καθώς οι συμπεριφορικές αλλαγές των πολιτών μπορούν να μειώσουν το μελλοντικό κόστος της υγείας. Στην περίπτωση του COVID-19 εμβολιασμού το θετικό όφελος είναι πολύ σημαντικό καθώς στις ΗΠΑ μόνο το συνολικό οικονομικό κόστος της πανδημίας αγγίζει τα 16 τρις δολάρια.

Επιπλέον, παρόλο που πολλοί Αμερικανοί αναγνωρίζουν την αξία του εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2, μπορεί να θεωρήσουν ότι η απόδοση κινήτρων για εμβολιασμό είναι μια ένδειξη ότι το εμβόλιο είναι μη επιθυμητό ή δεν είναι ασφαλές και έτσι να έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόδοση κινήτρων για την πρώτη δόση θα δημιουργήσει σε πολλούς προσδοκίες για επιπλέον κίνητρα εφόσον απαιτηθούν επαναληπτικές δόσεις. Ένα άλλο ζήτημα που μπορεί να τεθεί είναι η αδικία που θα αισθανθούν όσοι έχουν ήδη εμβολιαστεί χωρίς να λάβουν προηγουμένως επιπλέον κίνητρο. Επιπρόσθετα, για τη χάραξη πολιτικής δημόσιας υγείας έχει σαφώς σημασία και το δημοσιονομικό κόστος. Εάν ένα πρόγραμμα απόδοσης κινήτρων θέσει ως στόχο την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης από το 60% στο 80%, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την απόδοση κινήτρων ύψους 100 δολαρίων ανά νέο εμβολιασμένο. Εάν όμως τα κίνητρα αποδίδονταν στο σύνολο των εμβολιασθέντων, τότε το κόστος θα ανερχόταν στα 400 δολάρια ανά εμβολιασμένο. Μια δημοσιονομικά ανεκτή προσέγγιση θα ήταν η στοχευμένη απόδοση κινήτρων σε περιοχές που εμφανίζουν ιδιαίτερα χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη στο πλαίσιο κοινωνικής πολιτικής μείωσης των ανισοτήτων.

Ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα κινήτρων θα μπορούσε να ενισχύσει την εμβολιαστική κάλυψη βραχυπρόθεσμα, ωστόσο απαιτούνται εναλλακτικές στρατηγικές μακροπρόθεσμα. Σε αυτό τον τομέα, οι συγγραφείς προτείνουν τρεις βασικούς άξονες. Αρχικά, οι οργανισμοί που περιθάλπτουν ασθενείς είτε με οξέα προβλήματα είτε με χρόνια νοσήματα θα μπορούσαν να καταστήσουν υποχρεωτικό τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 όπως γίνεται και με τον αντιγριππικό εμβολιασμό. Με αυτόν τον τρόπο θα αποτραπούν νέες συρροές κρουσμάτων που προέρχονται από το υγειονομικό προσωπικό. Επιπλέον, ο υποχρεωτικός εμβολιασμός θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και χώρους εργασίας όπως εργοστάσια, καθώς και στα σωφρονιστικά ιδρύματα. Δεύτερον, η πρόσβαση σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν άμεση επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, όπως συναυλίες, συγκεντρώσεις, καθώς και σε γυμναστήρια θα μπορούσαν να επιτραπούν μόνο σε εμβολιασμένους. Αυτή η προσέγγιση θα αποτελέσει ένα κοινωνικό παρά οικονομικό κίνητρο, καθώς η ανάγκη του πληθυσμού για επιστροφή στην κανονικότητα είναι ένα ισχυρό κίνητρο. Μια τρίτη προσέγγιση αποτελεί η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για όσους δεν εμβολιάζονται παρά την απουσία αντενδείξεων για τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί μια αναδιανομή του πλεονάζοντος κόστους των νοσηλειών ατόμων με COVID-19.

Συμπερασματικά, δεν έχουν προσδιοριστεί τα βέλτιστα κίνητρα που θα ωθήσουν στο μαζικό εμβολιασμό του πληθυσμού. Είναι πιθανό να απαιτείται συνδυασμός διαφορετικών προσεγγίσεων για να διασφαλιστεί το επιθυμητό επίπεδο εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού και να επιτευχθεί η συλλογική ανοσία έναντι της COVID-19. Με αυτό τον τρόπο, θα πραγματοποιηθεί μια σημαντική επένδυση στη δημόσια υγεία με μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Μειωμένη ανοσοαπάντηση μετά από εμβολιασμό με mRNA εμβόλιο σε άτομα με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων
Οι ασθενείς με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων, καθώς και εκείνοι με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου έχουν αυξημένο κίνδυνο για όλες τις σοβαρές επιπλοκές οι οποίες σχετίζονται με λοίμωξη από τον ιό SARS-CoV-2, ενώ διατρέχουν περίπου 3,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να καταλήξουν μετά από νόσο COVID-19 συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό. Για το λόγο αυτό συμπεριλήφθηκαν στις πρώτες ομάδες προτεραιότητας μεταξύ των ευπαθών πληθυσμών για εμβολιασμό έναντι του COVID-19. Δυστυχώς, αρχικά αποτελέσματα μελετών δείχνουν μειωμένη ανοσοαπάντηση σε άτομα με μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων και με τα δύο διαθέσιμα mRNA εμβόλια, ενώ  τα δεδομένα για τους αιμοκαθαιρόμενους είναι πιο ενθαρρυντικά.
Μία  μελέτη από την Ισπανία που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο “American Journal of Transplantation”, διερεύνησε την ανοσοαπάντηση ασθενών με μεταμόσχευση νεφρού και νεφρού-παγκρέατος 2-4 εβδομάδες μετά από εμβολιασμό με το εμβόλιο mRNA-1273 (Moderna). 

Οι Ιατροί της Κλινικής Νεφρολογίας και Μεταμόσχευσης Νεφρού της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σμαράγδη Μαρινάκη (Επίκουρη Καθηγήτρια Νεφρολογίας) και Ιωάννης Μπολέτης (Καθηγητής Παθολογίας-Νεφρολογίας) σε συνεργασία με τον  Θάνο Δημόπουλο (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας και Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής.

Μελετήθηκε η ανοσοαπάντηση σε επίπεδο χυμικής ανοσίας ( τίτλος εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι της S πρωτείνης του SARS-COV-2) καθώς και η κυτταρική ανοσία με τη μέθοδο S-ELISPOT δύο εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου mRNA 1273 (Μoderna) σε σύνολο  148 μεταμοσχευμένων με νεφρό (133) ή νεφρό και πάγκρεας (15).  
 Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν 57.62 έτη ενώ ο διάμεσος χρόνος από τη μεταμόσχευση ήταν σχετικά βραχύς συγκριτικά με άλλες μελέτες, στα 1.65 έτη. Η πλειοψηφία των ληπτών λάμβανε ανοσοκαταστολή με Τacrolimus και μυκοφαινολικό οξύ και η μειοψηφία mTOR αναστολέα (28.4%). 

Από τους 117 ασθενείς χωρίς προηγούμενη έκθεση στον SARS-COV-2, οι 35 (29.9%) ανέπτυξαν αντισώματα μετά τον εμβολιασμό, ενώ κυτταρική ανοσία ανέπτυξαν οι 64 (54.7%) . Θετικότητα και στα δύο σκέλη της ανοσίας, δηλαδή στην αντισωματική και την κυτταρική απάντηση παρατηρήθηκε σε 23 ασθενείς (19.6%). Στην πολυπαραγοντική ανάλυση, παράγοντες σχετιζόμενοι με πτωχή ανοσοαπάντηση ήταν ο σακχαρώδης διαβήτης και η προηγηθείσα λήψη αντιθυμοκυτταρικής σφαιρίνης (ATG) ως θεραπεία επαγωγής, ενώ αναφορικά με το ανοσοκατασταλτικό σχήμα συντήρησης, η λήψη mTOR αναστολέα σχετιζόταν με καλύτερη αντισωματική απάντηση.

«Σε μελέτες ανοσοποίησης μετά από εμβολιασμό με SARS-CoV-2 mRNA εμβόλια στο γενικό πληθυσμό, αντισωματική απάντηση παρατηρήθηκε πρακτικά στο σύνολο των εξετασθέντων. Στους λήπτες συμπαγών οργάνων που λαμβάνουν εφ όρου ζωής ανοσοκατασταλτική αγωγή, η αντισωματική απάντηση είναι, όπως αναμένεται, χαμηλότερη» επισημαίνουν οι συγγραφείς της μελέτης. Μέχρι τώρα δεδομένα, περιλαμβανομένης μελέτης της ομάδας της Κλινικής Νεφρολογίας και Μεταμόσχευσης του Λαϊκού Νοσοκομείου σε συνεργασία με το Ωνάσειο Κρδιοχειρουργικό Κέντρο (ΩΚΚ) που δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό τον Απρίλιο του 2021, δείχνουν ποσοστά αντισωματικής απάντησης σε μεταμοσχευμένους νεφρού και καρδιάς 58% συγκριτικά με 100% στην ομάδα ελέγχου επαγγελματιών υγείας, 2-3 εβδομάδες μετά από εμβολιασμό με το mRNA εμβόλιο BNT162b2 (Pfizer/BionTech).

Η προαναφερθείσα μελέτη από την Ισπανία είναι η πρώτη που εξετάζει και την παράμετρο της κυτταρικής ανοσίας σε μεταμοσχευμένους ασθενείς. “Συνολικά το ποσοστό των μεταμοσχευμένων που ανέπτυξε είτε χυμική (αντισώματα) είτε κυτταρική (S-ELISPOT) απάντηση στον εμβολιασμό ανέρχεται στο 65%, γεγονός που υποδηλώνει ότι ακόμα και μεταμοσχευμένοι χωρίς προστατευτικό τίτλο εξουδετερωτικών αντισωμάτων μπορεί να έχουν κάποιας μορφής προστασία έναντι του ιού” όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς.

Να σημειωθεί, ότι η Κλινική Νεφρολογίας και Μεταμόσχευσης Νεφρού του Λαϊκού Νοσοκομείου σε συνεργασία με το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, έχει ολοκληρώσει τη μέτρηση της χυμικής ανοσίας σε σύνολο 450 μεταμοσχευμένων συμπαγών οργάνων και 250 ασθενών σε αιμοκάθαρση 3-4 εβδομάδες μετά τη 2η δόση εμβολιασμού με τα δύο διαθέσιμα mRNA, ενώ ολοκληρώνει και τον προσδιορισμό κυτταρικής ανοσίας με τη μέθοδο Quantiferon (IFN-γ release assay) σε σύνολο 150 μεταμοσχευμένων και 75 αιμοκαθαιρόμενων ασθενών, αντίστοιχα. Στόχος είναι η ταχεία και πλήρης  μελέτη όλων των παραμέτρων της ανοσοαπάντησης σε μεγάλο αριθμό ασθενών των ειδικών αυτών ομάδων πληθυσμού,καθώς και σύγκριση της αποτελεσματικότητας των δύο mRNA εμβολίων. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων θα οδηγήσει  σε βελτιστοποίηση της  καθιερωμένης εμβολιαστικής πρακτικής, καθ ότι τα αρχικά αποτελέσματα όλων των μέχρι τώρα δημοσιευμένων μελετών καταδεικνύουν μειωμένη ανοσοαπάντηση και υψηλό  κίνδυνο λοίμωξης ακόμα και μετά από πλήρη εμβολιασμό στους μεταμοσχευμένους συμπαγών οργάνων.

 

 



 

 

 

 

 

 

 Επιστροφή  Κορυφή σελίδας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη. Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.

 

 

[Αρχική σελίδα]  [Αγορά Εργασίας]  [Επιχειρηματικότητα]  [Προσλήψεις στο Δημόσιο]  [Εκπαίδευση]  [Σεμινάρια]  [Νομοθεσία]  [Βιβλία]
Διεύθυνση: Λ. Ριανκούρ 73, 11524 Αθήνα, email: info@proslipsis.gr , Τηλ: 6949244434
©  2004-2021  proslipsis.gr, All rights reserved