Proslipsis.gr | Αθήνα 31.7.2021, 16:38
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών συνεχίζει με συνέπεια την ενημέρωση των πολιτών γύρω από τις τελευταίες εξελίξεις στην αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού SARS-CoV-2.
Tα «Υπερ-Αντισώματα» μπορούν να κάμψουν την κορύφωση της πανδημίας και να συμβάλλουν στην αποφυγή μελλοντικών κρίσεων πανδημίας Οι φαρμακευτικές εταιρείες ήδη σχεδιάζουν την επόμενη γενιά στοχευμένων θεραπειών στη φαρέτρα τους για τη μάχη ενάντια στην πανδημία, οι οποίες περιλαμβάνουν αντισώματα νέας γενιάς, βασισμένα σε αντισώματα από ανθρώπους με ανοσοποιητικό σύστημα ικανό να παράγει τόσο ισχυρά αντισώματα, που εξουδετερώνουν κάθε στέλεχος κορωνοϊού και άλλους κορωνοϊούς εκτός από το SARS-CoV-2.
Ο FDA έδωσε ήδη έγκριση στα τέλη Μαΐου στο sotrovimab ένα τέτοιο «υπέρ-αντίσωμα», δίνοντας ένα νέο θεραπευτικό όπλο για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη σχετική δημοσίευση.
Το αντίσωμα αυτό είναι το τρίτο μετά τα αντισώματα των εταιρειών Lilly και Regeneron, το οποίο λαμβάνει έγκριση για ασθενείς με ήπια ή μέτρια νόσο που έχουν υψηλό κίνδυνο να εξελιχθούν σε σοβαρή νόσο. Επειδή οι κλινικοί γιατροί δεν θα γνωρίζουν ποιος ασθενής έχει προσβληθεί με ποιο στέλεχος τη στιγμή της διάγνωσης, τα αντισώματα που χρειάζονται θα πρέπει να είναι αυτά στα οποία ο ιός έχει τη λιγότερη ανθεκτικότητα, και να καλύπτουν τα περισσότερα στελέχη. Πολλές εταιρείες που φτιάχνουν τέτοια αντισώματα προσπαθούν να τα βελτιστοποιήσουν επεκτείνοντας το χρόνο ημίσειας ζωής, ενισχύοντας την εξουδετερωτική τους ικανότητα τροποποιώντας την περιοχή Fc του αντισώματος άρα καθιστώντας τα πιο αποτελεσματικά. Το sotrovimab εξουδετερώνει όλα τα κυκλοφορούντα στελέχη του SARS-CoV-2, όπως το στέλεχος της Νότιας Αφρικής και το ινδικό, που έχουν δημιουργήσει ιδιαίτερη ανησυχία.
Τα αντισώματα αυτά ουσιαστικά πυροδοτούν στον οργανισμό μία ανοσολογική απάντηση που καταστρέφει τα μολυσμένα κύτταρα. Το σκεπτικό αυτών των αντισωμάτων είναι να αποκτήσουν ιδιότητες παρόμοιες με του εμβολίου, δηλαδή να εγείρουν μία ανοσολογική απάντηση μέσω της Τ CD4+ και CD8+ κυτταρικής ανοσίας. Οι ερευνητές εξηγούν ότι το σκεπτικό τους ήταν να πάρουν τα φυσικά αντισώματα με μεγάλο εύρος αποτελεσματικότητας, να ενισχύσουν την ισχύ τους, και να σχεδιάσουν τα φάρμακα αυτά.
Αντίστοιχα μόρια όπως το ADG20 της εταιρείας Adagio και το AZD7442 της εταιρείας AstraZeneca βρίσκονται σε στάδια κλινικών δοκιμών. Το ADG20 σε μελέτες φάσης 1 είχε παρόμοια εξουδετερωτική ικανότητα με αυτή που παρατηρείται σε άτομα που εμβολιάστηκαν με κάποιο mRNA εμβόλιο. Τέτοια μόρια έχουν δοκιμαστεί και σε εισπνεόμενες μορφές, δείχνοντας πολλά υποσχόμενα δεδομένα σε προκλινικό στάδιο.
Τα στοιχεία αυτά είναι πολύ θετικά, όχι μόνο γιατί κυκλοφορούν νέα πολύ αποτελεσματικά φάρμακα όπως το sotrovimab, αλλά γιατί η τεχνογνωσία των φαρμάκων αυτών εξελίσσεται καθημερινά ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα ευρύ φάσμα στελεχών του SARS-CoV-2 και άλλων κορωνοϊών, που δυνητικά μπορεί να προκαλέσουν ανησυχία στο μέλλον.
Οι ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα εμφανίζουν μειωμένη αντισωματική απάντηση μετά τον εμβολιασμό έναντι του COVID-19 Πολύ πρόσφατα έγινε δεκτή στο έγκριτο περιοδικό Blood Cancer Journal επιστημονική δημοσίευση συνεργασίας της Θεραπευτικής Κλινικής και του Τμήματος Βιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών από τους Ευάγγελο Τέρπο, Μαρία Γαβριατοπούλου, Ιωάννη Ντάναση Σταθόπουλο, Αλέξανδρο Μπριασούλη, Σεντιλγιάνα Γούμενη, Παναγιώτη Μαλανδράκη, Δέσποινα Φωτίου, Ελένη-Δήμητρα Παπανάγνου, Μαγδαλινή Μήγκου, Φωτεινή Θεοδωρακάκου, Μαρία Ρούσσου, Ευάγγελο Ελευθεράκη Παπαιακώβου, Νικόλαο Κανέλλια, Ιωάννη Τρουγκάκο, Ευστάθιο Καστρίτη και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ) που αφορά στη μειωμένη αντισωματική απόκριση ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα μετά τον εμβολιασμό έναντι του COVID-19.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 276 ασθενείς και φάνηκε πως η μειωμένη παραγωγή αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό συσχετίζεται με το είδος της αντιμυελωματικής θεραπείας που λαμβάνει ο κάθε ασθενής.
Το πολλαπλούν μυέλωμα είναι η δεύτερη πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια. Πρόσφατα δημοσιευμένα δεδομένα έχουν δείξει πως οι ασθενείς που πάσχουν από αιματολογικές κακοήθειες αναπτύσσουν μικρότερο αριθμό αντισωμάτων μετά τον εμβολιασμό έναντι του ιού SARS-CoV-2 συγκριτικά με τον υγιή πληθυσμό. Στη συγκεκριμένη μελέτη αξιολογήθηκαν οι τίτλοι των εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 σε ασθενείς με πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες μετά τον εμβολιασμό τους είτε με το εμβόλιο BNT162b2 της εταιρείας Pfizer είτε με το εμβόλιο AZD1222 της εταιρείας Astra Zeneca. Η αξιολόγηση έγινε την ημέρα της πρώτης δόσης του εμβολίου, την ημέρα 22 και την ημέρα 50. Συνολικά αξιολογήθηκαν 276 ασθενείς (213 με συμπτωματικό πολλαπλούν μυέλωμα, 38 με ασυμπτωματικό πολλαπλούν μυέλωμα και 25 με μονοκλωνική γαμμαπάθεια αδιευκρίνιστης σημασίας). To 54.7% ήταν άντρες και ο μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 74 έτη. Η σύγκριση έγινε με 226 υγιείς που επίσης είχαν ενταχθεί στη συγκεκριμένη μελέτη. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι 2 δόσεις του BNT162b2 ή η μία δόση του εμβολίου AZD1222 (τόσο οι ασθενείς όσο και οι υγιείς δεν είχαν λάβει ακόμη στα προκαθορισμένα χρονικά σημεία τη δεύτερη δόση του AZD1222) οδήγησαν σε χαμηλότερη παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων στους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα συγκριτικά με τους υγιείς τόσο την ημέρα 22 όσο και την ημέρα 50. Το πιο σημαντικό εύρημα της εν λόγω μελέτης είναι πως ο πιο καθοριστικός αρνητικός προγνωστικός παράγοντας για την παραγωγή αντισωμάτων σε αυτή την ομάδα ασθενών είναι η λήψη αντιμυελωματικής θεραπείας την περίοδο του εμβολιασμού και ιδιαίτερα θεραπείες που περιλαμβάνουν αγωγή με μονοκλωνικά αντισώματα έναντι του CD38 και του BCMA. Συμπερασματικά, οι ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα παρουσιάζουν μειωμένη αντισωματική απάντηση μετά τον εμβολιασμό έναντι του COVID-19 που εξαρτάται από το είδος της θεραπείας.
Τα αποτελέσματα αυτά συνηγορούν υπέρ του έγκαιρου εμβολιασμού σε αυτή την ομάδα ασθενών, σε χρονική περίοδο που δε λαμβάνουν θεραπεία όταν αυτό θεωρείται εφικτό με ταυτόχρονη αυστηρή τήρηση όλων των προφυλακτικών μέτρων.
Κρούσματα COVID-19 σε πλήρως εμβολιασμένους επαγγελματίες υγείας στο Ισραήλ Παρά την υψηλή αποτελεσματικότητα του εμβολίου mRNA BNT162b2 (Pfizer/BioNTech) έναντι του SARS-CoV-2, έχουν αναφερθεί σπάνιες περιπτώσεις λοίμωξης COVID-19 σε πλήρως εμβολιασθέντες. Σε αυτό το πλαίσιο, οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν την πρόσφατη δημοσίευση των M. Bergwerk και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση The New England Journal of Medicine “Covid-19 Breakthrough Infections in Vaccinated Health Care Workers, July 28, 2021, DOI: 10.1056/NEJMoa2109072”.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν εκτεταμένους ελέγχους σε επαγγελματίες υγείας οι οποίοι ήταν συμπτωματικοί ή είχαν γνωστή επαφή με κρούσμα COVID-19 στο μεγαλύτερο ιατρικό κέντρο του Ισραήλ. Πιο συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκαν επιδημιολογικές μελέτες, δοκιμασίες PCR, δοκιμασίες αντιγόνου rapid tests, ορολογικές δοκιμασίες και γονιδιωματική αλληλούχιση. Επιπλέον, διερευνήθηκε η συσχέτιση του τίτλου των εξουδετερωτικών αντισωμάτων κατά την περίοδο πέριξ της διάγνωσης με την πιθανότητα λοίμωξης COVID-19 σε πλήρως εμβολιασθέντες (“breakthrough infections”).
Μεταξύ 1497 πλήρως εμβολιασθέντων επαγγελματιών υγείας με διαθέσιμα δεδομένα ελέγχου με PCR, καταγράφηκαν 39 περιπτώσεις λοίμωξης από τον ιό SARS-CoV-2. Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων στους ασθενείς με COVID-19 κατά την περίοδο πέριξ της διάγνωσης της λοίμωξης ήταν χαμηλότερος κατά 64% συγκριτικά με αντίστοιχους επαγγελματίες υγείας που δεν νόσησαν. Επιπλέον, μεταξύ όσων νόσησαν με COVID-19, όσοι είχαν υψηλότερους τίτλους εξουδετερωτικών αντισωμάτων πέριξ της διάγνωσης, εμφάνισαν χαμηλότερη μολυσματικότητα με βάση τον αριθμό των κύκλων θετικοποίησης της PCR έναντι του SARS-CoV-2 (Ct value). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες λοιμώξεις στους πλήρως εμβολιασθέντες επαγγελματίες υγείας ήταν ήπιες ή ασυμπτωματικές. Ωστόσο ένα 19% των ασθενών είχαν εμμένοντα συμπτώματα για τουλάχιστον 6 εβδομάδες. Το κυρίαρχο στέλεχος που ανιχνεύτηκε στο 85% των δειγμάτων ήταν το B.1.1.7 (άλφα). Συνολικά, 74% των ασθενών εμφάνισαν υψηλό ιικό φορτίο (<30 κύκλοι θετικοποίησης PCR) κατά τη διάρκεια της λοίμωξης COVID-19. Ωστόσο, μόλις 17 (59%) εμφάνισαν θετική δοκιμασία αντιγόνου κατά την ίδια χρονική περίοδο. Τέλος, δεν καταγράφηκαν δευτερογενείς λοιμώξεις κατά τη διάρκεια της COVID-19.
Συμπερασματικά, η ανίχνευση λοιμώξεων COVID-19 μεταξύ πλήρως εμβολιασθέντων επαγγελματιών υγείας συσχετίστηκε με τους τίτλους των εξουδετερωτικών αντισωμάτων κατά τη χρονική περίοδο της διάγνωσης. Τα επίπεδα εξουδετερωτικών αντισωμάτων ήταν χαμηλότερα σε αυτούς που μολύνθηκαν. Οι περισσότερες περιπτώσεις αφορούσαν ασυμπτωματικές λοιμώξεις ή είχαν ήπια βαρύτητα, παρόλο που καταγράφηκαν εμμένοντα συμπτώματα σε ορισμένους ασθενείς.
Η μελέτη αυτή αναδεικνύει τα εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2 ως προβλεπτικό παράγοντα για μόλυνση από τον ιό.
Το Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ συστήνει εκ νέου τη χρήση μασκών σε εσωτερικούς χώρους από τους εμβολιασμένους Πρόσφατα (27/07/21) τα Κέντρα Ελέγχου Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) συστήνουν εκ νέου στους Αμερικανούς να φοράνε μάσκες σε εσωτερικούς χώρους.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα νεότερα δεδομένα.
Πιο συγκεκριμένα, το CDC συστήνει τη χρήση μασκών στα σχολεία και σε περιοχές όπου υπάρχει σημαντική ή αρκετά αυξημένη μεταδοτικότητα του SARS-CoV-2. Περιοχές με σημαντική μεταδοτικότητα χαρακτηρίζονται όσες έχουν μεταξύ 50 και 100 περιπτώσεις ανά 100.000 κατοίκους σε χρονική περίοδο 7 ημερών, ενώ περιοχές με αρκετά υψηλή μεταδοτικότητα χαρακτηρίζονται όσες έχουν περισσότερες από 100 περιπτώσεις ανά 100.000 κατοίκους σε περίοδο 7 ημερών. Η νέα σύσταση αφορά και τους πλήρως εμβολιασμένους έναντι της COVID-19.
Ειδικά για τα σχολεία συστήνεται η καθολική χρήση μασκών από μαθητές, δασκάλους, λοιπό προσωπικό και επισκέπτες ανεξάρτητα από την εμβολιαστική κατάσταση του καθενός. Απώτερος σκοπός είναι η διασφάλιση της ομαλής επανόδου στη δια ζώσης διδασκαλία με την έναρξη του νέου σχολικού έτους το ερχόμενο φθινόπωρο.
Η απόφαση αυτή έρχεται ουσιαστικά να άρει την προηγούμενη απόφαση του CDC τον Μάιο 2021 σύμφωνα με την οποία οι Αμερικάνοι θα μπορούσαν να κυκλοφορούν χωρίς μάσκα στους περισσότερους χώρους. Ωστόσο, η κατάσταση είναι πλέον αρκετά διαφορετική συγκριτικά με τον περασμένο Μάιο που υπήρχε σαφής πτωτική τάση των νέων κρουσμάτων.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει καταγραφεί κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων COVID-19 στις ΗΠΑ, το οποίο αποδίδεται κυρίως στην επικράτηση του στελέχους δέλτα του SARS-CoV-2 που είναι ικανό να προκαλέσει λοίμωξη ακόμα και σε πλήρως εμβολιασθέντες.
Υπολογίζεται ότι το στέλεχος δέλτα ευθύνεται για μια αύξηση της τάξης του 300% στα νέα κρούσματα COVID-19 από τις 19 Ιουνίου έως τις 23 Ιουλίου 2021. Στο Λος Αντζελες των ΗΠΑ το ποσοστό των λοιμώξεων COVID-19 σε πλήρως εμβολιασμένους ήταν 2% το Μάρτιο, 5% των Απρίλιο, 11% το Μάιο και έφτασε το 20% τον Ιούνιο του 2021. Η Διευθύντρια του CDC, Δρ Rochelle Walensky, δήλωσε ότι τα νεότερα δεδομένα είναι αρκετά ανησυχητικά, καθώς δείχνουν ότι ακόμα και οι πλήρως εμβολιασθέντες μπορεί να μολυνθούν από το νέο στέλεχος δέλτα και μάλιστα να το μεταδώσουν και σε άλλα άτομα, παρόλο που η πλειοψηφία των περιπτώσεων αφορά ανεμβολίαστους.
Σύμφωνα με το CDC, το νέο στέλεχος του SARS-CoV-2 είναι ένας πολύ μεταδοτικός ιός, όπως η ιλαρά και η ανεμοβλογιά. Κάθε κρούσμα που φέρει το στέλεχος δέλτα μεταδίδει τον ιό σε 8 με 9 άτομα κατά μέσο όρο. Συγκριτικά, πέρυσι κάθε κρούσμα COVID-19 μετέδιδε τον ιό σε 2 άτομα κατά μέσο όρο και έτσι ο SARS-CoV-2 έμοιαζε περισσότερο με κοινό κρυολόγημα ως προς τη μεταδοτικότητα.
Σύμφωνα με τη Walensky, η νέα οδηγία του CDC δίνει ένα μήνυμα ακόμα και στους εμβολιασμένους ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να είναι προσεκτικοί καθώς μπορούν δυνητικά να είναι φορείς του ιού και να τον μεταδώσουν σε άλλους.
Βεβαίως σημειώνει ότι η μεγαλύτερη αύξηση των κρουσμάτων παρατηρείται σε περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και απευθύνει έκκληση σε όλους τους πολίτες να εμβολιαστούν το συντομότερο δυνατό ώστε οι απώλειες από το νέο πανδημικό κύμα του SARS-CoV-2 να είναι όσο το δυνατό λιγότερες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εμβόλιο συνεχίζει να μειώνει τον κίνδυνο σοβαρής νόσου ή θανάτου κατά 10 φορές και τον κίνδυνο λοίμωξης COVID-19 κατά 3 φορές.
Πως ο SARS-CoV-2 μολύνει τα κύτταρα και γιατί η παραλλαγή Δέλτα είναι τόσο μεταδοτική Μετά από 19 μήνες εργασίας, υποστηριζόμενο από δεκαετίες προηγούμενων ερευνών πάνω στους κορωνοϊούς, έχουμε πλέον στην διάθεσή μας μια αναλυτική περιγραφή του τρόπου με τον οποίο ο SARS-CoV-2 εισβάλλει στα ανθρώπινα κύτταρα.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν κρίσιμες προσαρμογές του ιού που τον βοηθούν να αγκιστρωθεί στα ανθρώπινα κύτταρα με εκπληκτική δύναμη και στη συνέχεια να κρυφτεί μόλις εισβάλει μέσα στο κύτταρο. Αργότερα, καθώς βγαίνει από τα κύτταρα, ο SARS-CoV-2 εκτελεί μια κρίσιμη διεργασία ώστε να προετοιμάσει τα νέα σωματίδια του ιού για τη μόλυνση ακόμη περισσότερων ανθρώπινων κυττάρων.
Αυτά είναι μερικά από τα εργαλεία που επέτρεψαν στον ιό να εξαπλωθεί τόσο γρήγορα και γι' αυτό είναι τόσο δύσκολο να ελεγχθεί και ανασκοπούνται σε μια δημοσίευση στο υψηλού κύρους περιοδικό Nature.
Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) παρουσιάζουν τα κύρια σημεία της δημοσίευσης.
O νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 διαθέτει ένα κάλυμμα από σάκχαρα όπως δείχνουν οι προσομοιώσεις του στον υπολογιστή, και πιο συγκεκριμένα στις πρωτεΐνες-ακίδες, οι οποίες ξεχωρίζουν στην επιφάνεια του. Τα μόρια αυτά του σακχάρου είναι γνωστά ως γλυκάνες.
Πολλοί ιοί έχουν γλυκάνες που καλύπτουν τις εξωτερικές τους πρωτεΐνες, και τις καμουφλάρουν αποκρύπτοντας τις από το ανοσοποιητικό σύστημα. Ερευνητές όμως δημιούργησαν μια λεπτομερή απεικόνιση αυτού του καλύμματος βασισμένη σε δομικά και γενετικά δεδομένα που τελικά ανασυντέθηκε άτομο προς άτομο από έναν υπερυπολογιστή, δίνοντας μια εξαιρετικά λεπτομερή απεικόνιση. Μέσα από το κάλυμμα αυτό όμως ξεχωρίζει ένας μη επικαλυμμένος βρόχος ο οποίος είναι ένα τμήμα της πρωτεΐνη ακίδας που αποτελεί τον τομέα δέσμευσης του υποδοχέα (RBD), ένα από τα τρία τμήματα της ακίδας που συνδέονται με τους υποδοχείς ACE2 στα ανθρώπινα κύτταρα.
Στην προσομοίωση, όταν ο RBD προβάλλει πάνω από το κάλυμμά των σακχάρων, δύο άλλα μόρια γλυκάνης λαμβάνουν μια θέση που κλειδώνει τον RBD στη θέση του, στηρίζοντας τον. Όμως τα μοντέλα προσομοίωσης έδειξαν ότι εάν αλλάξουν αυτές οι γλύκανες τότε η RBD καταρρέει. Μια άλλη ερευνητική ομάδα ανέπτυξε μια τεχνική για να δοκιμάσει το ίδιο πείραμα στο εργαστήριο και μέχρι τον Ιούνιο του 2020, διαπίστωσαν ότι μεταλλαγές των δύο γλυκανών μείωσαν την ικανότητα της πρωτεΐνης-ακίδας να συνδέεται με τον υποδοχέα ACE2 των ανθρώπινων κυττάρων. Αυτό το εύρημα δεν είχε περιγραφεί προηγουμένως σε κορωνοϊούς. Έτσι, είναι πιθανό ότι η απόρριψη αυτών των δύο σακχάρων θα μπορούσε να μειώσει τη μολυσματικότητα του ιού, αν και οι ερευνητές δεν έχουν ακόμη τρόπο να το κάνουν αυτό.
Από την έναρξη της πανδημίας COVID-19, οι επιστήμονες έχουν κατανοήσει τις λεπτομέρειες του τρόπου με τον οποίο ο SARS-CoV-2 μολύνει τα κύτταρα. Επικεντρώνοντας στη διαδικασία της μόλυνσης, ελπίζουν να βρουν καλύτερους τρόπους για να την ανακόψουν μέσω βελτιωμένων θεραπειών και εμβολίων και να μάθουν γιατί τα πιο πρόσφατα στελέχη, όπως η παραλλαγή Delta, είναι πιο μεταδοτικά.
Κάθε σωματίδιο ιού SARS-CoV-2 έχει μια εξωτερική επιφάνεια με 24-40 τυχαία διατεταγμένες πρωτεΐνες-ακίδες που είναι το κλειδί για τη σύνδεση με τα ανθρώπινα κύτταρα. Για άλλους τύπους ιών, όπως της γρίπης, οι εξωτερικές πρωτεΐνες σύνδεσης/σύντηξης είναι σχετικά άκαμπτες. Ωστόσο, οι ακίδες του SARS-CoV-2 είναι εξαιρετικά ευέλικτες και αρθρώνονται σε τρία διαφορετικά σημεία. Αυτό επιτρέπει στις ακίδες να περιστρέφονται και να ταλαντεύονται, γεγονός που διευκολύνει τη σάρωση της επιφάνειας του κυττάρου και την ταυτόχρονη σύνδεση πολλών αιχμών σε ένα ανθρώπινο κύτταρο. Δεν υπάρχουν παρόμοια πειραματικά δεδομένα για άλλους κορωνοϊούς, αλλά επειδή οι αλληλουχίες πρωτεϊνών-ακίδων εμφανίζονται διατηρημένες στην εξέλιξη των κορωνοϊών, μάλλον πρόκειται για κοινό χαρακτηριστικό των ιών της οικογένειας αυτής.
Στην αρχή της πανδημίας, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι η περιοχή RBD της πρωτεΐνης ακίδας του SARS-CoV-2 συνδέεται με τον υποδοχέα ACE2, που βρίσκεται στο εξωτερικό πολλών κυττάρων του ανωτέρου αναπνευστικού και των πνευμονικών κυττάρων. Αυτός ο υποδοχέας είναι επίσης το σημείο σύνδεσης του SARS-CoV, του ιού που προκαλεί σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (SARS). Όμως, σε σύγκριση με τον SARS-CoV, εκτιμάται ότι ο SARS-CoV-2 συνδέεται με το ACE2 2-4 φορές πιο ισχυρά, επειδή αρκετές αλλαγές στην περιοχή RBD σταθεροποιούν τα σημεία σύνδεσης του ιού.
Οι παραλλαγές του SARS-CoV-2 που προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία τείνουν να εμφανίζουν μεταλλάξεις στην υπομονάδα S1 της πρωτεΐνης ακίδα, η οποία φιλοξενεί την περιοχή RBD και είναι υπεύθυνη για τη σύνδεση στον υποδοχέα ACE2. (Μια δεύτερη υπομονάδα της ακίδας, η S2, συμβάλλει στην σύντηξη του περιβλήματος του ιού με τη μεμβράνη του κυττάρου ξενιστή.) Η παραλλαγή Alpha, για παράδειγμα, περιλαμβάνει δέκα αλλαγές στην αλληλουχία της πρωτεϊνης-ακίδας, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα η RBD να είναι πιο πιθανό να παραμείνει σε θέση που βοηθά τον ιό, διευκολύνοντας την είσοδό του στα κύτταρα. Η παραλλαγή Delta, η οποία τώρα εξαπλώνεται ταχύτατα, φιλοξενεί πολλαπλές μεταλλάξεις στην υπομονάδα S1, συμπεριλαμβανομένων τριών στην περιοχή της RBD που φαίνεται να ενισχύουν την ικανότητα της RBD να συνδέεται με τον υποδοχέα ACE2 και να παρακάμπτει το ανοσοποιητικό σύστημα.
Μόλις οι ακίδες του ιού συνδέονται με τον υποδοχέα ACE2, άλλες πρωτεΐνες στην επιφάνεια του κυττάρου-ξενιστή ξεκινούν μια διαδικασία που οδηγεί στη σύντηξη του περιβλήματος του ιού και της κυτταρικής μεμβράνης.
Ο ιός που προκαλεί τον SARS, ο SARS-CoV, χρησιμοποιεί ένα από τα δύο ένζυμα-πρωτεάσες (είναι ένζυμα που «κόβουν» άλλες πρωτεΐνες σε συγκεκριμένες θέσεις) του κυττάρου-ξενιστή για να εισβάλλει: την TMPRSS2 ή την καθεψίνη L. Η TMPRSS2 είναι η ταχύτερη διαδρομή, αλλά ο SARS-CoV εισέρχεται συχνά μέσω ενός ενδοσώματος - μιας φυσαλίδας που περιβάλλεται από λιπίδια - η οποία βασίζεται στην καθεψίνη L. Ωστόσο, όταν οι ιοί εισέρχονται στα κύτταρα με αυτόν τον τρόπο, οι αντιιϊκές πρωτεΐνες μπορούν να τους παγιδέψουν.
Ο SARS-CoV-2 διαφέρει από τον SARS-CoV στο ότι χρησιμοποιεί πιο αποτελεσματικά την TMPRSS2, ένα ένζυμο που βρίσκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις στην επιφάνεια των κυττάρων του αναπνευστικού επιθηλίου. Πρώτον, η TMPRSS2 κόβει μια θέση στη υπομονάδα S2 και έτσι εκθέτει μια σειρά υδρόφοβων αμινοξέων που εισδύουν γρήγορα στην πλησιέστερη μεμβράνη: αυτή του κυττάρου ξενιστή. Η προτεταμένη ακίδα στη συνέχεια διπλώνεται πάνω της, σαν φερμουάρ, οδηγώντας στην σύντηξη του περιβλήματος του ιού και της κυτταρικής μεμβράνης.
Ο ιός στη συνέχεια εκτοξεύει το γονιδίωμά του (το γενετικό του υλικό) απευθείας στο κύτταρο. Εισβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο, σαν ελατήριο, ο SARS-CoV-2 μολύνει τα κύτταρα ταχύτερα από τον SARS-CoV και αποφεύγει να παγιδευτεί σε ενδοσώματα.
Η ταχεία είσοδος του ιού χρησιμοποιώντας την TMPRSS2 εξηγεί γιατί η χλωροκίνη δεν λειτούργησε σε κλινικές δοκιμές ως θεραπεία για την COVID-19, παρά τις πρώτες ελπιδοφόρες εργαστηριακές μελέτες. Οι εργαστηριακές μελέτες χρησιμοποιούσαν κύτταρα που χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά την καθεψίνη για είσοδο του ιού μέσω ενδοσωματων. Όταν ο ιός μεταδίδεται και αναπαράγεται στον ανθρώπινο αναπνευστικό επιθήλιο , δεν χρησιμοποιεί ενδοσώματα, οπότε η χλωροκίνη, η οποία είναι ένα φάρμακο που αναστέλλει τα ενδοσώματα, δεν είναι αποτελεσματική.
Η ανακάλυψη αυτή υποδεικνύει επίσης ότι οι αναστολείς πρωτεάσης θα μπορούσαν να είναι μια πολλά υποσχόμενη θεραπεία που θα ανέστειλε την δυνατότητα του ιού να χρησιμοποιήσει την TMPRSS2, την καθεψίνης L ή άλλες πρωτεάσες για την είσοδο του στα κύτταρα. Ένας αναστολέας της TMPRSS2, το mesylate kamostate, ο οποίος έχει εγκριθεί στην Ιαπωνία για τη θεραπεία της παγκρεατίτιδας, εμπόδισε τον ιό να εισέλθει στα πνευμονικά κύτταρα, αλλά το φάρμακο δεν βελτίωσε την έκβαση των ασθενών σε μια αρχική κλινική δοκιμή.
Τα επόμενα στάδια της λοίμωξης είναι λιγότερο ξεκάθαρα. Αφού ο ιός ενέσει το γονιδίωμα του (που είναι σε μορφή RNA) στο κύτταρο, τότε τα ριβοσώματα στο κυτταρόπλασμα μεταφράζουν δύο τμήματα του RNA του ιού σε μεγάλες αλληλουχίες αμινοξέων, οι οποίες στη συνέχεια διασπώνται σε 16 πρωτεΐνες, συμπεριλαμβανομένων πολλών που εμπλέκονται στη σύνθεση του RNA. Αργότερα, παράγονται περισσότερα μόρια RNA που κωδικοποιούν συνολικά 26 γνωστές ιϊκές πρωτεΐνες, συμπεριλαμβανομένων δομικών πρωτεϊνών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή νέων σωματιδίων ιού, όπως η ακίδα και άλλες βοηθητικές πρωτεΐνες. Με αυτόν τον τρόπο, ο ιός αρχίζει να δημιουργεί αντίγραφα του δικού του αγγελιοφόρου RNA. Όμως, χρειάζεται τον κυτταρικό μηχανισμό για να μεταφράσει αυτά τα mRNA σε πρωτεΐνες.
Οι κορωνοϊοί αναλαμβάνουν τον έλεγχο αυτού του μηχανισμού με πολλούς τρόπους. Οι ερευνητές έχουν επικεντρωθεί σε τρεις μηχανισμούς με τους οποίους ο SARS-CoV-2 καταστέλλει τη μετάφραση mRNA του ξενιστή υπέρ της δικής του. Αν και κανείς δεν είναι μοναδικός για αυτόν τον ιό, ο συνδυασμός, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα φαίνονται μοναδικοί. Πρώτον, ο ιός εξαλείφει τον ανταγωνισμό: η πρωτεΐνη του ιού Nsp1, μια από τις πρώτες πρωτεΐνες που μεταφράζεται όταν φτάσει ο ιός, στρατολογεί πρωτεΐνες του ξενιστή που κόβουν συστηματικά όλα τα μόρια mRNA μέσα στο κύτταρο που δεν έχουν επισήμανση ότι προέρχονται από τον ιό. Όταν ερευνητές βάζουν σε ένα μόριο mRNA του κυττάρου-ξενιστή μια παρόμοια επισήμανση τότε το mRNA δεν κόβεται σε κομμάτια.
Δεύτερον, η μόλυνση μειώνει τη συνολική μετάφραση πρωτεϊνών στο κύτταρο κατά 70%. Η πρωτεΐνη του ιού Nsp1 είναι και πάλι ο κύριος ένοχος, αυτή τη φορά αποκλείει το κανάλι εισόδου των ριβοσωμάτων, έτσι ώστε το mRNA να μην μπορεί να μπει μέσα και περιορισμένη μεταφραστική ικανότητα που απομένει είναι αφιερωμένη στα μόρια mRNA του ιού.
Τέλος, ο ιός «κλείνει» το σύστημα συναγερμού του κυττάρου. Αυτό συμβαίνει με πολλούς τρόπους, αλλά βασικά ο ιός εμποδίζει το κυτταρικό mRNA να βγει από τον πυρήνα, συμπεριλαμβανομένων και των οδηγιών για πρωτεΐνες που προορίζονται να προειδοποιήσουν το ανοσοποιητικό σύστημα για την μόλυνση. Πάλι η Nsp1 φαίνεται να μπλοκάρει τα κανάλια εξόδου στον πυρήνα του κυττάρου, ώστε να μην το mRNA του κυττάρου για μετάφραση. Επειδή οι μεταγραφές των γονιδίων στο mRNA δεν μπορούν να βγουν από τον πυρήνα, τα μολυσμένα κύτταρα δεν απελευθερώνουν πολλές ιντερφερόνες, οι οποίες φυσιολογικά προειδοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα για την παρουσία ενός ιού. Ο SARS-Cov-2 είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην αναστολή αυτού του συστήματος συναγερμού: σε σύγκριση με άλλους αναπνευστικούς ιούς, συμπεριλαμβανομένου του SARS-CoV και του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού, η μόλυνση από τον SARS-CoV-2 προκαλεί σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ιντερφερόνων. Επιπλέον, ερευνητές αναφέρουν ότι μεταλλάξεις στην παραλλαγή Alpha φαίνεται να την κάνουν ικανότερη να αναστείλει την παραγωγή ιντερφερόνης ακόμη πιο αποτελεσματικά.
Μόλις ο ιός αναλάβει τον έλεγχο του μηχανισμού της μετάφρασης, αναδιαμορφώνει εκτενώς το εσωτερικό και το εξωτερικό του κυττάρου σύμφωνα με τις ανάγκες του.
Πρώτον, μερικές από τις πρόσφατα συναρμολογημένες πρωτεΐνες ακίδες του ιού ταξιδεύουν στην επιφάνεια του κυττάρου και σπρώχνουν την μεμβράνη-ξενιστή. Εκεί, ενεργοποιούν ένα κανάλι ιόντων ασβεστίου του ξενιστή, το οποίο αποβάλλει μια λιπαρή επικάλυψη στο εξωτερικό του κυττάρου-την ίδια επικάλυψη που βρίσκεται στα κύτταρα που συνενώνονται, όπως τα μυϊκά κύτταρα. Σε αυτό το σημείο, τα μολυσμένα κύτταρα συντήκονται με γειτονικά κύτταρα που εκφράζουν τον υποδοχέα ACE2, και εξελίσσονται σε ογκώδη αναπνευστικά κύτταρα γεμάτα με έως και 20 πυρήνες. Αυτές οι συντηγμένες δομές, που ονομάζονται συγκύτια, προκαλούνται και από άλλες από ιογενείς λοιμώξεις όπως ο ιός HIV και ο απλός έρπης, αλλά όχι από τον ιό SARS. Πιθανά ο σχηματισμός συγκυτίων επιτρέπει στα μολυσμένα κύτταρα να ευδοκιμήσουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αναβλύζοντας όλο και περισσότερα ιό. Ορισμένα μολυσμένα με κύτταρα σχηματίζουν συγκυτία ακόμη και με λεμφοκύτταρα - ένα από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού. Αυτός είναι ένας γνωστός μηχανισμός αποφυγής του ανοσοποιητικού συστήματος από καρκινικά κύτταρα, αλλά όχι από ιούς.
Στο εσωτερικό του κυττάρου, συμβαίνουν ακόμη μεγαλύτερες αλλαγές. Όπως και άλλοι κορωνοϊοί, ο SARS-CoV-2 μετατρέπει το μακρύ, λεπτό ενδοπλασματικό δίκτυο (ER), ένα δίκτυο από επίπεδες μεμβράνες που εμπλέκονται στη σύνθεση και τη μεταφορά πρωτεϊνών, σε σφαίρες με διπλή μεμβράνη, σαν το ενδοπλασματικό δίκτυο να σχηματίζει φυσαλίδες. Αυτά τα κυστίδια διπλής μεμβράνης (DMVs) μπορεί να παρέχουν ένα ασφαλές μέρος για την αναπαραγωγή και μετάφραση του ιικού RNA, προστατεύοντάς το από έμφυτους ανοσοποιητικούς αισθητήρες του κυττάρου, αλλά αυτή η υπόθεση εξακολουθεί να ερευνάται.
Οι πρωτεΐνες που εμπλέκονται στην σχηματισμό των κυστιδίων διπλής μεμβράνης θα μπορούσαν να αποτελέσουν καλούς στόχους φαρμάκων, επειδή φαίνεται ότι είναι απαραίτητες για την αντιγραφή του ιού. Για παράδειγμα, μια πρωτεΐνη του κυττάρου-ξενιστή, η TMEM41B, απαιτείται για την κινητοποίηση χοληστερόλης και άλλων λιπιδίων για την επέκταση των μεμβρανών του ενδοπλασματικού δικτύου έτσι ώστε όλα τα μέρη του ιού να χωρέσουν μέσα. Η αναστολή της TMEM41B, έχει σημαντικό αντίκτυπο στη μόλυνση. Η διαμεμβρανική πρωτεΐνη Nsp3 του κορωνοϊού θα μπορούσε επίσης να είναι ένας στόχος καθώς δημιουργεί έναν πόρο που μοιάζει με κορώνα στα τοιχώματα των κυστιδίων διπλής μεμβράνης για να απομακρύνει το ιικό RNA που παράχθηκε μετά την μόλυνση.
Οι περισσότεροι ιοί που έχουν εξωτερικό περιτύλιγμα, γνωστό ως φάκελο, σχηματίζουν αυτό το χαρακτηριστικό συναρμολογώντας τα κυστίδια απευθείας στην άκρη του κυττάρου, ξεκλέβοντας τμήματα από την κυτταροπλασματική μεμβράνη του ίδιου του κυττάρου κατά την έξοδό τους. Αλλά οι νεοφτιαγμένες πρωτεΐνες του κορωνοϊού ακολουθούν διαφορετικό δρόμο.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι κορωνοϊοί μεταφέρονται έξω από το κύτταρο μέσω του συμπλέγματος Golgi, που είναι ένα οργανίδιο που λειτουργεί σαν ταχυδρομείο: συσκευάζει μόρια σε μεμβράνες και τα στέλνει σε άλλα μέρη του κυττάρου. Εκεί, ο ιός σχηματίζει ένα περίβλημα λιπιδίων από τη μεμβράνη του συμπλέγματος Golgi. Τα νεοσυσταθέντα σωματίδια του ιού μεταφέρονται στη συνέχεια μέσα στα κυστίδια Golgi στην κυτταρική επιφάνεια, όπου εκτοξεύονται έξω από το κύτταρο.
Όμως ερευνητές από τις ΗΠΑ ανέφεραν ότι είχαν εντοπίσει κορωνοϊούς να φεύγουν από το κύτταρο μέσω λυσοσωμάτων (πρόκειται για ενδοκυτταρικούς κάδους «σκουπιδιών» γεμάτους με ένζυμα που διασπούν τμήματα των κυττάρων).
Παρατήρησαν ότι αποκλεισμός της εκκριτικής οδού που βασίζεται στο σύστημα Golgi δεν φαίνεται να επηρεάζει την ποσότητα του μολυσματικού ιού που απελευθερώνεται. Αντίθετα τα στοιχεία δείχνουν ότι οι πρωτεΐνες του ιού σχηματίζουν ένα περίβλημα μέσα στο ενδοπλασματικό δίκτυο, και στη συνέχεια εκμεταλλεύονται τα λυσοσώματα για να βγουν από το κύτταρο. Οι ερευνητές δοκιμάζουν επί του παρόντος αναστολείς που εμποδίζουν τη διαδικασία λυσοσωμικής εξόδου.
Η έξοδος από ένα κύτταρο μέσω του συστήματος Golgi ή των λυσοσωμάτων είναι αργή και αναποτελεσματική σε σύγκριση με την εκκόλαψη από την κυτταροπλασματική μεμβράνη, και οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν γιατί το κάνει ο SARS-CoV-2.
Υποψιάζονται ότι η σύνθεση των λιπιδίων ενός φακέλου που προέρχεται από το Golgi ή τα λυσοσώματα είναι ίσως πιο «κατάλληλη» για τον ιό από ότι από ένα φάκελο που προέρχεται από την κυτταροπλασματική μεμβράνη.
Κατά την έξοδο από το κύτταρο, ένα ακόμη γεγονός κάνει αυτόν τον ιό ιδιαίτερα μολυσματικό: μια ταχεία αποκοπή σε μια θέση με πέντε αμινοξέα προετοιμάζει τον ιό να επιτύχει τον επόμενο στόχο του. Εκεί που άλλοι κορωνοϊοί έχουν ένα μόνο αμινοξύ αργινίνης στη συμβολή των υπομονάδων S1 και S2 της ακίδας, ο SARS-CoV-2 έχει μια σειρά από πέντε αμινοξέα: προλίνη, αργινίνη, αργινίνη, αλανίνη και αργινίνη. Τον Μάιο του 2020, ερευνητές ανέφεραν ότι μια πρωτεΐνη των κυττάρων του ξενιστή που ονομάζεται φουρίνη αναγνωρίζει και περικόπτει αυτήν τη σειρά αμινοξέων και η τομή αυτή είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική είσοδο του ιού στα ανθρώπινα πνευμονικά κύτταρα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι ερευνητές έχουν εντοπίσει μια θέση διάσπασης από την φουρίνη σε έναν ιό. Οι πολύ παθογόνοι ιοί της γρίπης των πτηνών έχουν επίσης τέτοιες θέσεις. Ένα στέλεχος του SARS-CoV-2 σε καλλιέργεια έχασε αυτή την περιοχή διάσπασης από τη φουρίνη, εμφάνιζε μικρότερη ικανότητα μόλυνσης των κυττάρων σε πειραματόζωα. Σε μια άλλη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης ότι ο κορωνοϊός με άθικτη περιοχή διάσπασης από την φουρίνη εισέρχεται σε ανθρώπινα κύτταρα της αναπνευστικής οδού ταχύτερα από ότι χωρίς αυτή τη θέση διάσπασης.
Πιθανά η φουρίνη «κόβει» την περιοχή αυτή σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της συναρμολόγησης των σωματιδίων του ιού ή λίγο πριν την απελευθέρωση τους. Ο συγχρονισμός μπορεί να εξηγήσει γιατί ο ιός εξέρχεται μέσω του Golgi ή των λυσοσωμάτων, καθώς μόλις συναρμολογηθεί ο ιός, μεταφέρεται σε ένα οργανίδιο όπου υπάρχει άφθονη η πρωτεάση φουρίνη. Με την απόσπαση του «συνδέσμου» μεταξύ των υπομονάδων S1 και S2, μετά την αποκοπή από τη φουρίνη, η ακίδα του ιού, θα υποστεί μια δεύτερη «κοπή» από την TMPRSS2, η οποία εκθέτει την υδρόφοβη περιοχή που «θάβεται» γρήγορα στην μεμβράνη κυττάρου ξενιστή. Εάν οι αιχμές δεν προ-επεξεργαστούν από την φουρίνη-και δεν συμβαίνει πάντα-τότε αναγκαστικά παρακάμπτουν το στάδιο της επεξεργασίας από την TMPRSS2 και εισέρχονται μέσω του πιο αργού μονοπατιού μέσω εμοδσωματων, ή και καθόλου.
Δύο παραλλαγές του κορωνοϊού, Alpha και Delta, έχουν αλλάξει τις θέσεις διάσπασης της φουρίνης. Στην παραλλαγή Alpha, το αρχικό αμινοξύ προλίνη έχει αλλάξει σε ιστιδίνη (P681H) ενώ στην παραλλαγή Delta, αλλάζει σε αργινίνη (P681R). Και οι δύο αλλαγές κάνουν την ακολουθία λιγότερο όξινη και όσο πιο βασική είναι η σειρά των αμινοξέων, τόσο πιο αποτελεσματικά η φουρίνη την αναγνωρίζει και την κόβει. Ως αποτέλεσμα ο ιός που γίνεται ακόμα αποτελεσματικότερος στη μετάδοση του. Περισσότερες ακίδες που «κόβονται» από την φουρίνη σημαίνει περισσότερες ακίδες που εισέρχονται στα ανθρώπινα κύτταρα.
Στο SARS-CoV, λιγότερο από το 10% των πρωτεϊνών ακίδων είναι «επεξεργασμένο» , αλλά στον SARS-CoV-2, αυτό το ποσοστό αυξάνεται στο 50%. Στην παραλλαγή Alpha, υπερβαίνει το 50%. Στην πολύ μεταδοτική παραλλαγή του Delta, πάνω από το 75% των ακίδων είναι προετοιμασμένες να μολύνουν ένα ανθρώπινο κύτταρο.
Υπάρχον πολλοί άγνωστοι παράγοντες ακόμα για την κατανόηση της COVID-19. Bασικά κενά στην γνώση περιλαμβάνουν τον αριθμό των υποδοχέων ACE2 που απαιτούνται για τη σύνδεση σε κάθε ακίδα πρωτεΐνης, το πότε όταν ακριβώς η υπομονάδα S2 διασπάται από την TMPRSS2, ο αριθμός των ακίδων που απαιτούνται για τη σύντηξη μεταξύ ιών και κυτταρικών μεμβρανών. Εν τω μεταξύ, έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 332 αλληλεπιδράσεις μεταξύ του SARS-CoV-2 και ανθρώπινων πρωτεϊνών.
Οι περισσότερες μεταλλάξεις μέχρι στιγμής σχετίζονται με το πόσο αποτελεσματικά εξαπλώνεται ο ιός, όχι με το πόσο ο ιός καταστρέφει τον ξενιστή, συμφωνούν οι ειδικοί. Η παραλλαγή Delta χαρακτηρίζεται από ταχύτερη αύξηση των επιπέδων του ιού και σε υψηλότερα επίπεδα στην αναπνευστική οδό από ότι οι προηγούμενες παραλλαγές του ιού, όμως δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητό το πώς οι μεταλλάξεις της παραλλαγής Delta έχουν κάνει το ιό τόσο μεταδοτικό.
Οι λοιμώξεις των εμβολιασμένων για SARS-CoV-2 και η επιστροφή στην κανονικότητα Τα εμβόλια προσφέρουν έναν φυσικό τρόπο προστασίας από πιθανή λοίμωξη από παθογόνα εκμεταλλευόμενα τους μηχανισμούς της επίκτητης ανοσίας. Για την ακρίβεια τα εμβόλια εκπαιδεύουν το ανοσοποιητικό σύστημα να αντιμετωπίζει έγκαιρα τους εισβολείς πριν αυτοί προκαλέσουν σημαντικό πρόβλημα. Κανένα όμως εμβόλιο δεν μπορεί να προσφέρει 100% προστασία σε όλους τους ανθρώπους. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι αφενός δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να κτίσουν ανοσολογική απάντηση με την ίδια αποτελεσματικότητα, αφετέρου, η όποια ανοσολογική απάντηση είναι πεπερασμένη στην ισχύ της. Όπως ένας στρατός μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό εισβολέων σε μία χρονική στιγμή, με τον ίδιο τρόπο το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να αντιμετωπίσει έναν πεπερασμένο αριθμό ιών σε μία χρονική στιγμή. Σε κάθε περίπτωση όμως η πιθανότητα να είναι επιτυχής η εισβολή του ιού μπορεί να μην μηδενίζεται αλλά μειώνεται δραματικά με τον εμβολιασμό. Πόσο μειώνονται οι πιθανότητες αυτές με τα τρέχοντα εμβόλια για SARS-CoV-2;
Η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος μετά από έκθεση στον ιό 14 ημέρες αφού έχει λάβει και τις 2 δόσεις των εμβολίων που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι μέχρι 3 φορές μικρότερη από ότι αν δεν είχε εμβολιασθεί. Στη συνέχεια αφού μολυνθεί ένας εμβολιασμένος η πιθανότητα να νοσήσει βαριά είναι μειωμένη κατά 8 φορές από το ότι αν δεν είχε εμβολιασθεί. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται για τον εμβολιασμένο σε μία εξαιρετικά μικρότερη πιθανότητα να καταλήξει στο νοσοκομείο, σε ΜΕΘ ή να πεθάνει εξαιτίας της λοίμωξης με τον ιό.
Τον τελευταίο καιρό ακούγονται παραδείγματα με ανθρώπους που έχουν εμβολιασθεί αλλά έχουν κολλήσει τον ιό. Μήπως αυτό σημαίνει ότι τα εμβόλια έχουν χάσει την ισχύ τους έναντι των νέων στελεχών ή ότι τα εμβόλια δεν προσφέρουν προστασία;
Όπως εξηγήθηκε παραπάνω τα εμβόλια μειώνουν την πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος αλλά δεν τη μηδενίζουν. Έτσι λοιπόν σε έναν πληθυσμό που έχει εμβολιασθεί το 70% πλήρως και με δεδομένο ότι μειώνεται η πιθανότητα μόλυνσης 3 φορές ως αποτέλεσμα του εμβολιασμού, αναμένουμε φυσιολογικά το 40% των διαγνώσεων να αφορά εμβολιασμένους και το 60% να αφορά μη εμβολιασμένους.
Ποια ήταν λοιπόν η συνδρομή του εμβολιασμού σε αυτήν την περίπτωση;
Καταρχήν στο συγκεκριμένο παράδειγμα αν δεν είχε γίνει εμβολιασμός ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν τουλάχιστον 3 φορές υψηλότερος (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι εμβολιασμένοι έχουν πολύ μικρότερη πιθανότητα να μεταδώσουν τον ιό όταν κολλήσουν και άρα ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν κατά πολύ υψηλότερος αν δεν είχε γίνει ο εμβολιασμός). Πρόκειται λοιπόν για μία δραματική μείωση καταρχήν στον αριθμό των κρουσμάτων. Επιπλέον, αυτό το 40% των εμβολιασμένων που έχουν μολυνθεί έχουν ωστόσο σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να κάνουν βαριά νόσο συνεπώς πολύ λίγοι από αυτούς θα οδηγηθούν σε νοσοκομεία, μονάδες εντατικής θεραπείας ή και θα καταλήξουν.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι η ανοσολογική απάντηση ακόμα και από το πιο ισχυρό εμβόλιο είναι πεπερασμένη. Συνεπώς, η διαρκής έκθεση σε υψηλά ιϊκά φορτία, δηλαδή οι επαφές πολύ υψηλού κινδύνου, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μόλυνση ακόμα και τους πλήρως εμβολιασμένους με ισχυρή ανοσολογική απάντηση. Για αυτό το λόγο οι εμβολιασμένοι στις δραστηριότητες πολύ υψηλού κινδύνου θα πρέπει να διατηρούν τα μέτρα ατομικής προστασίας και προσωπικής υγιεινής ιδίως όταν πρόκειται για ευπαθείς ομάδες.
Τα εμβόλια mRNA δεν επηρεάζουν το σπέρμα Παρά την υψηλή αποτελεσματικότητα και τις σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες των εμβολίων τεχνολογίας mRNA, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού σε Ευρώπη και ΗΠΑ εκφράζει δισταγμό ή άρνηση απέναντι στον εμβολιασμό. Ένας από τους λόγους που αναφέρεται συχνά ως ανασταλτικό παράγοντας για τον εμβολιασμό είναι η πιθανή αρνητική επίδραση του στη γονιμότητα. Επειδή η λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 έχει συσχετιστεί με μείωση σε παραμέτρους της ποιότητας και ποσότητας του σπέρματος, μια σχετικά μικρή μελέτη από τις ΗΠΑ διερεύνησε μεταβολές στις παραμέτρους του σπέρματος πριν και μετά τη χορήγηση ενός εμβολίου mRNA. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα δεδομένα αυτής της μελέτης.
Σε αυτή τη προοπτική μελέτη που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι (δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό JAMA) εντάχθηκαν υγιείς εθελοντές ηλικίας 18 έως 50 ετών που είχαν προγραμματίσει να υποβληθούν σε εμβολιασμό με mRNA εμβόλιο. Οι συμμετέχοντες ελέγχθηκαν για να διασφαλίστεί ότι δεν είχαν υποκείμενα προβλήματα γονιμότητας και εκείνοι με συμπτώματα COVID-19 ή με θετικό τεστ εντός 90 ημερών αποκλείστηκαν από την μελέτη. Οι συμμετέχοντες παρείχαν δείγμα σπέρματος μετά από 2 έως 7 ημέρες αποχής, πριν από τη λήψη της πρώτης δόσης του εμβολίου και περίπου 70 ημέρες μετά τη δεύτερη δόση.
Μεταξύ 17 Δεκεμβρίου 2020 και 12 Ιανουαρίου 2021, 45 εθελοντές άνδρες (μέση ηλικία, 28 ετη) εντάχθηκαν στην έρευνα. Τα δείγματα για την επανεκτίμηση του σπέρματος ελήφθησαν σε διάμεσο διάστημα 75 ημερών μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Η μελέτη έληξε στις 24 Απριλίου 2021. Τα αρχικά δείγματα (πριν το εμβόλιο) λήφθηκαν μετά από μια μέση περίοδο αποχής 2.8 ημερών και δείγματα παρακολούθησης (μετά τη 2η δόση) μετά από διάμεση αποχή 3 ημερών. Από τους 45 άντρες, οι 21 (46,7%) έλαβαν το BNT162b2 (το εμβόλιο της Pfizer) και οι 24 (53,3%) έλαβαν το mRNA-1273 (της Moderna). Ο διάμεσος αριθμός σπερματοζωαρίων ανά ml σπέρματος πριν την 1η δόση ήταν 26 εκατομμύρια / mL και ο διάμεσος αριθμός του συνόλου κινητών σπερματοζωαρίων 36 εκατομμύρια. Μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, ο διάμεσος αριθμός σπερματοζωαρίων ανά ml σπέρματος αυξήθηκε στα 30 εκατομμύρια / mL (P = 0,02) και ο διάμεσος αριθμός του συνόλου κινητών σπερματοζωαρίων στα 44 εκατομμύρια (P = 0,001). Ο όγκος του σπέρματος και η κινητικότητα του σπέρματος αυξήθηκαν επίσης. Οκτώ από τους 45 άνδρες ήταν ολιγοσπερμικοί πριν από το εμβόλιο (διάμεση συγκέντρωση, 8,5 εκατομμύρια / mL. Από αυτούς, οι 7 άνδρες είχαν αυξημένη συγκέντρωση σπέρματος σε φυσιολογικό εύρος μετά τη 2η δόση (διάμεση συγκέντρωση σπερματοζωαρίων 22 εκατομμύρια / mL) και 1 άτομο παρέμεινε ολιγοσπερμικό. Κανένας από τους συμμετέχοντες δεν έγινε αζωοσπερμικός μετά το εμβόλιο.
Ουσιαστικά αυτή η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εμβολιασμός με εμβόλια τεχνολογίας mRNA έναντι της COVID-19 δεν επηρεάζει οποιαδήποτε παράμετρο που αφορά στην υγεία του σπέρματος. Επίσης, επειδή τα εμβόλια περιέχουν mRNA και όχι τον ζωντανό ιό, είναι απίθανο το εμβόλιο να επηρεάσει τις παραμέτρους του σπέρματος. Αν και τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντικές αυξήσεις σε όλες τις παραμέτρους του σπέρματος, το μέγεθος αυτής της μεταβολής βρίσκεται εντός της φυσιολογικής διακύμανσης. Πάντως, οι άνδρες με ολιγοσπερμία δεν παρουσίασαν περαιτέρω μείωση. Οι βασικοί περιορισμοί της μελέτης περιλαμβάνουν τον μικρό αριθμό ανδρών που εντάχθηκαν στην μελέτη, οι οποίοι ήταν νέοι και υγιείς άνδρες και η σχετικά σύντομη παρακολούθηση (παρ'όλα αυτά, το χρονικό πλαίσιο της μελέτης περιλαμβάνει τον πλήρη κύκλο ζωής του σπέρματος που είναι περίπου 70-75 ημέρες).
Τα δεδομένα από αυτή την μελέτη θα πρέπει επίσης να συγκριθούν και με άλλες μελέτες που έχουν εξετάσει την επίδραση της λοίμωξης COVΙD-19 στην παραγωγή και στην ποιότητα του σπέρματος. Ο υποδοχέας ACE2 μέσω του οποίου ο ιός SARS-CoV-2 εισέρχεται στα κύτταρα χρησιμοποιώντας την πρωτεΐνη-ακίδα, βρίσκεται σε αφθονία στους όρχεις όπου γίνεται η σπερματογένεση. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται ότι οι παράμετροι της ποιότητας σπέρματος φαίνεται να επηρεάζονται αρνητικά μεταξύ ανδρών ασθενών με επιβεβαιωμένη COVID-19 σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και συσχετίζονται με σημαντικές διαταραχές στον όγκο του σπέρματος, την συγκέντρωση, το αριθμό, την κινητικότητα και την μορφολογία των σπερματοζωαρίων, του σπέρματος και τον αριθμό των σπερματοζωαρίων. Οι πιθανές μακροχρόνιες συνέπειες της λοίμωξης COVΙD-19 στην γονιμότητα δεν έχουν ακόμα εκτιμηθεί.
Πολυδύναμος εμβολιασμός έναντι κορωνοϊών σοβαρών αναπνευστικών συνδρόμων O SARS-CoV-2 δεν είναι ο πρώτος κορωνοϊός που προκαλεί σοβαρό αναπνευστικό σύνδρομο. Το 2003 ο πολύ συγγενικός του SARS-CoV είχε προκαλέσει παγκόσμια ανησυχία καθότι ξεκίνησε με μία επιδημία στην Ασία αλλά εξαπλώθηκε και εκτός Κίνας προκαλώντας μία επιδημική έξαρση στον Καναδά.
Η επιδημία ελέγχθηκε εγκαίρως αν και κρούσματα του ιού ανιχνεύθηκαν αργότερα και το χειμώνα του 2004 στην Κίνα. Το 2012 ο επίσης συγγενικός κορωνοϊός MERS-CoV ανιχνεύθηκε στην Σαουδική Αραβία όπου και συνεχίζει να ενδημεί. Η πηγή της μετάδοσης είναι οι δρομάδες καμήλες από όπου προκαλούνται κατά καιρούς μεταδώσεις στους ανθρώπους.
Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος για την έλευση νέων στελεχών κορωνοϊών που θα προκαλούν σοβαρό αναπνευστικό σύνδρομο είναι διαρκής. Ενδυναμώνεται έτσι η ανάγκη και η λογική ανάπτυξης εμβολίων που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα ευρύτερο ρεπερτόριο κορωνοϊών. Πολυδύναμα εμβόλια έχουν αναπτυχθεί για άλλα παθογόνα, για παράδειγμα το εμβόλιο της γρίπης που στοχεύει σε διαφορετικά στελέχη και είδη του ιού της γρίπης. Άλλο παράδειγμα είναι τα εμβόλια του πνευμονιοκόκκου που στοχεύουν σε 7 αρχικά και πιο πρόσφατα σε 13 διαφορετικά στελέχη του πνευμονιοκόκκου.
Πρόσφατα ερευνητές από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (ΝΙΗ) των Ηνωμένων Πολιτειών παρουσίασαν τα αποτελέσματα της δικής τους τεχνικής ανάπτυξης πολυδύναμων εμβολίων για κορωνοϊούς στο περιοδικό Science.
Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκας Μαγιορκίνης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι η λογική αυτής της τεχνικής είναι να ανασυνδυάσουν κομμάτια RNA που κωδικοποιούν πρωτεΐνες στόχους των αντισωμάτων από διαφορετικούς κορωνοϊούς ώστε η ανοσολογική απόκριση που θα αναπτυχθεί μετά τον εμβολιασμό να έχει ευρύτερη γκάμα αποτελεσματικότητας.
Τα πρωταρχικά πειράματα που έγιναν σε ποντίκια είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά καθότι δείχνουν ότι τα παραγόμενα αντισώματα έχουν την δυνατότητα να εξουδετερώνουν πολύ ευρύτερο φάσμα κορωνοϊών. Οι ερευνητές αναμένουν ότι θα μπορούν να τρέξουν κλινικές μελέτες εντός του επόμενου έτους. Με την έλευση των νέας γενιάς πολυδύναμων εμβολίων κορωνοϊών δημιουργείται η προοπτική πιο αποτελεσματικής αντιμετώπισης μεταλλαγμένων στελεχών αλλά και προληπτικής ανάσχεσης πανδημιών από άγνωστα μέχρι στιγμής στελέχη.
Είναι γονιδιακή θεραπεία τα εμβόλια έναντι της COVID-19; Υπάρχουν πολλοί αβάσιμοι φόβοι σχετικά με τα εμβόλια έναντι της COVID-19 και ένας από τους πιο διαδεδομένους είναι η εντύπωση ότι αυτά τα νέα εμβόλια δεν είναι πραγματικά εμβόλια, αλλά ότι θα αλλάξουν κάπως τα γονίδια μας ή θα εισαχθούν στο DNA των κυττάρων μας. Είναι αρκετά συχνό, ειδικά στα μέσα κοινωνικά δικτύωσης να αναφέρεται ότι αυτά εμβόλια είναι είναι ένα είδος γονιδιακής θεραπείας, και αν και εν μέρει αυτό δεν είναι εντελώς λανθασμένο, παραλείπονται ορισμένες σημαντικές λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο δράσης των εμβολίων: δεν μπορούν να αλλάξουν τα γονίδιά μας και δεν μένουν στο σώμα μας για περισσότερο από μερικές ημέρες. Υπάρχουν πολλές διαστρεβλώσεις σχετικά με τον μηχανισμό δράσης από άτομα και οργανώσεις που δεν έχουν σχέση με την επιστήμη ή δεν έχουν σχετικές γνώσεις ονομάζουν τα εμβόλια ως «γονιδιακή θεραπεία» , υποστηρίζουν ότι «δεν είναι πραγματικά εμβόλια» και ότι «προκαλούν την παραγωγή τοξίνης από τον οργανισμό».
Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι σε σημαντικό βαθμό αυτές οι παρανοήσεις οφείλονται στο γεγονός ότι αν και τα εμβόλια έναντι της COVIID βασίζονται σε στέρεα επιστημονικά δεδομένα και σε πραγματικά νεότερες επιστημονικές προόδους, αυτές μπορεί να ακούγονται περίπλοκες για τους περισσότερους ανθρώπους που δεν έχουν ειδική εκπαίδευση ή ενασχόληση με τον τομέα.
Τα εμβόλια που σχεδιάστηκαν και παράγονται από την Pfizer και τη Moderna χρησιμοποιούν μικροσκοπικούς «φακέλους» από λιπίδια που ονομάζονται λιπιδικά νανοσωματίδια για να εισάγουν ένα μόνο κομμάτι γενετικού υλικού που ονομάζεται messenger RNA (mRNA – αγγελιαφόρο RNA) στα κύτταρα μας. Αυτό περιέχει την πληροφορία για την οικοδόμηση της πρωτεΐνης-ακίδας του ιού. Το εμβόλιο της Johnson & Johnson και της Astra Zeneca/Οξφόρδης είναι ελαφρώς διαφορετικά. Χρησιμοποιούν ένα δίκλωνο μόριο DNA που εισάγεται σε έναν κοινό, αλλά αδρανή ιό που ονομάζεται αδενοϊός. Αυτό το κομμάτι DNA περιέχει επίσης τις οδηγίες για την οικοδόμηση της πρωτεΐνης-ακίδας του ιού. Μόλις μπει μέσα στο κύτταρο, αυτές οι οδηγίες διαβάζονται και μεταφράζονται σε mRNA.
Τελικά αυτά τα κομμάτια mRNA πηγαίνουν στο κυτταρόπλασμα που αποτελεί το «σώμα» των κυττάρων μας. Αδρά θα λέγαμε ότι το κυτταρόπλασμα μοιάζει με ένα ζελατινώδες υγρό που περιέχει μικρά οργανίδια με διάφορες λειτουργίες απαραίτητες για το κύτταρο. Εκεί, στο κυτταρόπλασμα, μεταφράζονται και συναρμολογούνται περίπου 200.000 άλλα κομμάτια αγγελιαφόρου RNA (mRNA) που βρίσκονται επίσης στο κυτταρόπλασμα κάθε κυττάρου, καθώς τα κύτταρα μας παράγουν πρωτεΐνες και ένζυμα συνεχώς.
Οι αλυσίδες του mRNA είναι βασικά ένα κωδικός που περιγράφει τις οδηγίες για την παραγωγή των πρωτεϊνών. Στην περίπτωση των εμβολίων περιέχει τις οδηγίες για την παραγωγή των πρωτεϊνών-ακίδων με τις οποίες ο κορονοϊός προσδένεται στα κύτταρα μας για να τα μολύνει. Η πρωτεΐνη-ακίδα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά του ιού από το ανοσοποιητικό μας σύστημα. Τα κύτταρα μας διαβάζουν αυτό το mRNA και το χρησιμοποιούν για τη συναρμολόγηση των ακίδων. Οι ακίδες στην συνέχεια μεταναστεύουν στο εξωτερικό περίβλημα των κυττάρων μας όπου αναγνωρίζονται από ανοσοποιητικό μας σύστημα το οποίο πλέον αποκτά μνήμη για αυτές (τις «θυμάται»).
Αυτές οι ακίδες, από μόνες τους, δεν είναι επικίνδυνες. Δεν μπορούν να προκαλέσουν νόσο, και συνήθως δεν είναι πλήρεις (κυρίως μικρά κομμάτια τους βγαίνουν στην επιφάνεια του κυττάρου). Πρόκειται ουσιαστικά για «αποτυπώματα» του ιού που βοηθούν το ανοσοποιητικό να αναγνωρίσει και να καταπολεμήσει τον πραγματικό ένοχο (το ιό SARS-CoV-2) όταν εισβάλλει. Οι αλυσίδες mRNA από τα εμβόλια έχουν μικρή διάρκεια ζωής και παραμένουν μόνο για δύο μέρες προτού διαλυθούν και τα κομμάτια τους ανακυκλωθούν από το σύστημα διάθεσης απορριμμάτων των κυττάρων.
Επειδή όμως αγγελιαφόρο RNA είναι γενετικό υλικό, μια μόνο υπό την έννοια αυτή, τα εμβόλια είναι μια θεραπεία με βάση στις αρχές της γενετικής και όχι βέβαια μια γονιδιακή θεραπεία. Έτσι και ο FDA τα ταξινομεί ως εμβόλια, όχι ως γονιδιακή θεραπεία. Όμως πολλοί άνθρωποι ακούν ή διαβάζουν την έκφραση «γενετική» ή «γονιδιακή και πιστεύουν ότι θα αλλάξει το DNA τους.
Όμως αυτό δεν είναι δυνατό. Προκειμένου τα εμβόλια να αλλάξουν τα γονίδια ενός ατόμου, οι οδηγίες που περιέχονται στο mRNA θα πρέπει να εισέλθουν στο κέντρο ελέγχου του κυττάρου, δηλαδή στον πυρήνα. Ο πυρήνας χωρίζεται από το υπόλοιπο κύτταρο από τη δική του μεμβράνη. Για να ξεπεράσει αυτή τη μεμβράνη, το mRNA θα πρέπει να έχει ένα ειδικό ένζυμο το οποίο όμως δεν έχει. Αλλά ακόμα και αν μπορούσε να μπει στον πυρήνα, το μονόκλωνο μόριο του mRNA θα πρέπει να μεταφραστεί ξανά σε ένα δίκλωνο μόριο DNA.
Ορισμένοι ιοί όπως ο HIV, ο ιός που προκαλεί το AIDS, μπορεί να το κάνει αυτό. Το πετυχαίνει χρησιμοποιώντας ένα ένζυμο που ονομάζεται αντίστροφη μεταγραφάση για να εισαχθεί στα χρωμοσώματά. Όμως, το mRNA που περιέχεται στα εμβόλια στερείται αυτού του ενζύμου, οπότε δεν μπορεί να μεταγραφεί σε DNA. Ο αδενοϊός DNA που χρησιμοποιείται στα εμβόλια της Johnson & Johnson και της Astra Zeneca/Οξφόρδης εισέρχεται στον πυρήνα των κυττάρων μας, αλλά ποτέ δεν ενσωματώνεται στα χρωμοσώματά μας.
Ακόμα όμως και μετά από αυτά τα δύο βήματα, υπάρχει ένα τρίτο τείχος προστασίας μεταξύ των εμβολίων και των γονιδίων μας: Ένα άλλο ένζυμο, που ονομάζεται ιντεγκράση, θα χρειαζόταν για τη συρραφή του νέου DNA στο DNA των κυττάρων μας. Αυτό επίσης δεν υπάρχει στα εμβόλια. Συνεπώς, οι πιθανότητες να συμβεί ενσωμάτωση του mRNA των εμβολίων στο γενετικό μα υλικό είναι μηδενικές.
Είναι αλήθεια ότι αυτά είναι μερικά από τα πρώτα εμβόλια που δρουν με αυτόν τον τρόπο, αλλά η τεχνολογία αυτή υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια. Όμως, τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν στην έρευνα έδωσαν μια τελική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη της. Σήμερα τα εμβόλια αυτά έχουν χορηγηθεί σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Είναι μερικά από τα πιο αποτελεσματικά για την πρόληψη των σοβαρών επιπλοκών της COVID ενώ μέχρι στιγμής είναι αποτελεσματικά σε όλες τις παραλλαγές του ιού.
Ενώ οι ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν συνδεθεί με τα εμβόλια είναι πολύ σπάνιες, ο FDA έχει ξεκαθαρίσει ότι το όφελος από τη λήψη ενός τέτοιου εμβολίου υπερτερεί αυτών των σπάνιων κινδύνων για τους περισσότερους ανθρώπους. Αλλά υπάρχουν ακόμα περισσότερα να μάθουμε. Για παράδειγμα, χρειαζόμαστε ειδικές μελέτες για να κατανοήσουμε πραγματικά πόσο διαρκεί η προστασία αλλά και πόσο καλά μπορεί να προσαρμόζεται αυτή η τεχνολογία και σε άλλους ιούς.
Ενδοοικογενειακή μετάδοση SARS-CoV-2 από παιδιά και εφήβους Σε πρόσφατη μελέτη με τίτλο: «Ενδοοικογενειακή μετάδοση SARS-CoV-2 από παιδιά και εφήβους» που δημοσιεύεται στο περιοδικό New England of Medicine αναφέρονται τα χαρακτηριστικά της ενδοοικογενειακής μετάδοσης του SARS-CoV-2. H βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).
Η λοίμωξη με SARS-CoV-2 στα παιδιά είναι συνήθως ασυμπτωματική ή οδηγεί σε ήπια νόσο. Δεδομένα αναφορικά με τη διασπορά του SARS-CoV-2 από παιδιά και εφήβους στο ενδοοικογενειακό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων και ηλικιωμένων ατόμων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου, είναι περιορισμένα. Στην παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε μελέτη σε παιδιά που βρισκόταν σε κατασκήνωση και των ενδοοικογενειακών επαφών τους προκειμένου να εκτιμηθούν οι παράγοντες που σχετίζονται με τη μετάδοση του ιού.
H μελέτη συμπεριέλαβε 224 άτομα ηλικίας 7 έως 19 ετών με τεκμηριωμένη λοίμωξη. Συνολικά 198 από αυτούς (88%) ήταν συμπτωματικοί με τους 141 (71%) από αυτούς να αναπτύσσουν συμπτώματα μετά την επιστροφή τους από την κατασκήνωση.
Από τις 526 ενδοοικογενειακές επαφές αυτών των ατόμων, 377 (72%) ελέγχθηκαν για SARS-CoV-2 και το 46 (12%) αυτών βρέθηκαν θετικοί. Εκτός των παραπάνω εντοπίστηκαν και 2 επιπλέον περιστατικά. Από τα 48 δευτερογενή περιστατικά τα 38 (79%) εμφανίστηκαν σε νοικοκυριά όπου ο ασθενής ήταν συμπτωματικός μετά την επιστροφή του από την κατασκήνωση. Το διάστημα μεταξύ της έναρξης των συμπτωμάτων στον αρχικό ασθενή και στην αντίστοιχη ενδοοικογενειακή επαφή που μολύνθηκε από το συγκεκριμένο ασθενή ήταν 5 ημέρες (95%ΔΕ: 4,0 έως 6,5 ημέρες). Οι μεταδόσεις βρέθηκαν σε 35 από τα 194 νοικοκυριά (18%). Σε αυτά τα νοικοκυριά, ο δευτερογενής δείκτης προσβολής ήταν 45% (95%ΔΕ: 36 - 54) (48 από 107 νοικοκυριά). Μεταξύ των ενηλίκων που μολύνθηκαν, 4 από τους 41 (10%) χρειάστηκαν να νοσηλευθούν (διάρκεια νοσηλείας στο νοσοκομείο: 5 έως 11 ημέρες). Κανένα από τα 7 ανήλικα άτομα με δευτερογενή λοίμωξη δεν χρειάστηκε να νοσηλευθεί.
Από τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο σχετικά με την τήρηση των προληπτικών μέτρων, 146 από τους 217 (67%) ανέφεραν ότι είχαν τηρήσει το μέτρο της φυσικής απόστασης και 73 από τους 216 (34%) ανέφεραν ότι έκαναν συνεχή χρήση μάσκας κατά τη διάρκεια της μολυσματικής περιόδου μετά την επιστροφή τους από την κατασκήνωση. Ο κίνδυνος ενδοοικογενειακής μετάδοσης ήταν χαμηλότερος μεταξύ των επαφών των ασθενών με άτομα που τηρούσαν το μέτρο της φυσικής απόστασης (Σχετικός κίνδυνος: 0,4, 95%ΔΕ: 0,1 - 0,9). Τα μέλη της οικογένειας που είχαν στενή ή άμεση επαφή με τον ασθενή είχαν υψηλότερο κίνδυνο μόλυνσης (Σχετικός κίνδυνος για στενή επαφή: 5,2, 95%ΔΕ: 1,2 - 22,5 και για άμεση επαφή 5,8, 95% ΔΕ: 1,8 - 18,8).
H μελέτη ανέδειξε ότι η ενδοοικογενειακή μετάδοση του SARS-CoV-2 από παιδιά σχολικής ηλικίας και εφήβους μπορεί να οδηγήσει σε νοσηλείες των δευτερογενών περιστατικών σε ενήλικες. Στα νοικοκυριά που συνέβησαν μεταδόσεις, περίπου οι μισές επαφές στο ίδιο νοικοκυριό μολύνθηκαν. Ο δευτερογενής δείκτης προσβολής ήταν πιθανώς υποεκτιμημένος επειδή τα αποτελέσματα των ελέγχων αναφέρθηκαν από τα ίδια τα άτομα και ο έλεγχος ήταν εθελοντικός. Επιπλέον, το ένα τρίτο των ασθενών επέστρεψε στην οικία του μετά την έναρξη των συμπτωμάτων και τα δύο τρίτα αυτών τήρησαν το μέτρο της φυσικής απόστασης λόγω αυξημένου κινδύνου έκθεσης κατά τη διαμονή τους στην κατασκήνωση. Και οι δύο αυτοί παράγοντες μείωσαν το κίνδυνο ενοδοικογενειακής μετάδοσης του SARS-CoV-2. Συμπερασματικά είναι μεγάλης σημασίας τα παιδιά και οι έφηβοι όταν έχουν επαφή με τεκμηριωμένο ή ύποπτο κρούσμα να παραμένουν σπίτι και να τηρούν μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης από τα άλλα μέλη της οικογένειας τους.
Τι λένε οι ειδικοί για τον εμβολιασμό των παιδιών Στην προσπάθεια αναχαίτησης του νεότερου κύματος της πανδημίας COVID-19, τίθεται το ερώτημα αν πρέπει να εμβολιαστούν τα παιδιά.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα στοιχεία του εμβολιασμού των παιδιών όπως δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο διεθνές περιοδικό “Nature”.
Οι υπεύθυνοι εμβολιασμών του Ηνωμένου Βασιλείου, συνιστούν την καθυστέρηση των εμβολιασμών για τα παιδιά κάτω των 16 ετών , λόγω της μικρής πιθανότητας σοβαρής νόσου σε αυτή την ηλικιακή ομάδα. Στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ ήδη ο εμβολιασμός των παιδιών προχωράει κανονικά, δεδομένου ότι θα υπάρχει επαρκές απόθεμα εμβολίων.
Παρόλο που από την αρχή της πανδημίας τα παιδιά νοσούσαν συνήθως ήπια, η έστω και μικρή πιθανότητα σοβαρής νόσου, αλλά και οι μακροχρόνιες επιπλοκές (long COVID-19), έχουν οδηγήσει πολλούς παιδιάτρους στο να προτείνουν τον εμβολιασμό των παιδιών. Στο Ηνωμένο Βασίλειο ωστόσο, η σύσταση αυτή ισχύει για εφήβους που ανήκουν σε ευπαθή ομάδα, ή που ζουν μαζί με γονείς που είναι ευπαθείς. Στην υποσαχάρια Αφρική τα δεδομένα νοσηλειών και θανάτων λόγω COVID-19 είναι ανεπαρκή ως προς την ηλικία, οπότε δεν γνωρίζουμε τη βαρύτητα της νόσου εκεί στα παιδιά ή τις πιθανές συννοσηρότητες όπως η φυματίωση, το HIV ή η υποθρεψία.
Οι παιδίατροι ανησυχούν για την πιθανή ταυτόχρονη νόσηση ενός παιδιού με COVID-19 μαζί με κάποιον συνήθη αναπνευστικό ιό, όπως ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός, που σπάνια μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο. Τα mRNA εμβόλια των εταιρειών Pfizer και Moderna έχουν δοκιμαστεί και αποδειχθεί ασφαλή σε παιδιά άνω των 12 ετών, ενώ διενεργούνται μελέτες και σε παιδιά άνω των 6 ετών.
Ο πιθανός κίνδυνος για ενδοκαρδίτιδα ή περικαρδίτιδα που έχει αναφερθεί στο εμβόλιο της εταιρείας Pfizer αναδείχθηκε όταν άρχισαν να εμβολιάζονται νεότεροι άνθρωποι στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Η συσχέτιση μεταξύ του εμβολίου και της καρδιακής αυτής φλεγμονής δεν έχει ακόμη αποδειχθεί, οι περισσότεροι ασθενείς έχουν αναρρώσει πλήρως και η επίπτωση είναι πολύ χαμηλή, δηλαδή 67 περιπτώσεις ανά ένα εκατομμύριο δεύτερες δόσεις σε αγόρια 12-17 ετών, και 9 περιπτώσεις αντίστοιχα στα κορίτσια.
Στην Μάλτα έχει εμβολιαστεί το 80% του πληθυσμού και εμβολιάζονται ήδη παιδιά άνω των 12 ετών, με το σκεπτικό να μειωθεί η μετάδοση στους ευπαθείς και ηλικιωμένους, μέσω της επίτευξης ανοσίας αγέλης. Ένα ερώτημα ακόμη σχετικά με τον εμβολιασμό των παιδιών είναι το εάν είναι ηθικά σωστό να εμβολιαστούν τα παιδιά, όταν σε κάποιες χώρες του κόσμου δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί οι ευπαθείς ομάδες. Δεδομένων των στοιχείων αυτών είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας επιδημιολογικός χάρτης για να διαμοιραστούν ανάλογα με τις ανάγκες οι διαθέσιμες δόσεις εμβολίων.
Οικογένειες με εμβολιασμένα και μη μέλη Κάποια μέλη οικογενειών πρέπει να τηρούν ακόμη τα μέτρα προφύλαξης για να προστατεύονται από την λοίμωξη COVID-19, όπως τα παιδιά που δεν είναι σε ηλικία ακόμη να εμβολιαστούν και οι άνθρωποι με ανοσοανεπάρκεια.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης, και Θάνος Δημόπουλος συνοψίζουν τις νεότερες συστάσεις του Center of Disease Control των ΗΠΑ.
Κάποιος θεωρείται πλήρως εμβολιασμένος 2 εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση ενός εμβολίου δύο δόσεων όπως της Pfizer και της Moderna και 2 εβδομάδες μετά τη μία δόση του μονοδοσικού εμβολίου της Johnson & Johnson. Όποιος δεν είναι πλήρως εμβολιασμένος πρέπει να συνεχίζει να τηρεί τα μέτρα, όπως η χρήση μάσκας στα άτομα άνω των δύο ετών.
Η χρήση της μάσκας δεν είναι απαραίτητη σε εξωτερικούς χώρους, αλλά συστήνεται σε περιοχές με πολλά κρούσματα ή σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν στενή επαφή με μη εμβολιασμένα άτομα. Όσοι έχουν συννοσηρότητες που επηρεάζουν το ανοσοποιητικό τους ή λαμβάνουν κάποια αγωγή που τους καθιστά ανοσοκατεσταλμένους, μπορεί να μην είναι προστατευμένοι ακόμα και μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού τους.
Ο καλύτερος τρόπος να προστατεύσεις τον εαυτό σου και τους άλλους, ύστερα από επαφή με ύποπτο κρούσμα είναι η τήρηση 14 ημερών καραντίνας. Κάποιος όμως που είναι πλήρως εμβολιασμένος και δεν εμφανίζει συμπτώματα της νόσου δεν χρειάζεται να μείνει σε καραντίνα. Όσοι εμφανίσουν σοβαρότερα συμπτώματα της λοίμωξης κατ’ οίκον μπορεί να χρειαστεί να μείνουν σε καραντίνα και πάνω από 10 μέρες, φτάνοντας έως και τις 20 μετά την πρώτη εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Η νέα ακαδημαϊκή χρονιά στο Πανεπιστήμιο Harvard των ΗΠΑ Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Γιάννης Ντάνασης, Πάνος Μαλανδράκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν πρόσφατη ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του Πανεπιστημίου Harvard ενόψει της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς (https://news.harvard.edu/gazette/story/2021/07/harvards-plan-to-return-to-campus/?utm_source=SilverpopMailing).
Η ανάδυση νέων στελεχών του SARS-CoV-2 προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό, και ειδικά οι περιπτώσεις λοίμωξης εμβολιασμένων ατόμων. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις η COVID-19 έχει ηπιότερα συμπτώματα και ο κίνδυνος νοσηλείας είναι μικρός. Βέβαια, ο ιός θα μπορεί να μεταδίδεται σε άλλα άτομα που μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου. Επομένως, ο στόχος του Πανεπιστημίου Harvard είναι ο καθολικός εμβολιασμός ολόκληρης της Πανεπιστημιακής Κοινότητας προκειμένου να οχυρωθεί απέναντι στον SARS-CoV-2. Ο επιτελικός διευθυντής του Πανεπιστημίου Harvard, Giang Nguyen, ανακοίνωσε πρόσφατα σειρά σχετικών μέτρων για την ομαλή λειτουργία του Πανεπιστημίου την εποχή της πανδημίας COVID-19.
Το πρώτο σημείο αφορά την επικύρωση των εμβολιασμένων. Γι’ αυτό το λόγο ο Nguyen παροτρύνει όλα τα μέλη της Πανεπιστημιακής Κοινότητας να δηλώσουν τα στοιχεία εμβολιασμού τους ώστε να είναι καταγεγραμμένα στην κεντρική πλατφόρμα του Πανεπιστημίου. Το Πανεπιστήμιο παρέχει επίσης πληροφόρηση και καθοδήγηση σχετικά με τη διαδικασία εμβολιασμού, καθώς και πρακτικές συμβουλές σχετικά με τα διαφορετικά είδη εμβολίων και τις πιθανές παρενέργειες.
Το επόμενο σημαντικό βήμα για το Πανεπιστήμιο Harvard είναι η άρση των περιορισμών όσον αφορά στη διατήρηση αποστάσεων και τη σωματική απομάκρυνση. Ο Nguyen πιστεύει ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της COVID-19 είναι μικρός εφόσον ένα πολύ υψηλό ποσοστό της Πανεπιστημιακής Κοινότητας είναι εμβολιασμένο. Βεβαίως, όσοι δεν έχουν εμβολιαστεί θα πρέπει να τηρούν αποστάσεις όπως ισχύει έως τώρα. Επιπλέον, οι εμβολιασμένοι θα έχουν λιγότερους περιορισμούς όταν επιστρέφουν στην Πανεπιστημιούπολη και θα υποβάλλονται λιγότερο συχνά σε ελέγχους για τον SARS-CoV-2 σε σχέση με τους ανεμβολίαστους.
Το βασικό μέτρο που δεν θα αλλάξει προς το παρόν είναι η καθολική χρήση μάσκας σε εσωτερικούς χώρους, με εξαίρεση στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους για φαγητό ή σε ιδιωτικούς χώρους. Η ιχνηλάτηση των επαφών και η έγκαιρη υγειονομική απομόνωση είναι επίσης σημαντικά σε περίπτωση νέων κρουσμάτων εντός του Πανεπιστημίου προκειμένου να αποτραπεί η περαιτέρω μετάδοση. Βέβαια, όλα αυτά τα μέτρα θα επαναξιολογούνται ανάλογα με τα επιδημιολογικά δεδομένα σε εθνικό, τοπικό αλλά και ενδοπανεπιστημιακό επίπεδο. Ο Nguyen σημειώνει ότι η επάνοδος στην κανονική πανεπιστημιακή ζωή θα είναι σταδιακή και θα γίνει με ασφάλεια.
Η χημική και κυτταρική ανοσία παραμένει ακόμη και 8 μήνες μετά τον εμβολιασμό με το εμβόλιο της Johnson & Johnson κατά του κορωνοΐού Η διάρκεια της ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένης έρευνα, ιδιαίτερα μετά την ταχύτατη μετάδοση των νέων παραλλαγών του ιού.
Πρόσφατα δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της χυμικής και κυτταρικής ανοσίας μετά τον εμβολιασμό με το εμβόλιο Ad26.COV2.S (Johnson & Johnson – Janssen), στο πλέον έγκριτο διεθνές περιοδικό New England Journal of Medicine. (https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMc2108829).
Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Ευάγγελος Τέρπος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κυριότερα αποτελέσματα της μελέτης.
Συνολικά μελετήθηκαν 20 άτομα που έλαβαν το εμβόλιο και 5 που έλαβαν εικονικό φάρμακο (placebo), όσον αφορά την ανάπτυξη εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 και την παραγωγή Τ-λεμφοκυττάρων έναντι του ιού, 8 μήνες μετά τη χορήγηση μιας δόσης του εμβολίου (σε 10 συμμετέχοντες) ή 6 μήνες μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου, για όσους έλαβαν σχήμα με δυο δόσεις (άλλο8 10 συμμετέχοντες). Μετρήθηκαν τα εξουδετερωτικά αντισώματα τόσο έναντι του αρχικού στελέχους της Wuhan (WA1/2020) όσο και έναντι των παραλλαγών το ιού B.1.1.7 (άλφα), B.1.617.1 (κάπα), B.1.617.2 (δέλτα), P.1 (γάμα), B.1.429 (έψιλον) και B.1.351 (βήτα).
Ανιχνεύθηκαν εξουδετερωτικά αντισώματα σε όλους τους λήπτες του εμβολίου την ημέρα 239 (8 μήνες μετά τον εμβολιασμό) έναντι του στελέχους WA1/2020 ανεξάρτητα με τη χορήγηση μιας ή δύο δόσεων του εμβολίου. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και για τις παραλλαγές του ιού. Οι λήπτες μίας δόσης του εμβολίου είχαν ένα μέσο τίτλο εξουδετερωτικών αντισωμάτων 184 έναντι του αρχικού στελέχους WA1/2020, 158 έναντι της παραλλαγής άλφα, 171 έναντι της παραλλαγής κάπα, 107 έναντι της παραλλαγής δέλτα, 129 έναντι της παραλλαγής P.1 (γάμα), 87 έναντι της παραλλαγής έψιλον και 62 έναντι της παραλλαγής βήτα. Δεν παρατηρήθηκαν διαφορές μεταξύ αυτών που έλαβαν μια ή δυο δόσεις του εμβολίου, αν και η μελέτη δεν είχε τη στατιστική δύναμη να μας δώσει αυτή τη διαφορά.
Επίσης παρατηρήθηκε ικανός αριθμός CD8+ και CD4+ Τ-λεμφοκυττάρων έναντι του ιού σε όλους τους εμβολιασθέντες, 8 μήνες μετά τη λήψη του εμβολίου.
Αυτά τα δεδομένα δείχνουν ότι το εμβόλιο Ad26.COV2.S προκάλεσε παρατεταμένη παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων και Τ-λεμφοκυττάρων έναντι του κορωνοΐού, για τουλάχιστον 8 μήνες μετά τον εμβολιασμό. Επιπλέον, παρατηρήθηκε παραγωγή ικανού αριθμού εξουδετερωτικών αντισωμάτων έναντι των παραλλαγών του SARS-CoV-2, συμπεριλαμβανομένης της πιο μεταδοτικής παραλλαγής B.1.617.2 (δέλτα) και των μερικώς ανθεκτικών στην εξουδετέρωση παραλλαγών B.1.351 (βήτα) και P.1 (γάμα). Τα αποτελέσματα αυτά, υποστηρίζει περαιτέρω την αξία του εμβολίου Ad26.COV2.S για την καταπολέμηση της παγκόσμιας πανδημίας Covid-19.
Τo νανοτεχνολογικό υπόβαθρο των φαρμάκων και των γενετικών εμβολίων mRNA Ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Δεμέτζος είναι Διευθυντής του Εργαστηρίου της Φαρμακευτικής Τεχνολογίας του Τμήματος Φαρμακευτικής της Σχολής Επιστημών Υγείας, του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι Επιστημονικός Υπεύθυνος του εργαστηρίου Φαρμακευτικής Νανοτεχνολογίας, Πρόεδρος της Ελληνικής Φαρμακευτικής Εταιρείας.
Ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Δεμέτζος προωθεί τη στρατηγική του ΕΚΠΑ για την επιστημονική εκλαΐκευση των γενετικών εμβολίων με νανοτεχνολογία, ως σημαντικό όπλο στην προστασία της δημόσιας υγείας. Σε αυτή την λογική γίνεται προσπάθεια ανάπτυξης απλών και κατανοητών ‘εργαλείων’ σχετικά με την νανοτεχνολογία των καινοτόμων φαρμάκων αλλά και εμβολίων για ενημέρωση των πολιτών.
Το Εργαστήριο του Καθηγητή Κωνσταντίνου Δεμέτζου σχεδιάζει και αναπτύσσει νανοτεχνολογικές πλατφόρμες για εφαρμογή στην παραγωγή καινοτόμων φαρμάκων και εμβολίων. Η ερευνητική δραστηριότητα του εργαστηρίου αφορά στον τομέα της Φαρμακευτικής Νανοτεχνολογίας , με σημαντική παραγωγικότητα τα τελευταία 25 χρόνια και ασχολείται με το τεχνολογικό και ιδιαίτερα το νανοτεχνολογικό υπόβαθρο των φαρμάκων έναντι διαφόρων νόσων, αλλά και των εμβολίων mRNA.
Η νανοτεχνολογία είναι ένα διεπιστημονικό πεδίο με εφαρμογές σε πολλούς τομείς μεταξύ των οποίων και στον τομέα της υγείας. Ειδικά τα νανοτεχνολογικά θεραπευτικά προϊόντα βρίσκονται στην κλινική πράξη πολλές δεκαετίες και εξελίσσονται συνεχώς. Ιδιαίτερα τα εμβόλια mRNA, συνδυάζουν την τεχνολογία των γενετικών εμβολίων με τις καινοτόμες νανοτεχνολογικές πλατφόρμες , οι οποίες συμβάλουν στην ασφάλεια και στην αποτελεσματικότητα τους.
Ο Καθηγητής Κωνσταντίνος Δεμέτζος σχεδίασε και υλοποίησε απλουστευμένη προσομοίωση της νανοτεχνολογικής πλατφόρμας γενετικών εμβολίων mRNA με μοριακά πρότυπα, με σκοπό την κατανόηση του νανοτεχνολογικού υπόβαθρου των γενετικών εμβολίων και την προσέγγιση της δομής τους, αλλά και νανοτεχνολογικών φαρμάκων, με εύληπτο και απλό τρόπο. Με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία (Drug Delivery, Covid-19, ‘Without these lipid shells, there would be no m RNA vaccines for COVID, 19’, R.Cross, 99 (8), March, 2021) δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν τα εμβόλια mRNA χωρίς τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη νανοτεχνολογικών πλατφορμών.
|