ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER ΤΗΣ PROSLIPSIS.GR
Μάθετε πρώτοι τα νέα ...

  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
 

 
Βάλτε Αγγελία      Δείτε Αγγελίες      Newsletters       
  Επικοινωνία     
 
 
 
 
 
 
 
 



 
  Επικαιρότητα Επιστροφή    
Τι προβλέπει για το καθεστώς του πρόσφυγα προεδρικό διάταγμα (17/7/08)


Αθήνα 17.7.2008, 20:23
Προεδρικό Διάταγμα που προσαρμόζει την ελληνική νομοθεσία στις διατάξεις της οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, παρουσιάζει η Proslipsis.

Πρόκειται για το π.δ. 90/2008, που δημοσιεύεται στο τεύχος Α' αρ. 138/11 Ιουλίου 2008 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.

* Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του π.δ.

 

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ 90/2008
Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (L 326/13.12.2005).

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 και του άρθρου 4 του ν. 1338/1983 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (Α΄− 34), όπως το άρθρο 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 1440/1984 (Α΄− 70) και το άρθρο 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 4 του ν. 1440/1984 και τροποποιήθηκε τελικά από το άρθρο 48 του ν. 3427/2005 (Α΄ − 312), καθώς και του άρθρου 3 του ν. 1338/1983 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 65 του ν. 1892/1990 (Α΄− 101).
2. Τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του ν. 1975/1991 (Α΄− 184), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2452/1996 (Α΄− 283).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ.1 περίπτ. στ΄ του ν. 1481/1984, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1590/1986 (Α΄− 49).
4. Τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 4 και 28 παρ. 1 του ν. 2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄− 41).
5. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ − 98).
6. Το άρθρο 1 του π.δ/τος 205/2007 «Συγχώνευση Υπουργείων» (Α΄− 231).
7. Το άρθρο 1 του π.δ/τος 215/2007 «Σύσταση Γενικών Γραμματειών στο Υπουργείο Εσωτερικών και στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής» (Α΄− 241).
8. Το άρθρο 7 της υπ’ αριθμ. 42362/Υ252/28.9.2007 κοινής απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Καθορισμός αρμοδιοτήτων των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών» (Β΄− 1948).
9. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 8.000,00 €, περίπου, τόσο για το τρέχον οικονομικό έτος όσο και για καθένα από τα επόμενα οικονομικά έτη. Περαιτέρω, από την εφαρμογή των άρθρων 6 παρ. 2β, 10 παρ. 8α, 11 παρ. 2, 12 παρ.4, 13 παρ. 4δ, προκαλούνται δαπάνες, το ύψος των οποίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί, γιατί εξαρτώνται από πραγματικά γεγονότα (αριθμός και διάρκεια σεμιναρίων, αριθμός συμμετεχόντων και επιμορφούμενων υπαλλήλων, είδος νομικής βοήθειας και ιατρικών εξετάσεων κ.λπ.). Οι εν λόγω δαπάνες κατά το τρέχον οικονομικό έτος θα αντιμετωπισθούν από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις του Π/Υ του Υπουργείου Εσωτερικών (Ε.Φ. 07−210 «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ», Κ.Α.Ε. 0823, 0824, 1111, 0871 και 5143), ενώ οι δαπάνες των επομένων ετών θα αντιμετωπίζονται από τις πιστώσεις που θα εγγράφονται κατ΄έτος για το σκοπό αυτό, στον ανωτέρω Π/Υ.
10. Την υπ΄ αριθμ. 99/2008 γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Δικαιοσύνης, αποφασίζουμε:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος προεδρικού διατάγματος είναι η συμμόρφωση με την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (L 326/13.12.2005).

Άρθρο 2
(Άρθρα 2 και 4 Οδηγίας)
Ορισμοί

Για την εφαρμογή του παρόντος προεδρικού διατάγματος:
α. «Σύμβαση της Γενεύης» είναι η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και κυρώθηκε με το ν.δ. 3989/1959 (Α΄ − 201), όπως τροποποιήθηκε από το συναφές Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης της 31ης Ιανουαρίου 1967, το οποίο κυρώθηκε με τον α.ν. 389/1968 (Α΄ − 125).
β. «Αίτηση ασύλου» ή «αίτηση» είναι το αίτημα που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως αίτηση για διεθνή προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης. Κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας τεκμαίρεται ότι είναι αίτηση ασύλου, εκτός εάν ο αιτών ζητά ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, η οποία είναι δυνατόν να ζητηθεί αυτοτελώς.
γ. «Αιτών άσυλο» ή «αιτών» είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση ασύλου επί της οποίας δεν έχει ληφθεί ακόμη τελεσίδικη απόφαση.
δ. «Τελεσίδικη απόφαση» είναι η απόφαση που ορίζει εάν υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας, η οποία δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση του ένδικου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 29.
ε. «Πρόσφυγας» είναι ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης.
στ. «Καθεστώς πρόσφυγα» είναι η αναγνώριση από την αρμόδια ελληνική αρχή ενός υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως πρόσφυγα.
ζ. «Ασυνόδευτος ανήλικος» είναι το πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών, ο οποίος φθάνει στην Ελλάδα χωρίς να συνοδεύεται από ενήλικο υπεύθυνο για τη φροντίδα του, σύμφωνα με το νόμο ή το έθιμο που εφαρμόζεται στον τόπο προέλευσης, και για όσο χρόνο δεν έχει τεθεί υπό την ουσιαστική φροντίδα ενός τέτοιου προσώπου, ή ο ανήλικος που εγκαταλείπεται ασυνόδευτος μετά την είσοδό του στην Ελλάδα.
η. «Εκπρόσωπος ασυνόδευτου ανηλίκου» είναι το πρόσωπο που ορίζεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων, ή όπου δεν υπάρχει Εισαγγελέας Ανηλίκων, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για την προάσπιση των συμφερόντων του ανηλίκου αυτού.
θ. «Κράτηση» είναι ο περιορισμός σε ειδικό χώρο, με αποτέλεσμα τη στέρηση της ελευθερίας κυκλοφορίας του προσώπου.
ι. «Κέντρο Φιλοξενίας» είναι κάθε χώρος ο οποίος χρησιμοποιείται για την ομαδική φιλοξενία των αιτούντων, των χώρων κράτησης εξαιρουμένων.
ια. «Αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης αίτησης ασύλου» είναι οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας που είναι υπεύθυνες για να κινήσουν τη διαδικασία και να εξετάσουν το αίτημα παροχής ασύλου, ήτοι: Τα Τμήματα Ασύλου των Διευθύνσεων Αλλοδαπών Αττικής και Θεσσαλονίκης, τα Τμήματα Ασφαλείας των Κρατικών Αερολιμένων και οι Υποδιευθύνσεις και τα Τμήματα Ασφαλείας των Αστυνομικών Διευθύνσεων.
ιβ. «Κεντρική αρχή» είναι η Διεύθυνση Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.
ιγ. «Χώρα καταγωγής» είναι η χώρα της ιθαγένειας ή, για τους ανιθαγενείς, η χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής.
ιδ. «Άδεια διαμονής» είναι κάθε άδεια η οποία εκδίδεται από τις Ελληνικές Αρχές, σύμφωνα με τον τύπο που προβλέπει η Ελληνική νομοθεσία και η οποία επιτρέπει σε υπήκοο τρίτης χώρας ή σε ανιθαγενή τη διαμονή του στην Ελληνική επικράτεια.
ιε. «Αποφαινόμενη αρχή» είναι ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας που αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί των αιτήσεων παροχής ασύλου. Στις περιπτώσεις των άρθρων 17 και 18 αποφαινόμενη αρχή είναι ο Τμηματάρχης του Τμήματος Πολιτικού Ασύλου και Προσφύγων της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας
ιστ. «Αρμόδιες αρχές απόφασης» είναι η αποφαινόμενη
αρχή και η Επιτροπή Προσφυγών.
ιζ. «Μεταγενέστερη αίτηση» είναι αίτηση για παροχή ασύλου που υποβάλλεται μετά από τελεσίδικη απορριπτική απόφαση της αποφαινόμενης αρχής ή της Επιτροπής Προσφυγών.
ιη. «Ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα» είναι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει ή να αρνηθεί να ανανεώσει το καθεστώς πρόσφυγα ενός προσώπου.
ιθ. «Παραμονή στη Χώρα» είναι η παραμονή στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διέλευσης.

Άρθρο 3
(Άρθρο 3 Οδηγίας)
Πεδίο εφαρμογής
1. Το παρόν προεδρικό διάταγμα εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις που υποβάλλονται στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, περιλαμβανομένων των συνόρων, ή στις ζώνες διέλευσης της Χώρας, καθώς και στην ανάκληση του καθεστώτος του πρόσφυγα. Οι ίδιες διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως και για τις αιτήσεις επικουρικής προστασίας καθώς και για την ανάκληση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας.
2. Το παρόν προεδρικό διάταγμα δεν εφαρμόζεται επί αιτήσεων διπλωματικού ή εδαφικού ασύλου που υποβάλλονται σε ελληνικές διπλωματικές αρχές και μόνιμες αντιπροσωπείες στο εξωτερικό.
3. Η ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος διατάγματος διενεργούνται πάντα σε συμφωνία με τις επιταγές της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο της Ν. Υόρκης του 1967, καθώς και των διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που έχουν κυρωθεί από την Ελλάδα.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ
Άρθρο 4
(Άρθρο 6 Οδηγίας)
Πρόσβαση στη διαδικασία

1. Κάθε υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεως ασύλου. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης της αίτησης μεριμνούν, ώστε κάθε ενήλικας να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι θα παρουσιασθεί αυτοπροσώπως ενώπιον των ως άνω αρχών.
2. Ο αιτών μπορεί να υποβάλει αίτηση εξ ονόματος των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι εξαρτώμενοι ενήλικες πρέπει να συναινούν εγγράφως στην κατάθεση της αίτησης εξ ονόματός τους ή, αν αυτό δεν ισχύει, να έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν οι ίδιοι την αίτησή τους.
Η συναίνεση ζητείται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ή το αργότερο κατά την προσωπική συνέντευξη με τον εξαρτώμενο ενήλικα.
3. Ο ανήλικος, ασυνόδευτος ή μη, άνω των 14 ετών μπορεί να υποβάλει αυτοτελώς αίτηση αν οι ως άνω αρμόδιες αρχές θεωρούν ότι έχει την ωριμότητα να αντιληφθεί τη σημασία της πράξης του.
4. Ο ασυνόδευτος ανήλικος, που δεν πληροί το προαναφερόμενο κριτήριο της ωριμότητας, υποβάλει αίτηση δια αντιπροσώπου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 12.
5. Η Κεντρική αρχή μεριμνά για την ενημέρωση των αρχών στις οποίες είναι πιθανόν να απευθυνθεί όποιος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση ασύλου, σχετικά με:
α. Τις αρμόδιες υπηρεσίες και τη διαδικασία υποβολής της αίτησης ασύλου και
β. Το δικαίωμα του αιτούντος να ζητήσει από τις αρχές αυτές να διαβιβάσουν την αίτησή του στην αρμόδια υπηρεσία.

Άρθρο 5
(Άρθρο 7 Οδηγίας)
Δικαίωμα παραμονής αιτούντων - Εξαιρέσεις
1. Οι αιτούντες επιτρέπεται να παραμένουν στη Χώρα μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και δεν απομακρύνονται με οποιοδήποτε τρόπο.
2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν εφαρμόζεται:
α. στις περιπτώσεις όπου οι αρχές παραδίδουν ή εκδίδουν τον ενδιαφερόμενο είτε σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3251/2004 (Α΄− 127), είτε σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή ποινικά δικαστήρια, με βάση τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας. Η σύλληψη ή η έκδοση δεν πρέπει να οδηγεί σε επαναπροώθηση του ενδιαφερόμενου, που είναι αντίθετη με το άρθρο 33 παρ. 1 της Σύμβασης της Γενεύης. Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αιτήσεώς του, εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος.
β. στις περιπτώσεις ανάληψης της ευθύνης εξέτασης αίτησης ασύλου από άλλο κράτος, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου (L 50/25.2.2003).
3. Το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος στη Χώρα σύμφωνα με την παρ. 1 δεν θεμελιώνει δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής.

Άρθρο 6
(Άρθρο 8 Οδηγίας)
Προϋποθέσεις για την εξέταση της αίτησης
1. Οι αιτήσεις δεν απορρίπτονται για μόνο το λόγο ότι δεν υποβλήθηκαν το ταχύτερο δυνατό.
2. Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων ασύλου λαμβάνονται σε ατομική βάση, μετά από εμπεριστατωμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη εξέταση. Για το σκοπό αυτό η Κεντρική αρχή:
α. συγκεντρώνει και αξιολογεί συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές, όπως η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, ως προς τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής των αιτούντων και, εφόσον αυτό απαιτείται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν. Οι πληροφορίες αυτές κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.
β. μεριμνά, ώστε το προσωπικό που εξετάζει τις αιτήσεις και εισηγείται για τη λήψη αποφάσεων, να γνωρίζει τη νομοθεσία και τη νομολογία περί ασύλου. Προς τούτο, διοργανώνει σεμινάρια κατάρτισης, αυτοτελώς ή σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή με Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις και κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης και τις αρμόδιες αρχές απόφασης, τις διαθέσιμες από την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες οδηγίες και εγκυκλίους σε θέματα ασύλου.

Άρθρο 7
(Άρθρο 9 Οδηγίας)
Προϋποθέσεις για τη λήψη απόφασης από την αποφαινόμενη αρχή
Αιτιολόγηση - επίδοση αποφάσεων
1. Η απόφαση επί της αίτησης ασύλου επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 47 και επόμενα του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄− 97), από αστυνομικό.
2. Αν είναι άγνωστη η ακριβής διεύθυνση διαμονής του αιτούντος, το έγγραφο αποστέλλεται στον δήμο ή την κοινότητα της έδρας της πρώτης Υπηρεσίας στην οποία ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε αίτηση ασύλου, αναρτάται σε πίνακα ανακοινώσεων του δήμου ή της κοινότητας, και κοινοποιείται στην Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες. Το έγγραφο στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποσταλεί και ταχυδρομικώς, με συστημένη επιστολή, ή με τηλεομοιοτυπία. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε την ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου από το Δήμο ή την Κοινότητα, η οποία μπορεί να ανακοινώνεται και τηλεφωνικώς στον υπάλληλο που απέστειλε το έγγραφο. Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται σχετική έκθεση στην οποία επισυνάπτεται η απόδειξη παραλαβής της τηλεομοιοτυπίας ή της συστημένης επιστολής από το ταχυδρομείο.
3. Όταν το αίτημα απορρίπτεται, στην απόφαση αναφέρονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι της απόρριψης. Στην απορριπτική απόφαση γίνεται μνεία για την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής, καθώς και τις συνέπειες παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής εκτός αν ο αιτών έχει ήδη ενημερωθεί σχετικά γραπτώς.
4. Όταν έχει υποβληθεί αίτηση εξ΄ ονόματος των εξαρτώμενων από τον αιτούντα μελών, που επικαλούνται τους ίδιους λόγους, η αποφαινόμενη αρχή μπορεί να εκδίδει μια απόφαση που αφορά όλα τα εξαρτώμενα μέλη.

Άρθρο 8
(Άρθρο 10 Οδηγίας)
Εγγυήσεις για τους αιτούντες
1. Οι αιτούντες άσυλο, κατά την εφαρμογή των Κεφαλαίων Γ΄ και Δ΄ του παρόντος διατάγματος έχουν τα ακόλουθα δικαιώματα:
α. ενημερώνονται, σε γλώσσα την οποία ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, για τη διαδικασία που ακολουθείται, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, καθώς και για τις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις τους και της μη συνεργασίας με τις αρχές. Επίσης ενημερώνονται για τις προθεσμίες και τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, ώστε να συμμορφωθούν με την υποχρέωση υποβολής των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους. Οι πληροφορίες τους δίδονται εγκαίρως, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα τους και να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 9.
β. τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα για να εκθέσουν την υπόθεσή τους στις αρμόδιες αρχές υποβολής και εξέτασης και για τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, εφόσον δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η αναγκαία επικοινωνία χωρίς αυτόν. Η δαπάνη του διερμηνέα βαρύνει το Δημόσιο.
γ. δεν παρεμποδίζονται στην επικοινωνία τους με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες ή κάθε άλλη οργάνωση που συνεργάζεται με αυτή.
δ. η απόφαση για την αίτηση ασύλου εκδίδεται και επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο το ταχύτερο δυνατόν.
Η επίδοση μπορεί να γίνει αντί στον αιτούντα άσυλο στον πληρεξούσιο δικηγόρο ή τον νόμιμο εκπρόσωπό του.
ε. ενημερώνονται σχετικά με το αποτέλεσμα της απόφασης επί της αιτήσεως ασύλου σε γλώσσα που ευλόγως θεωρείται ότι κατανοούν, αν δεν τους παρέχει νομική συνδρομή ή εκπροσώπηση νομικός ή άλλος σύμβουλος και όταν δεν διατίθεται δωρεάν νομική συνδρομή. Η παρεχόμενη ενημέρωση περιλαμβάνει πληροφορίες για τη δυνατότητα προσβολής της αρνητικής απόφασης.
2. Όταν η αίτηση είναι πιθανό να θεωρηθεί ως βάσιμη ή όταν ο αιτών είναι άτομο που ανήκει σε ευάλωτη ομάδα, εξετάζεται κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 9
(Άρθρο 11 Οδηγίας)
Υποχρεώσεις των αιτούντων
1. Οι αιτούντες άσυλο υποχρεούνται να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για τη διεκπεραίωση της αίτησής τους. Ειδικότερα σε κάθε περίπτωση οι αιτούντες υποχρεούνται να:
α. παρουσιάζονται ενώπιον των αρμοδίων αρχών αυτοπροσώπως χωρίς καθυστέρηση ή στον καθοριζόμενο από τις οικείες διατάξεις χρόνο και αναφέρουν ή υποβάλλουν τα αιτήματά τους. Αίτηση ή υποβολή οποιουδήποτε εγγράφου ή δικαιολογητικού για διεθνή προστασία, προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης, επανεξέταση αίτησης, ανανέωση άδειας διαμονής, αίτηση για οικογενειακή συνένωση, αίτηση θεραπείας, καθώς και αίτηση για χορήγηση ταξιδιωτικού εγγράφου, δεν επιτρέπεται να γίνεται μέσω δικαστικού επιμελητή ή μέσω τηλεομοιοτυπίας ή με άλλο τρόπο, εκτός αν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας, όπως σοβαρή ασθένεια ή σοβαρή σωματική αναπηρία ή κράτηση οι οποίοι να αποδεικνύονται με ανάλογο πιστοποιητικό ή βεβαίωση δημόσιας υπηρεσίας. Στις περιπτώσεις αυτές τα προαναφερόμενα έγγραφα μπορούν να παραδοθούν από εξουσιοδοτημένο άτομο.
β. παραδίδουν το ταξιδιωτικό έγγραφο ή οποιοδήποτε άλλο έγγραφο που έχουν στην κατοχή τους και σχετίζεται με την εξέταση της αίτησης.
γ. ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης της αίτησης για τη διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής τους καθώς και για κάθε μεταβολή της διεύθυνσης αυτής, το συντομότερο δυνατόν. Επίσης, υποχρεούνται να δέχονται κάθε επίδοση ή γνωστοποίηση στον πιο πρόσφατο τόπο διαμονής ή κατοικίας που έχουν δηλώσει.
δ. συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές για τη διενέργεια κάθε νόμιμης έρευνας σχετικά με την αίτησή τους.
ε. δέχονται σωματική έρευνα και έρευνα των αντικειμένων που φέρουν.
στ. φωτογραφίζονται.
ζ. δακτυλοσκοπούνται, εφόσον είναι άνω των 14 ετών (άρθρο 4 Κανονισμού 2725/2000/ΕΚ του Συμβουλίου EEL 316/15.12.2000).
2. Για τις υποχρεώσεις αυτές, ενημερώνονται ειδικά οι αιτούντες και συντάσσεται προς τούτο σχετική έκθεση.

Άρθρο 10
(Άρθρα 12, 13 και 14 Οδηγίας)
Προσωπική συνέντευξη
1. Η αποφαινόμενη αρχή πριν λάβει απόφαση διενεργεί προσωπική συνέντευξη του αιτούντος, από υπάλληλο της αρμόδιας υπηρεσίας. Η συνέντευξη γίνεται πάντα με τη συνδρομή διερμηνέα, ικανού να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να επιβεβαιώσει όσα αναφέρει στην αίτησή του και να δώσει εξηγήσεις, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ακριβή στοιχεία της ταυτότητάς του ή τη μη κατοχή διαβατηρίου ή άλλου επίσημου ταξιδιωτικού εγγράφου, το ακριβές δρομολόγιο που ακολούθησε για να εισέλθει στο ελληνικό έδαφος και τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα της καταγωγής του, ζητώντας προστασία. Πριν από τη συνέντευξη χορηγείται στον αιτούντα, εφόσον επιθυμεί, εύλογος χρόνος, προκειμένου να προετοιμασθεί κατάλληλα και να συμβουλευθεί συνήγορο που θα τον επικουρεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο εύλογος χρόνος καθορίζεται από την Υπηρεσία που εξετάζει τον αιτούντα και δεν δύναται, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρατάσεων, να υπερβεί τους τρεις μήνες. Η Υπηρεσία εφοδιάζει τον αιτούντα με υπηρεσιακό σημείωμα, στο οποίο, εκτός από τα στοιχεία της ταυτότητος του αιτούντος, ανα− γράφεται η ακριβής ημερομηνία της συνέντευξης και το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου που πρόκειται να τον εξετάσει. ΄Οταν η συνέντευξη αφορά γυναίκα, η οποία λόγω των εμπειριών της ή για λόγους πολιτιστικούς
δυσκολεύεται να εκθέσει τους λόγους της αίτησής της, λαμβάνεται ειδική μέριμνα, ώστε η συνέντευξη, να διεξάγεται από ειδικευμένη γυναίκα υπάλληλο, παρουσία γυναίκας διερμηνέα. Για κάθε εξαρτώμενο ενήλικο μέλος της οικογένειας διεξάγεται ξεχωριστή προσωπική συνέντευξη. Για τους ανήλικους, διεξάγεται προσωπική συνέντευξη, λαμβανομένης υπόψη της ωριμότητάς τους και των ψυχολογικών συνεπειών των τραυματικών βιωμάτων τους.
2. Η προσωπική συνέντευξη μπορεί να παραλειφθεί όταν:
α. η αποφαινόμενη αρχή μπορεί να λάβει θετική απόφαση, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία.
β. η αρμόδια αρχή είχε ήδη συνάντηση με τον αιτούντα για να τον βοηθήσει στη συμπλήρωση της αίτησής του και στην υποβολή των ουσιωδών πληροφοριών που αφορούν την αίτηση, οι οποίες συνίστανται σε δηλώσεις του αιτούντος και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό καθώς και το ιστορικό των μελών της οικογένειάς του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, τα δρομολόγια που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητά διεθνή προστασία.
γ. η αποφαινόμενη αρχή, έπειτα από πλήρη εξέταση των πληροφοριών που έδωσε ο αιτών, θεωρεί την αίτηση ως προδήλως αβάσιμη κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις περιπτώσεις α΄, στ΄, ζ΄ και θ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 17, όταν η χώρα καταγωγής του αιτούντα είναι ασφαλής, σύμφωνα με το άρθρο 22 ή ο αιτών προέρχεται από τρίτη ασφαλή χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 20.
δ. δεν είναι αντικειμενικά δυνατή, ιδίως όταν ο αιτών δεν είναι σε θέση ή δεν μπορεί για λόγους που οφείλονται σε μόνιμες καταστάσεις ανεξάρτητες από τη θέλησή του να συμμετάσχει στη συνέντευξη. Εάν υπάρχουν αμφιβολίες, οι αρμόδιες αρχές υποβολής και εξέτασης μπορούν να ζητήσουν από δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα σχετική βεβαίωση ιατρού ή ψυχολόγου.
3. Όταν στον αιτούντα ή στο εξαρτώμενο μέλος δεν παρέχεται η ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ της προηγούμενης παραγράφου, η αποφαινόμενη αρχή γνωστοποιεί σ’ αυτούς τη δυνατότητα να υποβάλλουν συμπληρωματικά στοιχεία.
4. Η έλλειψη προσωπικής συνέντευξης κατά τα προαναφερόμενα δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου.
Σε περίπτωση παράλειψης της συνέντευξης, η αποφαινόμενη αρχή στην απόφασή της με την οποία απορρίπτει το αίτημα διαλαμβάνει αιτιολογημένη κρίση για τους λόγους που δικαιολόγησαν την παράλειψη αυτή.
5. Η έλλειψη προσωπικής συνέντευξης στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παρ. 2 δεν επιδρά δυσμενώς στην απόφαση της αποφαινόμενης αρχής.
6. Η προσωπική συνέντευξη γίνεται χωρίς την παρουσία των μελών της οικογένειας του αιτούντος, εκτός εάν η αρμόδια αρχή υποβολής και εξέτασης κρίνει ότι η παρουσία τους είναι απαραίτητη.
7. Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν την απαιτούμενη εμπιστευτικότητα.
8. Κατά την προσωπική συνέντευξη λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν τη διεξαγωγή
της σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτούντα να παρουσιάσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του.
Για το σκοπό αυτό:
α. οι αρμόδιοι υπάλληλοι που διεξάγουν τη συνέντευξη πρέπει να διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσουν τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που αφορούν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής ή ευαισθησίας του αιτούντα.
Ειδικότερα, επιβάλλεται όπως οι ως άνω υπάλληλοι επιμορφώνονται για τις ειδικές ανάγκες των γυναικών, των παιδιών, των θυμάτων βίας και βασανιστηρίων.
β. επιλέγεται διερμηνέας ικανός να εξασφαλίσει την αναγκαία επικοινωνία σε γλώσσα που να κατανοεί ο αιτών.
9. Για κάθε προσωπική συνέντευξη συντάσσεται έκθεση, η οποία περιλαμβάνει τις βασικές πληροφορίες
που επικαλέστηκε ο αιτών για την υποστήριξη του αιτήματός του.
10. Ο αιτών δικαιούται να λαμβάνει οποτεδήποτε, αντίγραφο της έκθεσης που συντάσσεται στο πλαίσιο της προσωπικής συνέντευξης.
11. Ο αιτών καλείται να βεβαιώσει το περιεχόμενο της έκθεσης, υπογράφοντας με τη συνδρομή διερμηνέα που επίσης υπογράφει. Όταν ο αιτών αρνείται να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της έκθεσης οι λόγοι άρνησης καταχωρίζονται στο σώμα της έκθεσης. Η άρνηση του αιτούντα να βεβαιώσει το περιεχόμενο της έκθεσης, δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λάβει απόφαση επί της αίτησής του.
12. Αν υπάρξουν σοβαρές ενδείξεις στο πλαίσιο της συνέντευξης ότι ο αιτών είναι θύμα βασανιστηρίων, παραπέμπεται σε εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο ή σε ιατρό ή ψυχολόγο δημοσίου νοσηλευτικού ιδρύματος, προκειμένου να γνωματεύσει για την ύπαρξη ή μη κακώσεων ή ενδείξεων βασανιστηρίων.
13. Οι προαναφερόμενες εγγυήσεις τηρούνται και κατά τη διαδικασία εξέτασης των προσφυγών ή κατά τη συμπληρωματική εξέταση. Οι προβλεπόμενες στις διατάξεις των παραγράφων 6 έως 12 εγγυήσεις της διαδικασίας εφαρμόζονται και στη συνάντηση με την αρμόδια για την παραλαβή του αιτήματος αρχή της περίπτωσης
β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 11
(Άρθρο 15 και 16 Οδηγίας)
Νομική συνδρομή και εκπροσώπηση
1. Οι αιτούντες άσυλο έχουν δικαίωμα να συμβουλεύονται με δαπάνη τους νομικό ή άλλο σύμβουλο σε θέματα σχετικά με την αίτησή τους.
2. Σε περίπτωση άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της απορριπτικής απόφασης του άρθρου 29 στον αιτούντα άσυλο παρέχεται δωρεάν νομική βοήθεια κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 3226/2004 (Α΄− 24), εφόσον κατά την κρίση του δικαστή, η αίτηση ακύρωσης δεν είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.
3. Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τους αιτούντες έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες του φακέλου τους, εφόσον αυτές σχετίζονται με την εξέταση της αίτησης.
Κατ΄ εξαίρεση, δεν παρέχεται πρόσβαση σε απόρρητα στοιχεία του φακέλου, εφόσον η αποφαινόμενη αρχή, με αιτιολογημένη πράξη της, κρίνει ότι η αποκάλυψη των πληροφοριών ή των πηγών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια, την ασφάλεια των οργανισμών ή προσώπων που παρέχουν τις πληροφορίες ή την ασφάλεια των προσώπων τα οποία αφορούν οι πληροφορίες ή αν ζημιώνονται οι ερευνητικές πτυχές σχετικά με την εξέταση των αιτήσεων από τις αρμόδιες αρχές υποβολής και εξέτασης ή οι διεθνείς σχέσεις της χώρας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την εξέταση των προβλεπομένων στο άρθρο 29 αιτήσεων ακυρώσεως έχει σε κάθε περίπτωση πρόσβαση στις απόρρητες πληροφορίες ή πηγές της παρούσας παραγράφου.
4. Οι νομικοί και άλλοι σύμβουλοι που εκπροσωπούν ή παρέχουν συνδρομή στους αιτούντες, έχουν πρόσβαση σε κλειστές ζώνες, όπως χώρους κράτησης και ζώνες διέλευσης, για να επικοινωνούν με τους αιτούντες, σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης, μπορούν να περιορίσουν τη δυνατότητα πρόσβασης νομικών ή άλλων συμβούλων σε κλειστές ζώνες, μόνο όταν οι εν λόγω περιορισμοί, κρίνονται αντικειμενικά απαραίτητοι για την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή τη διοικητική διαχείριση της ζώνης ή για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εξέτασης της αίτησης, υπό τον όρο ότι η πρόσβαση από τον νομικό ή άλλο σύμβουλο δεν περιορίζεται υπερβολικά, ούτε καθίσταται αδύνατη.
5. Οι νομικοί και άλλοι σύμβουλοι δικαιούνται να παρέχουν κάθε νόμιμη συνδρομή στον αιτούντα σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και να παρίστανται με τους αιτούντες που εκπροσωπούν στην προσωπική συνέντευξη. Η απουσία του νομικού ή άλλου συμβούλου δεν εμποδίζει την ως άνω αρχή στη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης.

Άρθρο 12
(Άρθρο 17 Οδηγίας)
Αιτήσεις ασυνόδευτων ανήλικων
1. Οι αρμόδιες αρχές, όταν υποβάλλεται αίτηση από ασυνόδευτους ανήλικους, ενεργούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του π.δ.220/2007 (Α΄− 251) για το διορισμό επιτρόπου του ανηλίκου. Στον επίτροπο παρέχεται η ευκαιρία να ενημερώνει τον ασυνόδευτο ανήλικο, για τη σημασία και τις πιθανές συνέπειες της προσωπικής συνέντευξης, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προετοιμασθεί για την προσωπική συνέντευξη, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο. Στον επίτροπο επιτρέπεται να παρίσταται στην εν λόγω προσωπική συνέντευξη και να υποβάλει ερωτήσεις ή παρατηρήσεις προς διευκόλυνση της διαδικασίας. Σε καμία περίπτωση δεν διεξάγεται προσωπική συνέντευξη, χωρίς την παρουσία του ασυνόδευτου ανήλικου.
2. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης δεν υποχρεούνται να ενημερώσουν τον κατά τόπον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον ο ασυνόδευτος ανήλικος:
α. θα ενηλικιωθεί, κατά πάσα πιθανότητα προτού ληφθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό, ή,
β. είναι ή ήταν έγγαμος, ή,
γ. ο ενεργών την εξέταση διαπιστώνει ότι έχει την ωριμότητα να αντιληφθεί τη σημασία της πράξης του, είναι σε θέση να υποστηρίξει το αίτημά του και είναι άνω των 16 ετών.
3. Οι υπάλληλοι που διεξάγουν προσωπικές συνεντεύξεις με τους ασυνόδευτους ανήλικους καθώς και οι υπάλληλοι της κεντρικής αρχής που εισηγούνται την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης του ασυνόδευτου ανήλικου διαθέτουν τις αναγκαίες γνώσεις σχετικά με τις ειδικές ανάγκες των ανήλικων.
4. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης μπορούν να χρησιμοποιούν ιατρικές εξετάσεις για τον
προσδιορισμό της ηλικίας των ασυνόδευτων ανηλίκων στο πλαίσιο της εξέτασης αιτήσεως. Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται ιατρικές εξετάσεις, λαμβάνεται μέριμνα ώστε:
α. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι να ενημερώνονται, πριν από την εξέταση της αίτησής τους και σε γλώσσα την οποία κατανοούν, για τη δυνατότητα προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρική εξέταση, για τη μέθοδο της εξέτασης, τις ενδεχόμενες συνέπειες των αποτελεσμάτων της ιατρικής εξέτασης στην εξέταση της αίτησης καθώς και τις συνέπειες της άρνησης του ασυνόδευτου ανηλίκου να υποβληθεί στην ιατρική εξέταση.
β. οι ασυνόδευτοι ανήλικοι ή οι εκπρόσωποί τους να συναινούν στη διενέργεια εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας των συγκεκριμένων ανηλίκων.
γ. η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασυνόδευτου ανηλίκου που αρνήθηκε να υποβληθεί σε αυτή την ιατρική εξέταση να μη βασίζεται μόνο στην άρνηση αυτή.
δ. μέχρι την ολοκλήρωση της ιατρικής εξέτασης, το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ανήλικο έχει ανάλογη μεταχείριση ως ανήλικο.
5. Το γεγονός ότι ένας ασυνόδευτος ανήλικος έχει αρνηθεί να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση δεν εμποδίζει την αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει απόφαση επί της αιτήσεως ασύλου.
6. Η διασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13
(Άρθρο 18 Οδηγίας)
Κράτηση των αιτούντων
1. Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, που αιτείται τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα, δεν κρατείται για μόνο το λόγο ότι εισήλθε και παραμένει παράνομα στη χώρα. Το πρόσωπο που υποβάλλει αίτημα για τη χορήγηση ασύλου, κατά το χρόνο που κρατείται και εκκρεμεί σε βάρος του διαδικασία απέλασης, παραμένει υπό κράτηση και η αίτησή του εξετάζεται με απόλυτη προτεραιότητα. Μέχρι την ολοκλήρωση της διοικητικής διαδικασίας ασύλου δεν απελαύνεται.
2. Ο οικείος Αστυνομικός Διευθυντής και προκειμένου περί Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Αττικής και Θεσσαλονίκης ο αρμόδιος για θέματα αλλοδαπών Αστυνομικός Διευθυντής ή ανώτερος αξιωματικός, που ορίζεται από τον οικείο Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή, μπορεί με απόφασή του και σε συνεργασία με την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, να περιορίζει τους αιτούντες άσυλο σε κατάλληλο χώρο όταν, και για όσο χρόνο, τούτο απαιτείται για τον προσδιορισμό των συνθηκών εισόδου, της ταυτότητας και προέλευσης των μαζικά λάθρα εισερχόμενων αιτούντων ή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας τάξης ή όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την ταχεία και αποτελεσματική διεκπεραίωση της ως άνω διαδικασίας. Το χρονικό διάστημα του περιορισμού σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες.
3. Οι αιτούντες άσυλο που κρατούνται ή περιορίζονται σε κατάλληλο χώρο σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους έχουν τα δικαιώματα προσφυγής και υποβολής αντιρρήσεων που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 76 του ν. 3386/2005.
4. Στις περιπτώσεις κράτησης ή περιορισμού των αιτούντων, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης, με την επιφύλαξη των διεθνών και εθνικών κανόνων δικαίου που διέπουν την κράτηση, εφαρμόζουν τα ακόλουθα:
α. μεριμνούν ώστε οι γυναίκες να κρατούνται ή τίθενται υπό περιορισμό σε χώρο χωριστά από τους άντρες.
β. αποφεύγουν την κράτηση ή τον περιορισμό των ανήλικων, ειδικότερα των παιδιών που έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους και των ασυνόδευτων ανηλίκων.
γ. αποφεύγουν την κράτηση ή τον περιορισμό εγκύων σε προχωρημένη εγκυμοσύνη ή λεχώνων.
δ. παρέχουν στους κρατούμενους ή στους υπό περιορισμό τελούντες την προσήκουσα ιατρική φροντίδα.
ε. διασφαλίζουν το δικαίωμα για νομική εκπροσώπηση των κρατούμενων ή των υπό περιορισμό τελούντων.
στ. μεριμνούν ώστε οι κρατούμενοι να ενημερώνονται για τους λόγους και τη διάρκεια της κράτησης.
5. Τα παραπάνω ισχύουν και για τους αιτούντες των οποίων η αίτηση κρίνεται αβάσιμη ή απαράδεκτη.

Άρθρο 14
(Άρθρα 19 και 20 Οδηγίας)
Παραίτηση από την αίτηση - ανάκληση
1. Όταν ο αιτών παραιτείται εγγράφως από την αίτησή του, η αποφαινόμενη αρχή έχει διακριτική ευχέρεια είτε να απορρίψει την αίτηση, είτε να διακόψει την εξέταση της αίτησης χωρίς λήψη απόφασης, επισυνάπτοντας σχετικό σημείωμα στον φάκελο του αιτούντος. Στην περίπτωση απόρριψης της αίτησης η αποφαινόμενη αρχή αιτιολογεί επαρκώς τη σχετική κρίση της.
2. Όταν υπάρχει εύλογη αιτία να θεωρείται ότι ο αιτών έχει σιωπηρά ανακαλέσει την αίτησή του, η αποφαινόμενη αρχή είτε απορρίπτει την αίτηση, μετά από κατ’ ουσίαν εξέταση της υπόθεσης είτε διακόπτει την εξέταση αυτής με την αιτιολογία ότι ο αιτών δεν έχει αποδείξει ότι δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.
Θεωρείται ότι ο αιτών έχει ανακαλέσει σιωπηρά την αίτησή του για άσυλο ή έχει υπαναχωρήσει από αυτή ιδίως όταν διαπιστώνεται ότι:
α. δεν ανταποκρίθηκε σε αιτήματα για παροχή πληροφοριών με ουσιώδη σημασία για την αίτησή του, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ (L− 304/30.9.2004), ή
β. δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, εκτός εάν αποδείξει εντός χρονικού διαστήματος που δεν ξεπερνά τις τριάντα (30) ημέρες από την προγραμματισμένη εξέταση, ότι η απουσία του αυτή οφείλεται σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του, ή,
γ. διέφυγε από το μέρος που βρισκόταν υπό κράτηση, ή,
δ. αναχώρησε από το μέρος που διέμενε, χωρίς να ζητήσει άδεια ή να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές, ή,
ε. δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση αναφοράς κατά το εδ. α της παρ. 1 του άρθρου 9, ή άλλη υποχρέωση επικοινωνίας, εντός (30) ημερών.
3. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης για διακοπή της εξέτασης της αίτησης ασύλου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητήσει από την αποφαινόμενη αρχή την εκ νέου εξέταση της υπόθεσής του, εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της απόφασης. Μέχρι την οριστική κρίση της ως άνω αίτησης, ο αιτών δεν απελαύνεται από τη Χώρα. Στις περιπτώσεις εκτέλεσης μεταφοράς αλλοδαπών στη Χώρα, στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού 343/2003 του Συμβουλίου, τυχόν εκδοθείσα απόφαση διακοπής της αποφαινόμενης αρχής ανακαλείται αυτοδικαίως.

Άρθρο 15
(΄Αρθρο 21 Οδηγίας)
Ο ρόλος της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες
1. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται επί των αιτήσεων ασύλου, καθώς και οι αποφάσεις με τις οποίες ανακαλείται ή ακυρώνεται το καθεστώς του πρόσφυγα, κοινοποιούνται στην αντιπροσωπεία της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.
2. Η ΄Υπατη Αρμοστεία ΟΗΕ:
α. έχει πρόσβαση σε πληροφορίες ή στοιχεία που αφορούν στην εξέλιξη της εξέτασης του αιτήματος για παροχή ασύλου, εφόσον ο ενδιαφερόμενος συναινεί ρητά. Περί της συναίνεσης γίνεται μνεία στην έκθεση που συντάσσεται κατά την προσωπική συνέντευξη. Η΄Υπατη Αρμοστεία μπορεί να εκθέτει τις απόψεις της ή να παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης.
β. δύναται να επισκέπτεται, δια των εκπροσώπων της, χώρους κράτησης όπου βρίσκονται αιτούντες άσυλο, κατά το χρόνο που κρατούνται για οποιονδήποτε λόγο ή βρίσκονται στη ζώνη διερχομένων αερολιμένα ή λιμένα, στην οποία η πρόσβαση αυτών είναι ελεύθερη. Για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας των αιτούντων με τους ανωτέρω εκπρόσωπους, διατίθεται κατάλληλος χώρος από την Υπηρεσία που δέχεται το αίτημα ή στην οποία κρατούνται.
γ. παρουσιάζει τις απόψεις της κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της, βάσει του άρθρου 35 της Σύμβασης της Γενεύης, ενώπιον των αρμοδίων αρχών σχετικά με τις αιτήσεις ασύλου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
3. Στην Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες παρέχονται τα στατιστικά δεδομένα που επιτρέπουν την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου της, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 35 της Σύμβασης της Γενεύης.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται και για τις οργανώσεις οι οποίες, με βάση ειδική συμφωνία, ενεργούν για λογαριασμό της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Άρθρο 16
(Άρθρο 22 Οδηγίας)
Πληροφορίες σχετικά με ατομικές περιπτώσεις
Για το σκοπό της εξέτασης ατομικών περιπτώσεων οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης, η κεντρική αρχή και οι αρμόδιες αρχές απόφασης, οφείλουν:
α. να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που αφορούν ατομικές αιτήσεις ή το γεγονός ότι έχει υποβληθεί αίτηση στους φερόμενους ως διώκτες του αιτούντος
β. να μην ζητούν πληροφορίες από τους φερόμενους ως διώκτες του αιτούντος κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί άμεσα ή έμμεσα το γεγονός ότι ο αιτών έχει υποβάλει αίτηση και θα έθετε σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητά του και των εξαρτώμενων από αυτόν προσώπων ή την ελευθερία και την ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να ζουν στη χώρα καταγωγής.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΒΑΘΜΟ
Άρθρο 17
(Άρθρο 23 Οδηγίας)
Διαδικασία εξέτασης
1. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης αιτήματος ασύλου εξετάζουν τις αιτήσεις σύμφωνα με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις του Κεφαλαίου Β΄.
2. Η εξέταση των αιτήσεων ολοκληρώνεται το ταχύτερο δυνατόν. Στις περιπτώσεις που η εξέταση διαρκεί πέραν του εξαμήνου ο αιτών έχει δικαίωμα να ζητά πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης για το χρόνο κατά τον οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αιτήσεως. Η ενημέρωση αυτή δε θεμελιώνει υποχρέωση των ανωτέρω αρχών να λάβουν απόφαση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας.
3. Οι αιτήσεις ασύλου εξετάζονται με ταχύρυθμη διαδικασία, όταν είναι προδήλως αβάσιμες, ή όταν ο αιτών προέρχεται από ασφαλή χώρα καταγωγής κατά το άρθρο 22 ή από ασφαλή τρίτη χώρα, κατά το άρθρο 20. Προδήλως αβάσιμες θεωρούνται οι αιτήσεις, όταν ο αιτών:
α. κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των περιστατικών, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ ή ελάχιστης σημασίας για τον χαρακτηρισμό του ως πρόσφυγα.
β. προδήλως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας ή ως δικαιούμενος να λάβει το καθεστώς του πρόσφυγα δυνάμει της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου.
γ. παραπλάνησε τις αρχές με την παρουσίαση ψευδών πληροφοριών ή εγγράφων ή με την απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ή εγγράφων όσον αφορά την ταυτότητα ή την εθνικότητά του, που μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόφαση.
δ. υπέβαλε άλλη αίτηση στην οποία δηλώνει άλλα προσωπικά δεδομένα.
ε. δεν έχει παράσχει πληροφορίες ώστε να αποδειχθεί με εύλογο βαθμό βεβαιότητας η ταυτότητα ή η εθνικότητά του ή είναι πιθανόν ότι έχει καταστρέψει ή πετάξει κακόπιστα έγγραφο ταυτότητας ή ταξιδιωτικό έγγραφο που θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας ή της εθνικότητάς του.
στ. έχει παρουσιάσει ασυνεπείς, αντιφατικές, απίθανες ή μη τεκμηριωμένες πληροφορίες που καθιστούν σαφώς μη πειστική τη δήλωσή του ότι αποτέλεσε θύμα διώξεων.
ζ. έχει υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση στην οποία δεν επικαλείται κανένα νέο κρίσιμο στοιχείο σχετικά με την προσωπική του κατάσταση ή την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του.
η. παρέλειψε, χωρίς εύλογη αιτία, να υποβάλει την αίτησή του ενωρίτερα, ενώ είχε κάθε δυνατότητα να το πράξει.
θ. υπέβαλε την αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απέλασή του.
ι. παρέλειψε να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης ή παρέλειψε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις των άρθρων 9 παρ. 1, περιπτ. α΄ και β΄ ή συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 14 παρ. 2.
ια. εισήλθε παράνομα στη χώρα ή παρέτεινε παράνομα την παραμονή του σε αυτή και, χωρίς εύλογη αιτία, δεν παρουσιάσθηκε στις αρχές ούτε υπέβαλε αίτηση το συντομότερο δυνατόν λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της εισόδου του.
ιβ. συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της χώρας ή έχει απελαθεί για σοβαρούς λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης.
ιγ. αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση να υποβληθεί σε λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, σύμφωνα με την οικεία κοινοτική ή εθνική νομοθεσία.
ιδ. είναι άγαμος ανήλικος και έχει ήδη υποβληθεί αίτηση από γονέα του κατά το άρθρο 4 παρ. 2 η οποία απορρίφθηκε και η αίτηση του ανηλίκου δεν επικαλείται νέα κρίσιμα στοιχεία σχετικά με την προσωπική του κατάσταση ή την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του.
4. Στις περιπτώσεις της παρ. 3 οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης αίτησης ασύλου ολοκληρώνουν την διαδικασία εξέτασης και υποβάλλουν ολοκληρωμένο το φάκελο μαζί με σχετική πρότασή στην κεντρική αρχή εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της αίτησης. Επί της αιτήσεως, αποφαίνεται ο Προϊστάμενος του Τμήματος Πολιτικού Ασύλου και Προσφύγων της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.

Άρθρο 18
(Άρθρο 25 Οδηγίας)
Απαράδεκτες αιτήσεις

Η αίτηση είναι απαράδεκτη όταν:
α. έχει χορηγηθεί στον αιτούντα καθεστώς πρόσφυγα από άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε.
β. έχει χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας ή άδεια παραμονής στον αιτούντα ο οποίος επωφελείται, μεταξύ άλλων, από την αρχή της μη επαναπροώθησης από χώρα που δεν είναι κράτος μέλος της Ε.Ε. και θεωρείται ως ασφαλής τρίτη χώρα για αυτόν, σύμφωνα με το άρθρο 20, ή ως πρώτη χώρα ασύλου, σύμφωνα με το άρθρο 19.
γ. άλλο κράτος μέλος έχει αναλάβει την ευθύνη εξέτασής της κατ΄ εφαρμογή του Κανονισμού 343/2003, του Συμβουλίου.
δ. ο αιτών υπέβαλε όμοια αίτηση μετά από τελεσίδικη απόφαση της αποφαινόμενης αρχής ή της επιτροπής προσφυγών.
ε. πρόσωπο εξαρτώμενο από τον αιτούντα υποβάλλει ξεχωριστή αίτηση, αφού το πρόσωπο αυτό έχει ήδη συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 4, να συμπεριληφθεί η περίπτωσή του ως τμήμα αίτησης υποβαλλόμενης για λογαριασμό του και δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με την κατάσταση του προσώπου αυτού τα οποία να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης.

Άρθρο 19
(΄Αρθρο 26 Οδηγίας)
Πρώτη χώρα ασύλου
1. Μία χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη χώρα ασύλου για τον αιτούντα εάν:
α. έχει αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας από τη χώρα αυτή και απολαμβάνει ακόμη της σχετικής προστασίας, ή,
β. απολαμβάνει άλλης επαρκούς προστασίας στην εν λόγω χώρα, επωφελούμενος μεταξύ άλλων από την αρχή της μη επαναπροώθησης, με την προϋπόθεση ότι θα γίνει εκ νέου δεκτός στη χώρα αυτή.
2. Κατά την εφαρμογή της έννοιας της πρώτης χώρας ασύλου για τον αιτούντα άσυλο, μπορεί να ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο του άρθρου 20 παράγραφος 1.

Άρθρο 20
(΄Αρθρο 27 Οδηγίας)
Ασφαλείς τρίτες χώρες
1. Ασφαλείς τρίτες χώρες θεωρούνται εκείνες στις οποίες η μεταχείριση του αιτούντος, πληροί τα εξής κριτήρια:
α. δεν απειλούνται η ζωή και η ελευθερία λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικών πεποιθήσεων, και
β. τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, και
γ. τηρείται η απαγόρευση της απομάκρυνσης κατά παράβαση του δικαιώματος αποφυγής των βασανιστηρίων και της σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, όπως ορίζεται στο διεθνές δίκαιο, και
δ. υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης.
2. Σε περίπτωση έκδοσης απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά στο παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης, ενημερώνουν σχετικά τον αιτούντα, και του χορηγούν έγγραφο με το οποίο ενημερώνονται οι αρχές της εν λόγω τρίτης χώρας ότι η αίτηση δεν έχει εξετασθεί επί της ουσίας.
3. Όταν η τρίτη χώρα δεν επιτρέπει στον αιτούντα να εισέλθει στο έδαφός της, το αίτημά του εξετάζεται επί της ουσίας από τις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης.
4. Η κεντρική αρχή ενημερώνει κάθε έτος την Επιτροπή σχετικά με τις τρίτες χώρες που θεωρούνται ότι πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 1 και δεν περιλαμβάνονται στον κοινό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής που θεσπίζει το Συμβούλιο της Ε.Ε.

Άρθρο 21
(Άρθρο 28 Οδηγίας)
Αβάσιμες αιτήσεις

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 14, η αποφαινόμενη αρχή απορρίπτει ως αβάσιμη την αίτηση, εφόσον αποδείξει ότι ο αιτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως πρόσφυγας κατά τις κείμενες διατάξεις. Στην απόφαση γίνεται μνεία για την προθεσμία προς άσκηση προσφυγής καθώς και για τις συνέπειες της παρόδου άπρακτης της προθεσμίας αυτής.
2. Η απόφαση επιδίδεται στον αιτούντα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1 και 2 και αφαιρείται το χορηγηθέν δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού. Το περιεχόμενο της απόφασης ανακοινώνεται και προφορικά στον αιτούντα σε γλώσσα που κατανοεί και περί της ανακοίνωσης αυτής γίνεται μνεία στο αποδεικτικό επίδοσης.

Άρθρο 22
(Άρθρα 30 και 31 Οδηγίας)
Ασφαλείς χώρες καταγωγής
1. «Ασφαλείς χώρες καταγωγής» είναι:
α. όσες περιλαμβάνονται στον κοινό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής του Συμβουλίου Ε.Ε.
β. οι τρίτες χώρες, πέραν εκείνων της περίπτωσης α΄, οι οποίες περιλαμβάνονται στον εθνικό κατάλογο ασφαλών χωρών καταγωγής, που καταρτίζει και τηρεί για την εξέταση αίτησης ασύλου η κεντρική αρχή μετά από αξιολόγηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3 και 4. Για την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη σχετικές πληροφορίες από άλλα κράτη και διεθνείς οργανισμούς όπως η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και το Συμβούλιο της Ευρώπης. Στον εθνικό κατάλογο χωρών μπορεί να περιλαμβάνονται και τμήματα χώρας, εφόσον αυτά πληρούν τους όρους των παραγράφων 3 και 4. Η αξιολόγηση αυτή επαναλαμβάνεται περιοδικά ανά έτος λαμβάνοντας υπόψη τις αλλαγές της κατάστασης σε κάθε χώρα. Ο εθνικός κατάλογος χωρών καταγωγής κοινοποιείται από την κεντρική αρχή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
2. Μια τρίτη χώρα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής για τον αιτούντα, μόνον εφόσον μετά την εξέταση της αίτησης αποδειχθεί ότι ο αιτών:
α. έχει την ιθαγένεια αυτής της χώρας ή είναι ανιθαγενής και είχε την προηγούμενη συνήθη διαμονή του στη χώρα αυτή, και
β. δεν επικαλείται σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα δεν είναι ασφαλής χώρα καταγωγής για τον ίδιο όσον αφορά την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα κατά τις κείμενες διατάξεις.
3. Μια χώρα θεωρείται ως ασφαλής χώρα καταγωγής αν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία και την εφαρμογή του δικαίου στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, καταδεικνύεται σαφώς ότι τα πρόσωπα στις συγκεκριμένες τρίτες χώρες δεν υφίστανται δίωξη, γενικά και μόνιμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2004/83/ΕΚ (L−304/30.9.2004), ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή που προκύπτει από τη χρήση γενικευμένης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.
4. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή της κακομεταχείρισης μέσω:
α. των σχετικών νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων της χώρας και του τρόπου εφαρμογής τους.
β. της τήρησης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που προβλέπονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και στη Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων, ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ΕΣΔΑ.
γ. της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης και
δ. της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβιάσεων των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Άρθρο 23
(Άρθρα 32 και 34 παρ. 1 Οδηγίας)
Μεταγενέστερες αιτήσεις

1. Όταν ο αιτών άσυλο προβαίνει σε περαιτέρω ενέργειες ή υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης, εξετάζουν τις ενέργειες αυτές ή τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης, σε συνδυασμό με τα στοιχεία της αρχικής αίτησης ή και της προσφυγής.
2. Η μεταγενέστερη αίτηση εξετάζεται κατ’ αρχήν σε προκαταρκτικό στάδιο κατά το οποίο ερευνάται εάν ο αιτών έχει υποβάλει νέα ουσιώδη στοιχεία. Ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Αλλοδαπών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας αποφασίζει επ΄ αυτού και παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα άσκησης προσφυγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 25.
3. Οι αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης διασφαλίζουν στους αιτούντες, των οποίων η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο ότι απολαμβάνουν τις εγγυήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8.
4. Μέχρι την έκδοση οριστικής κατά το προκαταρκτικό στάδιο απόφασης, αναστέλλεται η εκτέλεση κάθε μέτρου απέλασης ή μέτρου απομάκρυνσης που υφίσταται σε βάρος τους.
5. Εάν μετά την προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παρ. 2 του παρόντος προκύψουν ή υποβληθούν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες παροχής καθεστώτος ασύλου, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β΄.
6. Η διαδικασία του παρόντος άρθρου μπορεί να εφαρμόζεται επίσης και στην περίπτωση εξαρτωμένου προσώπου το οποίο υποβάλλει αίτηση αφού έχει συναινέσει, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2, να αποτελέσει η περίπτωσή του τμήμα αίτησης η οποία υποβάλλεται για λογαριασμό του. Σε αυτή την περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου θα αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη στοιχείων που να δικαιολογούν την υποβολή χωριστής αίτησης εκ μέρους του εξαρτωμένου προσώπου.

Άρθρο 24
(Άρθρο 35 Οδηγίας)
Διαδικασίες στα σύνορα
1. Στις περιπτώσεις που υποβάλλονται αιτήσεις ασύλου στα σύνορα ή στις ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων της χώρας, ακολουθείται η ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 17, και οι αιτούντες απολαμβάνουν του δικαιώματος της παρ. 1 του άρθρου 11, ως και όλων των εγγυήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 12.
2. Αν δεν ληφθεί οριστική απόφαση επί της αίτησης, εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων, επιτρέπεται στον αιτούντα η είσοδος στο έδαφος της χώρας, προκειμένου να εξετασθεί η αίτησή του, σύμφωνα με τις λοιπές διατάξεις.
3. Στις περιπτώσεις όπου η ταχύρυθμη διαδικασία της παραγράφου 1 είναι αντικειμενικά αδύνατο να εφαρμοστεί στα σύνορα ή τις ζώνες διέλευσης λιμένων ή αερολιμένων, ιδίως λόγω άφιξης μεγάλου αριθμού προσώπων που υποβάλουν αίτηση ασύλου, η ταχύρυθμη διαδικασία μπορεί να εφαρμόζεται σε άλλους χώρους πλησίον των συνόρων ή της ζώνης διέλευσης στους οποίους φιλοξενούνται τα προαναφερόμενα πρόσωπα.
4. Στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου που απορρίπτεται αίτηση ασύλου και εκδίδεται απόφαση απέλασης η εκτέλεση της οποίας αναστέλλεται λόγω άσκησης ενδίκων μέσων, επιτρέπεται η άνευ διαβατηριακών διατυπώσεων είσοδος του αιτούντος στη χώρα μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως ακυρώσεως. Ο ενδιαφερόμενος οφείλει να παρουσιασθεί το συντομότερο στην κατά τόπο αρμόδια αρχή παραλαβής και εξέτασης για να δηλώσει διεύθυνση διαμονής και να του χορηγηθεί δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΑΘΜΟ
Άρθρο 25
Δικαίωμα άσκησης προσφυγής

1. Ο αιτών δικαιούται να προσφύγει ενώπιον της οριζόμενης από το άρθρο 26 Επιτροπής Προσφυγών ως εξής:
α. κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτηση ασύλου ή μεταγενέστερη αίτηση ως αβάσιμη ή ανακαλεί το καθεστώς ασύλου εντός τριάντα (30) ημερών από της επιδόσεως.
β. κατά της απόφασης που κρίνει την αίτηση ασύλου ως απαράδεκτη εντός δέκα (10) ημερών από της επιδόσεως.
γ. κατά της απόφασης που απορρίπτει αίτημα ασύλου στις περιπτώσεις του άρθρου 24 εντός οκτώ (8) ημερών από της επιδόσεως.
2. Η ως άνω προσφυγή κατατίθεται αυτοπροσώπως στις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης. Κατά το χρόνο που επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ως και μετά την άσκησή της αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης του αιτούντος μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της Επιτροπής Προσφυγών.

Άρθρο 26
Αρχή εξέτασης των Προσφυγών - Επιτροπή Προσφυγών
1. Συνιστάται Επιτροπή Προσφυγών που λειτουργεί στο Υπουργείο Εσωτερικών (Γενική Γραμματεία Δημόσιας Τάξης) και αποτελείται από ένα μέλος του κυρίως προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που υπηρετεί στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Τάξης του Υπουργείου Εσωτερικών το οποίο ορίζεται με πράξη του προϊσταμένου του ιδίου Γραφείου, ως Πρόεδρο και ως μέλη από έναν εκπρόσωπο της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, έναν εκπρόσωπο του διπλωματικού κλάδου του Υπουργείου Εξωτερικών, έναν εκπρόσωπο της Διεύθυνσης Αλλοδαπών/Τμήματος Ασύλου, έναν εκπρόσωπο της Υ.Α./Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες και έναν εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Δεν μετέχει στην Επιτροπή ως εκπρόσωπος της Διεύθυνσης Αλλοδαπών το πρόσωπο που εξέδωσε σε πρώτο βαθμό την προσβαλλόμενη στην Επιτροπή απόφαση.
2. Η Επιτροπή Προσφυγών συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών. Με την ίδια απόφαση μπορεί να συγκροτούνται περισσότερες επιτροπές προσφυγών, ο πρόεδρος και τα μέλη των οποίων έχουν τις ιδιότητες που ορίζονται στην παράγραφο 1.
3. Η Επιτροπή συνέρχεται με πρόσκληση του Προέδρου, η οποία κοινοποιείται στα μέλη αυτής πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση, προκειμένου να λάβουν γνώση των στοιχείων της υπόθεσης. Στην Επιτροπή εξασφαλίζεται γραμματειακή υποστήριξη από ανάλογο αριθμό αστυνομικών και πολιτικών υπαλλήλων του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.
4. Η Επιτροπή καλεί τον προσφεύγοντα, ο οποίος ενημερώνεται έγκαιρα σε γλώσσα που κατανοεί για τον τόπο και την ημερομηνία εξέτασης της προσφυγής του, καθώς και το δικαίωμά του, να παραστεί αυτοπροσώπως ή και μετά του συνηγόρου του ενώπιον της, για να εκθέσει προφορικά, με τη βοήθεια κατάλληλου διερμηνέα, τα επιχειρήματά του και να δώσει διευκρινίσεις ή να υποβάλει τυχόν συμπληρωματικά στοιχεία. Η απόφαση της Επιτροπής επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο. Στην απόφαση που απορρίπτει την προσφυγή, αναφέρεται και η υποχρέωση του αιτούντος σε ό,τι αφορά τη προσωρινή διαμονή του στην Ελληνική επικράτεια, ή την αναχώρησή του από τη χώρα εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες.
5. Ο Υπουργός Εσωτερικών έχει δικαίωμα άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της απόφασης της Επιτροπής Προσφυγών.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
Άρθρο 27
(Άρθρο 37 Οδηγίας)
Ανάκληση του καθεστώτος ασύλου
Όταν προκύπτουν νέα στοιχεία που συνιστούν λόγο επανεξέτασης του καθεστώτος ασύλου του πρόσφυγα, η κεντρική αρχή εξετάζει αν συντρέχει περίπτωση ανάκλησης του καθεστώτος.

Άρθρο 28
(Άρθρο 38 Οδηγίας)
Διαδικαστικοί κανόνες ανάκλησης

1. Η αποφαινόμενη αρχή μπορεί με ειδικά αιτιολογημένη πράξη της να ανακαλεί το καθεστώς του πρόσφυγα:
α. στις περιπτώσεις των ρητρών παύσης και των ρητρών αποκλεισμού που προβλέπονται από τα άρθρα 11 και 12 της οδηγίας 2004/83/ΕΚ.
β. όταν ο πρόσφυγας συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας ή έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη εγκλήματος που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια.
2. Στις περιπτώσεις εφαρμογής της παρ. 1, ο ενδιαφερόμενος, δικαιούται:
α. να ενημερώνεται εγγράφως από την κεντρική αρχή όταν επανεξετάζει τη συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων για να χαρακτηρίζεται ως πρόσφυγας καθώς και για τους λόγους της επανεξέτασης αυτής.
β. να προβάλει στο πλαίσιο προσωπικής συνέντευξης ή με γραπτή δήλωση του λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να ανακληθεί το χορηγηθέν καθεστώς.
3. Η αποφαινόμενη αρχή στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής:
α. λαμβάνει ακριβείς και επίκαιρες πληροφορίες, κυρίως από το Υπουργείο Εξωτερικών και την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, όσον αφορά τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων.
β. συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη περίπτωση προκειμένου να επανεξεταστεί το καθεστώς.
Οι πληροφορίες αυτές δεν λαμβάνονται από τους φορείς της δίωξης κατά τρόπο που θα είχε ως αποτέλεσμα να πληροφορούνται απευθείας ότι ο ενδιαφερόμενος είναι πρόσφυγας, ή δικαιούχος επικουρικής προστασίας του οποίου το καθεστώς είναι υπό επανεξέταση, ή να τίθεται σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ενδιαφερόμενου και των προσώπων που εξαρτώνται από αυτόν και η ελευθερία ή η ασφάλεια των μελών της οικογένειάς του που εξακολουθούν να διαμένουν στη χώρα καταγωγής.
4. Η απόφαση ανάκλησης του καθεστώτος επιδίδεται γραπτώς. Η απόφαση αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους και παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες προσβολής αυτής.
5. Οι διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 11 και του άρθρου 15, εφαρμόζονται και στην ανάκληση του καθεστώτος.
6. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, το καθεστώς του πρόσφυγα παύει αυτοδικαίως αν ο πρόσφυγας παραιτηθεί ρητώς από αυτό, με αίτησή του, η οποία υποβάλλεται αυτοπροσώπως στις αρμόδιες αρχές παραλαβής και εξέτασης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Άρθρο 29
(Άρθρο 39 Οδηγίας)

Αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας
Οι αιτούντες άσυλο έχουν δικαίωμα άσκησης αίτησης ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α΄− 274), κατά των απορριπτικών αποφάσεων των αρμοδίων αρχών, που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των Κεφαλαίων Γ΄ και Δ΄, καθώς και κατά των αποφάσεων ανάκλησης του καθεστώτος του πρόσφυγα, που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Κεφαλαίου Ε΄. Για τη δυνατότητα αυτή γίνεται ρητή αναφορά επί του σώματος της απόφασης. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου οι αιτούντες άσυλο απολαμβάνουν τις εγγυήσεις που προβλέπονται στις περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 30
(Άρθρο 41 Οδηγίας)
Αρχή του απορρήτου

Το προσωπικό των αρμοδίων υπηρεσιών που εφαρμόζουν τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος υποχρεούται να τηρεί εχεμύθεια για προσωπικά δεδομένα που περιέρχονται σε γνώση του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή επ΄ ευκαιρία αυτών.

Άρθρο 31
(Άρθρο 42 Οδηγίας)
Υποβολή Εκθέσεων

Η κεντρική αρχή αποστέλλει στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την κατάρτιση της έκθεσης σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος διατάγματος.

Άρθρο 32
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος, καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 έως 12, του άρθρου 3 παρ. 1 έως 5 και 8 έως 10, του άρθρου 4, του άρθρου 5 και του άρθρου 6 του π.δ. 61/1999 (Α΄− 63), καθώς και κάθε άλλη, γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο αυτού.

Άρθρο 33
Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του παρόντος προεδρικού διατάγματος ισχύουν από 1.12.2007.
Στον Υπουργό Εσωτερικών αναθέτουμε τη δημοσίευση και εκτέλεση του παρόντος διατάγματος.


Αθήνα, 8 Ιουλίου 2008


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ


ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Δ. ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Θ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



 

 

 

 

 

 

 Επιστροφή  Κορυφή σελίδας

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η με οποιονδήποτε τρόπο αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του περιεχομένου της εφημερίδας, χωρίς την γραπτή άδεια του εκδότη. Κάθε δημόσια αναφορά στο περιεχόμενο της συνεπάγεται και αναφορά του ονόματός της, όπως η δημοσιογραφική δεοντολογία επιτάσσει.

 

 

[Αρχική σελίδα]  [Αγορά Εργασίας]  [Επιχειρηματικότητα]  [Προσλήψεις στο Δημόσιο]  [Εκπαίδευση]  [Σεμινάρια]  [Νομοθεσία]  [Βιβλία]
Διεύθυνση: Λ. Ριανκούρ 73, 11524 Αθήνα, email: info@proslipsis.gr , Τηλ: 6949244434
©  2004-2021  proslipsis.gr, All rights reserved