Αθήνα 2.2.2009 Του Σπύρου Γ. Παναγιωτόπουλου*
Από την στιγμή που οι ανθρώπινες κοινότητες πέρασαν από το αρχαϊκό πρότυπο της αχρήματης - ανταλλακτικής οικονομίας στην εγχρήματη οργάνωση των οικονομιών της σύγχρονης εποχής, η ιστορία του χρήματος, αλλά και των ανθρώπων που συνδέθηκαν στενά μαζί του, είναι γεμάτη από δραματικές διακυμάνσεις ιλιγγιώδους ανόδου και παταγώδους πτώσης.
Μπορεί για αυτόν τον λόγο το χρήμα και οι οργανισμοί που το διαχειρίζονται να έχουν περιβληθεί με μία μαγική άχλη, μια μυστηριώδη (σχεδόν μυστικιστική) δύναμη. Εκείνοι οι πρωτοπόροι που μετέτρεψαν ασήμαντα κομμάτια χαρτιού ή ευτελών μετάλλων σε μέσα κινητοποίησης τεράστιων παραγωγικών ή και καταστροφικών δυνάμεων, με ένα τρόπο καθολικό και σχεδόν παγκόσμιο, ίσως δικαιωματικά διεκδικούν αυτόν τον μαγικό τίτλο.
Όμως, στην σύγχρονη εποχή των καλά οργανωμένων κοινωνιών και οικονομιών το χρήμα και οι ενασχολούμενοι άμεσα με αυτό όσο απεκδύονται την μαγεία τόσο προσεταιρίζονται την αρχέγονη δύναμη. Τελικά σήμερα το παιχνίδι γύρω από το χρήμα είναι ένα παιχνίδι δύναμης. Όχι όμως ένα παιχνίδι με δίκαιους, συμμετρικούς κανόνες για όλους τους παίκτες, όπου η αμοιβή και η τιμωρία κατανέμεται αναλογικά με την εποικοδομητική ή ανώφελη δράση, αλλά ένα παιχνίδι με θεσμικά "σημαδεμένα χαρτιά".
Στις δεκαετίες του 60, του 70 και του 80 στα καφενεία των χωριών, αλλά και στα συνοικιακά των πόλεων, ανθούσε η χαρτοπαιξία ως μια μορφή διασκέδασης των ανδρών, ιδίως τους χειμερινούς μήνες. Η ζημιά για τον χαμένο ήταν αρχικά ένα λουκούμι, ένα ούζο, άντε μία κονσέρβα, αλλά στα μέσα του 80 έφτασε να ανέρχεται σε κάποια χιλιάρικα. Κάποια Χριστούγεννα, αυτής της τελευταίας περιόδου, ένας ανήσυχος χωρικός εμφάνισε ένα νέο παιχνίδι, την σβούρα. Οι παίκτες ποντάριζαν στο χρώμα που θα είχε το πάνω μέρος της σβούρας μετά την περιστροφή της στο τραπέζι (άσπρο ή μαύρο). Κατά την πρώτη εφαρμογή του παιχνιδιού έγινε στους παίκτες η εξής, πρωτότυπη, εξήγηση των κανόνων: «μαύρο χάνεις, άσπρο κερδίζω». Αφού έπαιξαν πέντε-έξη γύρους ένας παίκτης, που βέβαια έχανε συνεχώς, αναρωτήθηκε γεμάτος έκπληξη: «Εγώ πότε κερδίζω;». Για να πάρει, μέσα σε γέλια, την απάντηση «όταν η σβούρα σταθεί όρθια». Για την ιστορία πρέπει να αναφερθεί ότι το παιχνίδι της σβούρας και στην κανονική του μορφή ολίγους συγκίνησε και τελείωσε άδοξα και μάλλον σύντομα την παρουσία του στα καφενεία. Σήμερα η χαρτοπαιξία αποτελεί θλιβερό κατάλοιπο παλαιών ένδοξων εποχών.
Τέτοιες ελαφρές ή βαρύτερες τροποποιήσεις των κανόνων, καλυμμένες όμως με ιδεολογήματα ακαδημαϊκής μεγαλοπρέπειας, διέπουν την λειτουργία των οργανισμών που διαχειρίζονται σήμερα το χρήμα. Τα τερτίπια των «ψιλών γραμμάτων» ή των σκοτεινών κερδοσκοπικών διαδρομών εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο. Υπάρχει όμως μια πτυχή που προσοιδιάζει περισσότερο με το παραποιημένο παιχνίδι της σβούρας.
Οι κεντρικές τράπεζες, με αξιοσημείωτο ζήλο, ασχολούνται με την τιθάσευση του πληθωρισμού. Οι επιθέσεις τους στο φοβερό τέρας γίνονται όχι μόνο όταν αυτό είναι ακμαίο και απειλητικό, αλλά και όταν πεσμένο στο έδαφος προσπαθεί λίγο να σηκώσει το κεφάλι. Δεν είναι ανεξήγητη αυτή η προσπάθεια, ούτε σε όλες τις περιπτώσεις κατακριτέα, ο πληθωρισμός υποσκάπτει την αξία του μοναδικού προϊόντος των τραπεζών που είναι το χρήμα και οι συμβάσεις με βάση αυτό. Επίσης η ακανόνιστη άνοδος των τιμών αποτελεί τον χειρότερο εχθρό για την διαδικασία προεξόφλησης μελλοντικών αξιών και επομένως μια έκθεση σε απρόβλεπτους κινδύνους που συννεφιάζουν την ανέμελη λάμψη του σίγουρου κέρδους. Η αποδεδειγμένα ευεργετική διέγερση που προσφέρει ο ελεγχόμενος πληθωρισμός στην πραγματική οικονομία συμβάλλει στο μένος εναντίον του αυτών που αποτελούν τους θεματοφύλακες των ιερών ισορροπιών. Εάν ο πληθωρισμός είναι κακό πράγμα γιατί πρέπει να ψέγουμε τις τράπεζες για τον αδυσώπητο αγώνα εναντίον του; Εκτός από τον πληθωρισμό, σε κάποιες φάσεις του οικονομικού κύκλου, υπάρχει και ο αποπληθωρισμός, δηλαδή, η σπειροειδής μείωση τιμών - μισθών που πλήττει ιδιαίτερα τους πλέον αδύνατους της αγοράς και επιφέρει στο χρήμα το αντίθετο αποτέλεσμα από τον πληθωρισμό: αυξάνει την πραγματική του αξία και καθιστά τις συμβάσεις σε χρήμα μεγαλύτερες (από την μεριά των οφειλετών τις καθιστά δυσβάσταχτες). Εμπειρικά έχει αποδειχθεί ότι αυτές οι φάσεις έπονται περιόδων κατά τις οποίες οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί χρησιμοποιώντας το χρήμα με αλόγιστη απληστία, υπέθαλψαν μια ασύστολη κερδοσκοπία. Γι αυτές τις φάσεις αποπληθωρισμού (μια τέτοια μάλλον βιώνουμε σήμερα), οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν, μέσα από την αύξηση της προσφοράς χρήματος και την μείωση των επιτοκίων, να στηρίξουν κυρίως το τραπεζικό σύστημα. Όμως η παρέμβαση αυτή έχει ένα βολικό όριο, αφού είναι αδιανόητη η ύπαρξη αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων. Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ζητούν από την κοινωνία να πληρώσει, μέσα από κρατική βοήθεια, αδιαμαρτύρητα τα σπασμένα της δικής τους άπληστης συμπεριφοράς, ώστε αλώβητες σε ένα κόσμο αυξημένης δυστυχίας να κερδοσκοπούν διπλά και από την αύξηση της πραγματικής αξίας του χρήματος και από τις αυξημένες ανάγκες δανεισμού του δημοσίου. Να το κεντρικό θαύμα της σύγχρονης χρηματοοικονομικής, να και η αρχέγονη δύναμη. Οι τραπεζίτες είναι σοβαροί, αξιοσέβαστοι άνθρωποι που δικαιούνται να κερδίζουν και από τα λάθη τους. Οι δανειολήπτες είναι ανάξιοι, χαμερπείς τύποι που διεκδίκησαν το δικαίωμα για πρόοδο σε λάθος συγκυρία, όταν η σβούρα δεν στέκονταν όρθια. Να γκρεμίσουμε λοιπόν τις τράπεζες, να καταργήσουμε το χρήμα; Θα ήταν κρίμα για τους παλαιούς πρωτοπόρους και τον συχνά τραγικό μόχθο που κατέβαλλαν για μια ορθολογικότερη αντιμετώπιση των ανθρώπινων αναγκών. Σίγουρα όμως δεν πρέπει, ούτε επιτρέπεται, να εμπιστευθούμε στις τράπεζες την μοίρα των ανθρώπων και το δικαίωμα τους στη ευημερία.
Είναι πράγματι περίεργη η σπουδή των κυβερνήσεων, αλλά και των διεθνών οικονομικών οργανισμών, να προστρέξουν σε πρωτοφανούς γενναιοδωρίας παραχωρήσεις προς τους χρηματοπιστωτικού οργανισμούς. Τέτοια αστρονομικά ποσά είναι αμφίβολο αν θα εγκρίνονταν για την σωτηρία ακόμη και εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων. Πιο ύποπτη είναι η διάχυτη φήμη πώς δεν υπάρχει άλλη λύση. Μετά το θαύμα να και η μοναδική οδός της σωτηρίας. Ούτε κουβέντα να γίνεται όχι για την δοκιμασμένη σε παρόμοιες περιπτώσεις δημοσιονομική πολιτική, αλλά για την εντελώς περιφρονημένη εισοδηματική πολιτική (και την επανεξέταση του διεθνούς καταμερισμού εργασίας), που θα ξαναφέρει στο προσκήνιο τον "παλιομοδήτικο" εκείνο διάλογο της δίκαιης κατανομής του εισοδήματος και ακόμη πιο πέρα τον τρόπο που η όποια διανομή επηρεάζει τις αξίες και τελικά την κατανομή των παραγωγικών πόρων. Διάλογο που τόσο θα χαίρονταν οι παλαιοί πρωτομάστορες, αφού ακουμπά την καρδιά της πολιτικής οικονομίας. Γιατί τέτοια αστρονομικά ποσά, αλλά και πολύ μικρότερα, δεν διατίθενται για την τόνωση του εισοδήματος αυτών που έχουν ανάγκη, μέσα από την αυξημένη και δίκαιη ανταμοιβή της παραγωγικής τους προσπάθειας; Γιατί δανειολήπτες και αποταμιευτές δεν ανταμοίβονται σε τέτοιο βαθμό ώστε με την σειρά τους να στηρίξουν τις συνετές τράπεζες και την ικμάδα της αγοράς; Γιατί η ευελιξία προς τα κάτω αφορά τις αμοιβές των ασθενέστερων υποκειμένων της οικονομίας; Η γοητεία για την χρήση της αρχέγονης δύναμης δεν συνεπαίρνει μόνο τους τραπεζίτες.
Νηφάλιες παρατηρήσεις για τις προϋποθέσεις εφαρμογής τέτοιας πολιτικής σίγουρα υπάρχουν. Εκείνες όμως που θα ξεσηκωθούν με αμείλικτη σφοδρότητα, στο άκουσμα τέτοιων ανοίκειων προτάσεων, θα είναι οι γνωστές και τόσο ρηχές μπαρούφες για ανταγωνιστικότητα, που επιφυλάσσουν για τους πολλούς ένα μεταπολεμικό πρότυπο βιοτικών αναγκών και εργασιακών σχέσεων. Οι θιασώτες ενός αποστεωμένου κόσμου που, με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, προσπαθούν να προστατέψουν τα κεκτημένα της ισχυρής τους θέσης, μιλούν με αστείρευτο πάθος για ανταγωνισμό.
Είναι ένα άλλο θαύμα μίας άλλης ιστορίας.
* Ο Σπύρος Γ. Παναγιωτόπουλος είναι Οικονομολόγος.
|