Οι οδηγίες του CDC για το ασφαλές άνοιγμα των σχολείων
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα δεδομένα του Center of Disease Control (CDC) στις ΗΠΑ για ένα ασφαλές άνοιγμα των σχολείων την επόμενη σχολική χρονιά.
Οι μαθητές επωφελούνται από την εκπαίδευση εκ του σύνεγγυς, οπότε είναι σημαντικό να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την επιστροφή στην κανονικότητα και τη φυσιολογική λειτουργία των σχολείων.
Ο εμβολιασμός του πληθυσμού αποτελεί κλειδί στη στρατηγική της πρόληψης της δημόσιας υγείας για τον τερματισμό της πανδημίας COVID-19. Η χρήση της μάσκας είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά άνω των δύο ετών σε εσωτερικούς χώρους, ειδικά όσα δεν έχουν εμβολιαστεί.
Η σωστή και η συνεχής χρήση μάσκας, ειδικά σε εσωτερικούς πολυσύχναστους χώρους όπου δεν μπορούν να τηρηθούν οι απαιτούμενες αποστάσεις, είναι απαραίτητη.
Το CDC προτείνει στα σχολεία να τηρούνται αποστάσεις δύο μέτρων μεταξύ των μαθητών εντός των τάξεων, μαζί με τη χρήση μάσκας για όσους δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό. Ειδικά όταν η τήρηση των αποστάσεων μπορεί να μην είναι εφικτή, είναι ακόμη πιο σημαντική η χρήση της μάσκας σε εσωτερικό χώρο. Σημαντικά μέτρα που θα διατηρήσουν τα σχολεία ασφαλή είναι τα μαζικά τεστ, ο καλός αερισμός των χώρων, το καλό πλύσιμο των χεριών, η παραμονή κατΆ οίκον όταν κάποιος εμφανίσει συμπτώματα με καραντίνα, η καθαριότητα και η επιμελής απολύμανση των επιφανειών.
Όποιος εμφανίσει συμπτώματα νόσου, μαθητής ή δάσκαλος πρέπει να απομονώνεται, και να απευθυνθεί στον προσωπικό του ιατρό.
Ειδικότερα στα δημοτικά σχολεία όπου οι μαθητές είναι κάτω των 12 ετών, όπου για την ώρα δεν είναι εγκεκριμένος ο εμβολιασμός, πρέπει τα παραπάνω μέτρα να τηρούνται πιστά, ώστε να περιοριστούν τυχόν εξάρσεις του ιού.
Η αυστηρότητα των μέτρων που θα λαμβάνεται ανά περιοχή πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα με την τοπική διάδοση στην κοινότητα, την τρέχουσα εμβολιαστική κάλυψη, τον αριθμό των τυχαίων τεστ που διεξάγονται, καθώς και τις πιθανές εξάρσεις του ιού στην περιοχή.
Mετάλλαξη δέλτα και αποτελεσματικότητα εμβολίων
Εργασία που δημοσιεύτηκε στο εγκυρότατο περιοδικό Nature στις 8 Ιουλίου 2021, μελετά την ευαισθησία της μετάλλαξης δέλτα έναντι των αντισωμάτων. Ο Καθηγητής Οργανικής Χημείας-Φαρμακοχημείας του Τμήματος Χημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Κόκοτος, συνοψίζει τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτή τη δημοσίευση.
Η ευαισθησία της μετάλλαξης δέλτα μελετήθηκε έναντι μονοκλωνικών αντισωμάτων εγκεκριμμένων για φαρμακευτική χρήση για την αντιμετώπιση της COVID-19, έναντι αντισωμάτων που είχαν δημιουργηθεί σε ανθρώπους που είχαν νοσήσει και έναντι αντισωμάτων που είχαν δημιουργηθεί μετά από εμβολιασμό.
Σε εργαστηριακό επίπεδο, η μετάλλαξη δέλτα βρέθηκε ότι είναι ανθεκτική έναντι ορισμένων μονοκλωνικών αντισωμάτων. Οσον αφορά ανθρώπους που είχαν νοσήσει, παρατηρήθηκε μείωση της αποτελεσματικότητας των αντισωμάτων έως τέσσερεις φορές σε σχέση με τη μετάλλαξη άλφα. Μια δόση εμβολίου, είτε Pfizer είτε Astra Zeneca, δεν προσφέρει προστασία έναντι της μετάλλαξης δέλτα. Αντίθετα, μετά από δύο δόσεις των υπαρχόντων εμβολίων δημιουργείται ικανή άμυνα σε υψηλό ποσοστό των εμβολιασμένων. Όμως, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι μειώνεται σημαντικά η αποτελεσματικότητα των αντισωμάτων έναντι της μετάλλαξης δέλτα, 3 έως 5 φορές σε σχέση με τη μετάλλαξη άλφα.
Γενικά οι μεταλλάξεις του ιού χαρακτηρίζονται από μεταλλάξεις σε ορισμένα αμινοξέα της πρωτεΐνης ακίδας του ιού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της δομής της πρωτεΐνης ακίδας, έτσι ώστε τα αντισώματα να μην μπορούν να την αναγνωρίσουν και να μειώνεται η αποτελεσματικότητά τους.
Τα δεδομένα αυτά υποδεικνύουν ότι θα πρέπει να βρισκόμαστε σε συνεχή εγρήγορση σχετικά με τη μετάλλαξη δέλτα, που εξαπλώνεται ταχέως στη χώρα μας. Ο έγκαιρος πλήρης εμβολιασμός, αλλά και η χρήση της προστατευτικής μάσκας, μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στην αντιμετώπιση της κατάστασης.
Τα νευροψυχολογικά συμπτώματα της νόσου COVID-19 μπορεί να επιμένουν έως και ένα έτος μετά την αρχική διάγνωση επηρεάζοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής
Πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Clinical Infectious Diseases ανέλυσε τα νευροψυχολογικά συμπτώματα της νόσου COVID-19.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα, Ελένη Κορομπόκη, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), αναφέρουν ότι η μελέτη συμπεριέλαβε 96 ασθενείς με πρώτη εμφάνιση συμπτωμάτων COVID-19 μεταξύ 22 Φεβρουαρίου και 18 Απριλίου 2020, οι οποίοι είχαν συστηματική παρακολούθηση για 12 μήνες μετά την οξεία φάση της νόσου. Η μέση ηλικία ήταν τα 57 έτη και 55.2% ήταν γυναίκες. Όσον αφορά τη βαρύτητα της νόσου COVID-19, 5% είχαν κρίσιμη νόσο, 25% είχαν σοβαρής βαρύτητας νόσο, 55% των ασθενών είχαν ενδιάμεσης βαρύτητας νόσο, και 15% είχαν ήπια συμπτώματα.
Στους 12 μήνες μετά την αρχική εκδήλωση της νόσου COVID-19 μόνο το 23% δεν ανέφερε απολύτως κανένα σύμπτωμα. Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα ήταν μειωμένη ικανότητα για άσκηση (56%), κόπωση (53%), δύσπνοια (37.5%), οι διαταραχές συγκέντρωσης (40%) και διαταραχές του ύπνου (26%). Οι γυναίκες είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν συμπτώματα 12 μήνες μετά την οξεία φάση της νόσου COVID-19 σε σχέση με τους άντρες.
Οι νεότεροι σε ηλικία ασθενείς, ανέφεραν συχνότερα δύσπνοια, διαταραχές ύπνου και διαταραχές συγκέντρωσης σε σχέση με τους ασθενείς άνω των 60 ετών. Ωστόσο η συχνότητα εμφάνισης παρατεινόμενων συμπτωμάτων δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων.
Οι ερευνητές βρήκαν σημαντική διαφορά μεταξύ των ασθενών που είχαν θετικό τίτλο αντιπυρηνικών αντισωμάτων ≥1:160 έναντι όσων είχαν τίτλο <1:160. Ιδιαίτερα οι γυναίκες με τίτλο αντιπυρηνικών αντισωμάτων ≥1:160 είχαν σημαντικά υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης διαταραχών στη συγκέντρωση έναντι εκείνων που δεν είχαν (66.7% vs. 26.1%, αντίστοιχα; P = 0.003) καθώς και όσων εμφάνιζαν χρόνιο πόνο (46.7% vs. 8.7%, αντίστοιχα; P = 0.003).
Μετά από 12 μήνες παρακολούθησης, οι ασθενείς με τουλάχιστον ένα αναφερόμενο σύμπτωμα παρατεινόμενης νόσου COVID είχαν σημαντική έκπτωση της σωματικής και ψυχικής υγείας σε σχέση με τους ασθενείς χωρίς συμπτώματα. Επίσης οι ασθενείς που είχαν παρατεινόμενα συμπτώματα δε διέφεραν ως προς τον τίτλο αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 έναντι των ασθενών που δεν ανέφεραν συμπτώματα.
Πρόκειται για τη μελέτη με το μεγαλύτερο διάστημα παρακολούθησης μετά από την οξεία φάση της νόσου η οποία κατά τους συγγραφείς δείχνει μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ της παρατεινόμενης νόσου COVID-19 και υποκείμενης προδιάθεσης για αυτοάνοσες αντιδράσεις.
Το εύρημα αυτό όμως χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση μιας και χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για την κατανόηση της παρατεταμένης νόσου COVID-19.
Οι διαφορές της λοίμωξης Covid-19 σε άνδρες και γυναίκες
Η λοίμωξη COVID-19 δεν προσβάλλει τα δύο φύλα στον ίδιο βαθμό. Παγκοσμίως για κάθε 10 γυναίκες που νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, υπάρχουν 18 άνδρες, και για κάθε 10 γυναίκες που πεθαίνουν, 15 άνδρες χάνουν τη ζωή τους αντίστοιχα.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι στις ΗΠΑ ήδη υπάρχει μία διαφορά στο ποσοστό εμβολιασμού των δύο φύλων, με τις γυναίκες να προηγούνται κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες.
Όσον αφορά τις ανεπιθύμητες ενέργειες οι γυναίκες εμφανίζουν συχνότερα ανεπιθύμητες ενέργειες από το εμβόλιο της εταιρείας AstraZeneca, ενώ οι νεότεροι άνδρες εμφανίζουν συχνότερα ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τη χορήγηση εμβολίων mRNA.
Πρέπει βεβαίως να τονιστεί ότι σχεδόν πάντα οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ήπιες και πλήρως αναστρέψιμες.
Μέχρι σήμερα, δεν έχει επαρκώς αναλυθεί η φυσική ιστορία της COVID-19 σε άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες. Από τις 45 τυχαιοποιημένες μελέτες COVID-19, που έχουν διενεργηθεί μόνο 8 αναφέρουν αποτελέσματα σχετικά με το φύλο. Σε ένα μεγαλύτερο αριθμό αναλύσεων, που περιελάμβανε και μελέτες παρατήρησης, μόνο σε 14 από τις 121 αναλύθηκε αν το φύλο επηρέαζε το αποτέλεσμα.
Σε πρόσφατη μελέτη για το tocilizumab φάνηκε ότι για όσους ασθενείς δεν έχρηζαν ακόμα μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής, το φάρμακο αυτό μείωνε τον κίνδυνο για διασωλήνωση ή για θάνατο μόνο στους άνδρες, χωρίς να ωφελεί τις γυναίκες. Τα δεδομένα δεν ήταν επαρκή για να επιβεβαιώσουν τη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα.
Όσον αφορά τα δεδομένα από βάσεις δεδομένων ανά τον κόσμο από 198 χώρες, μόνο στο 37% αναφέρονται δεδομένα θανάτου σχετιζόμενα με το φύλο και στο 18% δεδομένα εμβολιασμού σχετιζόμενα με το φύλο. Με βάση τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι είναι απαραίτητο να γίνει πιο ενδελεχής έλεγχος για τη σχέση της COVID-19 λοίμωξης και του φύλου στις μελέτες και στις βάσεις δεδομένων.
Η μετάλλαξη Έψιλον του SARS-CoV-2
Πολύ πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε αρχές Ιουλίου 2021 από Αμερικάνους και Ελβετούς επιστήμονες ρίχνει φως στον μηχανισμό με τον οποίο μεταλλάξεις του ιού SARS-COV-2 μπορούν να αποφεύγουν τα υπάρχοντα εμβόλια.
Ο Καθηγητής Οργανικής Χημείας-Φαρμακοχημείας του Τμήματος Χημείας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Κόκοτος, αναφέρει ότι αποκαλύπτεται ένας πρωτοφανής μηχανισμός σε μοριακό επίπεδο με τον οποίο ο ιός μπορεί να διαφεύγει των υπαρχόντων εμβολίων και ο οποίος σχετίζεται με μεταλλάξεις αμινοξέων της πρωτεΐνης ακίδας (spike protein) του ιού. Οι μεταλλάξεις αυτές ανακαλύφθηκαν σε στέλεχος του ιού που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Καλιφόρνια, και ονομάζεται μετάλλαξη έψιλον.
Η πρωτεΐνη ακίδα παίζει σηματικότατο ρόλο για την πρόσδεση του ιού στα ανθρώπινα κύτταρα και την έναρξη της λοίμωξης. Στη μετάλλαξη έψιλον τρία αμινοξέα της πρωτεΐνης ακίδας αντικαθίστανται από διαφορετικά αμινοξέα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της δομής της πρωτεΐνης στον χώρο, γεγονός που εμποδίζει πλέον τα αντισώματα να αναγνωρίσουν την πρωτεΐνη. Τελική συνέπεια είναι να μετριάζεται η εξουδετερωτική ισχύς που έχουν τα αντισώματα που έχουν προέλθει είτε από τον εβολιασμό είτε από προηγούμενη λοίμωξη με τον ιό. Τέτοιες μεταλλάξεις έχουν τη δυνατότητα να αποφεύγουν και ειδικά μονοκλωνικά αντισώματα που χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη ως θεραπευτικά μέσα. Η αλλαγή της δομής της πρωτεΐνης ακίδας στη μετάλλαξη έψιλον διαπιστώθηκε με ηλεκτρονική κρυομικροσκοπία και επιβεβαιώθηκε ο σχηματισμός ενός νέου δισουλφιδικού δεσμού με φασματομετρία μάζας.
Η μετάλλαξη έψιλον χαρακτηρίζεται ως μετάλλαξη ανησυχίας. Εντοπίστηκε πρώτη φορά στην Καλιφόρνια από τα τέλη του 2020 (σήμερα έχουν εντοπιστεί περίπου 46.000 κρούματα στις ΗΠΑ) και έχει εξαπλωθεί σε 34 άλλες χώρες (σε μικρό αριθμό κρουσμάτων μέχρι στιγμής).
Η κατανόηση του μηχανισμού με τον οποίο μεταλλάξεις έχουν τη δυνάτητα να μετριάζουν λίγο ή πολύ την προστατευτική δράση των αντισωμάτων προβάλλει και υπογραμίζει την αναγκαιότητα αφενός της συνεχούς εγρήγορσης για την νόσο COVID-19 και αφετέρου της ανάπτυξης φαρμάκου που θα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τη νόσο σκοτώνοντας τον ιό στο αρχικό του στάδιο.
Eξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του μεταλλαγμένου στελέχους Δέλτα του SARS-CoV-2 ανιχνεύονται σε όλους τους εμβολιασμένους με mRNA εμβόλια και στο 80% των ασθενών μετά από συμπτωματική λοίμωξη COVID-19
Η καταγραφή της ανοσιακής προστασίας μετά από εμβολιασμό ή συμπτωματική λοίμωξη COVID-19 (φυσική ανοσία) είναι εξαιρετικά σημαντική, ιδιαίτερα μετά την εξάπλωση νέων μεταλλαγμένων στελεχών του SARS-CoV-2. Τελευταία, έχει δημιουργηθεί ανησυχία στην κοινωνία για το αν κάποιος που εμβολιάστηκε έναντι του SARS-CoV-2 ή κάποιος που νόσησε από τον ιό έχει προστασία έναντι του μεταλλαγμένου στελέχους Δέλτα.
Πρόσφατη δημοσίευση στο διεθνές περιοδικό υψηλού κύρους New England Journal of Medicine (https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMc2107799) αναφέρεται στην παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι των μεταλλάξεων B.1.617.1 (κάπα) και B.1.617.2 (δέλτα) του SARS-CoV-2 σε εμβολιασμένους και σε άτομα που νόσησαν από τον κορονοϊό. Οι παραπάνω παραλλαγές του ιού εντοπίστηκαν για πρώτη φορά στην Ινδία και εξαπλώθηκαν γρήγορα σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο.
Αυτές οι παραλλαγές περιέχουν μεταλλάξεις εντός της πρωτεΐνης ακίδας και βρίσκονται σε θέσεις που αναγνωρίζονται από αντισώματα με ισχυρή εξουδετερωτική ικανότητα.
Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα σημαντικότερα αποτελέσματα της μελέτης.
Τα εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του κλασσικού στελέχους της Wuhan (WA1/2020) καθώς και έναντι μεταλλαγμένου στελέχους Δέλτα του ιού μετρήθηκαν σε 24 άτομα που είχαν νοσήσει από Covid-19 (1-3 μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων), και σε 25 άτομα που είχαν λάβει mRNA εμβόλιο (15 είχαν λάβει το mRNA-1273 της Moderna, 35-51 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση, και 10 είχαν λάβει το εμβόλιο BNT162b2 των Pfizer/BioNTech, 7-27 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση).
Όλα τα δείγματα από εμβολιασμένα άτομα και αναρρώσαντες από COVID-19 εμφάνισαν λιγότερη εξουδετερωτική δραστικότητα έναντι των παραλλαγών Β.1.617.1 και Β.1.617.2 από ότι έναντι του αρχικού στελέχους WA1/2020. Ωστόσο κανένα από τα εμβολιασμένα άτομα δεν παρουσίασε έλλειψη εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι κάποιας παραλλαγής του ιού, κάτι που εμφανίστηκε σε 5 αναρρώσαντες από την COVID-19. Συνολικά, η μετάλλαξη Β.1.617.1 ήταν 6.8 φορές λιγότερο ευαίσθητη και η Β.1.617.2 ήταν 2.9 φορές λιγότερο ευαίσθητη, σε εξουδετέρωση από ορό από εμβολιασθέντες και άτομα που είχαν αναρρώσει από COVID-19, σε σχέση με το αρχικό στέλεχος του ιού WA1/2020. Παρά ταύτα, όλοι οι εμβολιασθέντες και περίπου το 80% όσων είχαν αναρρώσει από COVID-19 είχαν ανιχνεύσιμη εξουδετερωτική δραστηριότητα (πάνω από το όριο θετικότητος για τα εξουδετερωτικά αντισώματα) και για τις δύο ινδικές παραλλαγές του ιού, έως 3 μήνες μετά τη δεύτερη δόση εμβολίου ή τα πρώτα συμπτώματα της COVID-19, αντίστοιχα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι η προστατευτική ανοσία που παρέχεται από τα εμβόλια mRNA διατηρείται σε υψηλό ποσοστά έναντι των ινδικών παραλλαγών του ιού Β.1.617.1 και Β.1.617.2. Έτσι επιβεβαιώνεται η σημασία που έχει ο εμβολιασμός ώστε να αντιμετωπίσουμε τη μετάλλαξη δέλτα που έχει αρχίζει να εμφανίζεται ήδη και στη χώρα μας.