Αθήνα 12.4.2010, 14:56
Με εγκύκλιό του το υπουργείο Οικονομικών αποφαίνεται ότι δεν υπάγονται σε ΦΠΑ οι υπηρεσίες μεταφραστών προς το υπουργείο Εξωτερικών ενώ ότι οι ΔΟΥ θα πρέπει να επιστρέψουν στους δικαιούχους τυχόν παρακρατηθέντα ποσά.
Ειδικότερα αναφέρεται ότι, προκειμένου να επιλυθούν κατά ομοιόμορφο τρόπο προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί στην πράξη:
1. Το υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) και συγκεκριμένα η Μεταφραστική Υπηρεσία αυτού, χρησιμοποιεί ιδιώτες μεταφραστές, οι οποίοι επιλέγονται ως κατάλληλοι για την παροχή μεταφραστικών υπηρεσιών, από σχετικό πίνακα επιτυχόντων, κατόπιν διαγωνισμού επάρκειας (σχετικές Αποφάσεις ΥΠΕΞ Φ093/1/ΑΣ1855/ΦΕΚ478.Β/19.5.98 και Φ.0921/ΑΣ1203/ΦΕΚ348Β/13.3.07). Οι εν λόγω μεταφραστές καλούνται να μεταφράσουν κείμενα που κατατίθενται στο ΥΠΕΞ και αμείβονται με τιμή που καθορίζεται κατά σελίδα μετάφρασης (Απόφαση ΥΠΕΞ Φ09329/ΑΣ1057/ΦΕΚ 348.Β/13.3.07). Το ΥΠΕΞ, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σχετική αναφορά, θεωρούσε πάντα ότι στην ανωτέρω αμοιβή περιλαμβάνεται ο αναλογών ΦΠΑ και υποχρέωνε τους μεταφραστές να διαχωρίζουν την αμοιβή τους σε καθαρή αξία και ΦΠΑ, στις ΑΠΥ που εξέδιδαν.
2. Παρότι η Υπηρεσία είχε αρχικά θεωρήσει ότι η ανωτέρω παροχή υπηρεσιών των μεταφραστών του ΥΠΕΞ υπάγεται σε ΦΠΑ, τα διοικητικά δικαστήρια με τελεσίδικες αποφάσεις τους (ΣΤΕ 1211/95 και 3875/95), αποφάνθηκαν ότι η υπηρεσία των εν λόγω μεταφραστών παρέχεται υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και κατά συνέπεια δεν υπόκειται σε ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. 1, 2ο εδάφιο του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000).
3. Η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα με τις αποφάσεις των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων, λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), το οποίο στην απόφασή του που εκδόθηκε για τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-78/02, C-79/02 και C-80/02, αποφάνθηκε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση παροχής υπηρεσίας, το ποσό που έχει αναγραφεί ως ΦΠΑ στα φορολογικά στοιχεία, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ΦΠΑ, καθώς εκ πλάνης θεωρήθηκε ότι παρέχεται μια υπηρεσία ως ανεξάρτητη, ενώ πρόκειται για υπηρεσία που παρέχεται με σχέση εξάρτησης. Κατά συνέπεια, το άρθρο 21, παρ. 1, στοιχείο γ΄ της 6ης οδηγίας (αντίστοιχη διάταξη της εθνικής νομοθεσίας - άρθρο 35, παρ. 2 του Κώδικα ΦΠΑ), κατά το οποίο ο ΦΠΑ οφείλεται εφόσον αναγράφεται σε φορολογικό στοιχείο, δεν αποκλείει την απόδοση (επιστροφή) ποσού το οποίο πεπλανημένως ανεγράφη ως ΦΠΑ, στην περίπτωση κατά την οποία οι υπηρεσίες περί των οποίων πρόκειται δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, το ποσό που αναγράφεται στο τιμολόγιο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ΦΠΑ.
4. Σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση των διατάξεων των άρθρων 904 έως 911 του Αστικού Κώδικα «περί αδικαιολόγητου πλουτισμού», καθώς οι μεταφραστές, μετά την επιστροφή του φόρου, δεν θα έχουν εισπράξει μεγαλύτερο ποσό από την αμοιβή που προβλέπεται από την σχετική απόφαση του ΥΠΕΞ. Αφετέρου, δεν τίθεται θέμα απώλειας εσόδων για το δημόσιο, δεδομένου ότι το ΥΠΕΞ, ως φορέας του Δημοσίου δεν ασκεί έκπτωση του ΦΠΑ που εσφαλμένα έχει αναγραφεί στα φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδοθεί από τους εν λόγω μεταφραστές.
5. Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίζονται τα εξής: α) Οι υπηρεσίες των μεταφραστών προς το ΥΠΕΞ, παρέχονται στα πλαίσια εξαρτημένης εργασίας, και δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. 1, 2ο εδάφιο του Κώδικα ΦΠΑ. Είναι αυτονόητο ότι για τις πράξεις αυτές δεν υπάρχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών. Σημειώνεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν μόνο για υπηρεσίες μεταφραστών προς το ΥΠΕΞ και όχι για υπηρεσίες μετάφρασης που παρέχονται προς άλλα πρόσωπα.
β) Αιτήσεις για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου που έχουν υποβληθεί στις Δ.Ο.Υ. από μεταφραστές για παροχή υπηρεσιών προς το ΥΠΕΞ πρέπει να ικανοποιηθούν, σύμφωνα με το άρθρο 6 της Α.Υ.Ο. ΠΟΛ 1073/2004. Η επιστροφή αυτή πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των περί παραγραφής διατάξεων. Τυχόν οφειλόμενα ποσά που έχουν βεβαιωθεί κατόπιν ελέγχου διαγράφονται.
γ) Είναι αυτονόητο ότι στις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών που εκδίδονται από τους μεταφραστές προς το ΥΠΕΞ, δεν πρέπει οι μεταφραστές να υποχρεώνονται να διαχωρίζουν την προβλεπόμενη αμοιβή τους σε καθαρή αξία και ΦΠΑ.
|